ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Kiss” – KISS
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1974
ΕΤΑΙΡΙΑ: Casablanca Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ: Kenny Kerner και Richie Wise
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Κιθάρες/Φωνητικά – Paul Stanley
Mπάσο/Φωνητικά – Gene Simmons
Κιθάρες – Ace Frehley
Τύμπανα/Φωνητικά – Peter Criss
Το 1970 στη Νέα Υόρκη συναντήθηκαν δύο φιλόδοξοι μουσικοί που τους διακατείχε η ίδια τεράστια δίψα για επιτυχία και αναγνώριση. Εβραϊκής καταγωγής αμφότεροι, μέλη μίας εκ των χαρακτηριστικότερων εθνοτικών ομάδων της αμερικάνικης μεγαλούπολης, βρέθηκαν μαζί στο συγκρότημα των RAINBOW (καμία σχέση με τους θρυλικούς RAINBOW του Ritchie Blackmore). O ένας εξ αυτών, ο Chaim Witz, είχε γεννηθεί στην Χάϊφα του Ισραήλ αλλά μετανάστευσε με την μητέρα του στις ΗΠΑ σε μικρή ηλικία και δούλευε ως δάσκαλος πριν ασχοληθεί σοβαρά με την μουσική, οπότε και υιοθέτησε το καλλιτεχνικό Gene Klein. Ο άλλος, γέννημα-θρέμμα Νεοϋορκέζος, ήταν ο Stanley Harvey Eisen, απόφοιτος σχολής καλών τεχνών, που όμως εργαζόταν ως ταξιτζής για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. O Stanley θα άλλαζε κι αυτός το όνομα του σε Stanley Eisen. Λόγω της παρουσίας (και) μίας άλλης μπάντας με το ίδιο όνομα (!) στην τοπική σκηνή, οι RAINBOW μετονομάστηκαν σε WICKED LESTER και ηχογράφησαν κάποια demo με την επίβλεψη του μηχανικού ήχου Ron Johnsen, ο οποίος εργαζόταν στα διάσημα Electric Lady Studios του Jimi Hendrix. Μετά από πολύ κυνήγι, ο Johnsen κατόρθωσε να πείσει τα στελέχη της δισκογραφικής εταιρείας Epic Records να χρηματοδοτήσουν και να κυκλοφορήσουν το πρώτο πλήρες άλμπουμ των WICKED LESTER. Η όλη διαδικασία ηχογράφησης τους πήρε σχεδόν ένα χρόνο, όμως όταν το τελικό άλμπουμ παρουσιάστηκε στον Don Ellis, διευθυντή ρεπερτορίου της Epic, τον Ιούλιο του 1972, αυτός δήλωσε ότι δεν του άρεσε καθόλου και δεν επρόκειτο να το κυκλοφορήσει. Ως εκ τούτου, την επόμενη μέρα, χώρισαν οι δρόμοι των WICKED LESTER και της Epic.
Οι Klein και Eisen, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν γίνει Gene Simmons και Paul Stanley, έψαχναν ένα τρόπο για να προχωρήσουν με ένα πιο επιθετικό ήχο και εμφάνιση που θα τους ξεχώριζε από τον ανταγωνισμό, επεξεργαζόμενοι ιδέες για ένα συγκρότημα που μουσικά θα ήταν ένας συνδυασμός των SLADE, των WHO και των HUMBLE PIE, ενώ οπτικά θα παρέπεμπαν στον ALICE COOPER, τους NEW YORK DOLLS και τους CRAZY WORLD OF ARTHUR BROWN. Ο πρώτος που προσέγγισαν, μετά από αγγελία του στο περιοδικό Rolling Stone, ήταν ο ιταλικής καταγωγής George Criscuola (ή Peter Criss, όπως έγινε αργότερα γνωστότερος), ένας «έμπειρος rock n’ roll ντράμερ σε αναζήτηση συγκροτήματος». O Criss ήταν μέλος συμμορίας πριν ασχοληθεί με την μουσική και παιδικός φίλος του ντράμερ των NEW YORK DOLLS, Jerry Nolan, ενώ μαθήτευσε και με το είδωλο του, τον τεράστιο ντράμερ Gene Kruppa.
