ACCEPT – “Too Mean to Die” (Nuclear Blast) (ομαδική κριτική)

0
272

 

Οι Γερμανοί metallers, ACCEPT, έχουν έτοιμο το 16ο στούντιο άλμπουμ τους, με τίτλο “Too mean to die”, το οποίο πήρε μία μικρή παράταση στην ημερομηνία κυκλοφορίας του για τις 29 Ιανουαρίου, την τελευταία στιγμή. Πολλές οι αλλαγές στη σύνθεση του σχήματος, σχεδόν 3,5 χρόνια πέρασαν και από το “The rise of chaos”, σίγουρα περιμένουμε ακόμα πολλά από τους βετεράνους metallers που μας χαρίζουν την πρώτη σημαντική κυκλοφορία για το 2021. Για να δούμε τι είχε να πει η συντακτική ομάδα του Rock Hard για το άλμπουμ αυτό:

Μπορεί κανείς να μου εξηγήσει τι έχει πιάσει πολλά συγκροτήματα τα τελευταία χρόνια και κάνουν εντελώς παράξενες –μην πω άστοχες- επιλογές στα πρώτα single που διαρρέουν από τους δίσκους; Βγήκε το “The undertaker” από το “Too mean to die” των ACCEPT και παγώσαμε όλοι. Ακολούθησε το ομώνυμο τραγούδι, που είναι ΟΚ, αλλά τίποτα το εντυπωσιακό. Μας στέλνουν λοιπόν το δίσκο και ήδη έχω μία παγωμάρα σε σχέση με το τι θα ακούσω…

Βλέπετε, είναι και όλες αυτές οι ανακατατάξεις στο συγκρότημα, με το μόνο μέλος πριν από την επανασύνδεση και το “Blood of the nations”, να είναι ο Wolf Hoffmann, το γεγονός ότι το “Rise of chaos” εμφάνιζε ένα συγκρότημα κάπως «κουρασμένο» και σίγουρα όχι σε φόρμα, οι πρώτες ακροάσεις του “Too mean to die”, του 16ου στούντιο δίσκου των Γερμανών ACCEPT, πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Δεν άκουγα κάτι κακό, ίσως όμως να ήμουν επηρεασμένος αρνητικά, το ομολογώ.

Βασική αρχή μου, όταν γράφω μία παρουσίαση δίσκου, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν υπάρχει η πίεση χρόνου που υπάρχει στο έντυπο, είναι να ακούω κάθε δίσκο τουλάχιστον 5-6 φορές για να αποφύγω τις μεγαλοστομίες αν κάτι με εντυπωσιάσει με την πρώτη ακρόαση, αλλά και να δώσω τον χρόνο και τις ευκαιρίες σε κάποιον δίσκο που για τον οποιονδήποτε λόγο μπορεί να έχω αδικήσει ακούγοντάς τον λίγες φορές. Με το “Too mean to die”, βρέθηκα στη δεύτερη περίπτωση. Σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζει το μεγαλείο και την ατομική βόμβα που ακούει στο όνομα “Blood of the nations”, ούτε το “Blind rage”. Θα έλεγα ούτε και το ‘Stalingrad”. Όμως αφήνει πολύ πίσω του το άνευρο “The rise of chaos”.

Μπορεί να ακούγεται πιο πολύ σαν σόλο δίσκος του Hoffmann, ποιος το παρεξηγεί αυτό όμως, όταν ούτως ή άλλως, ο άμεσος συνεργάτης του, Peter Baltes, αποτελεί παρελθόν; Υπάρχει το “Symphony of pain”, με τα τόσα κλασικά περάσματα που θα έβρισκε θέση στους «κλασικούς» δίσκους του Wolf. Το “Not my problem”, με το τόσο κολλητικό ρεφρέν και το σαρωτικό riff, το οποίο σιγοτραγουδούσα για εβδομάδες. Το βγαλμένο από τα χρυσά 80s, “Overnight sensation”, το “No ones master”, ένα τραγούδι πολύ χαρακτηριστικό της εποχής του Tornillo (ο οποίος για μία ακόμη φορά δίνει ρεσιτάλ και αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε καλύτερος αντικαταστάτης του Στρατηγού Udo). Τα σημεία διαφωνίας μου, είναι η μπαλάντα “The best is yet to come”, που θα μπορούσε να είναι σε δίσκο των U.D.O. καλύτερα, το κλείσιμο με το αχρείαστο κλασικότροπο instrumental, “Samson and Delilah” (με έντονη γεύση από… Dvorak), καθώς και το “The undertaker” κι 1-2 ακόμα λιγότερο καλά τραγούδια.

Για να συντομεύω κι επειδή πολλά παιδιά θα γράψουν την άποψή τους μετά από μένα, το “Too mean to die”, έχοντας ως δεδομένη την αποχώρηση του Baltes, τα πολλά καινούργια μέλη και τον μέτριο προκάτοχό του, είναι αρκετά καλύτερο από αυτό που περίμενα. Είπαμε, δεν φτάνει τους δύο ή τρεις δίσκους της επανασύνδεσης, αυτό όμως θα ήταν κάτι που θα με εξέπληττε πάρα πολύ. Δείχνει όμως, να βάζει τους ACCEPT και πάλι στον ίσιο δρόμο, στα μεγαλεία που περιμένουμε ακόμα από τους Τεύτονες metallers, οι οποίοι δείχνουν ότι η ανάκαμψη επετεύχθη. Α, ρε Hoffmann, τι ριφάρες και τι μελωδιάρες γράφεις ακόμα…

7,5 / 10

Σάκης Φράγκος

Οι ACCEPT βρίσκονται σε ένα καθοριστικό μονοπάτι. Θα έλεγα ότι το νέο τους άλμπουμ είναι ίσως, μαζί με το “Eat the heat”, το κρισιμότερο της ένδοξης καριέρας τους. Βλέπετε, η βαρύγδουπη όσο και απρόσμενη αποχώρηση του Baltes μόνο αρνητικό αντίκτυπο είχε στο fan base των Γερμανών αφού δεν είναι πλέον λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο για μία άτυπη «δικτατορία» του Hoffmann. Τα πράγματα βέβαια δεν είναι ακριβώς έτσι αλλά δεν θα το αναλύσουμε εδώ πέρα. Καταφέρνει το “Too mean to die” να αποδειχθεί αντάξιο του ονόματος και της ιστορίας της μπάντας; Καταφέρνει ο Hoffmann να βγει νικητής κόντρα στις περισσότερες προβλέψεις εκεί έξω; Καταφέρνουν, τέλος, οι ACCEPT να βγουν από τη…ζώνη ασφαλείας που τόσο εξόφθαλμα αγκάλιασαν στις δύο τελευταίες δουλειές τους (και ιδιαίτερα στο μετριότατο “The rise of chaos”); Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που με απασχολούσαν προσωπικά προτού πατήσω το “play”…

