ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Deicide” – DEICIDE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1990
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Roadrunner Records
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Deicide, Scott Burns
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Glen Benton – Φωνητικά/μπάσο
Eric Hoffman – Κιθάρα
Brian Hoffman – Κιθάρα
Steve Asheim – Τύμπανα
Λίγες φορές ένα άλμπουμ αποτέλεσε ορισμό ενός είδους και παράλληλα σύμβολο βλασφημίας, κινδύνου και τράβηξε πάνω του τα βλέμματα όλων με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο. Η ιστορία ξεκινάει το 1987, όπου οι CARNAGE που από τελούνταν από τον ντράμερ Steve Asheim και τα αδέρφια Eric και Brian Hoffman. Οι CARNAGE έψαχναν για μπασίστα/τραγουδιστή και ένας τύπος ονόματι Glen Benton απάντησε στην αγγελία με αποτέλεσμα οι CARNAGE να μετονομαστούν σε AMON. Οι AMON χωρίς να χάσουν καιρό, μετά από ένα μήνα ηχογράφησαν το πρώτο θρυλικό demo “Feasting the beast”, σε οχτακάναλο στο γκαράζ του Benton. Εκεί άρχισε να μεγαλώνει η φήμη τους, η οποία ενισχύθηκε με τοπικές ζωντανές εμφανίσεις στην Tampa της Florida. To 1989 οι AMON ηχογράφησαν το δεύτερο demo “Sacrificial”, το οποίο και είναι ο πυρήνας μιας θρυλικής ιστορίας που έλαβε χώρο την ίδια χρονιά. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες (κι επιβεβαιωμένο από όλες τις πλευρές), ένας μαινόμενος Glen Benton πήγε στα γραφεία της Roadrunner Records και συναντώντας τον Monte Conner που ήταν το «μυαλό» της εταιρείας, του πέταξε τα master tapes από το demo στο τραπέζι διόλου ευγενικά κι ακόμα λιγότερο ευγενικά του φώναξε «Υπέγραψε μας γ@μημένε μ@λ@κ@». Την επόμενη μέρα, το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο (απίστευτη τεχνική της πειθούς)!
Το 1990 κι αφού η μπάντα είχε αλλάξει πλέον το όνομα σε DEICIDE, είχε έρθει η ώρα του πολυθρύλητου πρώτου ομότιτλου δίσκου. Με συμπαραγωγό τον Scott Burns, το ανίερο κουαρτέτο εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στο πιο ακραίο άλμπουμ που είχε ηχογραφηθεί ως τότε στην ιστορία της μουσικής. Οι πατέντες των DEICIDE δεν διεκδικούσαν δάφνες πρωτοτυπίας, η λύσσα του thrash ήταν το κύριο συστατικό τους αλλά προφανώς τσιτωμένο επί 100 όπως έλεγαν όσοι τους έβλεπαν από τις πρώτες τους μέρες. Η κακία και το μίσος που έβγαινε από τον ήχο ήταν κάτι το πρωτοφανές, ο μέσος ακροατής δεν ήξερε αν και που πρέπει να εστιάσει και ισόποσες δόσεις καφρίλας προέκυπταν από τα καταστροφικά τύμπανα του Asheim, τα «γαυγίσματα» του Benton (γιατί αυτά ΔΕΝ είναι ανθρώπινα φωνητικά) και τις σχιζοφρενικές κιθάρες των αδερφών Hofffman. Κύριο όμως γνώρισμα του δίσκου είναι η δύναμη και η λύσσα με την οποία παίζουν, λες και θέλουν να φέρουν την πραγματική θεοκτονία και να καταστρέψουν ότι καλό ή χριστιανικό υπάρχει, η απόδοση όλων είναι πράγματι στο κόκκινο. Περιττό να αναφερθεί ότι προκάλεσε παγκόσμιο σοκ στην κυκλοφορία του και φυσικά οι DEICIDE έπαιρναν (από τους MORBID ANGEL) την πρωτοκαθεδρία των «κακών παιδιών» του death metal με ευκολία.
Η μπάντα άλλο που δεν ήθελε, τραβούσε τα βλέμματα με αντιχριστιανικές δηλώσεις, με το βλοσυρό και κακιασμένο image, ενώ ο Benton τραγουδούσε φορώντας πανοπλία (!) και εντυπωσιάζοντας ζωντανά όσους τον άκουγαν, επιβεβαιώνοντας έτσι τις δηλώσεις του ότι δεν χρησιμοποιήθηκε κανένα εφέ κατά την ηχογράφηση των φωνητικών. Οι στίχοι του δίσκου είναι ωδή ενάντια στον εσταυρωμένο Ιησού και τον χριστιανισμό γενικότερα, ωστόσο δε λείπουν οι αναφορές στον αρχι-δολοφόνο Charles Manson στο εναρκτήριο “Lunatic of god’s creation” ή το “Carnage in the temple of the damned”, από την άλλη το “Dead by dawn” είναι ξεκάθαρη αναφορά στο έπος σήψης του κινηματογράφου “The evil dead”. O μόλις 33’ δίσκος, περιείχε πέραν των προαναφερθέντων βέβηλους «ύμνους» όπως το “Sacrificial suicide”, το oμότιτλο “Deicide”, και τα καταστροφικά “Blaspherereion” και “Crucifixation”. Οι δομές ευκολομνημόνευτες και ακολουθώντας συγκεκριμένη πατέντα. Ένα δυνατό και ξεχωριστό ριφφ στην αρχή, ομοβροντία από τον Asheim στη συνέχεια, μπάσιμο από τον Benton εκεί που δεν το περιμένεις και χτίσιμο των κομματιών πάνω σε αυτές τις σταθερές. Το παίξιμο του Asheim με τα δυνατά blast-beats του δημιούργησε σχολή, καθώς ήταν διαφορετικό από το σχιζοφρενικό παίξιμο του Pete Sandoval των MORBID ANGEL για παράδειγμα. O Asheim ναι μεν δεν είχε τέτοια τεχνική, αλλά είχε δύναμη.
