Best reunion albums in metal – Part 1

0
125

Η ιδέα ήρθε, όταν κάποιο βράδυ, στις διαδικτυακές ραδιοφωνικές εκπομπές μας, έβαλα ένα τραγούδι από το “Tempo of the damned” των EXODUS, που αναλογίστηκα πόσο σπουδαίο reunion άλμπουμ ήταν. Και ξαφνικά μου ήρθαν στο μυαλό, χωρίς να ζοριστώ, τουλάχιστον 10-15 ακόμα, σπουδαία τέτοιου είδους άλμπουμ, οπότε ήρθε κι αυτό το αφιέρωμα, όπου παρουσιάζουμε είτε άλμπουμ από συγκροτήματα που επανασυνδέθηκαν ενώ είχαν διαλυθεί, είτε άλμπουμ στα οποία επέστρεψε ένα κομβικής σημασίας μέλος (συνήθως τραγουδιστής), μετά από πολλά χρόνια (οι περιπτώσεις αυτές είναι σαφώς λιγότερες, αλλά εξίσου σημαντικές). Αυτό είναι το πρώτο μέρος, με αλφαβητική σειρά και τα 20 πρώτα άλμπουμ. Γνωρίζοντας την μούρλα φίλων/συντακτών με ορισμένα σχήματα, δεν θα μπορούσα να μην είχα τον Δημήτρη Σειρηνάκη να γράψει για τους DEEP PURPLE, τον Λευτέρη Τσουρέα για τους CELTIC FROST, το Νίκο Ανδρέου για τους EUROPE και τον Γιώργο Κόη για τους FIELDS OF THE NEPHILIM. Καλή ανάγνωση!


ACCEPT – “Blood of the nations” (2010, Nuclear Blast)
Τι οβίδα ήταν αυτή; Τι πυρηνική βόμβα; Είχε ανακοινωθεί το reunion των ACCEPT και ήθελα να κάνω μία συναυλία για τα 5 χρόνια του Rock Hard. Επικοινώνησα μαζί τους και ζήτησα να τους κάνω μία προσφορά (με δεδομένο ότι επρόκειτο για ένα ιστορικό συγκρότημα που είχε ήδη πολλά χρόνια να προσφέρει δισκογραφική δουλειά, με νέο τραγουδιστή που είχε αντικαταστήσει μία τεράστια φυσιογνωμία), αλλά το ποσό που άκουσα ήταν απαγορευτικό για το budget μας και χωρίς δίσκο στα ράφια, δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να βγει μια τέτοια συναυλία. Το αφήνω στην άκρη και στέλνω τον Λευτέρη Τσουρέα στο Rock Hard Festival εκείνης της χρονιάς, όπου θα έπαιζαν πριν από τους headliners KREATOR και μου σφύριξαν οι Γερμανοί συνάδελφοι ότι θα γινόταν το επίσημο listening session του “Blood of the nations”. Στο μεταξύ, έχω ακούσει από συλλογή του Γερμανικού Rock Hard το “The abyss” κι έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Δεν γίνεται να είναι και ο υπόλοιπος δίσκος τόσο καλός» σκεφτόμουν. «Θα έβαλαν το καλύτερο τραγούδι για να μας εντυπωσιάσουν». Ναι, αμέ! Σκατά στα μούτρα μου. Πάει ο Τσουρέας, ακούει τον δίσκο και με παίρνει τηλέφωνο στα καπάκια: «Σάκη, ο δίσκος είναι ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Έχω πάθει πλάκα», μου λέει και το βράδυ μου έστειλε live clips για να έχω μία εικόνα. Για να μην πολυλογώ, το “Blood of the nations”, είναι ίσως ο κορυφαίος reunion δίσκος, ίσως ο κορυφαίος που έχει αντικατασταθεί τόσο ζωτικής και ιστορικής σημασίας μέλος. Ένας από τους καλύτερους και σημαντικότερους δίσκους της δεκαετίας που έφυγε, άριστος στα πάντα, μοντέρνος και παράλληλα παραδοσιακός, μ’ έναν τραγουδιστή που ταυτόχρονα σ’ έκανε να ξεχνάς τον Udo Dirkschneider και από την άλλη σου καθιστούσε σίγουρο ότι θα ερμήνευε με απόλυτη ακρίβεια στις συναυλίες τις παλαιότερες επιτυχίες του γκρουπ. Και ξέρετε ποιο είναι το κορυφαίο όλων; Ότι το “Blood of the nations”, είχε δύο τουλάχιστον, σχεδόν ισάξιους συμπαραστάτες, κάτι που δείχνει ότι η έμπνευση δεν είχε όριο!!!


ALICE IN CHAINS – “Black gives way to blue” (2009, Virgin/EMI)
Πάμε στο πιο metal συγκρότημα του grunge κινήματος. Ανέκαθεν οι ALICE IN CHAINS ήταν μία πολύ αγαπημένη μπάντα και ο θάνατος του χαρισματικού τραγουδιστή τους, Layne Staley, τους είχε βάλει στον πάγο για πάρα πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή, ο Jerry Cantrell, αποφάσισε να ενεργοποιήσει εκ νέου το σχήμα, με τον παλιό του φίλο, με τον οποίο είχαν κάνει κοινές περιοδείες κατά το παρελθόν, τον William DuVall. Τα φωνητικά τα μοιράστηκαν οι δυο τους, με τον Cantrell να έχει την μερίδα του λέοντος και από το πρώτο δείγμα γραφής που ακούσαμε, το “Looking in view”, γνωρίζαμε ότι είχαμε να κάνουμε μ’ έναν ξεχωριστό δίσκο. Με ήχο του 2009, λοξοκοιτάζοντας τα δύο πρώτα άλμπουμ τους, οι ALICE IN CHAINS, κατάφεραν να συντρίψουν όλες τις περί του αντιθέτου απόψεις, ότι δεν έπρεπε να επανασυνδεθούν από την στιγμή που δεν ζούσε ο Staley, αφού το αποτέλεσμα είναι το λιγότερο αποστομωτικό. Όπως και με τους ACCEPT που είπαμε αμέσως πριν, το μαγικό είναι ότι οι το “Black gives way to blue”, δεν ήταν φωτοβολίδα, αλλά ακολουθήθηκε από πολύ καλούς δίσκους, χαροποιώντας όλους τους οπαδούς τους, αλλά και κερδίζοντας και πολλούς καινούργιους. Το «στοίχημα» με τον DuVall, κερδήθηκε από τα αποδυτήρια.


