Από εκείνη τη μακρινή ημέρα που είδαμε τους GHOST τους Tobias Forge να παίζουν support στους CANDLEMASS, εδώ και πολλά χρόνια οι όροι έχουν αντιστραφεί. Οι GHOST από το “Meliora” και μέχρι και σήμερα έχουν εκτιναχθεί στην στρατόσφαιρα, είναι η νεότερη arena rock band της νέας γενιάς και όλα δείχνουν ότι δεν θα κοιτάξουν πίσω για πάρα πολλά χρόνια. Πριν όμως αναλύσουμε τα όσα σοκαριστικά βιώσαμε στο τέλος της (κατά τα’ άλλα εκλογικής) βραδιάς, ας πιάσουμε τα γεγονότα από την αρχή.
Όπως είχε πει και ένας σοφός Αμερικάνος “Read the fucking manual!”. Εγώ δεν το έπραξα και παραλίγο να χάσω την εμφάνιση των TYPHUS. Αμέριμνος, με τον καφέ στο χέρι και με τις αναμνήσεις του προηγούμενου Athens Rocks, κατευθύνθηκα στο κλειστό γήπεδο του μπάσκετ του ΟΑΚΑ. Βλέπω πολλούς γονείς με παιδάκια, που φορούσαν φανταχτερά ρουχαλάκια. “Πολύ προχώ γονείς, μπράβο”, λέω από μέσα μου. Μέχρι που ο εκεί πορτιέρης με βλέπει ξενερωμένος, με ενημερώνει ότι εκεί λαμβάνει χώρα ένα φεστιβάλ για cheerleaders (!!!) και μου λέει να πάω στις αψίδες.
Με γρήγορο βήμα και με τον ήλιο να μη βοηθάει ιδιαίτερα, φτάνω τελικά στο ξέφωτο και μόλις πέρασα τον έλεγχο, ξεκίνησαν οι πρώτες νότες των TYPHUS. Οι οποίοι είχαν τον κάπως άχαρο ρόλο να ξεκινήσουν μέσα στη ζέστη να ζεστάνουν ακόμη περισσότερο ένα ετερόκλητο κοινό. Και η αλήθεια είναι ότι το κατάφεραν αρκετά πειστικά. Μέσα σε μισή ώρα παρουσίασαν υλικό από το ντεμπούτο τους “Mass produced perfection” του 2020, καθώς και κάποια snippets με το τι μας περιμένει από εδώ και στο εξής. Σφιχτοδεμένοι, καλοπροβαρισμένοι και με ήχο που ήταν δυνατός μεν και ταυτόχρονα λασπώδης όσο έπρεπε, το ΝΥ thrash τους είχε το ενδιαφέρον του και κέρδισαν με την αξία τους ένα ειλικρινές χειροκρότημα από τους παρευρισκόμενους.
Μέχρι να βγουν οι CANDLEMASS, βουρ για τις μπύρες στις εγκαταστάσεις οι οποίες ήταν άρτια οργανωμένες, με μπόλικα ταμεία και μπαρ παντού στον χώρο, κανείς δεν έμεινε αφυδατωμένος. Τα dedicated GHOST cocktails μάλιστα ήταν μια ιδιαίτερη πινελιά γούστου και όταν έχεις μεράκι, μπορείς να πετύχεις μικρά θαύματα ακόμη και σε έναν χώρο που κανείς δεν θα πίστευε ότι θα μπορούσε να στηθεί ένα ολόκληρο φεστιβάλ.
Γιώργος Κόης
Φτάνοντας στην τοποθεσία που θα εξελισσόταν το Athens Rocks, οι πρώτες μου παρατηρήσεις ήταν καθόλα θετικές. Πολύ άνετος χώρος, μια ανάσα από το τραίνο, με πολλά περίπτερα, καλή ακουστική και εξαιρετική θέα της σκηνής όπου και αν βρισκόσουν (εντάξει ξουράφι μου, ναι, αν πας πίσω από τον πύργο των ηχοληπτών δε θα βλέπεις, αχαχούχα με γέλιο Σεφερλή), δημιουργούν ένα «πακέτο» που θα ήταν ευχής έργον να μακροημερεύσει. Αλλά αυτά, θα τα δεις και μόνος σου, την επόμενη φορά, αν δεν ήσουν εκεί. Πάμε τώρα στο κυρίως θέμα.