Το φθινόπωρο του 1972, οι Stanley, Simmons και Criss σχημάτισαν έναν πρώτο πυρήνα και πρόβαραν διαρκώς για κάμποσους μήνες, πριν καταλήξουν στο ότι ένας ακόμη κιθαρίστας τους ήταν απαραίτητος. Έτσι, έβαλαν μία αγγελία στην εφημερίδα “Village Voice” που έλεγε «συγκρότημα με δισκογραφικό συμβόλαιο ζητά κιθαρίστα με σκηνική παρουσία». Σύμφωνα με τον Criss, πρέπει να είδαν περίπου 60 κιθαρίστες μέχρι να εμφανιστεί με την μητέρα του στην οικογενειακή Cadillac ένας παράξενος τύπος, με τον ενισχυτή και την κιθάρα του, που φορούσε ένα κόκκινο και ένα πορτοκαλί αθλητικό παπούτσι σε κάθε πόδι. Ο νεαρός λεγόταν Paul Frehley και σε κάποια φάση δούλευε ως ταχυδρόμος και ντελιβεράς για διάφορες επιχειρήσεις, ενώ, από το σχολείο κιόλας του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι “Ace”, καθότι οι φίλοι του έλεγαν ότι ήταν «άσος» στο να κλείνει ραντεβού με κοπέλες! H οντισιόν πήγε ομαλά, αφού πρώτα ο Ace κατέβασε δυο μεγάλες μπύρες μονορούφι, με τον νεαρό κιθαρίστα να σολάρει πάνω σε ένα νέο τραγούδι που είχε γράψει ο Simmons, με τίτλο “Deuce”. Εκεί η τριάδα άκουσε τον ήχο που έψαχνε τόσο καιρό, καθώς ο Frehley αυτοσχεδίαζε κάνα τετράλεπτο πάνω στο βασικό κομμάτι. Του είπαν ότι «θα τον ειδοποιήσουν», αλλά η απόφαση είχε ήδη παρθεί.
O Ace δέχτηκε να μπει στο συγκρότημα τελικά, αν και τσαντισμένος για το ψέμα που αναγραφόταν στην αγγελία, περί «δισκογραφικού συμβολαίου» (δεν είχαν τίποτα). Μέχρι τον Γενάρη του 1973, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους KISS, ένα όνομα που επικράτησε μεταξύ άλλων φοβερών ιδεών όπως “LIPS”, “ALBATROSS”, “THE CRIMSON HARPOON” και … “FUCK” (το τελευταίο ιδέα του Simmons). Ο Stanley σκέφτηκε το όνομα ενώ οδηγούσαν στη Νέα Υόρκη. Όταν ο Criss ανέφερε ότι κάποτε είχε παίξει σε ένα συγκρότημα που λεγόταν LIPS, ο Stanley είπε «Τι θα λέγατε για το KISS;”. Ο Frehley δημιούργησε το εμβληματικό πλέον λογότυπο, κάνοντας το διπλό “S” να μοιάζει με δύο κεραυνούς, με τον Stanley, αργότερα, να το βελτιώνει κάπως. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε κάποιους να διακρίνουν ένα ναζιστικό σύμβολο στο λογότυπο των KISS (τον διπλό κεραυνό των Ες-Ες), πράγμα τελείως παράλογο, μιας και οι οικογένειες των Stanley και Simmons είχαν οριακά γλυτώσει από το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα.