Καταρχάς, να πούμε ότι η προσθήκη του τρίτου κιθαρίστα (Philip Shouse) δεν αλλάζει δραματικά το ύφος των ACCEPT αφού ποτέ δεν υπήρχε θέμα όγκου και ποιότητας στις κιθάρες των Γερμανών. Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό στο “Too mean to die” είναι το γεγονός ότι ο Hoffmann έχει δουλέψει –ακόμη περισσότερο- όλα τα solos του δίσκου! Ειδικά στα “Symphony of pain” και “Samson and Delilah” το πάντρεμα της κλασικής μουσικής (Beethoven & Dvorak αντίστοιχα) με τον trademark ήχο του εμβληματικού κιθαρίστα σε ξεσηκώνει με τη μία. Επιπλέον, υπάρχουν 3 ακόμη συνθέσεις που από μένα παίρνουν άριστα. Αναφέρομαι στο πιασάρικο “Overnight sensation” (όταν οι ACCEPT συνάντησαν τους QUIET RIOT), στο “How do we sleep” (εξαιρετικό σολάρισμα) και στο πρώτο single του δίσκου “The undertaker” (που δεν ξέρω γιατί δεν άρεσε τόσο πολύ αφού είναι κλασικό ACCEPT…αν και λίγο πιο σκοτεινό).

Στα πολύ θετικά είναι ότι ακούμε τον Tornillo να τραγουδάει περισσότερο παρά να στριγγλίζει κάτι που αποτιμάται θετικά αφού έχει μία πολύ όμορφη χροιά. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιες τετριμμένες συνθέσεις (π.χ. “Zombie Apocalypse”, “No one’s master”) οι οποίες όμως δεν είναι ικανές να αλλοιώσουν τη θετική εικόνα του δίσκου. Στο δια ταύτα και για να απαντήσουμε τα αρχικά ερωτήματα: ναι, το “Too mean to die” είναι αντάξιο της ιστορίας των ACCEPT χωρίς αυτό να σημαίνει ότι φτάνει κανένα από τα άλμπουμ της περιόδου 1981-1986 (αδύνατο), 1993 (σχεδόν αδύνατο), 2010 (λιγότερο αλλά και αυτό σχεδόν αδύνατο). Είναι σαφέστατα καλύτερο των 2 προηγούμενων δίσκων (δεν είμαι σίγουρος για το “Stalingrad”). O Hoffmann βγαίνει νικητής…ναι. Αυτός είναι το απόλυτο highlight ολόκληρου του δίσκου. Ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας του ξεχωρίζει από χιλιόμετρα και ανεβάζει το “No time to die” σε άλλο επίπεδο!

8 / 10

Σάκης Νίκας

Την περιμέναμε εδώ και καιρό αυτή την κυκλοφορία. Τολμώ να πω, ότι υπάρχει μια φθίνουσα πορεία στα τελευταία άλμπουμ των ACCEPT και η αποχώρηση του μπασίστα Peter Baltes, από τα ιδρυτικά μέλη, άφησε τον Wolf Hoffmann ως τον τελευταίο εναπομείναντα. Το “Too mean to die” είναι το πρώτο άλμπουμ δίχως τον Γερμανό μπασίστα ενώ ο αντικαταστάτης του, ο Martin Motnik (επίσης Γερμανός) δεν είναι το μόνο νέο πρόσωπο. Υπάρχει και τρίτος κιθαρίστας πλέον… ο Phil Shouse (Ace Frehley, Gene Simmons), ενώ ας μην ξεχνάμε πως ο Uwe Lullis και ο Christopher Williams προστέθηκαν μόλις πριν το “The rise of chaos”. Πώς να μην υπάρχει λοιπόν αυξημένο ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα;

Ας ξεκινήσουμε με τις καινοτομίες. Την πρώτη την γνωρίζουμε εδώ και αρκετό καιρό, αφού το “The undertaker” έχει κυκλοφορήσει ως το πρώτο single και τους παρουσιάζει με ένα διαφορετικό τελείως προφίλ, με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να είναι στο ρεφραίν, παρά στο υπόλοιπο τραγούδι. Από αυτά που βάζουν στις συναυλίες για να κάνουν διάλειμμα. Η άλλη πρωτοτυπία είναι το “The best is yet to come”, μια μπαλάντα που αν την ακούσει μόνη της δεν μαντεύεις πως είναι των ACCEPT, όμως αποτελεί ένα από τα διαμάντια του δίσκου. Υπάρχει κι ένα εξαιρετικό instrumental κομμάτι ως ενδέκατο τραγούδι (για πρώτη φορά μετά το “Death row”), όμως αυτό δεν είναι κάτι νεωτεριστικό για την μπάντα.

Έτσι μας απομένουν 8 τραγούδια που πρέπει να κρίνουμε βάσει των προσδοκιών μας. Ε, λοιπόν μιλάμε για 8 δυναμίτες που με άφησαν απόλυτα ικανοποιημένο. Το μεγαλύτερο χαμόγελο ήρθε στο σφυροκόπημα του “Symphony of pain” που συγκρίνεται στυλιστικά με το ομώνυμο κομμάτι που ήδη έχει κυκλοφορήσει από τον περασμένο Νοέμβριο. Μιλάμε για οδοστρωτήρες, ύμνους που μπορούν να συγκριθούν με οποιοδήποτε αγαπημένο μας τραγούδι των Γερμανών. Κι επειδή έχει το “Symphony” στον τίτλο του, φρόντισε ο Hoffmann να βάλει ένα κλασικό απόσπασμα που να κλείνει το μάτι στο “Metal heart”. Από κοντά και το “Zombie apocalypse” που ανοίγει το άλμπουμ (άραγε ποια τηλεοπτική σειρά παρακολουθούσαν όταν το έγραφαν;), δημιουργώντας έτσι μια τριπλέτα τραγουδιών που ξεπερνάνε οποιοδήποτε μέσα από το προηγούμενο άλμπουμ και διαλύοντας τις όποιες αμφιβολίες είχα(με). Γνωρίζοντας πως ο νέος τους μπασίστας, Martin Motnik προσέφερε αρκετές ιδέες, υποθέτω ότι μέρος αυτής της φοβερής ενέργειας, ήρθε από αυτόν.

