ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Screaming for vengeance” – JUDAS PRIEST
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1982
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: CBS/Sony Music Entertainment
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tom Allom – Louis Austin
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Robert Halford – φωνητικά
Glenn Tipton – κιθάρα
K.K Downing – κιθάρα
Ian Hill – μπάσο
Dave Holland – τύμπανα
Στο προηγούμενο επεισόδιο της σειράς “JUDAS PRIEST”, δηλαδή στην παρουσίαση του “Point of entry”, είχαμε δει όλα όσα διαδραματίζονταν στην «σκηνή» αλλά και στο «παρασκήνιο» της κυκλοφορίας του δίσκου. Έναν χρόνο μετά, βρισκόμαστε και πάλι στην Ibiza, διαπιστώνοντας πως όντως «ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος». Τη φορά αυτή όμως o δολοφόνος, δηλαδή η μπάντα, θα επέστρεφε με άλλες βλέψεις, άλλον προγραμματισμό και διαφορετική νοοτροπία. «Η Ibiza παρέμενε η ίδια Ibiza, όπως τη ξέραμε», θα δήλωνε ο Rob Halford. «Μια πόλη με ξέφρενο, party ρυθμό ζωής. Και μεις, ήμασταν αποφασισμένοι να μην κάνουμε ξανά τα ίδια λάθη. Θα γλεντούσαμε με τη ψυχή μας, αλλά αφού πρώτα συνθέταμε την καλύτερη δυνατή μουσική».
Μαζί με τα μυαλά της μπάντας, είχαν αλλάξει και τα μυαλά των ανθρώπων της CBS. Από κει που ήθελαν εμπορική κατεύθυνση με κάθε κόστος και έθεταν το δίλημμα «ή διασκευές, ή εμπορικά singles», όπως είδαμε στην ιστορία πίσω από το “Point of entry”, τώρα πρότειναν τη δημιουργία ενός album που θα εκτιμούσαν πρωτίστως οι οπαδοί. Αυτό βέβαια, δεν το είπαν έτσι, επειδή τους ήρθε ένα πρωί η ιδέα αυτή ή μετάνιωσαν για την πρότερη στάση τους. Στην «αυγή» των 80s το heavy metal ήταν έτοιμο να γίνει τεράστιο στις Η.Π.Α και οι JUDAS PRIEST είχαν τη δυνατότητα να ανήκουν σε αυτούς τους λίγους, που θα άνοιγαν την πόρτα της mainstream απήχησης στη γη του Θείου Sam, κάτι που θα έφερνε πακτωλό χρημάτων στα ταμεία της εταιρείας. Δεν ήξεραν όμως, πως ό,τι και να έλεγαν, το group ήταν έτσι κι αλλιώς αποφασισμένο να κυκλοφορήσει έναν δίσκο συγκεκριμένου ύφους, άρεσε δεν άρεσε στην CBS.
Με τις «ευλογίες» λοιπόν και του δισκογραφικού τους κολοσσού, οι JUDAS PRIEST στρώνονται στη δουλειά. Δουλειά την ημέρα, ξεφάντωμα το βράδυ, έτσι πάνε αυτά. O Halford δε, ήταν σε τόσο καλή κατάσταση και είχε τόσο καλή διάθεση, που πολλά βράδια τραγουδούσε στο club “Treehouse”, στο Lauderdale, μαζί με τους ROXX, τη μπάντα του φίλου του, Yul Vasquez, οι οποίοι είχαν κάθε φορά μερικά τραγούδια των JUDAS PRIEST στο set τους. Δεν περιοριζόταν όμως στο να τραγουδά και να πίνει τα ποτάκια του. Τόσο η Gigi, η κοπέλα του Yul, όσο και όλες οι strippers του club, κάθε ξημέρωμα θα έφευγαν με βρεγμένες γόβες, αφού ο Rob διασκέδαζε με το να τις γεμίζει με μπύρα και σαμπάνια. Αλλά ας αφήσουμε το πειραχτήρι Halford και ας επιστρέψουμε στα του album.
Σε αντίθεση με το υλικό του “Point of entry”, κανένα κομμάτι του νέου δίσκου δεν ήταν έτοιμο, ούτε ως ιδέα, όταν οι Priest πάτησαν το πόδι τους την Ισπανία. Όλα ξεκίνησαν εκ του μηδενός. Οι Ιερείς δεν ήθελαν έναν τίτλο που να αποπροσανατολίζει τον οπαδό, όπως έγινε με το “Point of entry” και το “Screaming for vengeance” εξυπηρετούσε άψογα τον σκοπόν αυτόν. Ήταν οργισμένος, απειλητικός, “metal to the bone” και ταίριαζε τέλεια τόσο με τους ανά την υφήλιο metalheads που στην κυριολεξία «κόχλαζαν», όσο και με τον μηχανικό αετό του εξωφύλλου, το πρώτο από τα δύο «αδερφάκια» του Doug Johnson, ονόματι Hellion (ο άλλος είναι ο Metallian και γεννήθηκε δύο χρόνια μετά). Το αφηρηματικό εξώφυλλο του “Point of entry” κι αυτό δε «δούλεψε», άρα έπρεπε να αλλάξει κι εδώ η προσέγγιση και μόνο ένας χαζός δεν το καταλάβαινε αυτό.