Είμαι από αυτούς που δεν τους λες ρομαντικούς, συναισθηματικούς ή ονειροπόλους, όσον αφορά τη μουσική. Μάλλον ψυχρός ρεαλιστής είμαι κι αυτό έχει τα καλά και τα κακά του. Αν λοιπόν με ρωτήσεις πως μου φαίνεται το γεγονός ότι οι θρυλικοί CANDLEMASS εμφανίζονται δεύτεροι κατά σειρά, κάτω από τους GHOST και ROTTING CHRIST, θα σου πω πως είναι απολύτως λογικό, έστω κι αν ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μου, ακόμη δυσκολεύεται να το δεχτεί. Ο προαναφερθείς ρεαλισμός όμως, θέλει τα festivals να φτιάχνουν το billing τους βάσει εμπορικής δύναμης και πωλήσεων, οπότε, υπό αυτό το πρίσμα, δικαίως η σειρά εμφανίσεως είναι αυτή που είναι.
Επίσης, για να κλείσει οριστικά αυτή η παρένθεση (ως προς την ανταπόκρισή μας, γιατί στον έξω κόσμο, η συζήτηση αυτή θα συνεχιστεί μέχρι να «φύγει» και ο τελευταίος «παλαιός»), από την στιγμή που οι ίδιοι οι CANDLEMASS επιδιώκουν να εμφανίζονται κάτω από μεγάλα, εμπορικά ονόματα της σύγχρονης εποχής, εμάς μάλλον δε μας πέφτει λόγος. Και δε μας πέφτει επίσης λόγος, σαν μάθουμε πως στο «σήμερα», ανταποδίδεται μια χάρη του «τότε»: Οι CANDLEMASS ήταν αυτοί που έδωσαν τις πρώτες ευκαιρίες στους GHOST να παίξουν σε μεγάλα «σανίδια», σε μεγάλες περιοδείες και οι δεύτεροι απλά τους το ανταποδίδουν, ευχαριστώντας τους. Υπάρχουν και καλές σχέσεις μεταξύ μουσικών εκεί έξω, ανεξαρτήτου ηλικίας και status, δε ξέρω αν το ξέρεις. Δεν είναι όλα «πισώπλατες μαχαιριές», «γλείψιμο» και «λυκοφιλίες».
Πριν ακόμη πέσει το σκοτάδι, οι πέντε Σουηδοί μάγιστροι του επικού doom metal ανέβηκαν στην σκηνή. Πριν την συναυλία, έλεγα από μέσα μου «CANDLEMASS με ντάλα ήλιο, αταίριαστο ρε φίλε…». Να σου όμως τα σύννεφα να τον κρύβουν (τον ήλιο), λες και ήθελε ο ουρανός να εναρμονιστεί με τα επί γης γενόμενα. Η γνώριμη εισαγωγή “Marche funebre” δίνει τη θέση της στο “Mirror Mirror” και από τις πρώτες νότες, καταλαβαίνω πως οι CANDLEMASS είναι σε εξαιρετική κατάσταση. Δε χρειάστηκαν περισσότερα από εννιά τραγούδια, για να αποζημιώσουν πλήρως τους οπαδούς τους αλλά το κυριότερο, για να κερδίσουν τη νεολαία. Βλέποντας τα zooms της κάμερας στα video walls, παρατηρούσα νεανικές και παιδικές φατσούλες (είχε πολλά παιδιά αυτό το live και το πόσο χάρηκα, δε λέγεται), να ακούν και να βλέπουν γεμάτες ενθουσιασμό τους πέντε μαυροφορεμένους τιτάνες ως και να χτυπιούνται (εννοείται σε αργούς ρυθμούς, doom metal γαρ) υπό τους ήχους τους.
Έχοντας ήχο πολύ καλό και στηριζόμενοι στους τρεις πρώτους δίσκους τους, όπου μπήκε εμβόλιμο το ομώνυμο από το “Sweet evil sun”, οι πατέρες του επικού doom δίδαξαν πως παίζεται το τόπι. Το μαύρο πανό με το όνομά τους δε μπορούσε να κρύψει τα θηριώδη γοτθικά σκηνικά των GHOST, αλλά δε νομίζω να είμαι ο μόνος που εκείνη την ώρα σκέφτηκε πόσο ταιριαστά θα ήταν και στους CANDLEMASS. Από το “Epicus doomicus metallicus” ακούσαμε το “Under the oak”, το “Crystal ball” (στο “Black heart, your soul is mine…” το ρίγος έφτασε στο μεδούλι), το υπερ-έπος “A sorcerer’s pledge” και φυσικά το manifesto απογοήτευσης και θρήνου που ονομάζεται “Solitude”, ενώ το “Nightfall” εκπροσωπήθηκε από τα “Bewitched”, “Dark are the veils of death” και “The well of souls” (έπος επών, με το “Black wind turns out the candles, the air grows cold and threatening” και την ανατολίτικη riff-άρα από πίσω να στέλνουν για τσάι τη μισή epic metal σκηνή, η δεύτερη στιγμή που το ρίγος έφτασε στο μεδούλι).
