A day to remember… 25/5 [DIO]

0
1181












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Holy Diver” – DIO
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1983
ΕΤΑΙΡΙΑ: Warner Bros. / Vertigo / Mercury
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Ronnie James Dio
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Ronnie James Dio
Κιθάρες – Vivian Campbell
Mπάσο – Jimmy Bain
Τύμπανα – Vinnie Appice

Ο ενθουσιασμός των απανταχού μεταλλάδων και ιδιαίτερα των οπαδών των BLACK SABBATH είχε κορυφωθεί το Νοέμβριο του 1981, όταν, αναγεννημένοι με την ένταξη του τιτάνιου Ronnie James Dio πίσω από το μικρόφωνο, κυκλοφορούσαν το δέκατο άλμπουμ τους, με τίτλο “Mob rules”. Έχοντας ξεπεράσει κάθε προσδοκία με το “Heaven and hell” της προηγούμενης χρονιάς, το μέλλον προδιαγραφόταν τουλάχιστον ευοίωνο. Ωστόσο, η εξέλιξη της συνεργασίας του Ronnie James Dio με τον κιθαρίστα Tony Iommi και τον μπασίστα Geezer Butler, κάθε άλλο παρά ομαλή θα ήταν. Αυτό που κανείς δεν θα συνειδητοποιούσε μέχρι να ξεκινήσουν το δεύτερο άλμπουμ τους μαζί, στις αρχές του 1981, ήταν πόσο ανισόρροπο είχε γίνει πλέον το δημιουργικό σύστημα του συγκροτήματος.

Ενώ ο Ozzy Osbourne, ήδη πριν από την απόλυσή του, είχε αφήσει τα στιχουργικά καθήκοντα στον Butler, ο Dio δήλωσε την πρόθεση να γράψει δικούς του στίχους. Ο εσωτερικός «έντιμος συμβιβασμός», ήταν να πιστωθούν όλοι οι στίχοι του “Mob rules” στον Dio, ενώ ο Butler έλαβε από κοινού με τον Iommi τα credits για την μουσική, παρόλο που ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ο κιθαρίστας ήταν ο κύριος συνθέτης της μπάντας. Εφόσον προέκυψε η ανάγκη διαχείρισης των τριών μεγάλων «εγώ» του συγκροτήματος – πλην του νεαρού αλλά ταλαντούχου ντράμερ Vinnie Appice, αδελφό του κατά πολύ γνωστότερου τότε, επίσης ντράμερ, Carmine Appice, που αντικατέστησε τον Bill Ward, στην μέση της περιοδείας του “Heaven and hell”- η παραγόμενη ένταση κάπως έπρεπε να εκτονωθεί. Με την βοήθεια του κορυφαίου παραγωγού Martin Birch και του πέμπτου, ανεπίσημου μέλους του συγκροτήματος, πληκτρά Geoff Nicholls, η ηχογράφηση του “Mob rules” λειτούργησε ακριβώς σαν αυτή την βαλβίδα εκτόνωσης που χρειαζόταν το συγκρότημα εκείνη την περίοδο. Το “Mob rules” τους παγίωσε στο προσκήνιο στις ΗΠΑ, ξανά μετά από χρόνια, με το ομώνυμο τραγούδι να συμπεριλαμβάνεται (μαζί με το instrumental και γεμάτο εφέ “E5150”) στην ταινία κινουμένων σχεδίων “Heavy metal” και να μπαίνει στο πάνθεο των καλύτερων SABBATH τραγουδιών, μαζί με ύμνους όπως τα “Turn up the night”, “Voodoo”, “The sign of the Southern Cross” και “Falling off the edge of the world”.