ANTHRAX – “Worship music” (2011, Nuclear Blast)
Καλά, δεν υπήρξα ποτέ και κανένας φανατικός του Belladonna. Μια χαρά τραγουδιστής, όχι όμως και αναντικατάστατος, αν και θα είναι «η φωνή των ANTHRAX». Μετά από αρκετά χρόνια με τον John Bush στο μικρόφωνο, εξαιρετικούς δίσκους όπως το “Sound of white noise” (αδιανόητα καλός δίσκος, όταν αντικαθιστάς τον κλασικό σου τραγουδιστή), αλλά και πατάτες όπως το “Volume 8: The threat is real”, οι ANTHRAX, ύστερα από την περιπέτεια με τον Dan Nelson, στράφηκαν στον Joey Belladonna, βγάζοντας ένα πολύ ωραίο άλμπουμ, το οποίο περιέχει 3-4 τραγούδια που νομίζω ότι έχουν θέση σε οποιαδήποτε συναυλία τους. Αγαπημένο τραγούδι, είναι σίγουρα το “In the end”, το οποίο γράφτηκε για τον Ronnie James Dio και τον Dimebag Darrell και με χαρά μου βλέπω ότι είναι αναντικατάστατο στα σύγχρονα setlist τους. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και το “Fight ‘em till you can’t”, “I’m alive” και το “The devil you know” που ξεχωρίζουν, ωραίος φόρος το “Judas Priest”, που έχει περάσματα τραγουδιών των PRIEST, αυτό όμως που δεν μου αρέσει καθόλου, είναι το γεγονός ότι από τη στιγμή που ενεργοποιήθηκαν οι ANTHRAX με το “We’ve come for you all”, προσπαθώντας να καλύψουν τις πολύ αραιές τους κυκλοφορίες, είτε βγάζουν live άλμπουμ/συλλογές, είτε επανακυκλοφορούν τα άλμπουμ τους, βάζοντας bonus υλικό, κάτι που έκαναν και με το “Worship music”. Ευτυχώς, το “Anthem”, το άλμπουμ διασκευών που έκαναν, κυκλοφόρησε και ξεχωριστά και δεν ξαναμπήκαμε στη διαδικασία να αγοράσουμε τον δίσκο εις διπλούν.


ARMORED SAINT – “Revelation” (2000, Metal Blade)
Ναι, μπορώ εύκολα να καταλάβω κάποιους κολλημένους κλασικομέταλλους που ξίνισαν λίγο τα μούτρα τους όταν άκουσαν το “Revelation” των ARMORED SAINT. Εννιά χρόνια είχαν περάσει ήδη από το “Symbol of salvation” και με τον John Bush για πολλά χρόνια πλέον να είναι frontman των ANTHRAX, οι «Άγιοι» έβγαλαν έναν δίσκο που τιμούσε το παρελθόν τους, αλλά ακούγονταν και πιο κοντά στο millennium που μόλις είχε μπει. Ιδιαίτερα η τριάδα “After me, the flood”, “Tension”, “Creepy feelings”, σκορπίζει τον πανικό και δείχνει ότι το συγκρότημα γράφει και παίζει αυτά που γουστάρει, έχοντας τα κότσια και το ταλέντο, να βγάλει και τον καλύτερο δίσκο του 2015, με το “Win hands down”. Και μόνο το γεγονός ότι λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, ήρθαν κι έκαναν ΕΚΕΙΝΟ το live στην υπόγα του An Club, αρκεί για να βρίσκονται στη λίστα. Τρίτος αγαπημένος μου δίσκος από το γκρουπ, μετά το “WHD” και το “Symbol…”.


AT THE GATES – “At war with reality” (2014, Century Media) 
Είσαι οι AT THE GATES κι έχεις ορίσει έναν ολόκληρο ήχο, κυρίως με το “Slaughter of the soul”. Για τους δικούς σου λόγους, έχεις αποφασίσει να το διαλύσεις, ύστερα από το live της Αθήνας που βιντεοσκόπησες κιόλας. Όσον καιρό είσαι στα πιτς, έχει βγει μία ολόκληρη φουρνιά συγκροτημάτων που δηλώνουν κάργα επηρεασμένα από εσένα και αποφασίζεις να επιστρέψεις. Δύσκολα τα πράγματα. Θα πρέπει να αποδείξεις αρχικά, ότι όχι μόνο είσαι τόσο καλός όσο παλιά (για να έχει λόγο ύπαρξης το reunion), αλλά και ότι είσαι τουλάχιστον τόσο καλός όσο και οι επίδοξοι «μνηστήρες». Μέχρι εδώ, ωραία. Το θέμα είναι πώς παίζεις; Πας safe, βγάζοντας ένα νέο “Slaughter…”; Εδώ ακριβώς είναι που έκαναν την μαγκιά ο Tompa και η παρέα του. Έβγαλαν ένα άλμπουμ που μύριζε 2014, τη χρονιά που κυκλοφόρησε, δηλαδή. Με στοιχεία κυρίως από το “Terminal spirit disease”, κρατώντας τα trademark των AT THE GATES, ταυτόχρονα όμως ακούγονται μέσα στην εποχή κι όχι ρετρολάγνοι, ώστε να πιάσουν τους παλιούς τους οπαδούς. Αυτό είναι το μεγάλο τους επίτευγμα. Και αφήστε τον κόσμο να αναρωτιέται αν είναι το ίδιο σκληρός με τους προηγούμενους δίσκους. Αυτά τα ερωτήματα, έχουν κάνει τον μέσο Έλληνα μεταλλά, σε κομβικά σημεία για την μουσική μας, να έχει μείνει πίσω στις εξελίξεις…