Σε δεύτερη φάση, η μπάντα αποφάσισε να υιοθετήσει ένα πιο ιδιαίτερο look για τους σκοπούς των live τους (και κάθε δημόσιας εμφάνισης τους). Δανείστηκαν πολλά από πολλούς, όπως για παράδειγμα από τον πρωτοπόρο Alice Cooper, τον οποίον είδαν σε ένα live και έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Το ίδιο κιόλας βράδυ σκέφτηκαν πως θα ήταν να υπάρχουν όχι ένας αλλά τέσσερεις Alice Cooper στην σκηνή! Έτσι άρχισαν να εξελίσσουν χαρακτήρες σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα τους. Με χρώματα που παρέπεμπαν σε ιαπωνικό παραδοσιακό θέατρο “noh”, o Stanley έγινε “Starchild”, καθώς είχε πάντα μία εμμονή με την φήμη και την δόξα. Ο Simmons, μέγιστος fan των ταινιών τρόμου και των κόμικ, έγινε ο “Demon”. Σε μια πιο φιλόζωη νότα, ο Criss που αγαπούσε τις γάτες έγινε ο “Catman” (ξέρω ότι πολλοί σκέφτεστε τώρα τον Νίκο Κατέλη από τα «Παρατράγουδα» της Αννίτας Πάνια), ενώ ο Frehley που γούσταρε την επιστημονική φαντασία και ένιωθε μία έλξη προς το αχανές Διάστημα, έγινε ο “Spaceman”. Πάνω σε αυτούς τους χαρακτήρες, υιοθέτησαν και το ολοπρόσωπο make-up, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, που αντικατόπτριζε τις προσωπικότητες τους. Το look συμπληρώθηκε με τεράστιες μπότες-πλατφόρμες, αξεσουάρ που ψώνισαν από pet shop και είδη S&M. Και στις 30 Ιανουαρίου 1973, οι KISS εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στον κόσμο, στο “Coventry”, ένα μικρό club στο Queens της Νέας Υόρκης, συναυλία την οποία είδε η τότε σύντροφος του Simmons, μία φίλη της, οι τρεις roadies τους, το προσωπικό του club και ο μελλοντικός τραγουδιστής των RAMONES, Joey Ramone! Σημειώνεται ότι το τελικό make-up που πλέον όλοι ξέρουμε δεν ήταν εκεί στις πρώτες εμφανίσεις στο Coventry, αλλά οριστικοποιήθηκε κάποια στιγμή αρχές Μαρτίου 1973, στο club Daisy, στο Amityville της Νέας Υόρκης.
Εκείνο τον Μάρτιο, οι Stanley και Simmons ξαναμπήκαν στα Electric Lady Studios, παρέα με τους Criss και Frehley αυτή την φορά προκειμένου να ηχογραφήσουν ένα demo πέντε τραγουδιών. Για κάποιο λόγο, το στούντιο τους όφειλε κάποια χρήματα και σε αντάλλαγμα οι KISS ζήτησαν χρόνο για ηχογράφηση και τον Eddie Kramer για να κάνει παραγωγή στο demo τους. Ο Kramer ήταν ήδη καθιερωμένος επαγγελματίας, έχοντας συνεργαστεί με τεράστια ονόματα της εποχής όπως οι BEATLES, οι ROLLING STONES, οι JIMI HENDRIX EXPERIENCE και οι LED ZEPPELIN. Ειδικά για τους Stanley και Simmons, το γεγονός και μόνο ότι ο Kramer είχε δουλέψει με τους BEATLES έφτανε για να τους ενθουσιάσει. Το demo, κάπως πιο χαλαρό από αυτά που θα κυκλοφορούσαν λίγους μήνες αργότερα, είχε πέντε τραγούδια, τα “Deuce”, “Cold gin”, “Strutter”, “Watching you” και “Black diamond”.
