ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Horror show” – ICED EARTH
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2001
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Century Media
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Jim Morris, Jon Schaffer
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Matt Barlow – φωνητικά
Jon Schaffer – κιθάρα, μαντολίνο, πλήκτρα
Larry Tarnowski – κιθάρα
Richard Christy – τύμπανα
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Steve Di Giorgio – μπάσο
Rafaela Farias, Sam King, Ritchie Wilkison – δεύτερα φωνητικά
Yunhui “Missy” Percifield – φωνητικά στο “The phantom opera ghost”
Jim Morris – κιθάρα, πλήκτρα, δεύτερα φωνητικά
Howard Helm – πλήκτρα
To 2001, “the story so far” που λένε και στα χωριά, για τους ICED EARTH, είχε ως εξής: Μουσικά, η μπάντα είχε εξελίξει τον ήχο της και σιγά-σιγά οι METALLICA παραχωρούσαν ολοένα και περισσότερο χώρο στους IRON MAIDEN, πάντοτε μέσα στο αναντικατάστατο US power πλαίσιό της. Έτσι, από τον ορυμαγδό των “Iced Earth”, “Night of the Stormrider” και “Burnt Offerings” (σίγουρα από τις πιο εντυπωσιακές τριάδες δίσκων από το 1990 και μετά), περάσαμε στα πιο κοντρολαρισμένα και εμπορικά “The dark saga” και “Something wicked this way comes”. Στη χώρα μας οι ICED EARTH λογίζονταν περίπου ως «λαϊκοί ήρωες», κάτι που εξαργυρώθηκε μέσω μερικών καταπληκτικών συναυλιών από το 1996 ως το 1999 και επιστέγασμα αυτών το κλασσικό πια “Alive in Athens”. Ένας δίσκος βέβαια ο οποίος δεν τιμούσε καθόλου τους συντελεστές του, όχι τόσο διότι ήταν σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένος στο studio, αλλά κυρίως γιατί «μείωνε» τη μπάντα ως προς την απόδοσή της επί σκηνής, αφού «ζωντανά» ήταν πολύ καλύτερη ακόμη και από αυτό το τόσο καλό «δημιούργημα». Στον υπόλοιπο κόσμο πάλι, πλην Γερμανίας, τους ήξεραν οι γονείς τους, κάτι συγγενείς, φίλοι και ο ληξίαρχος της περιοχής τους. Συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α, φαντάσου. Πόσο περίεργο, ε;
Για το νέο τότε άλμπουμ, ο Jon Schaffer προέβη για μια πολλοστή φορά σε αλλαγές στο line up του group. Με σταθερό τον Matt Barlow στα φωνητικά και τον Larry Tarnowski για έναν ακόμη δίσκο στη δεύτερη κιθάρα, επιστράτευσε δυο σπουδαίους μουσικούς για να αποτελέσουν το rhythm section, τον Steve Di Giorgio και τον Richard Christy. Μουσικούς που θα μπορούσαν να ανεβάσουν πολλά επίπεδα το group, μολονότι το ακραίο τους παρελθόν ίσως να προβλημάτιζε κάποιους για το αν και κατά πόσο θα τους ήταν εύκολο να προσαρμοστούν σε αυτό το στυλ. Γελάω με κάτι τέτοια. Ας είμαστε ειλικρινείς τώρα, ποιος δεν θα ήθελε ΑΥΤΟ το rhythm section στο συγκρότημά του και κυρίως, τι ΔΕΝ μπορεί να παίξει αυτό το δίδυμο; Όσον αφορά το στιχουργικό περιεχόμενο, είχαμε ένα ακόμη concept, τη φορά αυτή γραμμένο εντός ενός ευρύτερου και όχι τόσο αυστηρού πλαισίου. Κλασσικές νουβέλες που μετουσιώθηκαν σε ταινίες θρίλερ και τρόμου αποτέλεσαν τη δεξαμενή της έμπνευσης του Schaffer και κάθε τραγούδι αντιστοιχούσε σε μια από αυτές, εκτός του γραμμένου από τον Barlow “Ghost of freedom”. Πολύ ωραία ιδέα, ενδιαφέρουσα κυρίως για τα νέα παιδιά που δεν είχαν ιδέα για τα έργα αυτά, καθώς τους παρουσιάστηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να «ψαχτούν» και να έρθουν σε επαφή μαζί τους, γνωρίζοντας την αξία τους. Σε αυτό συνηγόρησε και η απευθείας αναφορά σε αυτά μέσω των στίχων. Για παράδειγμα το refrain του “Wolf” προέρχεται από ένα ποίημα που ακούγεται στη ταινία “The Wolf Man” (1941) και του “Damien” είναι αυτούσια τα λόγια του πατέρα Brennan από το πρώτο μέρος της τριλογίας « Η Προφητεία» (“The Omen”, 1976). Στο ίδιο τραγούδι, υπάρχει και ο φοβερός μονόλογος (από τη φωνή του Schaffer, δυστυχώς και όχι του “Damien Thorne” Sam Neill) του Αντιχρίστου από το sequel του 1981, “Omen III: The final conflict”.
