A day to remember… 18/2 [SOILWORK]

0
245












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “A predator’s portrait” – SOILWORK

ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2001

ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Nuclear Blast

ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Fredrik Nordstrom & SOILWORK

ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:

Φωνητικά – Bjorn “Speed” Strid

Κιθάρες – Peter Wichers, Ola Frenning

Μπάσο – Ola Flink

Πλήκτρα – Carlos Del Olmo Holmbert

Drums – Henry Ranta

Η δεκαετία των 90s, τελείωνε και οι SOILWORK από το Helsingborg είχαν ήδη προλάβει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να γίνουν ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα του μεταλλικού ήχου και ιδιαίτερα στο ακραίο παρακλάδι του. Στην αρχή βέβαια έπεσαν λίγο στο μάτι του κυκλώνα, με το παράδοξο να είναι ότι ενώ το κορυφαίο τους ντεμπούτο “Steelbath suicide” το 1998 προηγήθηκε του αντίστοιχου ομότιτλου ντεμπούτου των THE HAUNTED, η πρωτοφανής επιτυχία και πάταγος που προκάλεσαν οι δεύτεροι, έκανε τους πάντες να θεωρούν ότι όλες οι μπάντες προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τη στιγμή που οι thrashers THE HAUNTED έκαναν το μπαμ και να εκμεταλλευτούν τον θόρυβο γύρω από το όνομα τους, διεκδικώντας δάφνες χωρίς ιδιαίτερα πρωτότυπο ήχο. Η μπάλα πήρε κι άλλες μπάντες όπως τους CARNAL FORGE, DARKANE, DEW-SCENTED και γενικά το thrash μετά από χρόνια που ταλαιπωρήθηκε αρκετά (σε σημείο σχεδόν αφανισμού), έδειχνε να παίρνει τα πάνω του ξανά για πρώτη φορά μετά το τέλος των 80s. Διαβάζετε thrash μερικοί και ίσως απορείτε αλλά ο ήχος των δυο πρώτων άλμπουμ των SOILWORK το είχε ως κύρια βάση, με τα γνώριμα μελωδικά ξεσπάσματα και το δεδομένο υψηλότατο παικτικό επίπεδο και το δεύτερο –και καλύτερο τους- άλμπουμ “The chainheart machine” πιστοποιούσε την άνοδό τους.

Το εν λόγω άλμπουμ όχι απλά έδειχνε μια μπάντα στην κορυφαία στιγμή της καριέρας της, αλλά τους έδωσε κι ευκαιρίες να περιοδεύσουν εκτενέστερα σε βαθμό εξάντλησης, αρχικά μαζί με τους DEFLESHED και CANNIBAL CORPSE και στη συνέχεια με τους DARK TRANQUILLITY. Η σύνθεση είχε ήδη διαμορφωθεί σε σεξτέτο (πσσς…) και παρέμεινε ίδια και έτσι η συνοχή ήταν εγγυημένη για το νέο τους τρίτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2001 με τίτλο “A predator’s portrait”. Σίγουρα οι παλιοί σκληροπυρηνικοί οπαδοί τους (υποφαινόμενου συμπεριλαμβανομένου) δυσκολεύτηκαν να αναγνωρίσουν το συγκρότημα στον ίδιο βαθμό, καθώς εκτός ότι η τσίτα και το thrash είχαν πάει σχεδόν περίπατο με τις δόσεις να έχουν μειωθεί ως εξαλειφθεί, η μελωδία από τη σκηνή του Γκέ(ι)τεμποργκ άρχισε να γίνεται τόσο αντιληπτή και τελικά να κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα του δίσκου, ενώ και ο τραγουδιστής Bjorn “Speed” Strid άρχισε να χρησιμοποιεί (πολύ επιτυχημένα είναι η αλήθεια) τα καθαρά φωνητικά του που ναι μεν για πρώτη εμπειρία ήταν φοβερά, αλλά όπως και να ’χει, με βάση το παρελθόν άρχισαν να ξενίζουν. Ο δίσκος ανοίγει πολύ όμορφα με το κλασικό πλέον “Bastard chain” με τον αέρα των AT THE GATES να είναι παραπάνω από εμφανής, και να γίνεται ακόμα περισσότερο στη συνέχεια του δίσκου.