Λίγους μήνες μετά, στο ξενοδοχείο Diplomat, ένας πρώην τηλεοπτικός σκηνοθέτης και νυν μάνατζερ, ο Bill Aucoin, είδε τους KISS να παίζουν ζωντανά στην αίθουσα Crystal Room. Μετά από όχληση πολλών εβδομάδων, ο Aucoin δέχτηκε να πάει να τους δει, με την ενδεχόμενη προοπτική να συνεργαστούν. Όπως θα έλεγε αργότερα ο Peter Criss, o μάνατζερ ήταν κάτι σαν τον δικό τους “Brian Epstein” (o ιστορικός μάνατζερ των BEATLES). Ήταν δυναμικός, έξυπνος, ντυνόταν τέλεια και είχε τον τρόπο του με τους ανθρώπους γύρω του. Με την συνδρομή του Aucoin, το συγκρότημα συνέχιζε να βελτιώνεται, κυρίως στο κομμάτι του σόου τους. Αρχικά, ήθελε να βάλει το Stanley να φτύνει φωτιές αλλά αυτό το κομμάτι κατέληξε στον Simmons, που επέμενε να το πάρει πάνω του. Με την βοήθεια ενός επαγγελματία ταχυδακτυλουργού, κατάφερε να το εντάξει στο πρόγραμμα του. Όταν, όμως, το δοκίμασε για πρώτη φορά, τα μαλλιά του έπιασαν φωτιά και δεν το κατάλαβε μέχρι που ένας roadie ήρθε τρέχοντας για να σβήσει τις φλόγες από το κεφάλι του Simmons με το παλτό του!
O Aucoin κατάφερε, επίσης, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, να τους κλείσει μία συμφωνία με δισκογραφική εταιρεία, όπως άλλωστε τους είχε υποσχεθεί. Αυτό το κατάφερε προσεγγίζοντας τους Kenny Kerner και Richie Wise, δύο παραγωγούς που γνώριζαν το πρώην στέλεχος δισκογραφικών εταιρειών και επιχειρηματία Neil Bogart. Ο Bogart είχε μόλις ανοίξει την δική του δισκογραφική εταιρεία, Casablanca Records (εμπνεόμενος από την κλασική ταινία που πρωταγωνιστούσε ο συνονόματος του ηθοποιός, Humphrey Bogart) και έψαχνε καλλιτέχνες για το νέο του εγχείρημα. O Kerner ενθουσιάστηκε με το demo των KISS και επέμεινε σθεναρά να τους εντάξει η Casablanca Records στο δυναμικό της, πράγμα που έγινε, με το συγκρότημα να είναι η πρώτη υπογραφή στην εταιρεία.
Το Νοέμβριο του 1973, οι KISS μπήκαν στα στούντιο Bell Sound της Νέας Υόρκης, για να ηχογραφήσουν το πολυπόθητο ντεμπούτο τους, έχοντας ξεκινήσει σε ένα μονοπάτι που κοινό και κριτικοί τους έθαβαν και προσπαθούσαν να τους γελοιοποιήσουν. Η μπάντα, ωστόσο, ήταν πλήρως αφοσιωμένη στο όραμα της, τόσο που είχαν αναπτύξει μία τύπου … ανοσία στο θάψιμο και τις κακές κριτικές, με μαχητική και επαγγελματική νοοτροπία. Σύμφωνα με τον Richie Wise, που με τον συνεργάτη του Kenny Kerner ανέλαβαν την παραγωγή, τους πήρε έξι μέρες να το ηχογραφήσουν, συν άλλη μία εβδομάδα προκειμένου να το μιξάρουν στο στούντιο. Από εκείνη την φάση ήδη, οι παραγωγοί προσπαθούσαν να πιάσουν την απόδοση και τον ήχο του συγκροτήματος στα live τους, όμως οι ίδιοι οι KISS είχαν δεύτερες σκέψεις σχετικά με την επιτυχία των παραγωγών τους να κάνουν αυτό ακριβώς το πράγμα.
