ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “British Steel” – JUDAS PRIEST
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1980
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Columbia
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tom Allom
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Rob Halford
Κιθάρες – K.K. Downing, Glenn Tipton
Μπάσο – Ian Hill
Drums – Dave Holland
Οι JUDAS PRIEST το 1980, είχαν ήδη έξη χρόνια δισκογραφικής παρουσίας και ήταν ένα συγκρότημα που είχε αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι του αφού ήξερε να γραφεί τραγούδια, τα οποία όπως αποδείχτηκε μέχρι και σήμερα, έχουν μείνει κλασσικά στο χρονοντούλαπο της μουσικής.
Εκείνη την χρονιά βλέπει τo φως της δημοσιότητας η έκτη δισκογραφική τους απόπειρα με τίτλο “British Steel”, δουλειά που διαδέχτηκε το κάπως εμπορικό “Killing Machine”, του 1978, και ένας δίσκος που τους έδωσε την μεγάλη ώθηση για την συνέχεια. Με την κυκλοφορία του δίσκου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο drummer Dave Holland τον οποίο οι οπαδοί είχαν γνωρίσει από τις συνεργασίες του με τους TRAPEZE, Glenn Hughes και JUSTIN HAYWARD (THE MOODY BLUES), τα προηγούμενα χρόνια, πριν μεταγράφει στους JUDAS PRIEST. Η αλλαγή ευτυχώς δεν επηρέασε σε τίποτα το σύνολο και έτσι το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό. Κυκλοφορώντας το “British Steel”, ο οπαδός θα ανακάλυπτε ότι το σχήμα «άφησε» λίγο στην άκρη τους πιο «σκοτεινούς» στίχους των προηγούμενων ετών και ηχογράφησε ένα album που στην ολότητά του ήταν τέλειο. Το 2017 ο Rob Halford, θα δηλώσει στο επεισόδιο του “Rolling Stone Music Now” podcast, ότι τότε ίσως είχαν επηρεαστεί από τους AC/DC, στους οποίους ήταν το support group στην περιοδεία τους το 1979 και παρουσίασαν αυτό το ηχητικό αποτέλεσμα.
Oι JUDAS PRIEST δεν φημίζονταν για την πολυπλοκότητα των κομματιών τους, άλλα για τραγούδια με ένα κλασικό ριφ και την υπόλοιπη σύνθεση να «χτίζεται» πάνω εκεί χωρίς ηχητικές αλλαγές. Για άλλο έναν δίσκο το group γράφει συνθέσεις που έχουν ουσιαστική αρχή, μέση και τέλος συνδυάζοντας με τέλειο τρόπο πως να ακούγεσαι heavy έχοντας όμως και rock καταβολές στον ήχο σου, με τραγούδια που έχουν σαν κύριο συστατικό τις ευφάνταστες μελωδίες. Στο “British Steel”, ο ακροατής ανακάλυψε πληθώρα καταπληκτικά αποδομένων κιθαριστικών ριφ και solos, και ρεφραίν που αφενός σου «μένουν» άμεσα και τα τραγουδάς και αφετέρου σε σηκώνουν από την καρέκλα χωρίς δεύτερη σκέψη σε ότι «φάση» και αν βρίσκεσαι. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα στα set list των ζωντανών εμφανίσεων τους, συμπεριλαμβάνουν σχεδόν τον μισό δίσκο, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα το μεγαλείο των συνθέσεων και πόσο έχουν αντέξει στον χρόνο.
