ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The shadowthrone” – SATYRICON
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Moonfog
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Satyr
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Satyr – Φωνητικά, κιθάρες, πλήκτρα
Samoth – Κιθάρα, μπάσο
Sverd – πλήκτρα
Frost – Τύμπανα
Το δεύτερο full length άλμπουμ των SATYRICON διαμορφώθηκε από τον Satyr από τον Ιανουάριο του 1991 μέχρι τον Αύγουστο του 1993. Ουσιαστικά διαμορφώθηκε την ίδια περίοδο με το ντεμπούτο τους, “Dark medieval times”, το οποίο κυκλοφόρησε την προηγούμενη χρονιά. Οι διαφορές που έχουν, όμως, είναι εμφανείς τόσο στον ηχητικό σχεδιασμό τους, όσο και στη δομή των κομματιών, έχοντας μια πιο στρωτή ηχητική και σαφέστατα απομακρυσμένη από την τραχύτητα που είχαν μέχρι τότε. Σε εκείνη την περίοδο ο Satyr ετοίμαζε υλικό το οποίο παρουσιάστηκε σε αυτά τα δύο πρώτα άλμπουμs των SATYRICON, καθώς και για τους STORM – project με τον Fenriz των DARKTHRONE και την Kari Rueslatten των THE 3RD AND THE MORTAL – όπως και για το μοναδικό προσωπικό του άλμπουμ με το επώνυμο του (WONGRAVEN).
Με τη βοήθεια του Sverd των ARCTURUS και του Samoth των EMPEROR, ηχογράφησε τον Μάιο του 1994 στα Waterfall studios αυτό το άλμπουμ, έχοντας πάντα μαζί του τον Frost στα drums. Η folk μουσική είχε επηρεάσει εκείνη την περίοδο τον νεαρό μουσικό, γεγονός που είναι πολύ εμφανές, βάζοντας τις ακουστικές κιθάρες ακόμα και μέσα σε μαυρομεταλλικά περάσματα, καθιστώντας το ιδιότυπη προσέγγιση. Κι αυτό γιατί συνηθίζεται ακόμα και από τους ίδιους να λειτουργούν σαν «διαλείμματα» παρά σαν μέρος της ενορχήστρωσης.
Το τελικό αποτέλεσμα φανέρωσε την πιο ευκολοάκουστη ηχητική τους πλευρά μέχρι τότε και προάγγελος του δίσκου των STORM, που ηχογραφήθηκε μετά από ένα εξάμηνο. Το κοινό τους στοιχείο είναι η ατμόσφαιρα που διαμορφώνουν οι κιθάρες που ακολουθούν μια γραμμική mid tempo συνθετική προσέγγιση, έχοντας μέχρι και ανάλογες απαγγελίες. Το καταληκτικό instrumental, “I en svart kiste”, μπορεί να θεωρηθεί προπομπός του “Fjelltronen” του WONGRAVEN project. Και τα δύο αυτά άλμπουμ κυκλοφόρησαν από τη Moonfog, την εταιρία που έστησε ο Satyr ως sub label της Tatra, αποφεύγοντας την αναζήτηση εταιρίας σε μια περίοδο που υπήρχαν πολλά underground labels για τις πρώτες black metal κυκλοφορίες από τη Νορβηγία. Αυτό το γεγονός δείχνει και τις δυνατότητες που υπήρχαν τότε για τους νεαρούς μουσικούς να στήσουν ακόμα και δική τους εταιρία. Βέβαια η κακή διανομή της Tatra εμπόδισε στο να γίνουν αυτά τα άλμπουμ περισσότερο γνωστά, κάτι που άλλαξε άρδην με την αναγνωρισιμότητα που απέκτησαν μετά την κυκλοφορία του “Nemesis divina” το 1996.
Καταληκτικά αυτό το άλμπουμ για εμένα παραμένει από τότε που κυκλοφόρησε ως ένα κολλάζ ιδεών που αφέθηκαν σε δεύτερη μοίρα μετά την επιλογή των καλύτερων που περιλαμβάνονται στο φοβερό πρώτο τους άλμπουμ. Είναι, όμως, αντιπροσωπευτικό δείγμα της τάσης που υπήρχε στη νορβηγική σκηνή εκείνης της εποχής για ένταξη της folk μουσικής.
Η remastered επανακυκλοφορία του με αλλαγμένο εξώφυλλο έχει ακόμα πιο ευκολοάκουστο ήχο, κάτι που μάλλον οφείλεται στο ότι ο Satyr ακολουθεί την ίδια προσέγγιση και στον σημερινό ήχο των SATYRICON.
Λευτέρης Τσουρέας