Με το πέρας των ηχογραφήσεων, οι KISS ξεκίνησαν πάλι τα live, επιστρέφοντας στο Coventry. Αυτή την φορά είχαν στο κοινό κάτι λιγότερο από 100 άτομα, καμία σχέση με την πρώτη τους συναυλία! Το καλύτερο, όμως, το φύλαγαν για το τέλος της χρονιάς, όπου εμφανίστηκαν παραμονή Πρωτοχρονιάς στην Μουσική Ακαδημία της Νέας Υόρκης, αφού πρώτα έφαγαν έναν ύπουλο πόλεμο από την Warner Brothers – συνεργάτη της Casablanca – που δεν γούσταραν καθόλου τους KISS (λόγω του make-up που φορούσαν) και επιθυμούσαν να τους δουν να τελειώνουν πριν καν κυκλοφορήσουν τον πρώτο δίσκο τους. Εκείνο το βράδυ, οι KISS μοιράστηκαν την σκηνή με τους TEENAGE LUST, τους BLUE OYSTER CULT και τον Iggy Pop και έκλεψαν τις εντυπώσεις, παρά το γεγονός ότι εμφανίστηκαν πρώτοι. Εκείνη ήταν η συναυλία που έπιασαν φωτιά τα μαλλιά του Simmons, καθώς επίσης συνέβη και ένα ατύχημα με μικροποσότητα εκρηκτικής σκόνης που έσκασε μπροστά στα μούτρα ενός θεατή στις μπροστινές σειρές!
Με το νέο έτος, τον Φλεβάρη του 1974, κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ των KISS, με τίτλο απλά “Kiss”. Περιείχε 10 τραγούδια, ξεκινώντας με το φοβερό “Strutter”, που ωστόσο είχε ξεκινήσει την ζωή του ως … “Stanley the Parrot”! Γραμμένο πρώτα από τον Simmons και με λίγη δουλειά από τον Stanley, έχει δανειστεί στοιχεία από το “Brown sugar” των ROLLING STONES, ενώ στιχουργικά αντλεί έμπνευση από το “Just like a woman” του Bob Dylan και τις όμορφες, σέξι Νεοϋορκέζες. Κυκλοφόρησε και ως το τρίτο single από το άλμπουμ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, δίχως να κάνει επιτυχία. Ακολουθεί το “Nothin’ to lose”, που ήταν και το πρώτο single τους, που αν και αποτυχημένο στα charts, παρέμεινε για μεγάλο μέρος των ‘70s στο live set του συγκροτήματος. Ως fan μεγάλων soul τραγουδιστών, όπως οι Ottis Redding και Sam Cooke, o Peter Criss φέρνει λίγη Rhythm & Blues μαγεία τραγουδώντας εδώ, αν και ήταν ο Simmons που ανέλαβε να ερμηνεύσει τα σημεία που αναφέρονται σε … πρωκτικό σεξ! Στο πιάνο βρίσκεται ο Bruce Foster, ο πρώτος μουσικός εκτός μπάντας που παίζει σε άλμπουμ των ΚISS, μέλος κάποιων SHARK FRENZY που ήταν η πρώτη μπάντα του μετέπειτα σούπερ σταρ με τους BON JOVI, κιθαρίστα Richie Sambora! Για την μελωδία, ο Simmons πήρε ιδέες από τον Little Richard και κάποιο τραγούδι με τίτλο “Sea cruise”, που όντως έλεγε μέσα “Nothin’ to lose”.
To “Firehouse” του Paul Stanley είναι εν πολλοίς εμπνευσμένο από το “Fire brigade” των MOVE και αποτελούσε το σημείο του live που ο Simmons έκανε τα μαγικά του με τις φωτιές! Αποτέλεσε επίσης σταθερό μέρος του live set των KISS. To “Cold gin”, ένα τραγούδι για την φτώχεια, την μοναξιά και τον αλκοολισμό είναι η πρώτη συνεισφορά του Ace Frehley, ο οποίος έτρεφε μεγάλη αγάπη για το αλκοόλ, όμως παραδόξως το τραγουδούσε αυτός που δεν έβαζε σταγόνα αλκοόλ στο στόμα του, ο Gene Simmons! Ο ίδιος ο Ace είχε δηλώσει πως εμπνεύστηκε το riff του τραγουδιού από το “Fire and water” των FREE. Την πρώτη πλευρά του “Kiss” κλείνει το “Let me know”, ένα τραγούδι που ο Stanley είχε ήδη γράψει από το 1970, με τίτλο “Sunday driver”.