Επιπλέον υπάρχουν τα πιο τευτονικά metal κομμάτια που φροντίζουν το σβέρκο μας, όσο και την υστεροφημία των ACCEPT. Αυτά που αντλούν από το “I’m a rebel” παρελθόν τους, που πατούν στο “Balls to the wall” συναίσθημα και κάνουν τον Tornillo (πλέον ο παλαιότερος στο σχήμα μετά τον Wolf) να λάμπει με το πάθος του. Είτε τραγουδά για την εφήμερη επιτυχία στην σύγχρονη εποχή στο “Overnight sensation”, είτε βρίσκει μια πολύ Αμερικάνικη έκφραση στο “Sucks to be you”, που εμπνέει τρόπους να βρίσετε όποιον θέλετε.

Αν ένα τραγούδι παρουσιάζει καλύτερα απ’ όλα την νέα τριπλή κιθαριστική συνεργασία των Hoffman-Lullis-Shouse, αυτό είναι το “How do we sleep”, αν και στο μεγαλύτερο μέρος του είναι κλασικός ACCEPT mid-tempo ύμνος με ρυθμό που καλπάζει. Στο σημείο που σολάρουν όμως, φροντίζουν να παρουσιάσουν διαφορετικό στυλ ο καθένας, ενώ το πιο γρήγορο “Not my  problem” που ακολουθεί έχει αρκετά κλισέ, από αυτά που θέλουμε να ακούμε στους ACCEPT. “So many others are too blind to see, well let me throw the first stone, you’re not my problem” τραγουδά ο Tornillo, λες και απευθύνεται σε όλους αυτούς που δεν βλέπουν το κοινό καλό.

Συνοψίζοντας, το “Too mean to die” είναι εύκολα το καλύτερο άλμπουμ της Tornillo εποχής, μετά το “Blood of the nations”, το πρώτο του Αμερικάνου με την μπάντα ακριβώς 10 χρόνια μετά. Αυτό από μόνο του λέει πολλά και μας γεμίζει αισιοδοξία στο ξεκίνημα αυτής της χρονιάς. Η παραγωγή του Andy Sneap είναι και πάλι εξαιρετική και βοηθά στο να υπάρξει συνέπεια και συνέχεια με τα προηγούμενα. Μακάρι να δείξει τον δρόμο και σε άλλους για το επίπεδο των κυκλοφοριών που θέλουμε να έχουμε. Το δικό μου προαίσθημα λέει πως περιμένουμε κι άλλες δισκάρες μέσα στο 2021, αφού πολλοί μουσικοί θα είχαν την ευκαιρία να δουλέψουν σωστά τις ιδέες τους μέσα στην καραντίνα. Ο Hoffmann δήλωσε πως ήθελε να γράψει ένα δυνατό κι ευθύ άλμπουμ και πράγματι έτσι έκανε.
Πάντως οι ACCEPT το λένε και το εννοούν… they are “Too mean to die”.

8,5 / 10

Γιώργος “Κay” Κουκουλάκης

Οι ACCEPT είναι άλλο ένα συγκρότημα που όταν δισκογραφεί ή περιοδεύει, πάντα θα έχει όλα τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του. Βλέπετε, όταν είσαι ένας από τους πρωτεργάτες του κλασσικού heavy metal ήχου, συνεχώς θα είσαι στην επιφάνεια λόγω δημοτικότητας. Όταν άλλωστε ένα από τα τραγούδια που έχεις συνθέσει, φέρει τον τίτλο “Slaves to metal”, οι οπαδοί θέλουν πάντα να το τιμάς στο έπακρο και να προσφέρεις τραγούδια που θα αντέχουν στον χρόνο, κάτι που σαφώς έχουν καταφέρει, και στην δεύτερη φάση της καριέρας τους, από το 2010 και μετά που επαναδραστηριοποιήθηκαν, έχοντας δημιουργήσει albums που αρέσουν από πολύ ως πάρα πολύ.

Ήμουν πολύ περίεργος να ακούσω την νέα τους δουλειά, με τίτλο “Too mean to die”, για αρκετούς λόγους. Αρχικά το προ τετραετίας album τους “The rise of chaos” ανήκε, προσωπικά, στην κατηγορία «ναι μεν αλλά…», οπότε ήθελα να δω αν το group θα συνέχιζε στο ίδιο συνθετικό μοτίβο. Έπειτα, το συγκρότημα έχει χάσει από το line up του, τον μπασίστα Peter Baltes ένα εκ των ιδρυτικών μελών του σχήματος, οπότε αυτός που θα «έμπαινε» στα παπούτσια του, θα έμπαινε στο μικροσκόπιο, ειδικά από τους «βαμμένους» οπαδούς. Στην καινούργια δουλειά, για πρώτη φορά στην ιστορία του group, συμμετέχουν 3 κιθαρίστες, οπότε φυσιολογικά όλοι θα «αγωνιούν» για το τελικό αποτέλεσμα. Δεν σας κρύβω ότι με το “Undertaker”, πρώτο single που διέρρευσε, δεν «τρελάθηκα» και πολύ, ενώ με το ομώνυμο τραγούδι που κυκλοφόρησε σαν δεύτερο single, αναθάρρησα κάπως.

Αυτό που δεν περίμενα όμως με τίποτα, ήταν το τόσο καλό τελικό ηχητικό αποτέλεσμα του album. Η συνθετική τους απραξία, αλλά και τα καινούργια μέλη, δεν τους επηρέασαν σε τίποτα απολύτως, χαρίζοντας μας συνθέσεις που εφορμούν και πάλι από τα ηχεία στα αυτιά μας, με τον τρόπο που έχουμε λατρέψει το συγκρότημα, αφού υπάρχουν όλα τα trademark στοιχεία που ξέρουμε. 5 συνθέσεις στο δίσκο είναι στο ηχητικό tempo του ομώνυμου τραγουδιού, 4 είναι σε πιο «πεσμένες» ταχύτητες (η μια εκ των οποίων είναι το “Undertaker”), αλλά με στακάτο ACCEPT-ικό tempo, υπάρχει μια μπαλάντα που σαφώς δεν είναι δακρύβρεχτη ή χαζοτράγουδο. Στους ACCEPT αναφερόμαστε, μην το ξεχνάμε. Το album «κλείνει» με ένα instrumental με αναφορές στην Ανατολή που κάλλιστα θα μπορούσε να είχε και στίχους. Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω τραγούδια, αφού ευτυχώς το album ξεχειλίζει από συνθέσεις που θα συζητιούνται για πάρα πολύ καιρό.