Θα μπορούσε να λείπει το “Dark are the veils of death” και να ακούγαμε κάτι από το “Tales of Creation” (εντάξει, τι «κάτι», ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ το “Dark reflections”), αλλά αυτό είναι καθαρά θέμα προσωπικού γούστου δικού μου, τι παράπονο να έχεις μετά από τέτοια εμφάνιση; Ήταν όλοι τους υπέροχοι, ας μην ψειρίζουμε τη μαϊμού. Ειδική μνεία στον αρχηγό Leif Edling, ο οποίος έδειχνε να είναι πραγματικά καλά και στον Johan Längquist, με το τιτάνιο γρέζι του. Βραβείο καλύτερου outfit στον Mats Björkman, που έσπασε τη μαυρίλα με το παντελόνι-Ταμτάκος και την κοντή άσπρη γραβάτα. Τι εννοείς πως ΔΕΝ περίμενες τέτοιο σχόλιο… Ποιος γράφει την ανταπόκριση;
Και μετά τους κολοσσιαίους CANDLEMASS, ώρα για ROTTING CHRIST. Λοιπόν, λογικά θα ξέρεις τον Axel Rudi Pell, ναι; Τον ιστορικό Γερμανό neoclassical κιθαρίστα που έχει κυκλοφορήσει 150 δίσκους, από τους οποίους οι 147 έχουν όλοι την ίδια μουσική και το ίδιο μπλε-μωβ εξώφυλλο. Που δίνουμε κάθε καινούργιο του δίσκο στον Σάκη Νίκα για παρουσίαση, αυτός αλλάζει λέξεις-κλειδιά και μας στέλνει πίσω το ίδιο κείμενο, με τον ίδιο (καλό) βαθμό. Ε, οι ROTTING CHRIST είναι οι «Axel Rudi Pell των συναυλιών». Ξέρεις από πριν τι θα δεις, τι θα ακούσεις, πως θα είναι το στήσιμο της μπάντας, ποιο θα είναι πάνω-κάτω το set των τραγουδιών, όλα. Και μπορεί αυτό να στερεί κάθε στοιχείο έκπληξης ή αιφνιδιασμού, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα μεγάλο κομπλιμέντο!
Η μπάντα δεν είναι ποτέ κάτι άλλο από «καλή», τουλάχιστον. «Καλή», είναι στις κακές της μέρες και τη φορά αυτή, είχαν μια καλή μέρα. Δεν ήταν καταιγιστικοί όπως άλλες φορές, αλλά έδωσαν ένα πολύ καλό show που τίμησε τόσο το όνομά τους, όσο και τη θέση τους στο billing, με ωραίο ήχο, τουλάχιστον εκεί που καθόμουν εγώ. Κάπως πιο «βαβουριάρικο» από πριν, αλλά παίζει ρόλο και η μουσική αυτή καθαυτή. Όσο για τα τραγούδια, όπως προείπαμε, ουδεμία έκπληξη και εδώ, μετρημένα τα «κουκιά».
Την ώρα που είχαν στη διάθεσή τους οι ROTTING CHRIST, τη διέθεσαν ως επί το πλείστον σε συνθέσεις από δίσκους που τους γιγάντωσαν. Γεγονός είναι πως από το “Theogonia” και μετά, έχουν μια δεύτερη, πολύ πιο λαμπρή καριέρα, είτε μας αρέσει, είτε όχι. Ο ηλικιακός μέσος όρος του κοινού, το πλέον αδιάψευστο κριτήριο, το πιστοποιεί αυτό. Αν πηγαίνεις σε κάποιο live των ROTTING CHRIST, περιμένεις να ακούσεις πρωτόλειο υλικό και μετά διαμαρτύρεσαι, τότε σου έχω νέα: Αδίκως πηγαίνεις. Και το μεγαλύτερό μου επιχείρημα, στο φέρνω από τις δύο καταπληκτικές τους εμφανίσεις στο πάλαι ποτέ Piraeus Academy (νυν Floyd), όπου για παράδειγμα στο “Fgmenth, thy gift” κοπανιόμασταν 150 γέροντες, ενώ στο “In Yumen-Xibalba” το venue πήγαινε πέρα δώθε από δύο χιλιάδες πιτσιρίκια. Και όχι, τα στανταράκια “Non serviam” και “Societas Satanas” δεν τα υπολογίζουμε ως αντεπιχείρημα.