Η δεύτερη πλευρά του KISS ξεκινάει με το πολύ δυναμικό “Deuce”, γραμμένο από το Simmons (και το αγαπημένο του KISS τραγούδι, σύμφωνα με τον ίδιο, καθώς και του Ace) σε μία διαδρομή με λεωφορείο, με ιδέες πάλι από τους ROLLING STONES (συγκεκριμένα, το “Bitch”), καθώς και μία εισαγωγή την οποία ο Stanley «πήρε» από το “Go all the way” των RASPBERRIES.To “Deuce” αποτέλεσε, επίσης, για χρόνια το τραγούδι με το οποίο άνοιγαν τις συναυλίες τους, αναμενόμενο, μιας και live «γράφει» πολύ καλύτερα από την στούντιο εκτέλεση! Το σύντομο instrumental “Love them from Kiss” αποτελεί την γέφυρα για να μπει το εκπληκτικό “100,000 years”, ένα τραγούδι που δανείστηκε τον τίτλο του από το ομώνυμο βιβλίο, στο οποίο, σύμφωνα με την ιστορία, δεχτήκαμε την επίσκεψη εξωγήινων πριν 100 χιλιάδες χρόνια. Λίγο η επιστημονική φαντασία, λίγο η χωροχρονική συνέχεια, λίγο η θεωρία της Σχετικότητας, προβλημάτισαν τον Simmons και τον οδήγησαν στο να γράψει το τραγούδι αυτό, το οποίο ήταν το σημείο όπου ο Peter Criss έπαιζε τα drum solo του τα επόμενα χρόνια. Κάπως έτσι φτάνουμε στο επικό φινάλε του άλμπουμ, το “Black Diamond”, ένα ακόμα τραγούδι με εικόνες από τη Νέα Υόρκη και από τα κορίτσια της νύχτας που αναζητούν δουλειά στους δρόμους. Παρά την απαλή εισαγωγή του Stanley, έρχεται το ξέσπασμα με τον Peter Criss να δίνει πόνο σε μία ακόμη πολύ ωραία ερμηνεία του. Το συγκρότημα έπαιζε το “Black Diamond” στο κλείσιμο των συναυλιών του, στις αρχές της καριέρας τους.
Η εικόνα για το εξώφυλλο του άλμπουμ ήταν τεράστιας σημασίας για μια μπάντα τόσο οπτικά προσανατολισμένη όσο οι KISS. Ο φωτογράφος Joel Brodsky επιλέχθηκε για αυτό τον σκοπό, κυρίως λόγω της δουλειάς του σε άλμπουμ όπως το “Strange days” των DOORS και το “Astral week” του Van Morrison. Το concept του για τους KISS – τέσσερα ζωγραφισμένα πρόσωπα που περιβάλλονται από σκοτάδι – ήταν εμβληματικό. Όπως είπε ο Peter Criss «θέλαμε το εξώφυλλο να μοιάζει με το Meet The Beatles». Εμένα προσωπικά μου κάνει κάτι σαν το πλάνο που ανοίγει το ιστορικό βιντεοκλίπ του “Bohemian Rhapsody” των QUEEN, το οποίο, όμως γυρίστηκε τον Νοέμβριο του 1975, σχεδόν 21 μήνες μετά. Τροφή για σκέψη.