Πολλοί λένε πως το “Screaming…” ήταν «η μέρα με τη νύχτα», σε σχέση με το “Point…”, όσον αφορά τη μουσική. ΛΑΘΟΣ. Αν εμβαθύνουμε λίγο παραπάνω στη μουσική των JUDAS PRIEST, θα παρατηρήσουμε πως από το 1974 ως το 1990, η μετάβαση από δίσκο σε δίσκο γίνεται ομαλά και πάντοτε υπήρξαν καινούργια τραγούδια, που θα μπορούσαν να βρίσκονται στο προηγούμενο album ή το αντίστροφο. Εν προκειμένω λοιπόν, τα “Bloodstone”, “(Take these) Chains” (σύνθεση του Rob Halligan Jr.), “Pain and pleasure” και “Fever” δεν ακούγονται διόλου ξένα ως προς τα περσινά «αδερφάκια» τους. Συνεπώς, νομίζω πως η άποψη της μπάντας ότι δεν έπρεπε να έχει υπάρξει “Point of entry” αλλά το “Screaming…” να ήταν ο διάδοχος του “British steel”, δεν είναι σωστή, καίτοι έχει μια κατανοητή βάση. Ήταν πάντως σίγουρα το άλμπουμ όπου για πρώτη φορά, θα έπαιζε ο ίδιος drummer για περισσότερους από δύο συνεχόμενους studio δίσκους. Ο Dave Holland μετρούσε ήδη συμμετοχές στα “British steel και “Point of entry”, προσπερνώντας τον Les Binks, των 2 (“Stained class”, “Killing machine”) +1 (“Unleashed in the East”).
Ο δίσκος τελειοποιήθηκε στα Beejay Recording Studios και Bayshore Recording Studios, στη Florida, όπου ήταν και η βάση του Tom Allom. Και όταν κυκλοφόρησε, «προσκύνησε» ο κόσμος όλος. «Προσκύνησε» αυθόρμητα, με την εισαγωγή “The Hellion” και το “riff of the riffs” του, επηρεασμένου από το «1984» του George Orwell, “Electric eye”. «Παραδόθηκε» άνευ όρων στην επιθετικότητα του “Riding on the wind” και του ομώνυμου κομματιού. Αποθέωσε την επιστροφή στη μεταλλικότητα, σε συνδυασμό με τη σοβαρή, προσεγμένη και μελετημένη ως τα έσχατα, για να μη γίνει αστεία, εμπορική διάθεση, όπως αυτή εκφράστηκε σε τραγούδια σαν το “You’ve got another thing comin’”. Και εν τέλει, καλοδέχτηκε μια σειρά νέων ύμνων, που γράφτηκαν και αυτοί με την σειρά τους στις χρυσές σελίδες της JUDAS PRIEST Βίβλου, με γράμματα ανεξίτηλα. Ακόμη και το “Pain and pleasure”, το οποίο είναι το μόνο κομμάτι του δίσκου που δεν έχει παιχτεί ποτέ ζωντανά, έστω μια φορά.
