A day to remember… 29/11 [ROYAL HUNT]

0
280












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: ”Show me how to live” – ROYAL HUNT
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2011
ΕΤΑΙΡΙΑ: Frontiers
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Andre Andersen
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – D.C. Cooper
Κιθάρες – Jonas Larsen
Πλήκτρα/Πιάνο, Rhythm Κιθάρες – Andre Andersen
Μπάσο – Andreas Passmark
Τύμπανα – Allan Sorensen

Με τους Δανούς ήρωες του σημερινού επετειακού κειμένου, ROYAL HUNT, είχα ανέκαθεν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση λατρείας, η οποία ξεκίνησε νωρίς, σχεδόν τα πρώτα τους βήματα, και κρατάει μέχρι και σήμερα, μιας και συγκαταλέγονται στα γκρουπ με τα οποία μεγάλωσα μαζί τους. Πάντα λοιπόν χαίρομαι ιδιαίτερα όταν μου δίνεται η δυνατότητα να γράψω ή να μιλήσω από ραδιοφώνου μέσα από το Rock Hard Radio πλέον για τους Δανούς prog/power metalers και τον mastermind τους Andre Andersen. Κάπως έτσι λοιπόν ήρθε και η ώρα να πούμε μερικά πραγματάκια για το πραγματικά υπέροχο, κατά την εκτίμησή μου, ”Show me how to live”, το οποίο κλείνει τα 10 χρόνια (ρε πως περνάνε…) κυκλοφορίας του.

Ο δίσκος αυτός σημαδεύτηκε από την επιστροφή του αγαπημένου των fans D.C. Cooper στα φωνητικά μετά από μακρινό 1998 και το μεγαλειώδες για το σχήμα και το ύφος που πρεσβεύει αυτό, ”Paradox”. Μια επιστροφή που έστρεψε το ενδιαφέρον και τα φώτα πάνω στους ROYAL HUNT, οι οποίοι μολονότι μετά το ”Paradox” κυκλοφορούσαν σχεδόν κάθε φορά πολύ καλούς δίσκους είχαν χάσει πολύ από την αίγλη και την εμπορική τους απήχηση. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτού είναι το πολύ καλό προηγηθέν και τελευταίο τους άλμπουμ με τον Mark Boals στα φωνητικά, ”X”. Πέραν της σημαντικότατης επιστροφής του Αμερικανού τραγουδιστή στο σχήμα, το lineup των Δανών είχε άλλη μια αλλαγή στην θέση του κιθαρίστα, με τον Jonas Larsen να παίρνει την θέση του αποχωρήσαντα Marcus Jidell, καλύπτοντας επάξια το κενό και συνεχίζοντας την παράδοση με τους εξαιρετικούς κιθαρίστες που έχουν περάσει από τους ROYAL HUNT.

Συνθετικά τώρα στο ‘”Show me how to live” ο mastermind της μπάντας Andre Andersen μπορεί να πει κανείς πως δοκιμάζει με επιτυχία, μια επιστροφή στα πρώτα και πολύ επιτυχημένα χρόνια του σχήματος, με τα progressive και power στοιχεία να είναι πιο ισορροπημένα, ενώ σε πολλά σημεία δίνει μεγαλύτερη έμφαση και σε πιο hard rock στοιχεία, με τα σταθερά neoclassical μοτίβα να είναι, φυσικά, πολύ συχνά και αυτά στο προσκήνιο. Στο στιχουργικό κομμάτι ο Andersen θα μπορούσε να πει κανείς πως καθοδηγείται από τη μουσική, δεν λειτουργεί σε project θεματολογία, αλλά δίνει μια σχέση μεταξύ των τραγουδιών, με τα περισσότερα να έχουν μια μελαγχολική διάθεση, με έντονα ξεσπάσματα ακολουθώντας την μουσική, είτε μιλάει για συναισθήματα, ψυχισμό, την απώλεια ή τον έρωτα. Τεράστιο ατού στα τραγούδια και αυτού του άλμπουμ τους αποδεικνύονται τα αξιομνημόνευτα refrain με τα οποία βομβαρδίζουν τον ακροατή. Κάπως έτσι οι ROYAL HUNT μας προσφέρουν έναν εξαιρετικό δίσκο που εύκολα πιστεύω πως μπορεί να συμπεριληφθεί στους καλύτερους της καριέρας τους, όχι πως έχουν και κανέναν που να μπορεί να θεωρηθεί κακός εδώ που τα λέμε.

Εξαιρετική φυσικά είναι και η απόδοση από όλο το σχήμα. Άλλωστε το rhythm section, που αποτελούσαν οι Andreas Passmark (Olsson) στο μπάσο και Allan Sorensen στα τύμπανα, ήταν πολύ καλοδουλεμένο και ήδη αρκετά χρονάκια παρέα. Εξαιρετικός στις αλλαγές ρυθμού και στα breaks ο Sorensen και φανταστικός ο Passmark όταν βγαίνει μπροστά με το μπάσο για να οδηγήσει, κάτι που άλλωστε με το μπάσο συμβαίνει πολλές φορές σε τραγούδια των HUNT από το μακρινό 1992 μέχρι και σήμερα. Για τον ηγέτη Andre Andersen δεν νομίζω πως χρειάζονται πολλά, καθώς μιλάμε για έναν εκπληκτικό και με κλασική παιδεία ολοκληρωμένο μουσικό, που έχει μια φοβερή ικανότητα όχι μόνο στο να γράφει μουσική αλλά και στο να κάνει φανταστικές ενορχηστρώσεις, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να είναι ένας εκπληκτικός πιανίστας και πληκτράς, καθώς και ένας πολύ καλός rhythm κιθαρίστας, αν χρειαστεί.

