ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Jonah’s ark” – SKYCLAD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1993
ΕΤΑΙΡΙΑ: Noise
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Kevin Ridley
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Graeme English – μπάσο, κλασική κιθάρα
Steve Ramsey – κιθάρες
Keith Baxter – ντραμς
Martin Walkyier – φωνητικά
Dave Pugh – κιθάρες
Fritha Jenkins – βιολί, μαντολίνο, πλήκτρα
Όσοι δεν έζησαν live τη δεκαετία του ’90 (και δεν εννοώ να ήταν μαθητές του δημοτικού), δεν μπορούσαν να αντιληφθούν το status που είχαν οι SKYCLAD στη χώρα μας ιδιαίτερα στο πρώτο της μισό. Υπήρχε μία τέτοια σύνδεση ανάμεσα στον κόσμο και στο συγκρότημα, λες και ήταν οι μουσικοί της διπλανής πόρτας, τα φιλαράκια μας που πίνουμε μπύρες παρέα.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν γράφω για κάποιο δίσκο, συνήθως τον ακούω ταυτόχρονα, για να έχω τα απαραίτητα vibes. Στην περίπτωση του “Jonah’s ark”, αυτή η τακτική δεν απέδωσε όπως ήθελα, πολύ απλά διότι έπιασα τον εαυτό μου απλά να ακούει και να τραγουδά, δίχως να γράφει… Επέστρεψα στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν το βινύλιο αυτό ήταν αγορά πρώτης μέρας, χωρίς να έχω ακούσει νότα προηγουμένως (πως άλλωστε θα μπορούσε να μην έχει συμβεί, όταν έχεις λιώσει τα δύο άλμπουμ των SABBAT και τα δύο τους πρώτα;). Θυμήθηκα τη στιγμή που ακουμπούσα τη βελόνα στην πρώτη πλευρά, έσκαγε η εισαγωγή του “Thinking allowed” με το μαντολίνο και κόντευα να κλάψω από τη συγκίνηση…
Οι Βρετανοί «Ουρανοντυμένοι», είχαν δημιουργήσει έναν δικό τους, πρωτότυπο ήχο, αναμιγνύοντας το folk με το thrash, κάτι αδιανόητο για εκείνα τα χρόνια, με το “Wayward sons of Mother Earth” και το “A burnt offering for the bone idol” και πλέον αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο. Στο στάδιο δηλαδή που θα κρατούσαν το groove, απομακρυνόμενοι όμως από το thrash metal, προσθέτοντας ακόμα περισσότερα folk στοιχεία, με τους στίχους να είναι πιο καυστική και από θειικό οξύ.
Η βασική διαφορά ήταν ότι ο κιθαρίστας Dave Pugh και η βιολίστρια Fritha Jenkins, είχαν πλέον ενσωματωθεί πλήρως στο συγκρότημα, βάζοντας τις δικές τους πινελιές. Ιδιαίτερα τα θέματα του βιολιού, είναι εξαιρετικά, χρησιμοποιούμενα είτε ως βασικές μελωδίες, είτε ως σόλο, προσδίδοντας πάντα το δικό τους, ιδιαίτερο χρώμα. Και για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, όσο συμπαθής μου είναι η Georgina Biddle, την προσωπικότητα στο παίξιμο της Jenkins και της Cath Howell που έπαιξε στο “Prince of the poverty line”, δεν την έχει σε καμία περίπτωση. Ο Pugh, από την πλευρά του, έγραψε όλα τα κιθαριστικά σόλο και πλέον δεν ήταν μόνο ο Steve Ramsey που έγραφε κατ’ αποκλειστικότητα τη μουσική, αφού credits είχαν και οι English και Pugh.
Σε ότι αφορά την παραγωγή, φυσικά πίσω από την κονσόλα ήταν ο Kevin Ridley, η μεγάλη διαφορά όμως, ήταν ότι πήγαν στα Rockfield Studios, στα φημισμένα στούντιο όπου είχαν ηχογραφήσει κολοσσοί όπως οι RUSH, BLACK SABBATH, QUEEN, JUDAS PRIEST κτλ. Μπόρεσαν και βρήκαν ένα πολύ συμφέρον deal, για δύο δίσκους, μάλιστα, που τους επέτρεπε να ηχογραφήσουν εκεί για τρεις εβδομάδες έναντι ενός ποσού που άντεχαν να δώσουν. Εννοείται ότι μπήκαν τέλεια προβαρισμένοι –άλλωστε όλοι τους είναι πολύ καλοί μουσικοί- ώστε να μη χαθεί χρόνος και βγουν από το χρονοδιάγραμμα. Κάθε μέρα κοστίζει χρυσάφι, άλλωστε σε τέτοιου είδους στούντιο.