Εκεί που πραγματικά φάνηκαν οι ρωγμές στην νέα σύνθεση των SABBATH ήταν μετά την περιοδεία του “Mob rules”, η οποία έτρεξε σχεδόν παράλληλα με την περιοδεία του πρώην τραγουδιστής τους, Ozzy Osbourne. Ο Ozzy είχε ανατρέψει τα προγνωστικά υπέρ του με τα δύο πρώτα του άλμπουμ “Blizzard of Ozz” και “Diary of a madman”, σε ένα άνευ προηγουμένου comeback από την λήθη στην όποια είχε πέσει στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Στην Αμερική φαινόταν να είχε κερδίσει την μάχη, μία νίκη που θα διευρυνόταν στο μέλλον έναντι των παλιών του συναδέλφων, παρά την τραγική απώλεια που θα βίωνε με τον θάνατο του μέγα κιθαρίστα του Randy Rhoads. Μάλιστα, στις παράλληλες περιοδείες τους, ο Ozzy κορόιδευε τον Dio, περιφέροντας επί σκηνής έναν νάνο ντυμένο καλόγερο που αποκαλούσε “Ronnie”, ενώ φημολογείτο ότι η Sharon Osbourne έδωσε μάχες κατά των SABBATH σε όλα τα επίπεδα, ασκώντας βέτο σε διοργανωτές εάν προτιμούσαν το πρώην συγκρότημα του συζύγου της.

Αρχές του 1982, οπότε και έληγε το συμβόλαιο των BLACK SABBATH με το προηγούμενο management τους, αποφασίστηκε να κυκλοφορήσει το πρώτο επίσημο live τους, φυσικά διπλό, όπως συνηθιζόταν, με όλα τα κλασικά live άλμπουμ. Με μία μίξη παλιότερων επιτυχιών και νέων τραγουδιών από τα τελευταία δύο άλμπουμ τους, οι SABBATH, παίρνοντας ηχογραφήσεις από τις εμφανίσεις τους στο Seattle, το San Antonio και το Dallas, με κάποια προβλήματα παρόλα αυτά, όπως π.χ. το προφανές γεγονός ότι το κοινό δεν ακουγόταν και πάρα πολύ στο τελικό mix. Ακόμα χειρότερα όμως, κατά την διάρκεια της τελικής μίξης του “Live evil” (1983), όπως τιτλοφορήθηκε το ζωντανό άλμπουμ, ο Dio και ο Appice εγκατέλειψαν το συγκρότημα. Η κάθε πλευρά έδωσε τις δικές της ερμηνείες για την διάλυση του σύνθεσης που ηχογράφησε το “Mob rules”.

Ο Iommi έβρισκε, όλο και περισσότερο, ότι ο Dio … παραείχε ηγετικές τάσεις και τον αποκαλούσε «μικρό Hitler». Χρόνια αργότερα, θα έπαιρνε πίσω τον απρεπή, αυτόν, χαρακτηρισμό και θα διευκρίνιζε πως ο Dio απλά δεν μασούσε τα λόγια του, όταν πίστευε πως κάτι δεν γινόταν όπως έπρεπε. Κοντά σε αυτό, είχε, μαζί με τον μπασίστα, Geezer Butler, την ανησυχία ότι ο Dio ήδη ηχογραφούσε υλικό με άλλους μουσικούς, όταν η Warner Brothers Records του πρόσφερε συμβόλαιο για ένα προσωπικό άλμπουμ. Στον αντίποδα, ο Ronnie απέδωσε την παρεξήγηση (και ως εκ τούτου, την επιθετικότητα) του Iommi στο ότι ο κιθαρίστας είχε … πλαντάξει στην κοκαΐνη, φυσικά παρέα με τον Butler. Όταν οι Dio και Appice έφτασαν στο στούντιο για να ξεκινήσουν την δουλειά πάνω στο “Live evil”, οι Iommi και Butler δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Έτσι, οι δύο Αμερικάνοι περνούσαν την ώρα τους ακούγοντας τις ηχογραφήσεις και πειραματίζονταν συχνά με τη μίξη ζητώντας από τον μηχανικό να προσαρμόσει τα επίπεδα ήχου των διαφόρων μερών, όμως μόνο ως ακροατές και σε συμβουλευτικό ρόλο, χωρίς να προβαίνουν σε οριστικοποίηση των τραγουδιών. Λίγες μέρες αργότερα, ο «άσωτος» Iommi εμφανίστηκε στον θάλαμο του στούντιο και ρώτησε τον μηχανικό ήχου τι ακριβώς έκανε ο τραγουδιστής όσο αυτός έλειπε, για να πάρει την απάντηση ότι ο Dio επανειλημμένα είχε ζητήσει να βγουν τα φωνητικά πιο μπροστά στην μίξη. Ο κιθαρίστας, θολωμένος από θυμό, κατάλαβε ότι ο Dio όχι μόνο είχε μιξάρει το άλμπουμ χωρίς αυτόν, αλλά προσπαθούσε να ωθήσει τα δικά του φωνητικά πάνω από την κιθάρα και το μπάσο. Αποφάσισε, έτσι, να αναλάβει δράση και να απομακρύνει τον Dio από το συγκρότημα. Ο Ronnie προσπάθησε να τον μεταπείσει, αρνούμενος όλες τις κατηγορίες, αλλά μάταια. Τελικά, όπως είπε αργότερα και ο Butler, «ο Ronnie φαινόταν να θέλει απεγνωσμένα να κάνει τα δικά του, ενώ εμείς θέλαμε να διατηρήσουμε τα πράγματα όπως ήταν».