Τα τραγούδια του νέου δίσκου δεν μπορούν να σε αφήσουν καθιστό, αφού ο δυναμισμός, ο ηχητικός τσαμπουκάς και το τσαγανό είναι άπλετα σε κάθε τραγούδι και έτσι όλες οι συνθέσεις είναι άκρως ξεσηκωτικές και «ανεβαστικές». Ο Wolf Hoffmann, ιθύνων νους του group, αλλά και οι άλλοι δυο κιθαρίστες παίζουν ριφ και solos που θα σε χαροποιήσουν ιδιαίτερα φέροντας στη σκέψη τις παλιές καλές εποχές με τις υπέροχες κιθαριστικές μελωδίες και τα εμβόλιμα μουσικά μέρη κλασσικής μουσικής (έστω και λίγα πια). Ο κος Tornillo, βγάζει από το μικρόφωνο αφενός τα εσώψυχά του και αφετέρου ερμηνεύει «κολλητικά» ρεφραίν που πρέπει να τραγουδιούνται κυρίως με συνοδεία ζύθου, ενώ και τα υπόλοιπα μέλη κρατάνε το rhythm section σε υψηλό επίπεδο. Όλο το group, παρόλο που είναι μαζί μικρό διάστημα, έχουν «δέσει» αρμονικά και έτσι βγαίνει από τα ηχεία ένα άκρως επαγγελματικό αποτέλεσμα και όχι μια ένδειξη προχειροδουλειάς ή προσπάθεια κυκλοφορίας άλλου ενός δίσκου. Σε όλα τα παραπάνω προσθέστε και την παραγωγή που έχει κάνει ο Andy Sneap «βγάζοντας» μια ηχητική καθαρότητα στα τραγούδια προς τέρψη των οπαδών. Το μόνο μικρό μου παράπονο είναι στο εξώφυλλο, που θα το ήθελα καλύτερο, αλλά είναι τόσο καλό το «μέσα» που το «έξω» παραβλέπεται.

Είχα γράψει παλαιότερα, σε κριτική, για το “The wrong side of midnight”, του U.D.O., ότι είναι ένα τραγούδι κατάλληλο για γυμναστική σβέρκου κατά των αλάτων του αυχένα. Αυτή η σκέψη μου ήρθε ξανά ακούγοντας την καινούργια δουλειά των ACCEPT. Θεωρώ πως το “Too Mean To Die”, θα κλείσει πολλά στόματα επικριτών που ίσως θεωρούσαν ότι το group κινείται σε πτωτική πορεία. Ευτυχώς για χάρη όλων μας τα μέλη είχαν άλλη άποψη, ευχαριστώντας στο έπακρο όλους εμάς που θέλουμε να ακούμε πάντα από το σχήμα ωραία «πωρωτικά» τραγούδια. Και εις ανώτερα!

8,5 / 10

Θοδωρής Μηνιάτης

Μπορούν να απογοητεύσουν οι ACCEPT; Αυτό που έχουν αποδείξει οι Γερμανοί γερόλυκοι είναι πως από το ισχυρό τους reunion (ίσως και το καλύτερο στο heavy metal) και έπειτα, όχι απλά δεν απογοητεύουν, αλλά αναγκάζουν όλους τους metalheads να υποκλίνονται μπροστά στο μεγαλείο τους. Οι ACCEPT κατάφεραν αυτό που λείπει από πολλά συγκροτήματα που μετρούν 40 χρόνια πορείας. Και τι είναι αυτό; Φυσικά να ακούγονται ως μία μπάντα του σήμερα, διατηρώντας και αναγεννώντας το παρελθόν τους με άλμπουμ που απλά σκοτώνουν και με τραγούδια που γίνονται κλασικά από το πρώτο άκουσμα.
Επιτυχημένη συνταγή για τους ACCEPT που διήρκησε για τα “Blood of nations”, “Stalingrad” και “Blind rage”. Μία τριπλέτα δίσκων που σε κάνει να αναρωτιέσαι πως μπορεί μία μπάντα με ένδοξο παρελθόν και ιστορία, να κυκλοφορεί στα «γεράματα» τέτοια άλμπουμ, χωρίς ίχνος απώλειας έμπνευσης. Το “The rise of chaos” που ακολούθησε, ήταν ένα καλό άλμπουμ, που υπό άλλες συνθήκες θα το εξυμνούσα και αυτό, απλά μπροστά σε αυτή την τριπλέτα, φάνηκε πως δεν ακολούθησε τον ρυθμό των προκατόχων του.

Στο σημείο που βρισκόμαστε, για την επόμενη δισκογραφική δουλειά των ACCEPT περίμενα έναν δίσκο παρόμοιο με το “The rise of chaos”. Καλό αλλά με τα ελαττώματά του. Όχι γιατί δεν πίστευα ότι μπορούν να επαναλάβουν την ίδια επιτυχία των τριών προηγούμενων, αλλά επειδή όπως και να έχει, τα χρόνια περνούν και όταν είσαι ένα συγκρότημα που στο παρελθόν έχεις κυκλοφορήσει άλμπουμ όπως τα “Metal heart”, “Russian Roulette”, “Balls to the wall”, “Restless and wild” και όλα τα υπόλοιπα, κάνεις ένα δεύτερο restart που έχει γονατίσει το σύμπαν, ε, δεν μπορεί, κάπου η ποιότητα σταδιακά θα αρχίσει να πέφτει.
Οι ACCEPT όμως είναι αυτό που λέμε τόσο σκληροί κ@*&δες που όχι μόνο δεν έριξαν την ποιότητα τους, αλλά συνεχίζουν το ίδιο δυναμικά και ακόμα καλύτερα από το “The rise of chaos”. “To mean to die” η ονομασία του νέου τους άλμπουμ και ο τίτλος δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστός. Η μπάντα αρνείται να υποκύψει στην πίεση του χρόνου και κυκλοφορεί έναν δίσκο μάγκικο, τραχύ και με τον χαρακτηριστικό τους ήχο. Αν και για να πω την αλήθεια, το single “The undertaker” με απογοήτευσε και με φόβισε, το άλμπουμ όμως παρουσιάζει μία διαφορετική εικόνα και τα χαστούκια πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Θες κλασικό mid tempo ACCEPT, “Overnight sensation” και “Sucks to be you”, θες τσίτα τα γκάζια και πάμε για ξύλο, “Zombie apocalypse” (τι τσιρίδα είναι αυτή ρε γίγαντα Tornillo;), “To mean to die”, “No ones master” και “Not my problem”, θες μπαλάντα, “The best yet to come”, θες να μαζεύεις τα σαγόνια σου με την κλασική παιδεία του Hoffmann, “Symphony of pain” με solo που ακούς μέχρι και το “Ode to joy” του Μπετόβεν, ξυπνώντας μνήμες από το “Metal heart”.