ATHEIST – “Jupiter” (2010, Relapse)
Παρακολουθώντας τους ATHEIST από την αρχή της καριέρας τους, real time, έχοντας πληροφορίες από καμένο φίλο ότι «άκου αυτούς τους τύπους που ονομάζονταν R.A.V.A.G.E. και σπέρνουν. Μόλις έβγαλαν δίσκο, να τον πάρεις οπωσδήποτε», πήρα και την τολμηρή απόφαση να πάω Αύγουστο μήνα να τους δω, χάνοντας 4-5 κιλά ιδρώτα, συνομιλώντας με τον Kelly Shaefer, τον ηγέτη τους, μετά το live, για την πιθανότητα νέου δίσκου, για τον οποίο τελικά περιμέναμε γύρω στα τέσσερα χρόνια για να βγει. Όπως είναι φυσικό, όλοι έψαχναν να παραλληλίσουν το “Jupiter” με τα δύο πρώτα άλμπουμ, μόνο που το ημερολόγιο έγραφε 2010, όχι 1989. Κράτησαν πολλά από τα jazz στοιχεία εκείνου του καιρού, κράτησαν ακόμα και τη διάρκεια των 32 λεπτών (αλήθεια πως το κάνετε αυτό;), τα φωνητικά του Shaefer έμοιαζαν αρκετά με αυτά του Schmier των DESTRUCTION, αλλά σίγουρα δεν υπάρχει το μπάσο του μακαρίτη του Patterson ή του Choy και η παραγωγή είναι οπωσδήποτε πιο μοντέρνα, ως όφειλε. Το θέμα, είναι πως οι συνθέσεις, παρότι κλασικές ATHEIST, δεν ήταν στο επίπεδο των προηγούμενων δίσκων, σε καμία περίπτωση όμως, δεν θα έλεγα κάποιος ότι θα μπορούσε να απογοητευθεί από το “Jupiter” με τραγουδάρες όπως το “Faux king Christ” (δοκιμάστε να το προφέρετε) ή το “Fraudulent cloth”. Τεχνικό death metal, που οι περισσότεροι ονειρεύονται να παίξουν, με μοναδική απογοήτευση, ότι περιμένουμε δέκα χρόνια να ακούσουμε τον διάδοχο και ακόμα…


BLACK SABBATH – “13” (2013, Vertigo)
Μετά από 40+ χρόνια καριέρας, γνωρίζοντας ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος δίσκος τους, εκ προοιμίου, οι επανασυνδεδεμένοι BLACK SABBATH, κέρδισαν ένα μεγάλο στοίχημα, σφραγίζοντας την στούντιο ιστορία τους, μ’ ένα πολύ καλό άλμπουμ κι όχι απλά μ’ ένα που να τιμούσε το όνομά τους. ΟΚ, δεν υπάρχει ο Bill Ward στο “13”. Ειλικρινά όμως, πείτε μου, οι “No Ward, no Sabbath”, γνωρίζατε και από πριν το όνομα του συμπαθούς αυτού μουσικού; Δηλαδή κάπου έλεος με τη χαζομάρα αυτή. Ναι κι εγώ θα ήθελα να συμμετείχε ο Ward στον τελευταίο τους δίσκο, δεν έγινε όμως, τέρμα. Το αποτέλεσμα είναι ένα συμπαγές, HEAVY METAL άλμπουμ, που έχει θέση μέσα στα καλύτερά τους όλων των εποχών. Ιδιαίτερα από τα άλμπουμ με τον Ozzy, που μπορεί να έχει μία πιο άμεση σύγκριση, για εμένα, είναι μέσα στα 3-4 καλύτερα, άνετα! Πολλά growers, όπως το “Dear father” ή το “Age of reason”, κλασικοί SABBATH ύμνοι το “End of the beginning” και το “God is dead?”, όταν με είχαν καλέσει στην εταιρία τους για να ακούσω το άλμπουμ με ακουστικά, ανάμεσα σε πολύ άλλο κόσμο που δούλευε, δεν περίμενα ότι θα ενθουσιαζόμουν τόσο. Όχι απλά έκλεισαν με ψηλά το κεφάλι, αποστόμωσαν και με τον Iommi να έχει διαγνωσθεί με καρκίνο. Αλήθεια, εκείνοι που κοροϊδεύουν τον Ozzy για τη σόλο καριέρα του, τώρα γιατί δεν είπαν τίποτα για τον τραγουδιστή σ’ αυτόν το δίσκο; Προφανώς ήταν τελειωμένος για την σόλο πορεία του, όχι γι’ αυτήν με τους SABBATH και είμαστε επιλεκτικοί στο πείραγμα της φωνής του, που μας ενοχλεί στο “Ordinary man”, αλλά δεν μας ενοχλεί στο “13”. Ρε τι τραβάμε…


CANDLEMASS – “Candlemass” (2005, Nuclear Blast)
Υπάρχει κόσμος που απορεί για ποιον λόγο οι CANDLEMASS δεν έχουν γίνει μεγαλύτερο γκρουπ απ’ ότι είναι τώρα. Όταν από το 1984 έχεις αλλάξει 6 τραγουδιστές (με αρκετές επιστροφές προηγουμένων στο ενδιάμεσο), με 14 διαφορετικές συνθέσεις κι έχεις διαλυθεί και δύο φορές, ε, δεν θέλει και περισσότερη σκέψη… Η επιστροφή μετά τη δεύτερη διάλυσή τους, βρήκε τους CANDLEMASS να υπογράφουν με τη Nuclear Blast, η οποία έκανε μία μαζική καμπάνια, με μία τρομερή φωτογράφηση με κοστούμι και γραβάτες στα χιόνια. Καλή η καμπάνια βέβαια, υπήρχε και το ανάλογο προϊόν να την υποστηρίξει κιόλας (ή το αντίστροφο αν θέλετε). Τουλάχιστον τρία από τα κορυφαία τραγούδια της ιστορίας των CANDLEMASS βρίσκονται σ’ αυτόν το δίσκο, το εναρκτήριο “Black dwarf”, που παραδόξως είναι αρκετά uptempo για τα δεδομένα τους και για leading single, το “Copernicus” και το βαρύ σαν αμόνι, το αγαπημένο μου “Seven silver keys”. Οι Σουηδοί doomsters, έχουν βγάλει αρκετά υποτιμημένα διαμάντια, τούτο εδώ όμως, βρίσκεται στις κορυφαίες μου στιγμές τους. Μία θριαμβευτική επιστροφή, που δεν άφησε περιθώριο αμφισβήτησης (άντε, επειδή είμαι ψείρας, δεν μου άρεσε το απλό εξώφυλλο με το λογότυπό τους σε λευκό φόντο).