Για ακόμη μια φορά στην καριέρα του, ο Dio βρισκόταν στο σταυροδρόμι, έχοντας να αποφασίσει πως θα κινηθεί μελλοντικά. Όντας ήδη 40 ετών, είχε καθίσει στην θέση του συνοδηγού δύο φορές, σε δύο από τα καλύτερα, μεγαλύτερα και επιδραστικότερα συγκροτήματα του σκληρού ήχου, πρώτα δίπλα στον Ritchie Blackmore με την επική, θερμοπυρηνική τριάδα των πρώτων άλμπουμ των RAINBOW (συν το ζωντανό “On stage” του 1977) και έπειτα εμφυσώντας νέα πνοή στους BLACK SABBATH, αντικαθιστώντας τον Ozzy Osbourne και αλλάζοντας δια παντός τον μουσικό χαρακτήρα της μπάντας, ο οποίος, λίγο-πολύ θα παρέμενε απαράλλαχτος για τις επόμενες δεκαετίες, με εξαίρεση ίσως το αποτυχημένο πείραμα του “Forbidden” και το τελευταίο τους άλμπουμ, “13”.

Παρά την εντυπωσιακή συμμετοχή του στην ελίτ του σκληρού ήχου κατά στην χρυσή εποχή RAINBOW/BLACK SABBATH μεταξύ 1975-1982 (ούτε ένα απλά «καλό» άλμπουμ, όλα έπη ολύμπιων διαστάσεων και εν πολλοίς λόγω και της δικής του συμμετοχής), ο Ronnie είχε την ίσως σημαντικότερη επιφοίτηση της καριέρας του ακριβώς σε αυτό το χώρο-χρονικό σταυροδρόμι: δεν θα έπιανε ποτέ το δημιουργικό του peak, δεν θα ένιωθε ποτέ ολοκληρωμένος ως καλλιτέχνης, όντας δεύτερο βιολί στην μπάντας κάποιου άλλου, ειδικά όταν αυτός ο «άλλος» ήταν ο Ritchie Blackmore ή ο Tony Iommi.

Ο Dio είχε ήδη μαζί του τον ντράμερ Vinnie Appice, που είχε πληρώσει κι αυτός το μάρμαρο για την κακή κρίση του Iommi και έφυγε από το συγκρότημα. Οι δυο τους ξεκίνησαν το ψάξιμο για την στελέχωση της νέας μπάντας που φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν και μετά από τρεις μέρες η θέση του μπασίστα καλύφθηκε, με την προσθήκη του Σκωτσέζου Jimmy Bain. Ο Bain ήταν συνεργάτης του Ronnie από τις μέρες των RAINBOW, όταν είχαν συνεργαστεί μαζί σε ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ της περασμένης δεκαετίας, το θρυλικό “Rising” (1976). Έκτοτε, οι καριέρες τους είχαν πάρει διαφορετικούς δρόμους, με τον μπασίστα να έχει πάρει μέρος στην ηχογράφηση άλμπουμ των THIN LIZZY (“Black rose”), του Gary Moore (“Dirty fingers”), προσωπικά του Phil Lynott (“Solo in Soho” και “The Philip Lynott Album”), καθώς και της Kate Bush (“The dreaming”). Μάλιστα, δούλεψε και με τους SCORPIONS στο “Blackout”! Η σημαντικότερη του ενασχόληση, ωστόσο, ήταν οι WILD HORSES που είχε φτιάξει με τον συμπατριώτη και εξαιρετικό κιθαρίστα, Brian Robertson (πρώην THIN LIZZY), με τους οποίους κυκλοφόρησε δύο καλά άλμπουμ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, τα “Wild horses” (1980) και “Stand your ground” (1981).