To “Kiss” κυκλοφόρησε εν μέσω μεγάλων προσδοκιών από το συγκρότημα και την Casablanca Records, όμως δεν έκανε την αναμενόμενη επιτυχία. Παρά τα δουλεμένα live τους, την προώθηση με «διαγωνισμούς φιλήματος» και άλλες εμπνεύσεις των Aucoin και Bogart, κατάφερε να φτάσει μόνο μέχρι το πενιχρό νο. 87 στα αμερικάνικα charts, πουλώντας περίπου 75.000 αντίτυπα, πόσο μάλλον δε χωρίς την βοήθεια από τα singles του. Κατόπιν επιμονής του Bogart, οι KISS κυκλοφόρησαν ως δεύτερο single μία διασκευή ενός hit από τα ‘50s, του “Kissin’ time” του Bobby Rydell, το οποίο επίσης πήγε άπατο, αν και έκανε μία φευγαλέα εμφάνιση στο νο. 83 του αμερικάνικου singles chart. Εκτός ΗΠΑ, το “Kiss” θα έφτανε μέχρι το νο. 82 στον γειτονικό Καναδά, νο. 54 στην Ιαπωνία και θα πετύχαινε την υψηλότερη επίδοση του στα charts της Νέας Ζηλανδίας (!) φτάνοντας μέχρι το νο. 38.
Αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Kiss”, η Casablanca Records έκλεισε μία θέση για την μπάντα στο τηλεοπτικό πρόγραμμα του ABC “In Concert”, δίπλα σε συγκροτήματα όπως οι FOGHAT και οι … KOOL & THE GANG. Η δυναμική εισαγωγή τους συγκροτήματος και η σφιχτή απόδοση τους στα “Nothin’ to lose”, “Firehouse” και “Black Diamond” βοήθησαν να έρθουν στο προσκήνιο όλα εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τους έκαναν να ξεχωρίζουν. Αυτή η εκπομπή αποτέλεσε μια σημαντική καμπή για τους KISS, καθώς επιτάχυνε την άνοδό τους, συστήνοντας τους παράλληλα σε ένα ευρύτερο κοινό. Ήταν μία αλλόκοτη απόδραση για τους Αμερικανούς εφήβους, παρόμοια με τον αντίκτυπο του David Bowie στο βρετανικό κοινό όταν εμφάνισε την περσόνα του Ziggy Stardust. Αργότερα, ο Paul Stanley θα αναγνώριζε την σημασία εκείνου του “In Concert” και του παρουσιαστή Dick Clark, στο ταξίδι τους προς την επιτυχία, τονίζοντας τον κεντρικό του ρόλο στην προώθηση των KISS, στις πρώτες μέρες της μπάντας.
Παρά τις κακές κριτικές στον Τύπο για τα σόου τους και την μουσική τους, την αμφισβήτηση στα πρόσωπα τους και την εμπορική αποτυχία του ντεμπούτου τους, οι KISS δεν το έβαλαν κάτω. Μακροπρόθεσμα, θα ερχόταν η καταξίωση. Με την πάροδο του χρόνου, το “Kiss” θα πουλούσε πάνω από 500 χιλ. δίσκους στην Αμερική, θα γινόταν χρυσό και αναγνωριζόταν για αυτό που πραγματικά ήταν. Ένα κλασικό πρώτο άλμπουμ, στην κατηγορία των αντίστοιχων ντεμπούτων των AEROSMITH, των MONTROSE, των BOSTON, των VAN HALEN και των GUNS N’ ROSES. Βραχυπρόθεσμα, δε, δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, δεν είχαν την «πολυτέλεια» να ασχοληθούν με την αποτυχία. Οι εξελίξεις έτρεχαν και οι KISS δεν έπρεπε να χάσουν αυτό το τραίνο. Και όπως αποδείχτηκε μετά από λίγα χρόνια, αυτή ήταν και η σωστή στάση, μιας και θα γίνονταν το δημοφιλέστερο συγκρότημα των ΗΠΑ μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Κώστας Τσιρανίδης