CARCASS – “Surgical steel” (2013, Nuclear Blast)
Πριν ο Jeff Walker γίνει «μόνιμος κάτοικος Εξαρχείων» για κάποιο διάστημα, είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, που μου εξηγούσε όλο το σκεπτικό για την επανένωση των CARCASS και τις διαφορές που είχε με τον Michael Amott. Η δισκογραφική επιστροφή τους, μετά το «κύκνειο άσμα» τους, το “Swansong”, υπήρξε θριαμβευτική. Όχι μόνο επειδή μας έδωσαν και πάλι την ατμόσφαιρα του “Heartwork” και του “Necroticism…”, αλλά επειδή υπήρχαν όλες οι λεπτομέρειες που αγαπήσαμε: τα ιατρικά εργαλεία στο εξώφυλλο, τίτλοι όπως “Cadaver pouch conveyor system”, γρήγορα, thrashy κομμάτια, αλλά και πολλή μελωδία στο δεύτερο μισό του δίσκου. ΑΚΡΙΒΩΣ ότι θα ήθελα να ακούσω από τους CARCASS, δηλαδή, συν τις πολύ καλές ζωντανές τους εμφανίσεις. Μόνες μου ενστάσεις; Ότι έβγαλαν ένα EP με αρκετά μέτρια τραγούδια και μετά το συμπεριέλαβαν στην Complete Edition του δίσκου, προκειμένου να καλύψουν το μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν κυκλοφόρησαν ακόμα μία νέα δουλειά. Επίσης, έφτασε 2020 και τώρα περιμένουμε να βγει το “Torn arteries”, που με τόσο χρονικό διάστημα που πέρασε, είναι σαν να είχαν μπει σε «χειμερία νάρκη». Δεν ξεχνώ την τιμιότατη στάση τους απέναντι στον αρχικό τους ντράμερ, Ken Owen, ο οποίος δεν μπορεί να παίξει ντραμς εξαιτίας μίας εγκεφαλικής αιμορραγίας που είχε, όμως έκανε δεύτερα φωνητικά στο δίσκο (παίρνοντας credit) και ακολουθούσε το γκρουπ στις περιοδείες, όπως έμαθα, παίρνοντας μερίδιο από τα κέρδη τους. Μόνο και μόνο γι’ αυτό, hats off.


CELTIC FROST – “Monotheist” (2006, Century Media)
Η μεγάλη επιστροφή τους σχεδιάστηκε επιμελώς από το 1999, όταν ξαναέσμιξαν για τις επανακυκλοφορίες των δίσκων τους από τη Noise. Η ανακοίνωση της επανασύνδεσης τους και της απόφασης τους να μη δώσουν καμία συναυλία με έκανε να πιστέψω ότι το αποτέλεσμα θα ήταν καθηλωτικό αν αργούσε το album τους! Και πράγματι πέρασαν πολλά χρόνια για να βγει το “Monotheist”, γεγονός που αποδεικνύει γιατί μια μπάντα πρέπει να δουλέψει επί μακρόν το υλικό της αν θέλει να επανασυστηθεί στο κοινό. Με το album αυτό επαναπροσδιορίστηκαν τόσο ηχητικά όσο και συνθετικά, έχοντας μπολιάσει το sludge/doom με μοναδικό τρόπο. Ο δίσκος είναι πολυδιάστατος έχοντας γρήγορα μέρη (“Progeny”), αργόσυρτα (“A dying God coming into human flesh”) και ατμοσφαιρικά (“Obscured”, “Incantation against you”) χωρίς να υπάρχει ούτε ένα δευτερόλεπτο από τα 68(!) λεπτά του, το οποίο να θεωρηθεί filler! Είναι κυριολεκτικά ένας ακραίος δίσκος με ένταση που κορυφώνεται στο καταιγιστικό “Ain elohim” και στο συγκλονιστικό 15λεπτο “Synagoga satanae”! To κλείσιμο με το ορχηστρικό έπος “Winter” είναι η σφραγίδα για έναν δίσκο που ο αντίκτυπος του ήταν τεράστιος όταν βγήκε, τοποθετώντας τον στους καλύτερους δίσκους των 00s και ίσως τον πληρέστερο του extreme metal. Δυστυχώς διέλυσαν και ο Thomas “Warrior” Fischer συνέχισε με τους TRIPTYKON στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά δεν έφτασε ποτέ μέχρι τώρα στο μεγαλείο του “Monotheist”. Ο λόγος είναι σε ένα μεγάλο βαθμό ότι η συνεισφορά του Διόσκουρου Martin Eric Ain ήταν πάντα καταλυτική για το τελικό αποτέλεσμα των ιδεών του Warrior. To πιο σημαντικό είναι ότι έκανε για πρώτη φορά φωνητικά σε δίσκο τους με θαυμαστό αποτέλεσμα όπως στο “A dying god coming into human flesh”, το οποίο οπτικοποιήθηκε φοβερά σε videoclip. Αν είχαν βγει τα albums των TRIPTYKON ως CELTIC FROST, θα τολμήσω να πω ότι σήμερα θα ήταν η μεγαλύτερη extreme metal μπάντα παγκοσμίως. Όπως και να έχει για μένα το “Monotheist” είναι ο απόλυτος reunion δίσκος της σκληρής μουσικής συνολικά!
Λευτέρης Τσουρέας


CONCEPTION – “State of deception” (2020, Conception Music Factory)
Μεγάλη επιστροφή, που την περιμέναμε αρκετά χρόνια. Το EP τους μας είχε προϊδεάσει, το full length στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Η παρουσίαση είναι πολύ πρόσφατη και δεν έχει αλλάξει κανένα από τα συναισθήματα που είχα απ’ όταν πρωτάκουσα το άλμπουμ. Πολύ “Flow”, με ολίγη από ARK, απρόβλεπτο, με εξαιρετικές ερμηνείες από τον Roy Khan και τον Tore Ostby να δίνει ρεσιτάλ μελωδικής κιθάρας. Λίγο μεγαλύτερο σε διάρκεια να ήταν, ένα ή δύο τραγούδια, θα παραμιλούσα ακόμη περισσότερο. Δεν ξέρω αν μπορούν ή αν δικαιούνται να μπουν στο πάνθεον των μεγαλύτερων prog metal σχημάτων, μας έχουν αφήσει σπουδαία παρακαταθήκη παρόλα αυτά και το “State of deception” τιμά την επιστροφή τους, ιδιαίτερα σε μας, τους Έλληνες, που στηρίξαμε τους Νορβηγούς σχεδόν από το ξεκίνημα της καριέρας τους, όσο λίγες χώρες και λίγοι οπαδοί.