Ο Bain δέχτηκε την πρόταση του Dio και με το rhythm section συμπληρωμένο, έμενε το σημαντικότερο κομμάτι, ο κιθαρίστας. Ένας παίχτης που θα έπρεπε να είναι γρήγορος, θεαματικός, μελωδικός που θα ακολουθούσε την παράδοση συνεργασίας του Ronnie με ζωντανούς θρύλους όπως ο Blackmore και ο Iommi. Σε αυτό το κομμάτι βοήθησε ο Jimmy Bain, που θυμήθηκε έναν νεαρό Ιρλανδό κιθαρίστα, 19 χρονών, από το Belfast και το συγκρότημα των SWEET SAVAGE (το τραγούδι τους “Killing time” διασκεύασαν οι METALLICA, χρόνια αργότερα), με τους οποίους είχαν συναντηθεί σε κάποιο tour οι WILD HORSES. Το όνομα αυτού Vivian Patrick Campbell και εμφανίστηκε με το «όπλο» της αρεσκείας του, μία πειραγμένη Gibson Les Paul σε μαύρο matt χρώμα, την οποία οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να δουν στα πρώτα βιντεοκλίπ του συγκροτήματος, καθώς και στο πρώτο βιντεοσκοπημένο live του νέου σχήματος, “Live in concert” (1984). Φανταστείτε την έκπληξη λοιπόν, όταν ο νεαρός κιθαρίστας που του άρεσε ο Marc Bolan και ο Rory Gallagher, αποκάλυψε ότι τρία χρόνια πριν, γράφοντας στο χαρτί την all-star μπάντα του, είχε συμπεριλάβει τους Dio και Bain!

Για την ιστορία, ο Dio είχε απορρίψει τον Jake E. Lee (αργότερα θα τον ακούγαμε στην μπάντα του Ozzy και στους BADLANDS) και είχε στραφεί στην βρετανική αγορά, έχοντας μάλιστα ως έτερο φιναλίστ τον μεγάλο John Sykes, ο οποίος πήγε στους THIN LIZZY φεύγοντας από τους TYGERS OF PAN TANG, για να ακολουθήσουν τα μεγαλεία των αναγεννημένων WHITESNAKE στην συνέχεια. O Campbell ήταν προσωπική του επιλογή του Ronnie, του οποίου άκουσε την δουλειά και τον κάλεσε στα στούντιο John Henry’s στο Λονδίνο, όπου ηχογράφησαν επί τόπου τα δύο πρώτα τραγούδια του πρώτου άλμπουμ, “Holy Diver” και “Don’t talk to strangers”. Μετά από αυτά τα sessions, του έγινε επίσημα πρόταση να προσχωρήσει στο νέο συγκρότημα και κάπως έτσι να ολοκληρωθεί η «κλασική» σύνθεση που ξέρουμε και σήμερα.

Το αρχηγείο του νέου συγκροτήματος, που ονομάστηκε, με δημοκρατικές διαδικασίες, απλά DIO, ήταν τα διάσημα, πλέον (μετά το σχετικό rockumentary) Sun City Studios στο ηλιόλουστο Los Angeles. Ο Dio προσπάθησε να φέρει εκεί τον παλιό του παραγωγό Martin Birch (τι αποτέλεσμα θα ήταν αυτό!), αλλά όταν αυτός τον ενημέρωσε ότι δεν θα είναι διαθέσιμος την δεδομένη χρονική περίοδο (είχε τελειώσει το “Saints and sinners” των WHITESNAKE και θα δούλευε στο “Piece of mind” των IRON MAIDEN), ο τραγουδιστής αποφάσισε να αναλάβει (με λίγη έως καμία δυσκολία η αλήθεια είναι) την παραγωγή, παρέα με τον μηχανικό ήχου Angelo Arcuri. Ο Arcuri ήταν γνώριμος του Dio από τα sessions των “Mob rules” και “Live evil”, δουλεύοντας παράλληλα στα live των SABBATH ενώ τα επόμενα χρόνια θα συνεργαζόταν με τους DOKKEN στις μεγάλες τους επιτυχίες των 80s. O Dio είχε ήδη αρκετές παραστάσεις, τόσο από τον Birch όσο και από τον Roger Glover (από τις παραγωγές που είχε κάνει στους ELF), επιδεικνύοντας την αυτοπεποίθηση να κάτσει πίσω από την καρέκλα του παραγωγού.