Καθοδηγούμενοι για ακόμα μία φορά με την παραγωγάρα του Andy Sneap, που έχει γίνει συνώνυμο του ήχου των ACCEPT, οι Γερμανοί ξανάρχονται στην κυριολεξία, με έναν δίσκο που ανοίγει το 2021 ιδανικά. Επιστρέφω στον πρόλογο και ρωτάω, μπορούν να απογοητεύσουν οι ACCEPT; Όχι, αρνούνται και απαντούν σε όλο τον κόσμο με την φράση “We are a band on a mission, we are a band with a vision,too mean to die”.

8 / 10

Δημήτρης Μπούκης

Αυγή του 2021 και νέος δίσκος ενός συγκροτήματος, εκ των ακρογωνιαίων λίθων σε αυτό που ονομάζεται heavy metal! Το… HOFFMANN’S PROJECT όπως μου αρέσει να το λέω, θα έπρεπε να υπερβάλλει εαυτόν για να μπορέσω και εγώ με τη σειρά μου να του φερθώ αναλόγως!

Εξ αρχής, το “To mean to die” είναι σαφέστατα καλύτερο από τον προκάτοχό του! Το κρατάμε σαν δεδομένο. Προσωπικά μιλώντας, δεν το βάζω πάνω από εκείνη την μαγική τριάδα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέχρι το 2014! Ακούγοντας τα δύο πρώτα τραγούδια, ομολογώ πως απογοητεύτηκα. Γρήγορα, δίχως έμπνευση, τυπικά τραγούδια για να έχει ο δίσκος δυνατό ξεκίνημα. Το ίδιο ισχύει και για τα επόμενα δύο τραγούδια, τα “Overnight sensation” και “No ones master”. Αν και για το πρώτο από τα δύο κάπου πιάνω τον εαυτό μου να κουνάει ποδαράκι που και που. Το σημείο το οποίο άρχισα να γουστάρω έρχεται με το “The undertaker”. Αυτό ναι ρε παιδί μου, είναι ACCEPT όπως μου αρέσει να ακούω. Μυστηριώδεις, δυναμικοί, με refrain που είναι σήμα κατατεθέν της μπάντας! Βαρύ και ασήκωτο! Το “Suck to be you” είναι ένα σύγχρονο δείγμα της μπάντας, τραγούδι βγαλμένο μέσα από το “Blood of the nations”, τραγούδι για συναυλία, mid tempo, ιδανικό! Στο “Symphony of pain” προσπέρασα και προσπερνάω κάθε φορά που ακούω τον δίσκο καθώς δε μου «μιλάει» καθόλου σαν τραγούδι! Εν αντιθέσει με το “The best is yet to come”, όπου οι ACCEPT μας δείχνουν πως όταν αποφασίσουν να γράψουν μπαλάντα, το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό! Το “How do we sleep” όσο περνάει ο καιρός τόσο το γουστάρω όλο και πιο πολύ. Για κάποιο περίεργο λόγο, σε σημεία, μου θυμίζει το “Teutonic terror”. Υπέροχο τραγούδι! Το μοναδικό γρήγορο τραγούδι που μου αρέσει από τον συγκεκριμένο δίσκο είναι το “Not my problem”. Είναι σα να έχεις κάνει heavy metal τους AC/DC, τους έχεις δώσει γκάζια, και κάπου εκεί στο refrain εμφανίζονται οι ACCEPT για να τα κάνουν όλα ίσωμα! Όπως και η εισαγωγή του δίσκου, έτσι και το τελείωμα, μου πέρασε εντελώς απαρατήρητο. Δεν βρίσκω απολύτως κανέναν λόγο να υπάρχει ένα instrumental τραγούδι για κλείσιμο. Και να πω ότι είχε κάτι το οποίο να με συγκλονίσει , να πω πάει στα κομμάτια. Αλλά αυτό το πράγμα είναι εντελώς ανούσια κίνηση. Ας ήταν ένα λεπτό σαν outro!

Ένα κατακλείδι, δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με τον δίσκο. Μου άρεσαν μόνο πέντε τραγούδια υπερβολικά πολύ! Όπως είπα, το θεωρώ πολύ καλύτερο από το “Rise to chaos”, που ομολογουμένως είχα βαρεθεί κατά την ακρόασή του. Η χρονιά ξεκίνησε μέτρια κατά την άποψή μου. Ελπίζω να μην συνεχιστεί στο ίδιο μοτίβο!

6 / 10

Ντίνος Γανίτης

Είναι πλέον κοινή παραδοχή, ότι η επιστροφή των ΑCCEPT με το “Blood of the nations” (2010) σε συνδυασμό με τα επόμενα albums που ακολούθησαν, αποτελούν μια από τις πιο σπουδαίες επιστροφές και αναγεννήσεις μπάντας στην ιστορία του σκληρού ήχου. Οι ACCEPT με τον Mark Tornillo πίσω από το μικρόφωνο σε συνδυασμό με την συνθετική ικανότητα των υπολοίπων και επίσης με την σπουδαία “συνδρομή” του Andy Sneap πίσω από την κονσόλα, κατάφεραν και αναζωογονήθηκαν πλήρως, με τον μεταλλικό τύπο και τους οπαδούς να τους βγάζουν για άλλη μια φορά το καπέλο. Και η αλήθεια είναι ότι οι ACCEPT είχαν γράψει ήδη με χρυσά γράμματα το όνομα τους στο βιβλίο του heavy metal.

Nέα δεκαετία πλέον για την μπάντα και για όσους αρέσκονται στα στατιστικά να πούμε ότι οι ACCEPT πλέον έχουν κυκλοφορήσει έναν τουλάχιστον δίσκο σε έξι δεκαετίες! Τέσσερα χρόνια μετά τον τελευταίο δίσκο τους το “Τhe rise of chaos”(o δίσκος που χωρίς να είναι κακός, καταλάγιασε αυτό το τρελό σερί των τριών  καταιγιστικών δίσκων της επιστροφής) και έχουν συμβεί αρκετά πράγματα στις τάξεις του σχήματος.