CRIMSON GLORY – “Astronomica” (1999, Rising Sun)
Τα θυμάμαι όλα σαν σήμερα… Σκάει το πρώτο τραγούδι που είχαμε ακούσει. Το demo του “Touch the sun”. Περιμέναμε να ακούσουμε τον άνθρωπο που είχε τα κότσια να αντικαταστήσει κοτζάμ Midnight. Wade Black λέει. Για να δούμε τι ψάρια πιάνει. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη για να τον σταυρώσουμε (η αλήθεια είναι) και να πούμε «οκ, αλλά σαν τον Midnight, όχι». Ξεκινά ήρεμα και σκάει η τσιρίδα… Τα ύστερα του κόσμου! Που τον ψάρεψαν τον τύπο; Και η μουσική; Λες και ήταν ακυκλοφόρητο από το “Transcendence”!!! Και περιμέναμε τον δίσκο που αργούσε. “X-files” φάση. Υπήρξε μέχρι και φήμη ότι έκλεψαν εξωγήινοι τα master tapes (γελάνε και τα πόμολα). Φτάνει ολόκληρο το άλμπουμ, μαζευόμαστε και το βάζουμε. Φοβερή εισαγωγή, πάμε στο ζουμί. “War of worlds”. Να ‘σου πάλι η τσιρίδα στο ξεκίνημα. Εκεί, ο Wade Black μας έκλεψε την καρδιά. Πιο μοντέρνος ήχος, που ακουμπούσε πολύ καλά στα δύο πρώτα άλμπουμ του σχήματος, ιδιαίτερα στα πιο μπαλαντοειδή τραγούδια τους, τα μνημειώδη “Edge of forever”, “The other side of midnight” (ουπς, για ποιον χτυπούσε η καμπάνα), “Cydonia”, χωρίς να υστερεί το ομώνυμο. Μιλάμε για έναν από τους 2-3 αγαπημένους μου δίσκους εκείνης της χρονιάς και η εμφάνισή τους στο Bug μαζί με τους KAMELOT και τους EVERGREY, ήταν όνειρο ζωής. Τι μελωδίες, τι συναίσθημα. Έμπλεξαν με κακή εταιρία που χρεοκόπησε, θεοπάλαβοι και οι ίδιοι, δεν ήθελε πολύ να το διαλύσουν και πάλι.


CYNIC – “Traced in air” (2008, Season Of Mist)
Οι CYNIC έβγαλαν το “Focus”. Και μόνο με αυτό το άλμπουμ να έμεναν, θα είχαν γραφτεί στην μεταλλική ιστορία. Ο Paul Masvidal όμως, είναι πολύ ανήσυχο πνεύμα για να αφήσει κάτι τόσο εύκολα. Λίγο μετά την πρώτη τους επίσκεψη στην χώρα μας (να τα λέμε αυτά, όταν κάποιος τολμά να φέρει reunion CYNIC το 2007!!!), ήμασταν προετοιμασμένοι να δεχτούμε την είδηση του νέου δίσκου. Νομίζαμε! Γιατί αυτό που μας σέρβιραν, θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι ανώτερο του “Focus”, απλά το ντεμπούτο το σώζει το γεγονός ότι γράφτηκε στις αρχές των 90s. Το “Traced in air” είναι από τους πιο προοδευτικούς δίσκους που έχω ακούσει. Ο μακαρίτης Sean Reinert πιάνει ίσως την καλύτερη απόδοση της καριέρας του, ο Sean Malone με το Chapman Stick ζωγραφίζει και φυσικά ο ιθύνων νους, Paul Masvidal, τα κάνει όλα και συμφέρει. Jazz θέλεις; Πάρε τίγκα MAHAVISNU ORCHESTRA (που διασκεύαζαν και στην περιοδέια τους). Death metal θέλεις; Prog metal; Γυναικεία φωνητικά στο βάθος; Μοναδικό άλμπουμ, πολύ μεγάλης αξίας, που κάποιοι τυχεροί συνδρομητές του εντύπου Rock Hard, το είχαν πάρει ως δώρο για τη συνδρομή τους!


DEATH ANGEL – “The art of dying” (2004, Nuclear Blast)
Αρκετά χωμένος στο thrash από πιτσιρικάς, ήταν τεράστια η απογοήτευση όταν μετά το “Act III” οι DEATH ANGEL διαλύθηκαν, αφού ήταν από τα πολύ αγαπημένα μου σχήματα. Τους ακολούθησα με τους ORGANIZATION, ξεκίνησα να αλληλογραφώ με τον κιθαρίστα τους, Rob Cavestany στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ακολούθησα και τους SWARM, παρότι δεν ήταν και κάτι το ιδιαίτερο. Ώσπου έφτασε αυτή η συναυλία για την ενίσχυση του Chuck Billy και ουσιαστικά τότε επανασυνδέθηκαν για να βγει το “The art of dying” την άνοιξη του 2004. Η καλή μέρα, από το πρώτο τραγούδι φαίνεται. Δεν κώλωσαν να ξεκινήσουν με το 7λεπτο “Thrown to the wolves”, πετώντας μας στους λύκους. Από αυτό το άλμπουμ, ξεκίνησε ένα ακόμα σερί πολύ αξιόλογων δίσκων, από ένα σχήμα που δεν έχει απογοητεύσει ποτέ, με χαρακτηριστικό του άλμπουμ, ότι προς το τέλος, τα lead φωνητικά τα αναλαμβάνουν διάφορα μέλη του γκρουπ, φτάνοντας στο “Word to the wise” που τραγουδά ο Cavestany και είναι η αγαπημένη μου στιγμή, αφού μου θύμισε τα λατρεμένα “Room with a view”, “Veil of deception” ή το “Wonder” των ORGANIZATION. Όταν μιλάμε για τους DEATH ANGEL, αποδίδουμε τον δέοντα σεβασμό.


