A day to remember… 13/9 [KISS]

0
247
Kiss












Kiss

ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Animalize” – KISS
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1984
ΕΤΑΙΡΙΑ: Mercury
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Paul Stanley
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά/Κιθάρες – Paul Stanley
Φωνητικά/ Μπάσο – Gene Simmons
Κιθάρες – Mark St. John
Τύμπανα – Eric Carr

Βρισκόμαστε κοντά στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και οι KISS έχουν ανακάμψει σημαντικά μετά από ένα εμπορικό τέλμα στο οποίο έφτασαν λίγα χρόνια πριν. To “Dynasty” (1979) έκανε τεράστια επιτυχία αλλά απορρόφησε πολύ από τον disco ήχο που κυριαρχούσε παγκοσμίως τότε, με αποτέλεσμα να ξενερώσει πολλούς από τους οπαδούς τους. Tα “Unmasked” (1980) και “Music from “The Elder”” (1981) κάηκαν σε πωλήσεις, πάρα τις ποιοτικές τους στιγμές, ενώ και το εξαιρετικό “Creatures of the night” (1982) επίσης απέτυχε να αναστρέψει την κατάσταση. Παράλληλα, οι συνεχείς αποχωρήσεις και επιστροφές του κιθαρίστα Ace Frehley και του ντράμερ Peter Kriss, βασικών μελών του συγκροτήματος μέχρι τότε, μάλλον επιβάρυναν περισσότερο την κατάσταση, παρά την ισορροπούσαν. Πλέον απειλούνταν η ίδια η ύπαρξη των KISS, καθώς το συγκρότημα έπλεε σε αχαρτογράφητα νερά δίχως πανιά στη μέση του πελάγους, έχοντας χάσει επαφή με το νεότερο κοινό και δη αυτό του MTV, που είχε τα δικά του συγκροτήματα και ακούσματα.

Σε εκείνη ακριβώς την φάση οι Paul Stanley (φωνητικά/κιθάρα) και Gene Simmons (φωνητικά/μπάσο) κατάλαβαν ότι έπρεπε να κόψουν τους δεσμούς τους με το παρελθόν, προκειμένου να επιβιώσουν κι έτσι προέβησαν σε ριζοσπαστικές κινήσεις. Με πρώτη και καλύτερη την εγκατάλειψη του θρυλικού make-up που τους είχε καθιερώσει ως υπερήρωες-rock stars στο συλλογικό υποσυνείδητο της Αμερικής. Σε δεύτερη φάση, οι Frehley και Kriss απομακρύνθηκαν οριστικά από τον κύκλο των KISS, με τον κιθαρίστα να φεύγει στο “Creatures of the night” και τον ντράμερ ένα χρόνο νωρίτερα, μετά το πειραματικό “Music from “The Elder”. Την θέση της «Γάτας» πίσω από τα τύμπανα πήρε η «Αλεπού», Eric Carr, ενώ στην κιθάρα, κατέληξε ο «Μάγος» Vinnie Vincent, ένας εντυπωσιακός μουσικός με έφεση και στο συνθετικό κομμάτι. Καρπός αυτών των διεργασιών ήταν το “Lick it up” (1983), μία εμφατική επιστροφή για τους KISS, που εκμεταλλεύτηκαν κάθε λεπτό της νέας δημοσιότητας λόγω της απαλλαγής από το make-up και το φρέσκο line-up. Μέσω αυτού, το συγκρότημα ξαναμπήκε στο προσκήνιο, ξανά στο top-30 των ΗΠΑ κι έγινε σύντομα χρυσό (κάτι που είχε να γίνει από το “Unmasked”) και με το πρώτο τους video clip για το MTV.

Ήταν πολύ καλό για να κρατήσει. Σύντομα, ο Vinnie Vincent είδε την πόρτα της εξόδου, καθώς θεωρήθηκε ότι ξεπερνάει τις αρμοδιότητες του από τους Stanley και Simmons. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν ο κιθαρίστας παράτεινε το σόλο του σε μία εμφάνιση των KISS στο Los Angeles, έχοντας τον Stanley να περιμένει έξαλλος στην άκρη της σκηνής για να βγει και να συνεχιστεί το set list. Μετά το τέλος της συναυλίας, στα παρασκήνια, κόντεψαν να πλακωθούν στο ξύλο, με τους ψυχραιμότερους να παρεμβαίνουν για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Παρόλα αυτά, η δυναμική του “Lick it up” τους κράτησε στην επιφάνεια και τώρα η μπάντα αναζητούσε ένα νέο κιθαρίστα, τον οποίο βρήκε στο πρόσωπο του Mark Norton, ή, πιο γνωστό με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, Mark St. John.