Κατ’ αρχήν είναι ο πρώτος ACCEPT δίσκος χωρίς τον μπασίστα/ιδρυτικό μέλος Peter Baltes, που όλοι γνωρίζουν  την τεράστια συνεισφορά του στην μπάντα. Επίσης ο θάνατος του γιού του Μark Τornillo πριν από μερικούς μήνες ήταν ένα πλήγμα. Όμως το άρμα των ACCEPT που πλέον διαθέτει σαν αρχηγό πλέον τον Wolf Hoffmann δεν μπορεί και αρνείται να λοξοδρομήσει από τις ράγες του ποιοτικού heavy metal. Πώς γίνεται αυτό;  Nομίζω ότι όταν ακούσετε αυτόν τον δίσκο θα συμφωνήσετε και εσείς.

Απλά, η μπάντα μας προσφέρει για άλλη μια φορά αρκετές εξαιρετικές συνθέσεις αρχής γινομένης από το “Νο ones master” που διαθέτει εξαιρετικές κιθάρες και ένα riff που σε μαγκώνει από τον λαιμό εξ αρχής. Στο “Sucks to be you” με το εξαιρετικό του groove-ατο riff  που είναι χαρακτηριστικό της μπάντας και τα ωραία και αλλεπάλληλα solos του είναι επίσης μια από τις καλύτερες συνθέσεις που συναντάμε στον νέο δίσκο.

Όμως οι εξαιρετικές συνθέσεις δεν τελειώνουν εδώ, προσωπικά έχω ξεχωρίσει επτά από τις έντεκα συνολικά που περιλαμβάνει ο δίσκος. Συνεχίζουμε λοιπόν. “Symphony of pain”, και απορείς πως μια μπάντα με τόσες δεκαετίες στην πλάτη της μπορεί να γράφει τέτοια riffs, να διαθέτει τέτοιο groove, να ηχεί μοντέρνα και συνάμα να βάζει στοιχεία κλασσικής μουσικής (λέγε με Beethoven) μέσα στο κλασσικό heavy metal ήχο της. Οι ACCEPT δεν είναι οποιοδήποτε συγκρότημα και όποιος δεν το έχει καταλάβει ακόμα, επιστροφή στα θρανία και ανοίγουμε και κανένα βιβλίο/δίσκο και σταματάμε στο λήμμα Wolf Hoffmann για πιο προσεκτική μελέτη.

“Τoo mean to die”, τραγούδι όνομα και πράγμα, “ζόρικο” πραγματικά, κλασσικό heavy metal και αφού δεν υπάρχουν πλέον ΜΟΤΟRHEAD να γράψουν τέτοια πράγματα, τα γράφουν οι ΑCCEPT. Aπλά και κατανοητά. Και τα καταφέρνουν περίφημα είναι η αλήθεια. Το “Νot my problem”είναι και αυτό ένα φοβερό track, κλασσικό ACCEPT κομμάτι θα έλεγα, που θα προσκαλέσει πανικό στα επερχόμενα live, όταν έρθει η ώρα τους και ξεκινήσουν και πάλι.

H power ballad “Τhe best is yet to come” είναι πολύ όμορφο με ωραία φωνητικά και συναισθηματικούς στίχους σε αυτό, ενώ από την άλλη με τον καλύτερο πραγματικά τρόπο κλείνει τον δίσκο το instrumental “Samson and Delilah”. Ένα κομμάτι στο οποίο ο Wolf Hoffman μας χαρίζει απλόχερα το μαγευτικό του ταλέντο, μια σύνθεση που διαθέτει “μέσα” της στοιχεία από το έργο New world symphony του Dvorak και μας φανερώνει για άλλη μια φορά την αγάπη του κιθαρίστα για τους κλασσικούς δημιουργούς.

Πάντα πίστευα ότι τα πολλά λόγια είναι φτώχια, αλλά η αλήθεια είναι ότι το 2021 ξεκινά εξαιρετικά με αυτόν τον δίσκο των ΑCCEPT. Είναι ένας δίσκος που ακούγεται ευχάριστα από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν κουράζει καθόλου κατά την διάρκεια του και σε κρατάει μαζί του ευχάριστα μέχρι το τέλος. Η παραγωγή του είναι εξαιρετική και πάλι, το ακούς και πραγματικά νοιώθεις ότι εδώ έχεις μια μπάντα φρέσκια, με τσαμπουκά, ενέργεια και διάθεση να προσφέρει το καλύτερο heavy metal που θα ακούσεις μέσα στην χρονιά. Δεν έχεις κανένα λόγο να μην  τους εμπιστευτείς και πάλι. Για ακόμα μια φορά βάζουν τα γυαλιά σε όλους τους συνομηλίκους τους αλλά και σε πολλούς που ακολούθησαν μετέπειτα. Γιατί οι ΑCCEPT συνεχίζουν να είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο του κλασσικού heavy metal ήχου.

8 / 10

Γιάννης Παπαευθυμίου

Μετά από τετραετή απουσία από την δισκογραφία, ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα όλων των εποχών επανέρχεται δυναμικά (όπως πάντα άλλωστε) με την 16η στούντιο κυκλοφορία του, που φέρει τίτλο “Too mean to die”, κάτω από την φιλόξενη στέγη της Nuclear Blast. Πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 29 του μηνός (πλέον) και είχα την χαρά να το ακούσω και την ακόμη μεγαλύτερη χαρά να σας μεταφέρω την άποψή μου.

Πολλά έγιναν από την εποχή του “Rise of chaos” (2017). Ο τιτανοτεράστιος Peter Baltes αποχώρησε από το συγκρότημα, μετά από 42 ολόκληρα χρόνια, με αποτέλεσμα να είναι η πρώτη φορά στην ιστορία των ACCEPT που δεν ακούμε το μπάσο του και δεν έχει γράψει τραγούδι σε άλμπουμ. Φυσικά, μεσολάβησε και το τραγικό 2020, που όχι μόνο έκανε σε όλους μας την ζωή δύσκολη με την ιστορία του COVID-19, αλλά και συντριπτικό για τον frontman των ACCEPT, Mike Tornillo, που έχασε τον γιο του. Συνεπώς, έχουμε μία δύσκολη αλληλουχία γεγονότων, που υπό άλλες προϋποθέσεις θα λύγιζε τον καθένα.
Όχι όμως τους ACCEPT. O γίγαντας Wolf Hoffmann, που παρεμπιπτόντως είναι το μοναδικό αρχικό μέλος του συγκροτήματος που παραμένει μέχρι σήμερα, έχει αναλάβει τις συνθέσεις του άλμπουμ. Ο Uwe Lulis, που τον έχετε ξανακούσει στους GRAVE DIGGER, δένει εξαιρετικά με τον τρίτο (!) κιθαρίστα Phil Shouse, που πλέον μονιμοποιήθηκε στο σχήμα. Ο Martin Motnik επιχειρεί να αντικαταστήσει τον αναντικατάστατο Baltes και αναπληρώνει επαρκώς την θέση του μπασίστα, σχηματίζοντας rhythm section ένα αντάξιο των ACCEPT με τον ντράμερ Christopher Williams.  Όσο για τον Tornillo, απλά προσκυνάω. Με την ακαταπόνητη και τραχιά φωνή του σπάει τσιμέντα και σκίζει … σίδερα.