DEEP PURPLE – “Perfect strangers” (1984, Polydor)
Ήταν και παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα και τα πιο ενδιαφέροντα reunions στην ιστορία της rock μουσικής. Υπάρχουν τα reunion που απασχολούν, τους οπαδούς μόνο μιας μπάντας, υπάρχουν όμως και αυτά που απασχολούν το σύνολο των οπαδών. Αυτό δείχνει και την διαφορά από συγκρότημα σε συγκρότημα. Η πρώτη σπίθα και ιδέα για επανασύσταση της μπάντας προήλθε από την απίστευτη επιτυχία που είχε η κυκλοφορία του “Deepest Purple: The Very Best of Deep Purple” τον Ιούλιο του 1980 η οποία και έφτασε μέχρι το Νο1 των Αγγλικών Charts. Οι συνεχείς αρνήσεις του Blackmore, κατά κύριο λόγο, το καθυστέρησαν μέχρι το 1984, όταν το όνειρο χιλιάδων οπαδών έγινε πραγματικότητα και η πιο κλασσική σύνθεση της μπάντας μπήκε ξανά στο στούντιο για πρώτη φορά μετά από έντεκα χρόνια.
Δεν θα σχολιάσουμε εδώ το παρασκήνιο που υπάρχει πίσω από την επιστροφή των DEEP PURPLE, αλλά όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Blackmore, αρκετά χρόνια αργότερα, ήταν ένα λάθος. Ένα λάθος που φάνηκε νωρίς, αλλά δεν μπορούσε έτσι απλά να διορθωθεί όποτε τα πράγματα πήραν το 1984 τον δρόμο τους και το πρώτο άλμπουμ που μας έδωσαν ήταν πραγματικά πολύ καλό. Σε κάποια σημεία ήταν εντυπωσιακό θα έλεγα, ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε ο καθένας να ακούσει από την μπάντα. Και αυτό ακριβώς έδωσαν οι DEE PURPLE. Μια λογική συνέχεια του ήχου των seventies, ελάχιστα εκσυγχρονισμένη, με μηδαμινό ρίσκο, καθαρότατη και δυνατή παραγωγή, ότι ακριβώς έπρεπε να κάνει μια μπάντα που πριν μια δεκαετία οριοθετούσε την rock μουσική. Να θεμελιώσει την θέση της στα 80s και να δείξει, ότι σε ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον θα άντεχε τον συναγωνισμό και θα θεμελίωνε μια δεύτερη καριέρα. Σε πρώτη φάση τα καταφέρανε με το “Perfect strangers” να ανταμείβει την αναμονή των οπαδών. Τι μας έδωσε αυτό το άλμπουμ; Ένα επικό ομώνυμο τραγούδι, ίσως το πιο αγαπημένο κομμάτι της μπάντας στους κύκλους των οπαδών τους. Live των DEEP PURPLE χωρίς το “Smoke on the water” μπορώ να το φανταστώ χωρίς το “Perfect strangers”, δεν γίνεται όμως. Λέγεται πως ήταν μια, όχι ολοκληρωμένη σύνθεση του Blackmore την οποία έφερε από τους RAINBOW, για να την τελειοποιήσει και να πρόσθεσε τους στίχους ο Ian Gillan. Να σημειώσουμε πως πρέπει να είναι και το μοναδικό τραγούδι στην καριέρα του Blackmore στο οποίο δε σολάρει! Ακολουθεί το “Knocking on your backdoor” μια ακόμα χαρισματική σύνθεση (εδώ έχουμε λίγο πιο σύγχρονο ήχο), αλλά με ένα τραγικό video clip. Για κάποιο λόγο που μόνο ο ίδιος ξέρει ο παράξενος φίλος μας ο κιθαρίστας, πιστεύει πως είναι μια από της χειρότερες στιγμές του με το συγκρότημα και μισεί αυτό το τραγούδι. Ότι και να λέει πάντως, αυτή εδώ η σύνθεση είναι λαμπρή! Η τριάδα των πρωτοκλασάτων κομματιών της επιστροφής των DEEP PURPLE, κλείνει με το υπέροχο tempo του “Wasted sunset”, βασισμένο το “When a blind man cries”, με τον Lord να αποδεικνύει γιατί ο ρόλος του σε αυτό το συγκρότημα είναι τόσο ουσιαστικός. Από εκεί και κάτω, υπάρχουν τα καλά “Hungry daze”, “Nobody’s home” και “Under the gun” που άνετα ακούγονται και δείχνουν την ποιότητα της μπάντας ακόμα και σε στιγμές που δεν θεωρούνται πρώτης γραμμής για αυτούς. Τα δυο που απομένουν, “Not Responsible” και “Mean Streak” είναι απλά αδιάφορα και fillers. To “Perfect Strangers”, αδικείται γιατί δεν συμπεριέλαβαν σε αυτό το τρομερό jamming που έκαναν στο στούντιο, το οποίο εάν το τελειοποιούσαν και το έβαζαν στο άλμπουμ θα λέγαμε σήμερα για το “Son of Alerik” ότι είναι τα από κορυφαία τους τραγούδια και δεδομένα το ειδικό βάρος όλου του άλμπουμ θα ήταν διαφορετικό. Έστω και έτσι η άρνηση του Blackmore να γράφει τραγούδια για B’ sides μας χάρισε αυτό το υπερ-instrumental κομμάτι. Άξιζε τον κόπο η επιστροφή των DEEP PURPLE; Η ιστορία έδειξε πως άξιζε. Ναι. Αν ακολούθως οι σχέσεις μέσα στην μπάντα έγιναν πάλι ένα μάτσο χάλι, είναι μια άλλη ιστορία. Σε άλλο άρθρο…
Δημήτρης Σειρηνάκης