Συνθετικά η «παράσταση του τρόμου» είναι προσεγμένη και καλογραμμένη, με κάποια πραγματικά καλά τραγούδια, κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Στηρίζεται δε πολύ στις ερμηνείες του Matt Barlow. Μέσα σε ένα super πολυφωνικό πλαίσιο (στο “Horror show” χρησιμοποιήθηκαν τα περισσότερα layers από κάθε άλλον ICED EARTH δίσκο), ο κοκκινομάλλης frontman απέδωσε εξαιρετικά και έδειξε πως διήγαγε τις καλύτερες μέρες του. Κρίμα που δύο χρόνια μετά, θα έβαζε ο ίδιος «φρένο» στη καριέρα του, αποχωρώντας από τη μουσική βιομηχανία και ακολουθώντας το επάγγελμα του αστυνομικού. Ξεχωρίζουν, εκτός του έπους “Damien”, το πολύ ωραίο “Dracula”, το “The phantom opera ghost” με το ενδιαφέρον (ως εκεί) ντουέτο του Barlow με τη Νοτιοκορεάτισσα Yunhui “Missy” Percifield, ενώ το oriental “Im-Ho-Tep” εξυπηρετεί το θέμα του πολύ σωστά, πάντα υπό το πρίσμα της μπάντας. Αν και δεν μπορούν, πλην του “Damien”, να μπουν στην ίδια κατηγορία με τα έπη του παρελθόντος, αντικειμενικά θεωρούνται πολύ αξιόλογες στιγμές της ΙΕ δισκογραφίας και θα είχαν όλα θέση στα “The dark saga” και “Something wicked this way comes”, με των οποίων το ύφος και το στυλ ταιριάζουν έτσι κι αλλιώς.
Δυστυχώς, πέραν των προαναφερθέντων, τα υπόλοιπα τραγούδια έχουν επίπεδο κατώτερο των προσδοκιών και χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση στοιχείων που είχαμε ακούσει αυτούσια στις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες του group. Τότε ίσως το προσπεράσαμε αυτό, τώρα όμως, μετά από τόσα χρόνια στείρας επανάληψης, μάλλον πρέπει να θεωρούμε τούτο το δεδομένο ως την αρχή του καλλιτεχνικού τέλους των ΙΕ. Θα μου πεις, ο Schaffer είναι γνωστό τι θέλει αλλά και πως μπορεί να συνθέσει, γνωστές οι μέθοδοί του, γνωστές οι τακτικές του, γνωστό το όραμά του. Μέγα σφάλμα και προς τους νέους του, τότε, συνεργάτες. Αντί να τους δώσει χώρο και να τους αφήσει να μεγαλουργήσουν όπως είναι στη φύση τους, πυροβόλησε τα πόδια του. Ο μεν Christy έπαιξε σχετικά “safe” ακολουθώντας το στυλ του Brent Smedley, συμμετέχοντας μετά στο “The glorious burden” και δίνοντας τελικά τη θέση του ξανά στον γνώριμο προκάτοχό του, ο δε Di Giorgio δεν έγινε ποτέ επίσημο μέλος, σχεδόν «κρύφτηκε» στη τελική μίξη και αποχώρησε πριν τη κυκλοφορία του άλμπουμ. Αδυνατώ να κατανοήσω τι είδους σκεπτικό έφερε αυτό το αποτέλεσμα. Το αιώνιο «τα-ταρά-ταταρατα» σε πρώτο πλάνο, η δίκαση από πίσω και ο Barlow σε πολυφωνικά, μελαγχολικά φωνητικά. Μη τυχόν και ακούσουμε κάτι “out of your box”… Όλα έδειχναν πως το “The dark saga” είχε εγκλωβίσει τον δημιουργό του, ο οποίος άρχισε μάλιστα να διακατέχεται από τάσεις υπερφίαλες και εγωιστικές, που τον εξέθεταν ανεπανόρθωτα. Δεν είναι τυχαίο πως από αυτόν τον δίσκο και μετά, μετρίαζε ολοένα και περισσότερο τα lead μέρη και έφτασε να συνθέτει τραγούδια χωρίς ΚΑΝΕΝΑ solo. Μνημειώδης και η απάντησή του, σχετικά με τον τρόπο παιξίματος του Di Giorgio και αν ήταν σοφό που έφυγε (ok, τον έδιωξε): «Αυτά που παίζει, τα παίζω κι εγώ». Μετά το uber classic «παίζω κι εγώ drums σαν τον Cozy στο studio» του Malmsteen, ακούσαμε και αυτό.
To “Horror show” δεν ήταν σε καμία περίπτωση ικανό να σταθεί δίπλα στα τρία πρώτα σχεδόν τρομακτικά albums των ICED EARTH, μπόρεσε όμως δίπλα στο “The dark saga” και στο “Something wicked this way comes”. Παραμένει ακόμη η πλέον μεγαλεπήβολη δισκογραφική απόπειρά τους και όπως όλα δείχνουν θα παραμείνει, αφού ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, μπάντα ουσιαστικά δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ξανά. Τέλος να αναφέρω κάτι ακόμη, που για όσους ήταν παρόντες μόνο απαρατήρητο δεν μπορεί να περάσει: 22 Φεβρουαρίου 2002, γήπεδο του Sporting, ανασκόπηση καριέρας, 2,5 ώρες set, 29 κομμάτια. Αυτό ήταν κάποτε οι ICED EARTH.
Δημήτρης Τσέλλος