Μιλώντας για τραγούδια, το “Screaming…” παραλίγο να είχε ένα ακόμη, το “Fight for your life”. Πρόκειται για την πρώιμη μορφή του “Rock hard, ride free” από το “Defenders of the Faith” και βρίσκεται ως bonus track στην remastered έκδοση του “Killing machine”, του 2001. Απ’ όσα πέρασαν τις τελικές εξετάσεις, ένα από τα πρώτα που ετοιμάστηκαν, ήταν το ομώνυμο. Αυτό με το χαρακτηριστικό τελείωμα του whammy-bar, το οποίο δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Tipton, την ώρα που ηχογραφούσε τα μέρη του, να διώξει με το άλλο χέρι ένα… κουνούπι. «Γάτα» ο Tom Allom, κράτησε τον εντελώς τυχαίο ήχο και τον μετέτρεψε σε trademark στιγμή. Σύμφωνα με τον Halford, ήταν μια διαμαρτυρία, που λάμβανε μορφή αηδίας, προς τη διαφθορά που κυριαρχούσε στον κόσμο. Χμ… μάλλον δεν άλλαξαν και πολλά από τότε, έτσι Rob;
Όσο για το πιο επιτυχημένο εμπορικά κομμάτι του άλμπουμ, το single “You’ve got another thing comin’”, οι «Ιερείς» αρχικά δεν είχαν σκοπό να το συμπεριλάβουν στο τελικό tracklisting. Για τον λόγο αυτόν, δεν μπήκε καν στην πρώτη πλευρά του βινυλίου. «Υπήρχε όμως ένα συναίσθημα», έλεγε ο KK, «πως θα εξελισσόταν σε ένα ωραίο ραδιοφωνικό τραγούδι». Ή όπως έλεγε ο Rob, “it’s quite a good drivin’ song, ay it? Μπες στο αυτοκίνητό σου, δυνάμωσε το στερεοφωνικό και ξεκίνα”. To ίδιο συναίσθημα είχαν τόσο ο Tom Allom όσο και οι άνθρωποι της Sony, που πόνταραν στη ραδιοφωνική δυναμική του και το υποστήριξαν και με το παραπάνω, ώστε να αποκτήσει μόνιμο powerplay στα ερτζιανά. Δε γινόταν να ανοίξεις έναν rock σταθμό, οπουδήποτε στη Βόρεια Αμερική, χωρίς να πέσεις επάνω του. Το “You ’ve got another thing comin’” είχε ένα χαρούμενο, ανέμελο συναίσθημα που ταίριαζε απόλυτα με την τότε νοοτροπία της κοινωνίας των Η.Π.Α. Ήταν το ιδανικό τραγούδι για την εποχή του. Το video clip γυρίστηκε στο Kempton Park Waterworks, σε σκηνοθεσία Julien Temple, υποστηρίζει τη μικρή, radio εκδοχή του τραγουδιού (ένα λεπτό λιγότερο) και ο αποκεφαλισμός του φλεγματικού, Βρετανού γραφειοκράτη, ήταν άλλο ένα μήνυμα που ήθελε να στείλει η μπάντα, προς πάσα κατεύθυνση.
Έτσι λοιπόν ο Τύπος αποθέωσε το “Screaming…”, η μουσική βιομηχανία έκανε με την σειρά της τεμενάδες μπροστά στη λάμψη του, οι χρυσές πρωτιές, οι πλατίνες και οι διπλές πλατίνες ήρθαν απολύτως φυσιολογικά και οι JUDAS PRIEST βγήκαν στον δρόμο (World Vengeance tour) με support τους IRON MAIDEN (για μιαν ακόμη φορά, σημάδι του πόσο καλά τα πήγαιναν μεταξύ τους οι μπάντες), KROKUS και URIAH HEEP. Ξεκίνησαν από τις Η.Π.Α το καλοκαίρι του 1982 και δεν έφυγαν για να παίξουν αλλού, ως τον Δεκέμβριο του 1983. Όλα πήγαιναν όπως είχε «προβλέψει» η CBS. Αν «έπεφταν» οι Η.Π.Α, όλα τα υπόλοιπα θα ήταν παιχνιδάκι. Και οι Η.Π.Α όχι απλά «έπεσαν», αλλά άνοιξαν από μόνες τους τις θύρες του κάστρου, χωρίς καμία διάθεση αντίστασης. Ήταν τέτοια δε η δύναμη του “Screaming…”, που παρέσυρε και τους προκατόχους του σε πωλήσεις, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον των Αμερικανών για τα μέχρι τότε πεπραγμένα του group.
Τι άλλο να γραφτεί για το “Screaming for vengeance”; Η συγγραφή με στοιχεία a la Wikipedia, ποτέ δε μου άρεσε. Μπορείς να βρεις όσες θες από τις πάμπολλες και ανούσιες, πολλές φορές, πληροφορίες, με ένα απλό, βασικό ψάξιμο. Ούτε θεωρώ σημαντικό να σου πω σε πόσες ταινίες, σειρές ή video games ακούστηκαν τραγούδια του. Αυτό που θεωρώ σημαντικό, είναι να γίνει κατανοητή, μέσω του παραπάνω κειμένου, η αξία και η σημασία αυτού του αριστουργήματος. Μα, τι λέω… δε χρειάζεσαι εμένα να στο πω αυτό. Η Ιστορία μίλησε και εξακολουθεί και μιλά, από μόνη της. Μένει κάτι τώρα; Ναι, να διαβάσουμε το μυθιστόρημα “Screaming for vengeance” των Rantz A. Hoseley και Neil Kleid, από την ανεξάρτητη εταιρεία δημιουργών comics Z2 Comics, η οποία είχε επιμεληθεί και τα graphic novels “Holy diver” του Ronnie James Dio και “Abigail” του King Diamond. Στο σκίτσο είναι ο Christopher Mitten, γνωστός από τη δουλειά του στο Hellboy, του Mike Mignola. Όσοι πιστοί…
Δημήτρης Τσέλλος