Εκεί που σίγουρα στρέφονται όμως τα φώτα στο άλμπουμ είναι στις δυο νέες προσθήκες, στον παλιό-νέο D.C. Cooper και τον νέοπα Jonas Larsen. Ο Larsen λοιπόν στις κιθάρες είναι απλά εκπληκτικός, δείχνοντας πως είναι ένας υπέροχος κιθαρίστας με πολύ τεχνική, δικό του ήχο και πολύ συναίσθημα στο παίξιμο του, όντας ένας άξιος αντικαταστάτης τόσο του Jidell που αντικατέστησε όσο και των προκατόχων του στο σχήμα. Ειδική μνεία νομίζω πως αξίζει να γίνει στα φανταστικά και σαγηνευτικά solos και άτυπα battles που στήνει μέσα στα τραγούδια με τα πλήκτρα του Andersen. Όσο για τον D.C. Cooper είναι σαν να μην έλειψε μια μέρα, λες και πολύ απλά να πρόκειται το ”Show me how to live” για τον επόμενο δίσκο μετά το ”Paradox” και ας μιλάμε για 14 χρόνια μετά από αυτό. Άλλωστε είναι φορές που κατά την περίοδο της απουσίας του από το σχήμα καταλάβαινε κανείς πως τραγούδια που έγραφε ο Andersen είχαν ως πρότυπο την φωνή του D.C. Εξαιρετικός λοιπόν πίσω από το μικρόφωνο, μελαγχολικός, δυναμικός, θεατρικότατος, υπέροχος στις ψηλές του και φοβερός  στις χαμηλές, δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα και τα κατάλληλα συναισθήματα που πρέπει να βγάζει το εκάστοτε τραγούδι.

Στα επτά υπέροχα τραγούδια και τα 42 και κάτι λεπτά που διαρκεί το άλμπουμ δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς 1-2, καθώς νομίζω πως όλο ακούγεται με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, χωρίς ούτε μια filler σύνθεση. Ακόμα και το 10λεπτο ”Show me how to live”, που επί της ουσίας είναι μια σύνθεση που αναμιγνύει ένα κανονικό τραγούδι με ένα instrumental είναι πραγματικά τρομερά ενδιαφέρουσα, με τα πλήκτρα και τις κιθάρες να μαγνητίζουν τα αυτιά μας. Από εκεί και έπειτα θα αναφέρω απλά ως αγαπημένα από τον δίσκο, το εναρκτήριο (λάκτισμα που λένε) ”One more day” με το κολλητικό, σταθερά πολυφωνικό refrain. Το καταπληκτικό neoclassical ”Hard rain’s coming”, με άλλο ένα εξαιρετικό refrain. Tο κλείσιμο του δίσκου ”Angel’s gone” με τις υπέροχες hard rockάδικες κιθάρες πάνω στα συμφωνικά μέρη του και φυσικά το hit που γράφει για πλάκα ο Andersen σε κάθε δίσκο των ROYAL HUNT με περίσσια άνεση κιόλας, ”Half past loneliness”, που απλά το ακούς και δεν το ξεχνάς ποτέ. Αρωγός φυσικά στέκει και η πάρα πολύ καλή δουλειά στην παραγωγή, που και αυτή είναι δια χειρός του ηγέτη τους Andre Andersen, με πολύ δυνατό ήχο και όλα τα όργανα να ακούγονται σωστά και καθαρά χωρίς να χάνουν τίποτα.

Το ”Show me how to live” λοιπόν πέραν του γεγονότος πως ήταν ένας εξαιρετικός δίσκος, κάτι με την αξία του, κάτι με την επιστροφή του Cooper, κάτι με το γενικότερο κλίμα που υπήρχε στις τάξεις της μπάντας και των φίλων του ήχου των ROYAL HUNT, στάθηκε η αφορμή να δώσει νέο ενδιαφέρον και να στρέψει και πάλι μετά από χρόνια (δικαίως ή αδίκως, κατ’ εμέ καθώς πάντα είχαν αξιόλογες δουλειές στον κατάλογο τους) το ενδιαφέρον του κοινού προς τους Δανούς prog/power metalers.

Αλλά λόγια δεν χρειάζονται ξαναπατώ το play και αναρωτιέμαι ”ρε πως περνάν τα χρόνια” τραγουδώντας για μια ακόμη φορά.

”Half past loneliness… I’m waiting for
All my dreams to show up at my door
The clock has stopped at
Half past loneliness… I’m wide awake
How much more a wounded, broken heart can take?”

Παναγιώτης ”The Unknown Force” Γιώτας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here