ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “King of the Dead” – CIRITH UNGOL
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1984
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Enigma Records (Η.Π.Α), Roadrunner Records (Ευρώπη κλπ)
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: CIRITH UNGOL, Tim Nelson, Chris Bellman, Brian Slagel
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Tim Baker – Φωνητικά
Jerry Fogle – Κιθάρα
Michael “Flint” Vujea – Μπάσο
Robert Garven – Τύμπανα, πλήκτρα
Ας πιάσουμε το κουβάρι ξανά, από εκεί που το αφήσαμε την προηγούμενη φορά. Είχαμε μείνει στο “Frost and fire”, το ντεμπούτο των Θεών από τη Ventura της California. Αν θες να «φρεσκάρεις» τη μνήμη σου και να θυμηθείς «πράγματα και θαύματα» που συνέβησαν εκείνα τα χρόνια, ή να τα μάθεις εφόσον δεν τα ξέρεις, μπορείς να ανατρέξεις στους ιδίους τους CIRITH UNGOL που μου τα είχαν εξιστορήσει λεπτομερέστατα, σε παλαιότερη κουβέντα μας. Για μας τους υπολοίπους τώρα, έχει περάσει ήδη ένας χρόνος από την κυκλοφορία εκείνου του über cult μνημείου και το ημερολόγιο γράφει, αισίως, 1982. Μια χρονιά που φέρνει αλλαγές.
Ο Greg Lindstrom, όντας ήδη δέκα χρόνια στη μπάντα, ένιωθε πως είχε φτάσει σε κάποιου είδους «τέλμα», πως έπρεπε να αλλάξει κάποια πράγματα στη ζωή του. Έβλεπε πως η στιγμή που θα έφευγε από το αγαπημένο του συγκρότημα, δε θα αργούσε. Έχοντας ήδη αφήσει το μπάσο για τη δεύτερη κιθάρα και με τον Michael “Flint” Vujea για πάνω από έναν χρόνο μπασίστα του group, ήξερε πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να υπάρξει μια, στο μέτρο του δυνατού, λογική διάδοχη κατάσταση και η μπάντα να συνεχίσει χωρίς προβλήματα. Έτσι κι έγινε. Ο Greg αποχωρεί, αφοσιώνεται στις σπουδές και στο μελλοντικό του επάγγελμα (μηχανικός), οι CIRITH UNGOL γίνονται κουαρτέτο, αποφασίζουν να μην πάρουν πέμπτο μέλος και οι διεργασίες για τη δημιουργία του “King of the Dead” ξεκινούν.
Μαζί με την απόφαση να συνεχίσουν ως τετράδα, πάρθηκε και μια ακόμη, σημαντικότερη. Το “Frost and Fire” ήταν τελικά μη συμβατό, με την εποχή του. Πολλά ψυχεδελικά πλήκτρα, ιδιόμορφες, περίεργες συνθέσεις… Το ραδιόφωνο αδυνατούσε να το δεχτεί, ο κόσμος δυσκολευόταν να το ακολουθήσει, από την στιγμή που το heavy metal, κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, ξέφευγε από τον προοδευτικό, λυρικό 70s χαρακτήρα του. Άλλαζε, μετουσιωνόταν σε κάτι πιο απλό, άμεσο, ικανό να πιάσει από τον γιακά τον νεαρό που «έβραζε το αίμα του» και να τον κάνει να ταυτιστεί μαζί του. Και οι αθεόφοβοι CIRITH UNGOL, αντί να αλλάξουν ύφος και να πάνε με το «ρεύμα» της εποχής, πείσμωσαν ακόμη περισσότερο! Αποφάσισαν να κλείσουν τα αυτιά τους στις «Σειρήνες» της εμπορικής απήχησης, να αφήσουν τα πάντα ελεύθερα, να μην έχουν ηχητικούς «φραγμούς» και… όπου τους βγάλει η έμπνευση.