Δύναμη που θεωρείται ότι κανένας άλλος ντράμερ δεν ανέπτυξε τόσο πολύ μέσα στα χρόνια. Είναι τέτοιος ο τρόπος που χτυπάει που ο ακροατής νιώθει ότι δεν θα μείνει τίποτα όρθιο, συμβάλει σε αυτό που λέμε «ήχος-οχετός» όταν αναφερόμαστε στο δίσκο και δίνει τον τόνο να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι. Δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς και στην απόδοση του Benton ο οποίος ηχεί πραγματικά απόκοσμος και μαζί με τον John Tardy των OBITUARY θεωρούνται οι πιο χαρακτηριστικοί τραγουδιστές (;) του είδους. Ο Benton αργότερα στο “Legion” θα άφηνε και ειδική σημείωση ότι δεν χρησιμοποιούνται εφέ και θα καλούσε τους κριτικούς της φωνής του να «υποφέρουν». Το άλμπουμ άρχισε να πουλάει ραγδαία σε νούμερα πού ούτε οι DEICIDE και προφανώς ούτε και η Roadrunner περίμεναν. Υπολογίζεται ότι πρέπει να είναι το μεγαλύτερο σε πωλήσεις άλμπουμ του είδους. Αν και την πρωτιά διεκδικούν το “Covenant” των MORBID ANGEL (1ο στη μετά Soundscan εποχή), και το “The end complete” των OBITUARY, το “Deicide” προηγήθηκε 2 και 3 χρόνια των άλλων και έτσι ενισχύεται αυτή η άποψη. Το σίγουρο είναι ότι οι DEICIDE συνολικά είναι η δεύτερη σε πωλήσεις συνολικά μπάντα του είδους μετά τους CANNIBAL CORPSE (τίμιοι κανίβαλοι). Οι DEICIDE είχαν έρθει να μείνουν!
Και όχι απλά δήλωσαν την παρουσία τους με τον πιο εμφατικό τρόπο, αλλά άθελα τους (ή και όχι) δημιούργησαν μια πρωτοφανή ένταση στους εκκολαπτόμενους black metal κύκλους στη Νορβηγία, όπου με μπροστάρη τον Euronymous, μπήκαν στο στόχο όλων και θεωρήθηκε ότι οι Νορβηγοί πρέπει να σημάνουν τη δική τους ηχητική αντεπίθεση για να καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτό τον ήχο και αυτή την κακία (δεν το κατάφεραν ποτέ, μην ψάχνετε να δείτε αν και πότε συνέβη). Το κουαρτέτο καβάλα στο άλογο, άρχισε να δρέπει τις δάφνες του θριάμβου, που σε ότι αφορά την τελειότητα κράτησε για τα πρώτα τρία άλμπουμ (με τα κορυφαία “Legion”/”Once upon the cross” να ακολουθούν) και όσον αφορά τη συνοχή κράτησαν ως το 2004 την ίδια σύνθεση, όταν και αποχώρησαν επεισοδιακά τα αδέρφια Hoffman. Το “Deicide” 30 χρόνια μετά (!) παραμένει ο ορισμός του death metal. Βίαιο, επιθετικό, βλάσφημο, ενοχλητικό και καθ’ όλα καταστροφικό. Σε διάφορα πηγαδάκια πάντα αναφέρεται στο πως θα έπρεπε να ακούγεται όλο το είδος, ενώ δεν είναι λίγα τα μέλη άλλων συγκροτημάτων (με μπροστάρηδες τους CANNIBAL CORPSE) που το θεωρούν το καλύτερο άλμπουμ του είδους, αν όχι όλου του μεταλλικού ήχου. Επάξια κέρδισε ότι τίτλο του έχει αποδοθεί, και όσο κι αν ενοχλεί κάποιους, μιλάμε για πραγματικό μνημείο που όμοιο του δεν ακούστηκε ποτέ ξανά.
Did you know that:
– Αντί περισσότερων συμβάντων, θα παραθέσω μια δήλωση του Phil Fasciana των MALEVOLENT CREATION όταν τους πρωτοείδε να παίζουν σαν CARNAGE: “Ήταν σαν να άκουγες SLAYER χίλιες φορές πιο έντονους. Ήταν λες και πήραν μια άδεια κούκλα, τη γέμισαν με αίμα και εντόσθια από ένα χασάπικο, και μετά την πετούσαν στον κόσμο. Η σκηνή τότε ήταν πραγματικά παράξενη, ένιωθες ότι υπήρχε αίμα και κρέας παντού, αλλά αυτοί ήταν οι χειρότεροι απ’ όλους. Μετά σαν DEICIDE ξέφυγαν τελείως και δεν απορώ καθόλου πως και γιατί δημιούργησαν τόσο σκληροπυρηνικούς οπαδούς»…
Άγγελος Κατσούρας