Επρόκειτο για ένα θεαματικό κιθαρίστα, που το στυλ του προσομοίαζε περισσότερο σε shred παρά στο καυτό rock n’ roll στυλ των KISS. Μία σπίθα που την χρειάζονταν, μιας και τα 80s είχαν διαφορετικές απαιτήσεις από τα 70s, δεκαετία που η μπάντα γνώριζε και δούλευε πολύ καλά. Με το “Pyromania” των DEF LEPPARD, που κυκλοφόρησε επίσης το 1983 και έκανε θραύση στα charts, να έχει θέσει τον πήχη πολύ ψηλά, τόσο μουσικά όσο και οπτικά, όλοι χρειαζόταν να βελτιώσουν το προϊόν τους προκειμένου να παίξουν το παιχνίδι ανταγωνιστικά. Κάτι στο οποίο δεν βοήθησε καθόλου το νέο ενδιαφέρον του Gene Simmons, η υποκριτική.

Το 1984 έπαιξε τον «κακό» στην ταινία “Runaway”, όπου πρωταγωνιστούσε ο γνωστός μουστακαλής ηθοποιός Tom Selleck, γνωστός από την σειρά “Magnum, P.I.”. Σε ένα άλλο ρόλο του έπαιξε στους «Σκληρούς του Μαϊάμι» ως ένας φανταχτερός νταβατζής. Παράλληλα τον είχε απορροφήσει και η μουσική παραγωγή, καθώς και το management συγκροτημάτων όπως οι φερέλπιδες BLACK N’ BLUE.

Στο μεταξύ, ο Stanley πάλευε να διατηρήσει την μπάντα ενεργή, αναλαμβάνοντας μέχρι και την παραγωγή της επόμενης δουλειάς τους. Ακόμα χειρότερα, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με τον Mark St. John. Ο κιθαρίστας προσπαθούσε υπερβολικά πολύ, με αποτέλεσμα να μην είναι «οικονομικός» στα σόλο του, ενώ ο Stanley καταιγιζόταν από ένα συνονθύλευμα διαφορετικών σόλο κάθε φορά που προσπαθούσαν να γράψουν ένα τραγούδι. Επιπλέον, ο Eric Carr δήλωσε πως η γενικότερη συμπεριφορά στις ηχογραφήσεις ήταν πολύ αλαζονική, κάτι που έβγαλε τους υπόλοιπους εκτός εαυτού. Βέβαια, ο St. John είχε μία διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων, καθώς υποστήριζε πως ενώ ο Simmons ήταν σε γυρίσματα, ο Stanley την είχε κοπανήσει στις εξωτικές Βερμούδες με την τότε κοπέλα του (την disco τραγουδίστρια Lisa Hartman) και ο Carr περιφέρονταν στην Florida με μία παρέα από πρόθυμες groupies, όλο το βάρος της ηχογράφησης έπεσε στον ίδιο, τον μόνο που δούλευε στο στούντιο με κάποιους ηχολήπτες και μηχανικούς ήχου. Ίσως θα ήταν καλό να θεωρήσουμε πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Γεγονός, πάντως, είναι πως ο Stanley, ο οποίος έφερε προσωπικά και εξ ολοκλήρου την ευθύνη όλου του project, κατάφερε με την επιμονή του να ηχογραφήσουν ένα άλμπουμ που τους κράτησε στο επίκεντρο των εξελίξεων σε συνέχεια του “Lick it up”.