EUROPE – “Start from the dark” (2004, Sanctuary)
Ήταν φθινόπωρο του 2003 όταν προσπαθούσα με μια αργή dial-up σύνδεση να σερφάρω στο internet. Πολλά συγκροτήματα είχαν ήδη σελίδες στο διαδίκτυο αλλά και forums όπου οι φίλοι τους τα έλεγαν σε καθημερινή βάση. Κάπου εκεί με έπιασε η μελαγχολία για την μεγάλη μου αγάπη, τους EUROPE, που αν και είχαν κάνει μικρές επανεμφανίσεις όπως αυτή για το millennium event στην Στοκχόλμη, αναμφίβολα έλειπαν από την μουσική σκηνή. Το μικρόβιο με έβαλε να κάνω μια αναζήτηση και το αποτέλεσμα με άφησε με το στόμα ανοιχτό. Δεν ήταν απλά το reunion με την αγαπημένη σύνθεση του “The final countdown” που ήταν πλέον γεγονός, αλλά και το ότι θα κυκλοφορούσαν νέο δίσκο!
Ο δίσκος αυτός έμελλε να είναι το “Start from the dark”. Η πρώτη ιδιαιτερότητα του ήταν πως στο γράψιμο των τραγουδιών, ο Joey Tempest μοιράστηκε σε μεγάλο βαθμό την συγγραφή με τον John Norum. Μάλλον του το χρώσταγε από τα 80s όταν ο τελευταίος αποχώρησε από τους EUROPE λόγω τόσο της μουσικής κατεύθυνσης όσο και του γενικότερου image του συγκροτήματος. Οι συνθέσεις γράφονταν εξ αποστάσεως με τον Tempest και τον Norum να αλλάζουν ιδέες και riffs από Αγγλία και Αμερική αντίστοιχα. Το γράψιμο ολοκληρώθηκε σε 7 περίπου μήνες και στη συνέχεια, με παραγωγό τον Kevin Elson με τον οποίον είχαν συνεργαστεί και στο “The final countdown”, ξεκίνησε η ηχογράφηση. Αυτή κράτησε 40 περίπου ημέρες και όπως είχε αναφέρει και ο Tempest, τα πάντα έγιναν σχεδόν live!
Τα δύο πρώτα τραγούδια που έγιναν γνωστά, ήταν τον ομώνυμο τραγούδι το οποίο το συγκρότημα έπαιξε live στο Sweden Rock Festival τον Ιούνιο 2004 και το “Got to have faith” που κυκλοφόρησε τρεις μήνες αργότερα ως το πρώτο single του δίσκου. Αμφότερα έχουν heavy riffs στις κιθάρες κάτι που μαρτυρά και τον ρόλο του Norum στην συγγραφή των τραγουδιών. Ο δίσκος είναι εμφανώς ένας από τους πιο heavy δίσκους που έχουν βγάλει οι Σουηδοί με τον ήχο να παραπέμπει κυρίως στο χρονικό διάστημα που το συγκρότημα ήταν ανενεργό. Τραγούδια όπως το “Flames”, “Wake up call”, “Song #12”, “Sucker”, “Spirit of the underdog”, “America” είναι χαρακτηριστικά του πιο heavy ήχου με τον οποίο επέστρεψε το συγκρότημα. Υπάρχουν βέβαια και πιο μελωδικά τραγούδια όπως το εξαιρετικό δεύτερο single “Hero”, το “Reason” που θα μπορούσε να είναι και τραγούδι που είχε βγάλει grunge μπάντα στις αρχές των 90’s, το “Run with you”, η μόνη ίσως “καθαρόαιμη” μπαλάντα του δίσκου μαζί ίσως με το ακουστικό “Settle for love” με τις πανέμορφες ακουστικές κιθάρες του.
Ο δίσκος έφερε μια διχογνωμία στους φίλους του συγκροτήματος που αναπολούσαν τον μελωδικό ήχο των 80’s όπου τα πλήκτρα είχαν πρωτεύοντα ρόλο στην μουσική. Στο “Start from the dark” τα πλήκτρα εκ πρώτης ακρόασης απουσιάζουν αλλά με λίγη προσοχή μπορεί κανείς να καταλάβει πως ναι μεν υπάρχουν αλλά με τον ήχο να παραπέμπει σε κάτι που θυμίζει πιο πολύ ρυθμική κιθάρα. Παρά τις όποιος αρχικές γκρίνιες, ο δίσκος αγαπήθηκε καθώς αποτέλεσε και την επιστροφή του συγκροτήματος στα μουσικά δρώμενα. Μάλιστα η επιστροφή αυτή συνοδεύτηκε και από το γεγονός ότι το συγκρότημα είχε πλέον τον πλήρη έλεγχο της μουσικής του κατεύθυνσης ή για να το πω πιο λαϊκά, έκανε ότι γούσταρε αυτό. Το “Start from the dark” μπορεί να μην είναι ο καλύτερος δίσκος στην μετά reunion εποχή των EUROPE, είναι όμως στιβαρός και δυναμικός όπως αρμόζει σε κάθε επιστροφή κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να δώσει ξανά το στίγμα του το συγκρότημα. Αγαπημένο και ανεξίτηλο!
Νίκος Ανδρέου


EXODUS – “Tempo of the damned” (2004, Nuclear Blast)
Οι EXODUS, μετά την επανασύνδεσή τους, έχουν βγάλει πολλούς καλούς δίσκους, σαν το “Tempo of the damned” όμως, σε καμία περίπτωση. Ο εμβληματικός, πρώτος τους τραγουδιστής, ο Paul Baloff, είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν από εγκεφαλικό, οπότε στράφηκαν στον Steve “Zetro” Souza. Με αυτόν στα φωνητικά και τον Rick Hunolt για τελευταία φορά στο σχήμα, έβγαλαν ένα υπέρτατο έπος. Με φρενήρεις ρυθμούς, καυστικούς στίχους (τι περιμένει κανείς από δίσκο που ξεκινά με τραγούδι που λέγεται “Scar spangled banner”;) δύο-τρία κλασικά τραγούδια, όπως το “Blacklist”, το “War is my shepherd” και το “Throwing down”, αλλά και το “Impaler”, μετά από αυτό που λένε “under public demand”, αφού είναι ένα τραγούδι που το πήρε μαζί του ο Kirk Hammett όταν πήγε στους METALLICA και χρησιμοποίησε μέρη του στο “Trapped under ice”. Το είχαν παίξει στο “Another lesson in violence”, το τρομερό live άλμπουμ που είχαν βγάλει μερικά χρόνια πριν κι εδώ είχαμε και το στουντιακό του ντεμπούτο. Ηχηρή επιστροφή, με παραγωγάρα από τον Andy Sneap και διαχρονικές συνθέσεις. Θα μπορούσε να είχε βγει στα 80s εκεί, κοντά στο “Fabulous disaster”.