Τα πρώτα δύο τραγούδια που τέθηκαν επί τάπητος ήταν τα κλασικά σήμερα “Don’t talk to strangers” και “Holy Diver”. Ήταν και τα πρώτα που είχε δουλέψει μόνος του ο Ronnie, με το που έφυγε από τους SABBATH, χωρίς να έχει καν το συγκρότημα στην διάθεση του. Και δεν απογοήτευσε συνολικά. «Γενικά, έχω μία τάση να γράφω με ένα ρομαντικό στυλ σχετικά με τα μεσαιωνικά χρόνια» (όπου ρομαντικά όχι την ερωτική διάθεση αλλά με βάση το ρομαντικό ιδεώδες, που επιτάσσει ακεραιότητα, ειλικρίνεια και αφοσίωση σε κάποιο ιδεώδες για το οποίο αξίζει κανείς να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό).

Το ντεμπούτο των DIO, που ονομάστηκε “Holy Diver”, ανοίγει με το καταιγιστικό “Stand up and shout”, με ένα riff παραλλαγές του οποίου κάποιος μπορούσε να ακούσει σε τραγούδια που είχαν προηγηθεί όπως το “Swords and tequila” των RIOT ή το “Flash rockin’ man” των ACCEPT ή όπως τα “Curse of the Pharaohs” των MERCYFUL FATE και “2 minutes to midnight” των IRON MAIDEN, που θα ακολουθούσαν. Το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου δήλωνε σε όλους τους τόνους και σε όλα τα επίπεδα ότι οι DIO είχαν έρθει για να μείνουν, κάπως στο πνεύμα του “Neon knights” από το “Heaven and hell”. Η ιδανική εισαγωγή για να περάσουμε στο τραγούδι που σημάδεψε όχι μόνο την καριέρα του Ronnie, αλλά και ολόκληρο το heavy metal είδος από την στιγμή που πρωτακούστηκε. Φυσικά μιλάμε για το ομώνυμο, “Holy Diver”.

H ιστορία που περιγράφεται στο τραγούδι μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να παραπέμπει στον Σατανά και την Πτώση του στην Κόλαση. Όμως αυτή είναι μία επιφανειακή ανάγνωση. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Dio, το τραγούδι μιλάει για μία μεσσιανική φιγούρα, η οποία, σε έναν άλλο πλανήτη και σε έναν άλλο κόσμο, κάνει το ίδιο που έκανε και ο Χριστός στην Γη. Εκεί, οι πιστοί τον αποκαλούν «Άγιο Δύτη», διότι βουτώντας στην αντίστοιχη Κόλαση, τους έσωσε από την αμαρτία τους, θυσιάζοντας τον εαυτό του. Και αυτός το κάνει πρόθυμα, σε πείσμα των ανθρώπων, οι οποίοι, σε αυτή την εκδοχή της ιστορίας, τον παρακαλούν να μείνει μαζί τους και να μην σώσει κανέναν άλλο, με τον αφηγητή να αφήνει, παράλληλα, υπονοούμενα, για το πόσο εγωιστές είναι οι άνθρωποι. Χρησιμοποιώντας εικόνες από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, ο Ronnie έγραψε τους στίχους έχοντας στο μυαλό του την αυστηρή ρωμαιοκαθολική ανατροφή του και πως οι λειτουργοί της εκκλησίας διαστρέβλωναν το μήνυμα της πίστης, με τιμωρίες και απειλές.