Στην παραγωγή είναι ο γνωστός (πλέον) και μη εξαιρετέος Andy Sneap, ο οποίος τελικά βρήκε τον απαιτούμενο χρόνο να ασχοληθεί με το project, μιας και οι υποχρεώσεις του με τους JUDAS PRIEST πήραν αναβολή, λόγω κορωνοϊού. Με την βοήθεια του οι ACCEPT ηχογράφησαν ένα δυναμικό και ογκώδες metal άλμπουμ.

Ακούγοντας το “Too mean to die”, συνειδητοποίησα ότι δικαιώνει απόλυτα τον τίτλο του. Ομολογώ ότι με ξεγέλασε η αρχική «εύκολη» εισαγωγή, αλλά το “Zombie Apocalypse” σύντομα μου έκανε κλικ. Από εκεί και πέρα, με εξαίρεση μερικά σημεία που μου φάνηκαν κάπως κοινότυπα, έχουμε άλλα δέκα θαυμάσια τραγούδια που θα φορτώσουν τον εγκέφαλο σας με τόνους metal. Μέχρι το «μπλακμορικό» instrumental “Samson And Delilah” που κλείνει το άλμπουμ, νιώθω εντελώς ικανοποιημένος, που δεν κατάλαβα πως πέρασαν τα 52 λεπτά που διαρκεί το “Too mean to die”.

Είναι θαύμα το πως μετά από την αναβίωση τους το 2010 και το “Blood of the nations”, οι Accept παίζουν σε κορυφαίο επίπεδο, χωρίς να χάνουν σε ενέργεια, ιδέες και δύναμη. Ποσότητα και ποιότητα σε βαθμό που να αισθάνεται πλήρης ο ακροατής μετά την ακρόαση 52 λεπτών καυτών ACCEPT. Τα κατάφεραν πάλι. Αν το 2021 ξεκινάει έτσι, είμαστε σε καλό δρόμο!

8,5 / 10

Κώστας Τσιρανίδης

Δεν υπάρχει λόγος να μακρηγορήσω αναφέροντας χιλιοειπωμένα πράγματα για τους ACCEPT και το “Udo” παρελθόν τους. Λέω να μείνω στην “Tornillo” εποχή. Το “Blood of nations” που λες, άφησε εποχή. Μπήκε σφήνα στους κλασσικούς 80s δίσκους, και τους κοντράρει στα ίσα. Και ήταν τόσο εντυπωσιακό, συντριπτικό θα έλεγα, που όταν κυκλοφόρησαν τα εξαίσια “Stalingrad” και “Blind rage”, τους έκλεβε αρκετή από την λάμψη! Τα πρώτα σημάδια ντεφορμαρίσματος φάνηκαν στο “The rise of chaos”. Ήταν σίγουρα καλό άλμπουμ, αλλά κάπου… δεν ξέρω, χώλαινε. Πρόσεξε όμως, χώλαινε συγκρινόμενο με ό,τι προηγήθηκε. Διαφορετικά, πολλά δισκάκια εξακολουθούν να κατατροπώνονται στο άκουσμά του. Όπως συμβαίνει γενικά με την ACCEPT δισκογραφία.

Παίρνοντας λοιπόν στα χέρια μου το “Too mean to die”, δεν είχα και τόσο καλό προαίσθημα. Περίμενα έναν δίσκο χειρότερο. Ευτυχώς, δεν έπεσα μέσα. Όπως σε κάθε δουλειά της μπάντας, έτσι και εδώ οι ρυθμοί ποικίλλουν, τα γνώριμα πολυφωνικά μέρη είναι παρόντα (αυτό είναι κάτι το καταπληκτικό, ακόμη και εγώ να πάω να τα κάνω, θα έχω ΤΕΤΟΙΑ χροιά, μιλάμε για trademark από τα λίγα), και τόσο οι κλασσικίζουσες όσο και “JUDAS PRIEST meets AC/DC” επιρροές του Wolf είναι στην πρώτη γραμμή. Οι τρεις κιθάρες συνεργάζονται άψογα, το rhythm section στο ύψος των περιστάσεων και ο Tornillo ακούγεται σε φόρμα. Ο Christopher Williams έχει γίνει «ένα» με το group, ο Lulis είναι έτσι κι αλλιώς «παιδί» αυτού που λέμε «τευτονικό metal», οπότε το πέτυχε με το που μπήκε στην μπάντα, και χαίρομαι που δείχνουν να προσαρμόζονται τόσο γρήγορα τα δυο μεγάλα «στοιχήματα», οι Martin Motnik και Philip Shouse.

Πάμε τώρα στο tracklisting. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κομμάτι-κράχτης και μια έστω μεγάλη στιγμή. Το επίπεδο βέβαια είναι καλό, μπορώ να πω πως μου άρεσαν σε γενικές γραμμές όλα τα τραγούδια πλην δύο, του “Not my problem” και της «παντόφλας» που λέγεται “The undertaker”. Στο “Overnight sensation” κάναμε “duck walk” σαν τον Angus και στο “Sucks to be you”, που θέλει να γίνει “Pandemic” στην θέση του “Pandemic”, το κουνήσαμε το κεφάλι. Το “Symphony of pain” περιέχει ένα «πιο-Wolf-δεν-έχεις-πια-μαλλιά-στο-κεφάλι» solo όπου ακούμε την «Ωδή στην Χαρά» και την «Πέμπτη Συμφωνία» του Μπετόβεν, ωραία η μπαλάντα “The best is yet to come” και επίσης καλό το «γεννήθηκα στην Γερμανία αλλά κοιτώ την Ιρλανδία» υμνικό mid-tempo του “How do we sleep”. Κρίμα για το oriental mini έπος “Samson and Delilah”, γιατί αν είχε στίχους, θα ήταν μακράν το καλύτερο του δίσκου. Ποιο είναι το συμπέρασμα μετά από όλα τούτα; Οι ACCEPT του Wolf και του Mark (ηγετικό δίδυμο υπάρχει, δεν είναι one man’s band, μην μπερδεύεσαι) είναι “alive and kickin’”. Κάνουν αυτό που πρέπει, όπως πρέπει, σε πείσμα όλων όσων μιλούσαν για το τέλος, μετά την φυγή και του Baltes. Αν ξεχάσεις τα τρία πρώτα της επανασύνδεσης και ειδικά το “Blood…” και εστιάσεις στον δίσκο, θα τον ευχαριστηθείς. Αν θες ντε και καλά να προβείς σε συγκρίσεις, κακό σε σένα θα κάνεις.