Πάντα στη heavy metal μουσική, το εξώφυλλο μιας δουλειάς, τραβούσε τον οπαδό. Ποιος όμως να φανταζόταν άραγε ότι ένα χέρι που κρατάει ένα ξυράφι, θα γινόταν από τότε και για πάντα, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σχέδια σε μπλουζάκια οπαδών. Φυσικά το «έξω» δεν είναι τίποτα αν το «μέσα» υστερεί, κάτι που σε αυτή την δουλειά δεν συνέβη ποτέ. Και αν το “Rapid Fire” που «ανοίγει» τον δίσκο, πήρε με ωραίο τρόπο την σκυτάλη από τις προηγούμενες δουλειές «βάζοντας» τους ακροατές τότε ομαλά στα νέα τραγούδια, και το mid tempo, στακάτο, πωρωτικό ριφ του “Metal Gods”, νομίζω ότι ανατριχιάζει τον κάθε οπαδό ακόμα και σήμερα, 40 χρόνια (!!!!!) μετά, το τρίτο όμως κατά σειρά τραγούδι, «ανέβασε μια κατηγορία» το group. Το “Breaking the law”, τους έβαλε σε κάθε σπίτι ροκά ή μεταλλά της τότε εποχής και τηλεοπτικά αλλά και από οποιοδήποτε format ήχου. Μαζί με τα “Paranoid” των BLACK SABBATH και “Ace of spades” των MOTORHEAD, είναι 3 τραγούδια που θα υπάρχουν οπωσδήποτε σε κάθε εμπορική metal συλλογή.
Το σχήμα έμεινε πιστό στο στυλ δόμησης συνθέσεων που το είχε συνηθίσει ο οπαδός μέχρι τότε, και δεν πειραματίστηκε βάζοντας άλλες ηχητικές επιρροές στα τραγούδια του, απλά έδωσε βαρύτητα στο να δημιουργήσει ελαφρώς πιο metal συνθέσεις, σχετικά με το πρόσφατο παρελθόν του. Δημιούργησε αξιομνημόνευτα τραγούδια με βασικό στοιχείο σε κάθε σύνθεση το groove που έδιναν τα mid tempo τραγούδια όπως το “Living after midnight”, το έτερο τόσο «μεγάλο» all time classic τραγούδι του δίσκου ή το ανθεμικό “You don’t have to be old to be wise”. Δεν θέλησαν να γράψουν τραγούδια που θα είχαν υψηλές ταχύτητες, αλλά πιο αργά με στακάτα ριφ που θα έσφυζαν από δυναμισμό και ηχητικό τσαμπουκά, όπως εκείνοι το αντιλαμβάνονταν, καθηλώνοντας σε, χωρίς να μπορείς επ’ ουδενί να βαρεθείς, κάτι που φυσικά κατάφεραν.
Το album έχει μπει ήδη στο πάνθεον της δισκογραφίας τους σαν μια από τις καλύτερες δουλειές τους, η οποία «άνοιξε» τον δρόμο για τις επόμενες της δεκαετίας, με κάθε μια μετέπειτα, απλά να γιγαντώνει το όνομα και την φήμη τους και να τους κάνει και αυτούς ένα από τα groups που όρισαν τον ήχο ενός ιδιώματος, ανεβάζοντας τον πήχη σε κάθε δίσκο. Το “British Steel” έκανε την αρχή για ότι ακολούθησε.
Did you know that:
– Η ψηφιακή δειγματοληψία ήχων δεν ήταν ακόμη ευρέως διαθέσιμη κατά τη στιγμή της εγγραφής, οπότε η μπάντα χρησιμοποίησε αναλογικά, ήχους θρυμματισμένων μπουκαλιών γάλακτος για να συμπεριληφθούν στο “Breaking the Law”, καθώς και διάφορους ήχους που παράγονται από μπιλιάρδο και είδη μαχαιριών στο “Metal Gods”.
– Η Αμερικανική έκδοση του βινυλίου έχει διαφορετική σειρά τραγουδιών από την Ευρωπαϊκή.
– Το 2017, το album ψηφίστηκε 3ο στην λίστα του περιοδικού Rolling Stone, με τα 100 καλύτερα metal albums όλων των εποχών.
– Το album έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο «Τα 101 albums που πρέπει να ακούσεις πριν πεθάνεις».
– Στις 17 Αυγούστου 2009 στη Seminole Hard Rock Arena στο Hollywood, έπαιξαν ζωντανά όλο το album το οποίο κυκλοφόρησε σε cd και dvd για την 30η επέτειο του δίσκου. Το album έχει διαφορετικό εξώφυλλο από την αυθεντική κυκλοφορία.
– Οι ζωντανές εκδόσεις του album το 2009, χρησιμοποιήθηκαν σαν επίσημο υλικό «κατεβάσματος» από τις 11 Μαΐου 2010 και μετά για την σειρά video game “Rock Band”.
Θοδωρής Μηνιάτης