Το άλμπουμ αυτό θα βαφτιζόταν “Animalize”, μία έμπνευση του Stanley για το πως η τεχνολογία τραβάει τον άνθρωπο μακριά από την ίδια του τη φύση και τον βάζει σε ένα άλλο επίπεδο. Ωστόσο, το μουσικό στυλ των τραγουδιών, συνολικής διάρκειας κάτι λιγότερο από 36 λεπτά, ήταν το τυπικό AOR/Arena hard rock που θα τους χαρακτήριζε για την επόμενη δεκαετία. Και θεματικά, τα γνωστά: σεξ και ηδονισμός. To εξώφυλλο είχε τέσσερα διαφορετικά ήδη από δέρματα ζώων (πάνθηρας, λεοπάρδαλη, ζέβρα, τίγρης) υπογραμμίζοντας το ζωώδες κομμάτι του “Animalize”.

Για την σύνθεση και ηχογράφηση του άλμπουμ, οι KISS επιστράτευσαν γνωστά (πλέον) ονόματα του χώρου, όπως ο δημιουργός των επιτυχιών, Desmond Child, που τους έγραψε το μεγαλύτερο τους hit single από την περίοδο του “Unmasked” και το πιο γνωστό τραγούδι του δίσκου, το “Heaven’s on fire”. Ήταν το πρώτο εκ των δύο single που βγήκαν από αυτή την κυκλοφορία και συνοδεύτηκε από σχετικό video clip. Το δεύτερο ήταν το εντυπωσιακό “Thrills in the night”, με την υπογραφή του φανταχτερού έγχρωμου μπασίστα με την ξανθιά μοϊκάνα, Jean Beauvoir, για τον οποίο ο Stanley έτρεφε τεράστια εκτίμηση. Το τραγούδι, που μιλάει για μία διπρόσωπη γυναίκα, η οποία την μέρα είναι καθωσπρέπει και το βράδυ μεταμορφώνεται σε μία θηλυκή κυνηγό του σεξ, δεν έκανε κάποια ιδιαίτερη επιτυχία (παρά την προώθηση μέσω video clip και παρόλο που προσωπικά το θεωρώ πιο ενδιαφέρον από το “Heaven’s on fire”.

Ο Desmond Child, πέρα από δεύτερα φωνητικά στο άλμπουμ, έβαλε το χεράκι του και στο πολύ δυνατό, εναρκτήριο τραγούδι του “Animalize”, το “I’ve had enough (Into the fire)” και στο “Under the gun”, ενώ ένας άλλος συνθετικός συντελεστής ήταν και ο Mitch Weissman, ηθοποιός στην ταινία “Beatlemania” (1981), όπου υποδυόταν τον Paul McCartney. Με τον Weismann ο Stanley έγραψε το  Led Zeppelin-ικό “Get all you can take”, ενώ ο Simmons βρήκε χρόνο μεταξύ άλλων να γράψει μαζί του τα “While the city sleeps” και το τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ, το “Murder in high-heels”. Σε αυτά ο Weismann έπαιξε και κάποια επιπλέον κιθαριστικά μέρη. Από τις δύο προσωπικές συνεισφορές του Gene Simmons, περισσότερο ακούστηκε το “Burn bitch burn” από το έτερο “Lonely is the hunter”, αν και αμφότερα δεν διεκδικούν δάφνες ποιότητας. O μεγάλος Jean Beauvoir ακούγεται με το μπάσο του στα “Get all you can take”, “Under the gun” και, φυσικά, στο δικό του “Thrills in the night”.

Αυτός που βγήκε χαμένος από την όλη υπόθεση ήταν ο St. John, ο οποίος, δυστυχώς, άρχισε να αντιμετωπίζει κάποια ιδιαίτερα προβλήματα υγείας λίγο πριν ολοκληρωθούν οι ηχογραφήσεις. Μία σπάνια και επίπονη περίπτωση αρθρίτιδας, που εκδηλώθηκε σε νεαρή ηλικία, μόλις στα 28 του, τον κατέστησε ανίκανο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, αναγκαζόμενος μέχρι και να προχωράει με μπαστούνι. Για την ιστορία, ο Mark St. John, που πέρασε σαν διάττοντας αστέρας από αυτό το ένα άλμπουμ των KISS, πέθανε το 2007, στα 51 του, αφού είχε προηγηθεί άγριος ξυλοδαρμός του στην φυλακή όπου είχε μπει μετά από κατηγορία για κατοχή ναρκωτικών και αντίστασης κατά της αρχής.

Λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του Mark St. John, οι KISS βγήκαν ξανά στο κυνήγι κιθαρίστα, τον οποίο χρειάζονταν άμεσα, όχι μόνο για να ολοκληρώσουν τα κιθαριστικά κομμάτια των “Lonely Is the hunter” και “Murder in high-heels”, αλλά και για να ξεκινήσουν την βρετανική τους περιοδεία. Η αναζήτηση έλαβε τέλος όταν έπεσαν πάνω στον Bruce Kulick. Μικρότερος αδελφός του παλιού τους συνεργάτη Rob Kulick, o Bruce πήγε στις οντισιόν τόσο για την αντικατάσταση του Ace Frehley, όσο και του Vinnie Vincent, αν και δεν τα κατάφερε σε καμία από τις δύο, ενώ σημειώνεται πως γνώριζε προσωπικά τον Paul Stanley! Η ανάγκη για άμεση αντικατάσταση του Mark St. John ήταν αυτή που έκανε το τηλέφωνο του νεότερου Kulick να χτυπήσει, με μία προσφορά που την δεδομένη στιγμή δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο Bruce όχι μόνο έπαιξε τις κιθάρες που έλειπαν στα προαναφερθέντα κομμάτια, αλλά μπήκε στο αεροπλάνο, δίχως δεύτερη σκέψη, για να παίξει την πρώτη του συναυλία με την μπάντα στο Brighton στα τέλη Σεπτέμβρη του ‘84, όπου πάγωσε στην σκηνή από το άγχος του!

Παρόλα αυτά, ο St. John ήταν ακόμα μέλος των KISS και καθώς βαθμιαία ξεπερνούσε το πρόβλημα του, τους ακολούθησε αργότερα στις εμφανίσεις τους επί αμερικανικού εδάφους. Στόχος ήταν να τον βάλουν πίσω στο κλίμα με το μαλακό, με μερικά guest κομμάτια σε κάθε σόου, όμως ο St. John άρχισε πάλι να παίρνει περισσότερες πρωτοβουλίες από αυτές που τους αναλογούσαν, κάτι παρόμοιο με αυτά που έκανε ο Vincent στην περιοδεία του “Lick it up”. Η απόλυσή τους από τους KISS ήταν θέμα χρόνου και όντως αποχώρησε στα τέλη του Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς. Αρχές Δεκεμβρίου, οι KISS, πιο κατασταλαγμένοι πλέον, πήραν τον Bruce Kulick ως μόνιμο κιθαρίστα. Οπτικό ντοκουμέντο αυτής της περιοδείας αποτελεί το “Animalize Live Uncensored”, μαγνητοσκοπημένο από την συναυλία της 8ης Δεκεμβρίου 1984 στο Cobo Hall του Detroit, πόλης-προπύργιο των KISS στις ΗΠΑ, που αργότερα προβλήθηκε και στο MTV.

Το “Animalize” κυκλοφόρησε ακριβώς 40 χρόνια πριν από σήμερα και με αυτό οι KISS επιτέλους ξαναμπήκαν στα γνωστά τους λημέρια, στο αμερικάνικο top-20 του Billboard Chart, συγκεκριμένα στο νο. 19. Μέχρι το τέλος της περιοδείας τους, το άλμπουμ είχε γίνει πλατινένιο, ενώ έκανε και μεγάλο σουξέ στο Ηνωμένο Βασίλειο, φτάνοντας ακόμα ψηλότερα, στο νο. 11. Πλατινένιο έγινε και στον γειτονικό Καναδά, ενώ στην Φινλανδία κέρδισε ένα χρυσό δίσκο, μιας και είχε μεγάλη επιτυχία όχι μόνο εκεί αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ο καιρός που πάλευαν μέσα στο φάσμα της αφάνειας μετά το “Dynasty” είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί και εφεξής οι KISS θα έγραφαν νέες χρυσές και πλατινένιες σελίδες στην μεγάλη ιστορία τους, όντας πάλι μέλος της ελίτ του αμερικανικού hard rock και κοιτώντας στα μάτια όλα τα νέα glam metal συγκροτήματα που έκαναν τόσο πολύχρωμη και πληθωρική την αγαπημένη δεκαετία των 80s.

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here