7 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

Η αρχή της προηγούμενης δεκαετίας, βρήκε τους ACCEPT να μας… τσεκουριάζουν, όπως έλεγε και το ρεφρέν του τραγουδιού που σηματοδότησε τη θριαμβευτική επιστροφή τους, του “Teutonic terror”. Ακολούθησαν 3 δίσκοι, σε παρόμοιο ύφος, που όπως ήταν λογικό, επισκιάστηκαν από το μεγαλειώδες come back, αλλά όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, ήταν σε υψηλότατο επίπεδο. Ακόμα και το “Rise of chaos” ήταν τιμιότατο και κρατούσε τη σημαία ψηλά.

Το σοκ όμως, ήταν η αποχώρηση του Baltes. Τεράστιο σοκ. Επομένως, θα μπορούσε ο Hoffmann τελείως μόνος του, με μόνο πλέον “μακροχρόνιο” συνοδοιπόρο τον Mark Tornillo; Μπόρεσε.
Ναι, οι ACCEPT, ειδικά τώρα, είναι πολύ κοντά σε αυτό που μπορεί κάποιος να πει one man project. O Mark είναι η φωνή, ο εκφραστής, αλλά ο Wolf (και λογικό και επόμενο) είναι ο βασικότατος συνθέτης. Έχοντας riff και για τα επόμενα δέκα χρόνια άλλωστε, όντας απόλυτη riff-o-μηχανή, δεν είναι και περίεργο. Απλά, όσο καλός και αν είναι ο βασικός συνθέτης, η “πολυφωνία”, η “αντίρρηση”, η “διαφωνία”, η “αντιπρόταση”, είναι αυτά που μπορούν να μεταμορφώσουν ένα κομμάτι ή ακόμα και να το ανεβάζουν επίπεδο. Και σε κάποια σημεία του δίσκου, αυτή η διαφορετική “αυτιά”, λείπει και αυτό είναι μείον. Αλλά αναμενόμενο.

Βασικά, οι ACCEPT (ή το management τους) έχουν τρομερό πρόβλημα στα τελευταία άλμπουμ να επιλέγουν τα κομμάτια-κράχτες για να προωθήσουν το δίσκο. Το “The undertaker”, με συγχωρείτε, αλλά είναι κακό. Πολύ κακό για ACCEPT. To ομότιτλο από την άλλη, που ήρθε δεύτερο, είναι καλύτερο μεν, αλλά και πάλι όχι κάτι το τρελό. Ευτυχώς ο δίσκος έχει ΠΟΛΥ καλύτερα τραγούδια, γιατί μας είχε λούσει ο κρύος ο ιδρώτας. Δεν θέλει και πολύ όταν από τη μία έχεις την αποχώρηση του Baltes και από την άλλη αυτά τα δύο σαν πρώτα δείγματα. Το “Zombie apocalypse” που ανοίγει το άλμπουμ με το έντονο PRIEST-ικό του χρώμα είναι ένα καλό opener και ως εκεί. Τα πράγματα σοβαρεύουν ποιοτικά στο τρίτο κομμάτι, το “Overnight sensation”, που είναι από αυτά τα… κουνιστά και ροκάδικα των ACCEPT που δεν μπορείς να μην τα γουστάρεις. Η χαρά όμως κρατάει για ένα κομμάτι, γιατί τα δύο επόμενα είναι από τα πλέον αδύναμα, αν όχι τα χειρότερα του δίσκου. “No ones master” και “The undertaker”, είναι κομμάτια που δυστυχώς τα προσπερνάς. Δεν προσπερνάς όμως το “Sucks to be you” που σου κουνάει το κεφάλι θες δεν θες και τα πάντα βελτιώνονται πάλι. Το “Symphony of pain” που ακολουθεί, με το τσαμπουκά του και αυτό το ονειρικό σημείο που ξεκινάει από το δίσολο και περνάει σε Beethoven, σε σολάρα και φυσικά ξαναγυρνάει για να κλείσει το τραγούδι, είναι super. Αν δεν υπήρχε η μπαλάντα “The best is yet to come” (που είναι τόσο μα τόσο UDO), δεν θα με πείραζε και καθόλου. Θα με πείραζε αν έλειπε όμως το “How do we sleep”! Αγαπάω εξάρια, ε όταν είναι και τόσο καλά, δεν θέλω και πολύ. Το “Not my problem” από την άλλη, είναι στα μέτρια και αυτό του δίσκου. Ενός δίσκου που κλείνει με ένα πολύ όμορφο τραγούδι, το instrumental “Samson and Delilah”, που έπαιρνε άνετα και φωνητικά και έξτρα πόντους. Ακόμα και έτσι όμως, είναι στις 4 κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ.

Παρόλο που τα κομμάτια είναι πολύ άνισα μεταξύ τους ποιοτικά και το δεύτερο μισό του δίσκου είναι σαφώς καλύτερο του πρώτου, το άλμπουμ κυλάει μια χαρά. Κάπως γίνεται, που δεν ξέρω το πως, αλλά παρόλο που τα μισά τραγούδια είναι απλά ΟΚ ή παντελώς αδιάφορα, στη ροή τα πράγματα είναι μια χαρά. Ίσως το γεγονός ότι ο Hoffmann έχει μπει σε έναν αστερισμό που δύσκολα θα βγάλει ξανά κακό δίσκο. Ίσως ότι το heavy metal το ACCEPT-άδικο, είναι κάτι που λείπει στις μέρες μας (στην ποιοτική του μορφή και όχι στο να αναγάγουμε σε “δισκάρες” ότι obscure βρούμε απλά και μόνο για να το κάνουμε). Ίσως ότι αυτός ο μπιπ ο Andy Sneap κάνει τα πάντα να ακούγονται ένα κλικ πάνω με τις παραγωγάρες του. Ότι και να είναι, το “Too mean to die” είναι ένας δίσκος που κερδίζει το στοίχημα αυτής της νέας κατάστασης των ACCEPT, χωρίς όμως να εντυπωσιάζει. Περνάς όμως καλά ακούγοντάς τον; Σίγουρα ναι. Και τον βάζεις να ξαναπαίξει.

7 / 10

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

photo credits:

Deaf Music
Iana Domingos
Scott Duissa

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here