
ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Dirty diamonds” – Alice Cooper
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΙΑ: New West/ Spitfire
ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ: Steve Lindsey/ Rick Boston
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Alice Cooper
Κιθάρες – Ryan Roxie
Κιθάρες – Damon Johnson
Mπάσο – Chuck Garric
Τύμπανα – Tommy Clufetos
Μετά από ένα μεγάλο δισκογραφικό διάλλειμα στο δεύτερο μισό των 90s, o Βασιλιάς του Σοκ, ο θρύλος Alice Cooper, μπήκε δυναμικά στη νέα χιλιετία, τόσο με την κυκλοφορία ολόφρεσκων άλμπουμ όσο και με εκτεταμένο συναυλιακό πρόγραμμα. Έχοντας ήδη μπει στην έκτη δεκαετία της ζωής του – και όντας στην τέταρτη δεκαετία καλλιτεχνικής δραστηριότητας – ο Alice έδειχνε στον κόσμο πως είχε πολλά ακόμα να μοιραστεί μαζί του και πως η σκοτεινή ενέργεια του δεν είχε τελειώσει, κάθε άλλο μάλιστα. Αυτό βέβαια στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Διότι στην προσωπική του ζωή, ο Alice είχε συντονιστεί – εδώ και πολλά χρόνια – με την φωτεινή πλευρά, ακολουθώντας έναν πιο πνευματικό δρόμο ζωής μέσα από τον Χριστιανισμό και την ενασχόληση με την οικογένεια του, αφήνοντας πίσω του τον αλκοολισμό και τις λοιπές καταχρήσεις που κινδύνεψαν να του πάρουν την ζωή μέχρι να καθαρίσει τελείως και να επανέλθει στο προσκήνιο με το “Constrictor” (1986).
Με μία σειρά από άλμπουμ όπως τα “Brutal planet” (2000), “Dragontown” (2001) και “The eyes of Alice Cooper” (2003), ο Alice παρέμενε στο προσκήνιο, με αραχνούφαντες ιστορίες ψυχοπάθειας, βίας, των τεχνασμάτων του Πονηρού και γενικότερα παρουσιάζοντας μία ποιητικότερη προσέγγιση της αμαρτωλής πλευράς του ανθρώπου. Τα δύο πρώτα, που μουσικά περιέχουν και industrial στοιχεία, αποτελούν δύο μέρη της ίδιας ιστορίας, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά την αγάπη του Alice για τα concept άλμπουμ και τις ενιαίες αφηγήσεις. Στο τρίτο εξ αυτών, ο τραγουδιστής αποφάσισε να επιστρέψει σε πιο γνώριμα λημέρια – όπως στο “Last temptation”- υιοθετώντας το κλασικό hard rock ως είδος έκφρασης.
Αφού ξεκίνησε και καριέρα ραδιοφωνικού παραγωγού το 2004, ο ασταμάτητος Alice έβαλε πλώρη για το 17ο προσωπικό του άλμπουμ – 24ου συνολικά, αν συμπεριλάβουμε και τους μνημειώδεις δίσκους με το συγκρότημα ALICE COOPER στα 70s. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν πάλι οι συνθετικές υπηρεσίες του κιθαρίστα του, Ryan Roxie, με τον οποίο ήταν μουσικοί συνοδοιπόροι ήδη από το 1996. Μαζί του, ο «νέος», τότε, μπασίστας Chuck Garric, ο επίσης νέος κιθαρίστας της μπάντας Damon Johnson, καθώς και διάφοροι εξωτερικοί συνεργάτες, όπως ο Καναδός μουσικοσυνθέτης Rick Boston, που, μεταξύ άλλων, είχε γράψει μουσική και τραγούδια για κινηματογράφο. Ο Boston ήταν και ο ένας από τους δύο παραγωγούς του καινούριου άλμπουμ, μαζί με τον Steve Lindsey, ενός γνωστού στελέχους στους δισκογραφικούς κύκλους της εποχής, που ερχόταν περισσότερο από εκτός rock χώρους και μάλιστα διαθέτοντας μία αξιόλογη ακαδημαϊκή καριέρα, διδάσκοντας μουσική επιμέλεια σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Πλην των προαναφερθέντων μουσικών, στα ντραμς βρίσκεται ο γνωστός μας από τον Ozzy και τους BLACK SABBATH, Tommy Clufetos, παρά το γεγονός ότι ο βετεράνος Eric Singer μοστράρει στο CD, ο οποίος δεν έπαιξε καν στο άλμπουμ αλλά θα έπαιζε στην επερχόμενη περιοδεία.
Για το νέο άλμπουμ, προτιμήθηκε μία πιο απλή κι ευθεία προσέγγιση στην παραγωγή, κάτι που εφαρμόστηκε τόσο στο γράψιμο των τραγουδιών, όσο και στην ηχογράφηση καθ’ αυτή, που ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο εβδομάδες με πιο garage rock n’ roll αισθητική. Ίσως να ήταν και η πιο περιορισμένη οικονομική δυνατότητα που είχε η μπάντα εκείνα τα χρόνια, σε σύγκριση με τις εποχές των παχιών αγελάδων των προηγούμενων δεκαετιών, οπότε μπορεί να αποτέλεσε και προσαρμογή στην πραγματικότητα του 2005. Σίγουρα πάντως, από το τελικό αποτέλεσμα, φαίνεται πως υπάρχει μία πρόθεση να καλυφθεί μία ευρεία γκάμα προτιμήσεων και στυλ από την μακροχρόνια και ποικιλόμορφη καριέρα του Alice και αυτή ήταν που μας έδωσε στο “Dirty diamonds”, όπως βαφτίστηκε το εν λόγω δισκογραφικό πόνημα που κυκλοφόρησε την 4η Ιουλίου σε Ευρώπη και Ηνωμένο Βασίλειο και ένα μήνα μετά στις ΗΠΑ, πριν από 20 χρόνια.