Για το “Holy Diver” γυρίστηκε και σχετικό βιντεοκλίπ, το πρώτο των DIO, όπου ο Ronnie παίζει τον ρόλο ενός σπαθοφόρου βάρβαρου που μπλέκει σε διάφορα σκηνικά μέσα στην, τότε, ερημωμένη εκκλησία του Αγίου Μάρκου, στην περιοχή Silvertown του ανατολικού Λονδίνου, η οποία μάλιστα τότε είχε καεί. Φημολογείται, δε, ότι πριν καν αρχίσει η ηχογράφηση του άλμπουμ, ο Dio είχε επισκεφτεί ένα κάστρο στην Κορνουάλλη, στο νοτιοδυτικό άκρο της Αγγλίας, από όπου εμπνεύστηκε την ατμόσφαιρα του “Holy Diver”. Το τραγούδι ήταν και το πρώτο single του άλμπουμ, με b-sides τα “Evil eyes” (που θα συμπεριλαμβανόταν στο επόμενο άλμπουμ των DIO) και “Don’t talk to strangers”, σημειώνοντας μικρή επιτυχία παρόλα αυτά, φτάνοντας μόλις στο βρετανικό νο. 72 και το νο. 40 του αμερικάνικου mainstream rock chart.

Εξερευνώντας το μυστήριο του ανένταχτου, περιπλανώμενου τσιγγάνου, έρχεται το “Gypsy”, ένα πιο πιασάρικο κομμάτι, κάπως σαν υπέρ-ενισχυμένοι LED ZEPPELIN, έτσι για να ελαφρύνει λίγο το κλίμα από τις θεολογικές αναζητήσεις του Dio. Όσο για το επόμενο, “Caught in the middle”, αυτό προέρχεται από τον Vivian Campbell και την θητεία του στους SWEET SAVAGE, όπου το ίδιο τραγούδι, με ελαφρώς διαφορετική ενορχήστρωση, λεγόταν “Straight through the heart”, τίτλος που ο Dio χρησιμοποίησε για άλλο τραγούδι στο άλμπουμ! Ένα πιθανό χιτάκι, το οποίο δεν αξιοποιήθηκε ως single, ίσως και λόγω της προϊστορίας του στους SWEET SAVAGE, παρόλο που η μελωδία και η φωνή του Ronnie το απογειώνει. Τον τίτλο τον εμπνεύστηκε ο Dio από τον Angelo Arcuri, o οποίος συχνά κατέφευγε στην συμβουλή του Ronnie, καθώς συχνά έπαιρνε λάθος αποφάσεις και έμπλεκε σε περιπέτειες, λέγοντας χαρακτηριστικά “I´m caught in the middle again… Ron, what am I gonna do?”. Αν παρατηρήσετε τους στίχους, είναι σαν απάντηση του Dio προς τον Arcuri! Το τραγούδι που κλείνει την πρώτη πλευρά του “Holy Diver” είναι το πολυαγαπημένο και highlight των live των DIO, “Don’t talk to strangers”. Αυτό ήταν το δεύτερο τραγούδι που είχε γράψει όσο ήταν ακόμα στους SABBATH. Μελαγχολικό και σκοτεινό, με τον καλπάζοντα ρυθμό του, είναι αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα του Ronnie.

Στην δεύτερη πλευρά, ξεκινάμε με το “Straight through the heart”, ένα βαρύ, ασήκωτο, mid- tempo θηρίο για να ακολουθήσει το “Invisible”, ένα μάλλον ασυνήθιστο τραγούδι για τα metal δεδομένα της εποχής και όχι μόνο. Θέλω να πω, πόσα τραγούδια έχουν γραφτεί από metal καλλιτέχνες στις αρχές των 80s για ομοφυλόφιλους έφηβους που ο περίγυρος τους κάνει να αισθάνονται… αόρατοι; Βέβαια, υπάρχει και η προέκταση στις προσωπικές προκλήσεις και τα τραύματα που αντιμετωπίζει ο καθένας, όπως και ο ίδιος ο στιχουργός, κατά την διάρκεια της μέχρι τότε πορείας του.