FIELDS OF THE NEPHILIM – “Mourning sun” (2005, SPV)
Το συγκεκριμένο album πέρασα από χιλιάδες κύματα μέχρι να κυκλοφορήσει επίσημα στα τέλη του 2005. Από την αποχώρηση του McCoy (!!!) το 1991, τη μετονομασία τους σε RUBICON και το περίφημο “Zoon” των THE NEFILIM, χρειάστηκε μια ανακοίνωση στα τέλη των 90s από τον ίδιο των mainman, ότι θα συνυπάρξουν τόσο οι FOTN όσο και οι THE NEFILIM. Η αρχή έγινε με το “One more nightmare” single που κυκλοφόρησε από τη Jungle records, τo οποίο είχε μόνο επανηχογραφήσεις από το πρώτο ΕΡ “Burning the fields” του 1985, καθώς και με το bootleg “Fallen” από την ίδια εταιρία, το οποίο περιείχε leftovers των FOTN, από το “Zoon”, καθώς και τα τραγούδια του single (το “From the fire” όμως είναι έπος). Αυτό το bootleg ήταν η αιτία για αλλαγή εταιρίας και τελικά να φτάσει επιτέλους στα χέρια μας το “Mourning sun”.
Θυμάμαι ότι όταν έπεσε στα χέρια των οπαδών των FOTN, τους ξένισε αρχικά, καθώς είχε πολλά σημεία που θύμιζαν το “Zoon”, πράγμα λογικό αφού όλα τα τραγούδια ήταν προϊόντα της συνεργασίας του ιδρυτικού δίδυμου των THE NEFILIM Carl McCoy/John Carter. Δε χρειάστηκε όμως πολύς καιρός, μιας και πλέον τα τραγούδια του album θεωρούνται κλασικά και κάνουν την εμφάνισή τους στις συναυλίες του συγκροτήματος μέχρι και σήμερα, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το δίδυμο “Shroud”/”Straight to the light”, που αποτελούν τα εναρκτήρια κάθε συναυλίας μέχρι και σήμερα. Έκτοτε, το μόνο νεότερο που έχουμε από την (εκάστοτε) παρέα του McCoy είναι οι (μετρημένες στα δάχτυλα) συναυλίες κάθε χρόνο, το A-side single “Prophecy” και ακόμη αναμένουμε καρτερικά των διάδοχο του “Mourning sun”…
Γιώργος Κόης


FIFTH ANGEL – “The third secret” (2018, Nuclear Blast)
Γενικότερα, είμαι πολύ επιφυλακτικός σε reunion που γίνονται από μπάντες που έβγαλαν στα 80s έναν ή δύο καλούς δίσκους κι εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο για 20-25 χρόνια. Συνήθως η επιστροφή είναι μία μεγαλοπρεπέστατη μπαρούφα, οπότε η επιστροφή των FIFTH ANGEL, που τόσο μου άρεσε το ομώνυμο ντεμπούτο τους, αλλά και το “Time will tell”, δεν μου κίνησε το ενδιαφέρον. Περίμενα να μου σταλεί η παρουσίαση –να σας πω την αλήθεια- για να μπω στη διαδικασία να ακούσω τον δίσκο. Μετά τα θετικά σχόλια του Γρηγόρη του Μπαξεβανίδη, το άκουσα προσεχτικά και πριν τελειώσει η δεύτερη ακρόαση, το αγόρασα. Δεν θα το χαρακτήριζα ισάξιο των δύο πρώτων δίσκων, είναι όμως αξιοπρεπέστατο, στιβαρό US metal, με σεβασμό στο παρελθόν τους και μερικές πάρα πολύ αξιόλογες συνθέσεις, με προσωπική αδυναμία στο “Can you hear me”.


FORBIDDEN – “Omega wave” (2010, Nuclear Blast)
Οι FORBIDDEN, ανέκαθεν υπήρξαν ένα σχήμα που δεν απέκτησαν ποτέ τη φήμη που τους άξιζε βάσει των δίσκων που είχαν βγάλει κατά τη χρυσή περίοδο του thrash. Ναι, μιλάω για το “Forbidden evil” και το “Twisted into form”. Έχοντας έναν τραγουδιστή του επιπέδου του Russ Anderson και παιχταράδες που πλαισίωναν τον Craig Locicero, όπως τον Glen Alvelais και τον μακαρίτη Tim Calvert, θα μπορούσαν –υπό συνθήκες- να είχαν κάνει πολλά περισσότερα. Η επανασύνδεσή τους ήρθε με το “Omega wave” και ταυτόχρονα και η διάλυσή τους. Στη δεύτερη κιθάρα, ο Steve Smyth. Μία φοβερή σύμπτωση, ότι είχε παίξει στους NEVERMORE, από τους οποίους έφυγε ύστερα από μία μεταμόσχευση νεφρού που τον άφησε στα πιτς για αρκετό καιρό, ενώ στο ίδιο σχήμα, είχε παίξει και ο Tim Calvert που πέθανε πριν λίγα χρόνια (να μην θυμίσουμε τον Warrel Dane, αλλά και ότι ο Jim Sheppard είχε κι αυτός σοβαρό πρόβλημα υγείας…). Όπως και να έχει, το “Omega wave” δεν ήταν σαν τους δύο πρώτους δίσκους, ήταν όμως μία εξαιρετική προσπάθεια, με τη φωνάρα του Anderson, να τον ανεβάζει επίπεδο, αφού μπορεί και μεταλλάσσεται όπως θέλει. Κρίμα που αυτή η προσπάθεια δεν είχε συνέχεια, αφού όπως φαίνεται οι τίτλοι τέλους γράφτηκαν με τον δίσκο επανασύνδεσης, όμως γούσταρα με τα χίλια το “Omega wave”.

Σάκης Φράγκος