Αυτή κατ’ εμέ είναι η κύρια αιτία που ποτέ δεν έκαναν το όνομα που οι ίδιοι ήθελαν. Όταν είχαν έρθει στη χώρα μας για πρώτη φορά, καθώς κουβεντιάζαμε, μου εκμυστηρεύτηκαν πως αν ζούσαν μόνιμα στο LA και έδιναν αρκετά live στα clubs του, περισσότερα από όσα έδωσαν δηλαδή, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί καλύτερα. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω… Βάλε με το νου σου τι ακουγόταν στο LA στα early – mid 80s και σύγκρινέ το με τη μουσική των CIRITH UNGOL. Ούτε κατά διάνοια δεν τέμνονταν κάπου όλα αυτά. Το κλασσικό heavy metal τύπου JUDAS PRIEST ήταν αυτό που κυριαρχούσε, με το arena hard ‘n’ heavy, το thrash, το power metal και το death να αναδύονται με γοργούς ρυθμούς… Πάντως, το group δεν τα πήγε κι άσχημα, τηρουμένων των αναλογιών… Για το στυλ και το ύφος του, είχε καταφέρει να συγκροτήσει έναν σεβαστό πυρήνα οπαδών.
Επιστροφή στον δίσκο, τον πρώτο και τελευταίο όπου το συγκρότημα είχε τον έλεγχο σε απόλυτο βαθμό, στα Goldmine Studios της Ventura. Λοιπόν, χωρίς την παραμικρή διάθεση υπερβολής, το “King of the Dead” είναι από τους σπουδαιότερους metal δίσκους της «άλλης πλευράς του Ατλαντικού». Σπουδαίος και ξεχωριστός! Αν οι CIRITH UNGOL πρέπει να υπερηφανεύονται για ένα μόνο πράγμα, είναι σίγουρα η απίστευτη μοναδικότητά τους. Μοιάζουν με ένα νόμισμα το οποίο, αν το παίξεις «κορώνα – γράμματα», όταν πέσει στο έδαφος, θα στέκεται ΠΑΝΤΑ όρθιο, μη δείχνοντας ποτέ μήτε κορώνα, μήτε γράμματα! Όπου «κορώνα» βάλε το 70s progressive/heavy rock, όπου «γράμματα» το doom (proto) metal. Άσε που από επιρροές και ακούσματα, ήταν… αφρός! Ξεκινούσαν από τους RUSH, BLACK SABBATH και URIAH HEEP και έφταναν στους CREAM, MOUNTAIN και LUCIFER’S FRIEND. Σαν έναν σεφ, ο οποίος έχει στα χέρια του τα καλύτερα υλικά. Τί μένει για να φτιάξει μια εξαίσια συνταγή; Η δική του ικανότητα και τέχνη. Ε, οι CIRITH UNGOL τα είχαν αυτά σε περίσσευμα, συνεπώς, λογική κατάληξη το αριστουργηματικό δεύτερο album τους!
“Thunder howls, The King will rise again
The time has come to pay for all your sins
Silence shattered by his gasping cries
His savage touch will end your world of lies…”
Το θεϊκό εξώφυλλο του Michael Whelan από το “The Bane of the Black Sword” του Michael Moorcock, έγινε ευθύς αναπόσπαστο μέρος του. Αν κάποτε τα εξώφυλλα μας «γαργαλούσαν» ώστε να αγοράσουμε έναν δίσκο, αυτό εδώ έλκει το χέρι σαν μαγνήτης. Στο εσωτερικό, στις 33 στροφές, οι ακόμη πιο «σκοτεινοί», ακόμη πιο προοδευτικοί, το ίδιο «δύστροποι» και απίστευτα επικοί χωρίς καν να λογίζονται ως ένα epic metal σχήμα, CIRITH UNGOL, έβαζαν με το “King of the Dead” την τελική σφραγίδα σε ένα μουσικό στυλ το οποίο με την πάροδο των ετών, έμελλε να γίνει δικό τους. Κατά δικό τους. Κανείς δε μπόρεσε ποτέ να παίξει έτσι, κανείς δε θα τα καταφέρει στο μέλλον, να είσαι σίγουρος για αυτό. Ούτε καν το διαβόητο Α.Ι. κι ας πιάσει, στο μεταξύ, επίπεδα τρομακτικά!
Δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που να υστερεί. Τα “Atom smasher” και “Death of the sun” είναι τα μοναδικά κομμάτια που έχουν πιο αυξημένο tempo ενώ στον αντίποδα έχουμε τα “Black machine”, “Master of the pit”, “Cirith Ungol” να στέκουν επιβλητικά, σε πιο αργούς, doomy ρυθμούς. Τοποθετώ επίτηδες σε ξεχωριστή, δική τους κατηγορία, τα ασύλληπτα “Finger of scorn” και “King of the Dead”. Δε γράφονται εύκολα τέτοια έπη… Στο δεύτερο, η μπάντα αποτίει επίσης τον προσωπικό της φόρο τιμής στο «φρέσκο» ακόμη (κυκλοφόρησε το 1982) soundtrack του “Conan the Barbarian”, του Βασίλη Πολυδούρη. Το απόλυτο μαύρο, μυστηριακό συναίσθημα, μοιράζει ανατριχίλες ακόμη και μετά από σαράντα χρόνια! Όσο για το “Toccata in Dm”, δεν είναι παρά μια διασκευή επάνω στο ομώνυμο έργο του Johann Sebastian Bach. Αρχικά ήταν προορισμένο ως κομμάτι μόνο για εκκλησιαστικό όργανο, αλλά όταν έχεις Jerry Fogle και Michael “Flint” Vujea στην ομάδα, πώς να τους αφήσεις εκτός;
Ο αδικοχαμένος Fogle (πέθανε από κύρωση του ύπατος μόλις στα 42 του) από κοινού με τον Flint, είναι αυτοί που για μένα «κλέβουν την παράσταση». Τον πρώτο τον είχα πάντα στους αφανείς ήρωες, στους υποτιμημένους παίκτες. Δεκάρα τσακιστή δε δίνω αν, όταν σολάρει, δεν πιάνει χίλιες νότες το λεπτό ή αν δεν δένει τις χορδές κόμπο, με την εξωπραγματική τεχνική του. Ο Jerry στην κιθάρα του έχει τόσο συναίσθημα, τέτοιο «άγγιγμα», τέτοιον αφηγηματικό τρόπο παιξίματος, που σε τόσο πρωτόγνωρο ηχοτοπίο, πολύ δύσκολα θα περίμενε κανείς να ακούσει. Το δε μπάσο του Flint είναι σαν από άλλη διάσταση και θα το πω ανοικτά, μου λείπει πολύ από τους σύγχρονους CIRITH UNGOL… Ο τρόπος με τον οποίο «σκάβει» στις χαμηλές συχνότητες και ενώνεται με τον μονολιθικό Garven, είναι απαράμιλλος. Από ποια σπηλιά βγήκε, αδυνατώ να φανταστώ. Πιθανόν, από τα ίδια σπήλαια από τα οποία βγήκε ο Tim Baker, με τη δαιμονική, σαρκαστική και απίστευτα εκφραστική φωνή του.
Επίλογος…
Αναμφίβολα, οι CIRITH UNGOL είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που αρκετές φορές έχουμε ονομάσει “love or hate”. Πολλοί το τόλμησαν, λίγοι το κατάφεραν. Υπάρχει όμως στο κεφάλι μου ένα μεγάλο “what if”… Πόσο διαφορετικά θα είχε υποδεχτεί ο κόσμος τούτο το album και πόσο διαφορετικό status θα είχε η μπάντα, αν αντί για 1984, είχαμε 1974; Το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό; Ναι, ξέρω… Και πάλι, δε θα γέμιζαν αρένες, γιατί το metal τους ήταν αποτρεπτικό για τους «περαστικούς» και «εύκολους» ακροατές και ποτέ δε θα μπορούσε να γίνει «εύπεπτο», στα αυτιά των «πολλών». Αν όμως δεν είχε χαθεί αυτή η πολύτιμη δεκαετία, σήμερα θα μιλούσαμε για τους Καλιφορνέζους πρωτεργάτες του «σκληρού ήχου», που με το proto metal τους ήταν «μπροστά από την εποχή τους».
Όποιος δεχτεί, «αφομοιώσει» και «νιώσει» τον μοναδικό ήχο των CIRITH UNGOL, αυτομάτως θα έχει την ευκαιρία ενός μαγικού, αέναου ταξιδιού. Ακόμη και μέσα από τύμβους και μπουντρούμια, το ταξίδι αυτό προσφέρει άπειρες συγκινήσεις και το “King of the Dead” είναι, για πολλούς, η ωραιότερη και πλέον μαγευτική του στάση. Πολύ σπάνια ανήλιαγα, αφιλόξενα και μακάβρια μέρη σαν αυτά από τα οποία θα περάσει, φαίνονται τόσο ελκυστικά. Ελιτίστικη προσέγγιση και άποψη; Όχι. Απλά και όμορφα, μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
“Crown upon his head, King of all the Dead!”
Δημήτρης Τσέλλος