Έτσι φτάνουμε στο δεύτερο single και hit του δίσκου, που ξεκινάει με μία απλοϊκή μελωδία στα πλήκτρα, παιγμένη από τον ίδιο τον Dio. Το “Rainbow in the dark” δεν θέλει συστάσεις, είναι από τα γνωστότερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο Ronnie. Ωστόσο, παραλίγο να μην το συμπεριλάβει καν στο άλμπουμ! «Είναι ένα τραγούδι που δεν μου αρέσει καθόλου… όταν τελείωσε, είπε σε όλους ότι θα πάρω ένα ξυράφι και θα κόψω την ταινία που το ηχογραφήσαμε!», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξη του, συνεχίζοντας «ήταν πολύ pop για τον δίσκο, κάτι που δεν ήθελα να κυκλοφορήσω, δεν ήταν τόσο σκοτεινό και σκεφτόμουν ότι οι fans θα έλεγα ότι τώρα έχω γίνει pop…ευτυχώς με μεταπείσανε και τελικά το κομμάτι δουλεύει, παρόλο που ακόμα αισθάνομαι ότι είναι πολύ … pop!». Το τραγούδι σχηματίστηκε γύρω από ένα riff του Campbell, o οποίος το δούλευε σε μία πρωτόλεια μορφή με τίτλο … “A bottle of wine”. Τελικά κατέληξε να είναι το μάλλον πιο δημοφιλές τραγούδι των DIO, το οποίο γράφτηκε μέσα σε 10 λεπτά, σύμφωνα με τον Vivian Campbell. Γυρίστηκε και σχετικό βιντεοκλίπ, κάπου στο κεντρικό Λονδίνο, το οποίο παίχτηκε κατά κόρον και συνετέλεσε στην επιτυχία του single, το οποίο έφτασε μέχρι το νο. 46 των βρετανικών charts, αλλά, πολύ περισσότερο, έφτασε μέχρι το νο. 14  του Billboard US Mainstream Rock chart, πέντε μήνες αργότερα. Το άλμπουμ κλείνει με το εξόχως SABBATH-ικό “Shame on the night”, που φέρνει στο αυτί μία ατμόσφαιρα θρίλερ, με τα αλυχτίσματα των λύκων (ή των λυκανθρώπων;).

Η πρώτη ακρόαση του “Holy Diver” ισοδυναμεί με μια μεταλλική εμπειρία δίχως προηγούμενο. Τα απίστευτα φωνητικά του Ronnie, η φλεγόμενη κιθάρα του Campbell και το στέρεο, μεγαλιθικό οικοδόμημα του rhythm section των Appice και Bain, απέδιδαν έναν ονειρικό συνδυασμό BLACK SABBATH και RAINBOW, με oλίγη από SWEET SAVAGE και έκανε κάποιους fans να φαντασιώνονται ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το διάδοχο άλμπουμ του “Mob rules” αν οι Iommi και Butler δεν έδιωχναν κακήν κακώς τους Dio και Appice. Και αν η μπάντα ξεκίνησε από αυτούς τους δύο τελευταίους, οι μεταγραφές των Campbell και Bain κρίνονται (εκ του αποτελέσματος) απόλυτα επιτυχημένες, μιας και κατάφεραν να συνδράμουν συνθετικά με μεγάλη επιτυχία.