Το άλμπουμ ανοίγει δυναμικά με το “Woman of mass distraction”, ένα AC/DC-ικό κομμάτι γεμάτο χιούμορ και σεξουαλική ειρωνεία, όπως ακριβώς θα το έγραφε ο Bon Scott. Ακολουθούν τα “Perfect” και “You make me wanna”, με έντονη Rolling Stones επιρροή, σατιρίζοντας την εμμονή της pop κουλτούρας με τη διασημότητα. Το ομώνυμο “Dirty diamonds” μπλέκει crime movie αισθητική με Sabbath-ικές κιθάρες και κινηματογραφική αίσθηση. Στη συνέχεια, το “The Saga of Jesse Jane” – για πολλούς το highlight του άλμπουμ – φέρνει country αέρα και Johnny Cash χροιά σε μια ιστορία για έναν τραβεστί οδηγό νταλίκας (!), ενώ το “Sunset babies (All got rabies)” αποτίει φόρο τιμής στα φανταχτερά κορίτσια της Sunset Strip. Η διασκευή στο “Pretty ballerina” των Νεοϋορκέζων LEFT BANKE από το 1966, φέρνει μια ψυχεδελική ανάσα, με την κλασική pop αισθητική του.
Προς το τέλος, το “Run down the devil” (ένα από τα αγαπημένα μου στο “Dirty diamonds”) και το “Steal that car” (με την παραδοσιακή αγάπη των Αμερικάνων για τα αυτοκίνητα) κινούνται σε πιο σκληροπυρηνικά μονοπάτια, ενώ το “Six hours” ξεχωρίζει ως bluesy μπαλάντα, που θα μπορούσα να την φανταστώ ως τραγούδι των PINK FLOYD, αν οι PINK FLOYD ήταν μπάντα που έπαιζε σε bar, γεμάτο καπνό και ουίσκι. Το “Your own worst enemy” δοκιμάζει μια πιο punk προσέγγιση, ενώ το φινάλε με το “Zombie dance” προσφέρει μια voodoo-horror ατμόσφαιρα που παραπέμπει στις πιο σκοτεινές στιγμές του Cooper από τη δεκαετία του ’70. Τα δύο bonus κομμάτια προσδίδουν κάτι διαφορετικό στο γενικότερο mood του “Dirty diamonds”, με το “Stand” να βρίσκει τον Alice σε μία ιδιαίτερη συνεργασία με τον ράπερ Xzibit (παρουσιαστή του “Pimp my ride”, για όσους θυμάστε την εκπομπή με τα «πειραγμένα» αυτοκίνητα) και το “The sharpest pain” που μπήκε αποκλειστικά για την βρετανική και την ρωσική έκδοση του άλμπουμ.
Το “Dirty diamonds” είναι μια χαοτική αλλά συναρπαστική βόλτα στον κόσμο του Alice Cooper, απόδειξη πως ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης εξακολουθούσε να έχει πολλούς άσους στο μανίκι του. Για πολλούς fans, αυτό το άλμπουμ είναι από τα καλύτερα που έχει κυκλοφορήσει μετά το “The last temptation”, κάτι που φάνηκε και εμπορικά, μιας και το “Dirty diamonds” έφτασε μέχρι το νο. 17 των “Top Independent Albums» chart του αμερικάνικου Billboard (και στο νο. 169 της συνολικής κατάταξής). Στο Ηνωμένο Βασίλειο τα πήγε ακόμα καλύτερα, φτάνοντας στο νο. 89 στο γενικό chart και στο νο. 6 UK Rock & Metal Albums. Η περιοδεία που ακολούθησε βρήκε τον Alice με την παρέα του να αλωνίζουν την υφήλιο, σε μία τεράστια περιοδεία που κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο, από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι τον Δεκέμβρη του 2006. Από αυτή την περιοδεία προέκυψε και το επόμενο live άλμπουμ του, “Live at Montreux 2005”, από την εμφάνιση της μπάντας στο πασίγνωστο ομώνυμο φεστιβάλ, την 12η Ιουλίου 2005.
Σίγουρα το “Dirty diamonds” δεν είναι ούτε “Killer”, ούτε “Love it to death” ούτε “Billion dollar babies”. Ωστόσο, αυτό δεν το εμποδίζει από το να είναι ενδεικτικό της καλλιτεχνικής αξίας του Alice Cooper, αντικατοπτρίζοντας την πολυσχιδή καριέρα του και το απρόβλεπτο του πνεύμα με χιούμορ, μελωδία αλλά και σκοτεινά στοιχεία. Παρά τις αντιφατικές κριτικές που δέχτηκε (και ακόμα δέχεται), προσφέρει μία αυθεντική εμπειρία Alice Cooper, δείχνοντας τι μπορεί να προσφέρει ο Βασιλιάς του Shock Rock όταν παίζει χωρίς περιορισμούς, με πάθος, αυτοσαρκασμό και εμπειρία δεκαετιών, και δεν παύει να εκπλήσσει, παραμένοντας ο ζωντανός μύθος που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε.
Κώστας Τσιρανίδης