Τέσσερα τραγούδια λοιπόν από το «Κατά τον δαίμονα εαυτού», τρία από το “Aealo”, δύο από το πιο πρόσφατο “The heretics” συν τα παραπάνω στανταράκια, έφτιαξαν μια λίστα ιδανική για να γουστάρει η νεολαία, αλλά και ο φίλος μου ο Νίκας που διαβάζει τον όρο “black metal” (χωρίς να ακούσει καν) και τρέχει πανικόβλητος. Για την ιστορία, παίχτηκαν αναλυτικά τα “666”, “Kata ton Daimona eaytoy”, “Fire, God and fear”, “Dub-sag-ta-ke”, “Demonon vrosis”, “Societas Satanas” (THOU ART LORD), “Non serviam”, “In Yumen-Xibalba”, “Grandis spiritus Diavolos”, “The Raven” και ”Noctis Era”.
Δημήτρης Τσέλλος
Η μεγάλη ώρα της δικαίωσης έφτασε! Υπό τους ήχους “Klara stjärnor” και “Miserere mei, Deus” η σκηνή άρχισε να παίρνει την τελική δομή της και με το που ξεκίνησε η εισαγωγή του “Imperium”, ο ενθουσιασμός χτύπησε κόκκινο. Στο “Kaisarion” (που ακόμη και τώρα το θεωρώ αδύναμο), οι πάντες φώναζαν το όνομα της Υπατίας. Η λίγη λάσπη στον ήχο εξαφανίστηκε στο “Rats” που ακολούθησε και από εκεί και μετά, γίναμε μάρτυρες μιας ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗΣ και ΜΝΗΜΕΙΩΔΟΥΣ εμφάνισης!
Τα πάντα ήταν έτσι όπως τα περίμενα και ακόμη καλύτερα. Όλοι οι μουσικοί που πλαισίωναν τον Tobias Forge δεν έχασαν νότα. Οι δύο ακροβολισμένοι backing vocalists, μαζί με την κυρία που ήταν κρυμμένη πίσω από τα ντραμς και έπαιζε και keyboards, πλαισίωναν άρτια τον frontman. Οι χορογραφίες ήταν άψογα συγχρονισμένες. Το light show και τα effects ήταν αναπόσπαστο κομμάτι στη ροή κάθε τραγουδιού. Και κάθε τραγούδι ήταν ένα ξεχωριστό highlight.
Πραγματικά, δεν έχει νόημα να περιγράψω του τι συνέβη στο κάθε κομμάτι. Ήταν ένα ενενηντάλεπτο συναυλιακής αρτιότητας που δεν ήθελες να τελειώσει. Να πω για τα άπειρα fake, αλλά συλλεκτικά χαρτονομίσματα στον Μαρουσιώτικο αέρα στο τέλος του “Mummy dust”; Τον Tobias σαν Batman στο “Cirice”; Το επικό έτσι κι αλλιώς outro του “Watcher in the sky” μέσα σε καπνούς και με τον frontman να φορά ένα Nephilim hat; Η μαζική χορωδία στο “Year Zero”; Τον Papa Nihil που ξύπνησε με ηλεκτροσόκ από το νεκροκρέβατο για να παίξει το sax solo στο “Miasma”;
Σίγουρα πάντως για έμενα, το σοκ και την ανατριχίλα τα έζησα ταυτόχρονα στο κλείσιμο του main setlist, στο δίπτυχο “Bite of passage”/”Respite on the spitalfields”. Το fade out με τα gospel γυναικεία φωνητικά να συνοδεύουν σε απόλυτη αρμονία τους υπόλοιπους μουσικούς, είναι μια συναυλιακή στιγμή που πραγματικά δεν θα ξεχάσω ποτέ. Όπως και δεν πρόκειται να ξεχάσω το ατελείωτο party που στήθηκε στο encore με τα “Kiss the Go-Goat”, το “Dance macabre” (Ε-Π-Ο-Σ) και την απόλυτη αποθέωση του αποχαιρετιστήριου “Square hammer”, όπου πρέπει να έκαναν singalong μέχρι και οι υπάλληλοι του ΗΣΑΠ παραδίπλα.
Κρίνοντας από την προσέλευση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δούμε ξανά τους GHOST στα μέρη μας, ένα σύνολο μουσικών που συμβαίνει τώρα και βρίσκεται στο απόλυτο peak του. Δυστυχώς η χώρα μας δεν είναι ακόμη δεκτική στο νέο, αλλά παραμένει πιστή στις σίγουρες συνταγές. Ας είναι. Οι συνειδητοποιημένοι μουσικόφιλοι βίωσαν ένα ταξίδι εικόνων και ήχων που θα τους μείνει για πάντα χαραγμένο. Δύσκολα θα υπάρξει καλύτερη συναυλία, ανεξαρτήτου είδους, στην τρέχουσα δεκαετία. Και δεν κάνω καθόλου πλάκα.
Γιώργος Κόης
Φωτογραφίες: Christina Alossi