Παρότι φημολογείται ότι κάποιοι είχαν τις αντιρρήσεις τους για το τελικό αποτέλεσμα (ο Ridley φέρεται να έχει δηλώσει πως ο κιθαρίστας, Steve Ramsey πίστευε ότι τα ντραμς ήταν πιο δυνατά από τις κιθάρες, κάτι που διαψεύδει ο πρώην κιθαρίστας των PARIAH και SATAN. Βασικά τώρα είναι και στους SATAN, ξανά, για να μιλάμε με ακρίβεια), το “Jonah’s ark” είναι ένας δίσκος-κόσμημα. Ένας τολμηρός δίσκος, που το γκρουπ με απόλυτη επιτυχία κατάφερε να απεμπλακεί από το comfort zone που το ίδιο είχε δημιουργήσει στους δύο πρώτους του δίσκους και να πάει τη μουσική του ένα βήμα παραπέρα. Και αυτό το κατάφερε όχι μόνο με το εναρκτήριο “Thinking allowed”, αλλά και με άλλα μαγικά τραγούδια, όπως το “Earth mother, the sun and the furious host” που άνοιγε τη δεύτερη πλευρά, το “Cry of the land” (γενικότερα υπήρχε ένα χαλαρό concept για την καταστροφή της φύσης), το λατρεμένο μου “The ilk of human blindness”, το “The wickedest man in the world” που έχει ένα ασύλληπτο groove που οδηγείται από το μπάσο, ενώ ξεχωριστή μνεία πρέπει να κάνω στο “It wasn’t meant to end this way”, που το ακούσαμε με τη γυναίκα μου τουλάχιστον τέσσερις φορές συνεχόμενα, με την ακουστική κιθάρα και την σπαρακτική απαγγελία του Walkyier, που είναι κάτι εφάμιλλο με το “Moongleam and meadowsweet” από το ντεμπούτο τους.
Σ’ έναν δίσκο κόσμο, οι SKYCLAD θα απολάμβαναν Godlike Status, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Δυστυχώς για εκείνους, όμως, έπαιζαν μουσική που έμελλε να κάνει μεγάλη επιτυχία αρκετά χρόνια αργότερα και τώρα έχουμε κάτι βορειοευρωπαίους σαλτιμπάγκους που πίνουν μπύρες και νομίζουν ότι παίζουν folk metal, επειδή φοράνε προβιές κι έχουν παραδοσιακά όργανα. Ποιος είπε ότι η ζωή είναι δίκαια;
Did you know that:
- Τα συνθετικά credits σε όλες τις εκδόσεις, είναι εντελώς αλλού γι’ αλλού. Το “The ilk of human blindness” είναι εξ ολοκλήρου του Dave Pugh (κι όχι του Ramsey). Επίσης ο Pugh έγραψε μέρη του “Schadefreude” (“χαρμολύπη» στα γερμανικά. Τι λέξη, αλήθεια), για τα οποία ποτέ δεν πήρε credit. Από την άλλη, ενώ αναγράφεται ότι τα “The wickedest man in the world” και “Bewilderbeast” είναι του Graeme English, στην πραγματικότητα είναι του Ramsey, ο οποίος με τη σειρά του, δεν ήταν αυτός που έγραψε το “A near life experience”, αλλά ο English. Μπερδευτήκατε; Το ίδιο κι εκείνος που έγραψε τα credit και τα έστειλε στην εταιρία!
- Οι SKYCLAD δεν ήταν ευχαριστημένοι με τα εξώφυλλα των δύο πρώτων τους δίσκων, αφού ήταν κάτι αρκετά μακριά από αυτό που είχαν αρχικά στο μυαλό τους, οπότε άλλαξαν πλήρως τακτική. Πήγαν στον Duncan Storr, με τον οποίο έμελλε να συνεργαστούν για πολλά χρόνια κι επέλεξαν ένα σχέδιο που ήδη είχε έτοιμο. Εκείνος έκανε μερικές μικροαλλαγές, άλλαξε το λογότυπο του συγκροτήματος, το οποίο προσάρμοσε στην εικόνα του εξωφύλλου και… βουαλά!
- Ώρες ώρες είναι να απορεί κανείς με την έμπνευση κάποιων συγκροτημάτων. Λίγο πριν το “Jonah’s ark”, είχαν βγάλει το EP “Tracks from the wilderness” (που κακώς αναφέρεται ότι βγήκε πριν το “A burnt offering…”), με την εκπληκτική διασκευή στο “Emerald” των THIN LIZZY, το σπαρακτικό “A room next door” (που μιλά για τις τελευταίες στιγμές ενός ανθρώπου) και το thrashy “When all else fails”, μαζί με τρία ακόμα live τραγούδια (δύο εκ των οποίων είναι μέσα από το “A burnt offering…”, άρα τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;). Κι όλα αυτά, ενώ κυκλοφορούσαν δίσκο κάθε χρόνια αδιαλείπτως!!! Και τι δίσκους! Διαμάντια! Μία επανακυκλοφορία της BMG το έχει ως bonus CD στο “Jonah’s ark”, οπότε αν σας λείπουν τα δύο αυτά άλμπουμ, έχετε τη λύση μπροστά σας, χωρίς να χρειαστεί να δώσετε μία περιουσία.
- Δεν πιστεύω να χρειάζεται να κάνουμε ειδική μνεία για τους στίχους και τα λογοπαίγνια του Martin Walkyier, που είναι μία κατηγορία μόνος τους… “Thinking allowed”, άντε βγάλε άκρη με το ευφυές μυαλό αυτού του ανθρώπου…
Σάκης Φράγκος