Το θρυλικό, πλέον, εξώφυλλο του “Holy Diver” απεικονίζει έναν δαίμονα, με το χαϊδευτικό όνομα “Murray”, να βυθίζει έναν αλυσοδεμένο ιερέα στην θάλασσα. Φυσικό ήταν να προκαλέσει κάποια αναταραχή, αν και στον Dio, όπως και με τους στίχους του, άρεσε να αφήνει τον αγοραστή να κρίνει το νόημα, παρόλο που η δισκογραφική του τον ρώτησε αν όντως θέλει να πάει το εικαστικό θέμα εκεί. Κατά αυτόν, ο Murray μπορεί να έπνιγε ένα τέρας και όχι έναν απλό ιερέα. Ο Murray, τον οποίο επιμελήθηκε ο Randy Berrett, μετέπειτα στο δυναμικό της Pixar και με συνεισφορές σε παιδικές ταινίες όπως το “Toy story 2”, «Ο Ρατατούης», «Ψηλά στον Ουρανό» και «Ψάχνοντας τον Νέμο», θα γινόταν η μασκότ των DIO.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το “Holy Diver” είναι ένα τέλειο heavy metal άλμπουμ, ένα κρυστάλλινο, αψεγάδιαστο δεκάρι. Το ντεμπούτο των DIO αγκαλιάστηκε εγκάρδια από τον μουσικό Τύπο και τους, αναμφίβολα, χιλιάδες θαυμαστές των προηγούμενων δουλειών του Dio παγκοσμίως, αλλά δεν ήταν, αρχικά τουλάχιστον, η τεράστια εμπορική επιτυχία για τον τραγουδιστή και την πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα του. Στην Αμερική, το άλμπουμ πήγε μέχρι το νο. 56, καταλήγοντας να γίνει χρυσό μετά από ενάμιση χρόνο περίπου και, μετά από άλλα πέντε χρόνια, πλατινένιο. Πλέον, είναι δύο φορές πλατινένιο, με πωλήσεις άνω των 2 εκατομμυρίων αντιτύπων. Πολύ καλύτερα τα πήγε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου μπήκε άνετα στο top-20 (νο. 13), υποβοηθούμενο και από την επιτυχία του “Rainbow in the dark”, και τελικά έγινε ασημένιο το 1986, πουλώντας πάνω από 60 χιλιάδες δίσκους. Το νεαρό τότε MTV (όταν ήταν ακόμα ένα πραγματικά μουσικό κανάλι) βοήθησε την υπόθεση “Holy diver”, παίζοντας συχνά τα βιντεοκλίπ των “Holy Diver”, αλλά πολύ περισσότερο του “Rainbow in the dark”.

Πριν την περιοδεία για το “Holy diver”, οι DIO αναζήτησαν και πληκτρά, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Αμερικάνου Claude Schnell, ο οποίος πριν το 1983 είχε πάρει μέρος στην δημιουργία κάποιων MAGIC και των γνωστότερων ROUGH CUTT του Paul Shortino, που θα γίνονταν το «πουλέν» του Dio, τα επόμενα χρόνια.

Μετά από γενναία προώθηση και, κυρίως, την διάδοση της κορυφαίας ποιότητας του “Holy diver” από στόμα σε στόμα, οι DIO έκλεισαν μία θέση στο τέταρτο Monsters of Rock, το 1983, στο Donington. Η σύνθεση εκείνης της ημέρας περιλάμβανε τους νεαρούς DIAMOND HEAD, τους πάντα … πολύχρωμους TWISTED SISTER, τους ZZ TOP με το μεγάλο rock hit της χρονιάς “Eliminator” (μαζί με το “Pyromania” των DEF LEPPARD), τον MEAT LOAF και τους αγαπημένους του βρετανικού κοινού WHITESNAKE, πρώτοι φορά ως headliners. Το set των DIO, εκτός από τα τραγούδια του ντεμπούτου τους, περιλάμβανε παλιές επιτυχίες του τραγουδιστή από την εποχή των RAINBOW (“Man on the silver mountain” και “Starstruck”) και των SABBATH (“Children of the sea” και “Heaven and hell”).

Σαν σήμερα, λοιπόν, πριν 40 χρόνια, κυκλοφόρησε ένα από τα κλασικότερα heavy metal άλμπουμ, το “Holy Diver”, που επανατοποθέτησε τον Ronnie James Dio στον χάρτη της μουσικής σκηνής της δεκαετίας του ’80, φτάνοντας, κατά πολλούς, στο δημιουργικό ζενίθ της καριέρας του. Ένα πετράδι στο στέμμα, εφάμιλλο των “Rising” και “Heaven and hell”, το “Holy Diver” είναι ένα επικό, παραδοσιακό metal άλμπουμ για το οποίο όλοι θα μιλούν, όταν θα γίνεται κουβέντα για τα μεγαλύτερα, καλύτερα και σημαντικότερα heavy metal έργα όλων των εποχών και δη της δεκαετίας του ’80.

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here