Τρανό παράδειγμα το κορυφαίο κομμάτι του δίσκου, “Grand failure anthem”, όπου οι SOILWORK θυμίζουν 2 πρώτα άλμπουμ και σε κάνουν να αναρωτιέσαι για ποιο ακριβώς λόγο δεν συνέχισαν να παίζουν ΜΟΝΟ έτσι. Στο βωμό της εξέλιξης έχασαν κατ’ εμέ το δολοφονικό τους στοιχείο που ήταν η ταχύτητα τους και φυσικά η οργή που έβγαζαν. Από την άλλη όλες οι μελωδίες που εισήχθησαν είναι καλοπαιγμένες στον υπερθετικό βαθμό. Δεν μπορεί να πει κανείς κουβέντα γι’ αυτό. Όσο κι αν με ενοχλούν ρεφρέν σαν αυτό του “Shadowchild” ας πούμε με τα καθαρά φωνητικά, δε μπορώ να πω ότι δεν είναι καλό ως πολύ καλό κομμάτι. Φυσικά στις στιγμές του δίσκου που είναι γρήγοροι ή βαρύτεροι είναι ξεκάθαρα ανώτεροι σε πολύ μεγάλο βαθμό σε σχέση με τις μελωδικές/μη τσιτωμένες στιγμές τους. Η κιθαριστική δουλειά των Peter Wichers/Ola Frenning είναι άψογη το λιγότερο. Παίζουν τα πάντα αλφάδι, τα leads ο μεν, τα ρυθμικά ο δε, συνεργάζονται με κλειστά μάτια κι οδηγούν το άλμπουμ. Ο πληκτράς Carlos Del Olmo Holmberg στο τελευταίο του άλμπουμ με το συγκρότημα, γεμίζει υπέροχα το υπόβαθρο δίνοντας όγκο και ταυτότητα και η απώλεια του στη συνέχεια έγινε εμφανέστατη. Και φυσικά με έναν Henry Ranta να διαλύει τα τύμπανα όταν κι όπου χρειάζεται.

Ο δίσκος ηχογραφήθηκε την ίδια εποχή στο ίδιο στούντιο (Fredman) με το “Blackwater park” των OPETH και παρότι  υπήρξαν αντιδράσεις από το παλιότερο σκληροπυρηνικό κοινό, οι SOILWORK βρήκαν θετική ανταπόκριση και νέο ακροατήριο και η Nuclear Blast έσπρωξε το άλμπουμ όσο μπορούσε και σημειώθηκαν αξιόλογες πωλήσεις. Πολλοί άρχισαν να μιλάνε για τους νέους IN FLAMES (κάθε άλλο παρά τους χαλούσε, καθώς είναι μπάντες με αδερφικούς δεσμούς και μέχρι και παρόμοιο βίντεο κλιπ έχουν γυρίσει, θα τα πούμε άλλη φορά γι’ αυτό μάλλον) και περιόδευσαν μαζί με τους ANNIHILATOR και NEVERMORE αποσπώντας φοβερά σχόλια για τις εμφανίσεις τους. Μια εξ αυτών ήταν και στη χώρα μας το Μάρτιο του 2001, ελάχιστα μετά την κυκλοφορία του δίσκου, όπου οι Σουηδοί ήταν εκπληκτικοί και κέρδισαν το κοινό με την απόδοση και στάση τους γενικότερα, ενώ δυστυχώς δεν τους έχουμε ξαναδεί από τότε και με τη δημοτικότητα (και budget) που έχουν τώρα, είναι από πανδύσκολο ως απίθανο να επαναληφθεί. Το “A predator’s portrait” στην ουσία σβήνει το παρελθόν των SOILWORK, μας γνωρίζει μια μπάντα που θα άλλαζε ακόμα περισσότερο αλλά θα είχε αυτό το δίσκο ως βάση και μπορεί συνθετικά να απέχει παρασάγγας από τα δυο πρώτα μεγαλεία, ωστόσο ήταν κομβικό για την μετέπειτα καριέρα τους.

Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here