Monday, March 10, 2025
Home Blog

DESTRUCTION – “Birth of malice” (Napalm)

0
Destruction

Destruction

Ας ξεκινήσουμε λίγο αλλιώτικα το κείμενο μας. Βρισκόμαστε στον απόηχο των δύο συναυλιών των θρυλικών thrashers DESTRUCTION επί ελληνικού εδάφους. Τα γράψαμε και εδώ εκτεταμένα, το μόνο σίγουρο, είναι πως οι μνήμες είναι ακόμα νωπές από τις φάπες που πέσανε εκείνο το βράδυ του Σαββάτου. Και μετά από αυτό, μου ανατίθεται να γράψω για το άλμπουμ νούμερο 16 των Γερμανών, “Birth of malice”. Το δεύτερο με τους κυρίους Furia/Eskic στα καθήκοντα της εξάχορδης. 3 χρόνια μόλις μετά το πολύ ωραίο και σημαντικότατο “Diabolical” που απέδειξε ότι υπάρχει ζωή μετά την φυγή Mike Sifringer, ο Χασάπης της καρδιάς μας, επιστρέφει!

Ο δίσκος, ξεκινάει με την σαγηνευτική ομώνυμη εισαγωγή, προτού το ομώνυμο (αυτοβιογραφικής φύσεως, με όλες τις αναφορές σε παλιά κομμάτια και άλμπουμ – δεύτερο single) κομμάτι της μπάντας μπει, θυμίζοντας μας όλους τους λόγους που αγαπάμε τους DESTRUCTION. Η φρεσκάδα με την οποία συνθέτουν με αυτή την σύνθεση, ποτίζει όλο το σύνολο με έναν άλλο αέρα, που τον κάνει σκέτη απόλαυση. Οι Furia/Eskic κεντάνε σολάρες, που παραπέμπουν σε ημέρες “Release from agony”, δείχνοντας πόσο σημαντική ήταν η παρουσία τους στη νεότερη εποχή του συγκροτήματος, που δείχνει να προχωράει χωρίς να λογαριάζει τίποτα!

Τα στακάτα/mid-tempo μέρη δίνουν και πέρνουν ειδικά στο “Scumbag human race” (τέταρτο single), το “Chains of sorrow” και το γκρουβάτο “Evil never sleeps” (που γίνεται ύπουλα μελωδικό στο ρεφρέν) που διαμορφώνουν υπέροχα τις δυναμικές του δίσκου στα 47 λεπτά διαρκείας του. Από την άλλη, τα “No kings – no masters” (πρώτο single), το “Cyber warfare” με το στακάτο ρεφρέν του, το “Dealer of death” (άλλο ένα με ύπουλη μελωδία στο ρεφρέν) και το προσωπικό αγαπημένο μου “God of gore” (τι riff-άρα που να με πάρει και να με σηκώσει;!) φροντίζουν να μας θυμίσουν ότι “ΚΑΡΑΤΕ ΛΕΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΟ”, όταν πρόκειται για τους DESTRUCTION!

Ξεχωριστά θέλω να σταθώ στο “A.N.G.S.T.” (τρίτο single) που με το αργόσυρτο στυλ του, θυμίζει γκρουβάτες στιγμές της προηγούμενης 25ετίας, όπως το “X-treme measures” από το “All hell breaks loose”, ακόμα και με το ωραίο ξέσπασμα στο τέλος του. Σπουδαίο πράγμα να θέλεις να δοκιμάζεις πράγματα μετά από πόσα χρόνια δισκογραφίας και οι DESTRUCTION δικαιώνονται για αυτή τους την επιλογή. Τίτλους τέλους ρίχνει το πολυποίκιλο “Greed” στο οποίο λάμπει από την εισαγωγή του, ο κύριος Randy Black. Ο βασανιστής των δερμάτων τα τελευταία χρόνια, ο οποίος ανεβάζει το επίπεδο με χαρακτηριστική ευκολία για τρίτη σερί κυκλοφορία.

Οι DESTRUCTION τηρούν την παράδοση 25ετίας να κλείνουν τους δίσκους τους με διασκευή σε κάποια μπάντα σημαντική για τους ίδιους. Ετούτη τη φορά, το κλασσικό, μνημειώδες και λατρεμένο “Fast as a shark” των ACCEPT, βρίσκεται στο “έλεος” του Schmier, ο οποίος αποτίνει τον φόρο τιμής που αναλογεί στους συμπατριώτες του, δίνοντας παράλληλα και μια κλασσική επίγευση στον δίσκο που μόλις τελείωσε. Ένας δίσκος που είχα τη πολυτέλεια να ακούσω αρκετές φορές μέχρι να καταλήξω στα παρακάτω σημαντικά συμπεράσματα, τόσο για το ποιόν του όσο και για τη μπάντα αυτή καθ’ αυτή.

Το πρώτο είναι πως οι DESTRUCTION τη στρογγυλή επέτειο 40 ετών από το μνημειώδες ντεμπούτο “Infernal overkill” το Μάιο, θα τη γιορτάσουν ατενίζοντας το μέλλον αισιόδοξα, έχοντας το “Birth of malice” φρέσκο στις αποσκευές τους. Έναν πολύ ωραίο δίσκο, που τιμάει τα μάλα το όνομα κάτω από το οποίο κυκλοφορεί, προσθέτοντας στην κληρονομιά που αυτό κουβαλάει μαζί του. Το δεύτερο, είναι πως η τωρινή σύνθεση της μπάντας, είναι η καλύτερη όχι μόνο συναυλιακά τα τελευταία έτη, αλλά και συνθετικά/στουντιακά. Και πλέον, με δύο σερί πολύ ωραίους δίσκους, αυτό δεν είναι κάτι που έτυχε, αλλά κάτι που οπωσδήποτε πέτυχε!

8,5 / 10

Υ.Γ.: Τρεις διαφορετικές προτάσεις για σήμερα: να ακούσετε το “Where obscurity sways” των PYRE, το “Kadath” των THE GREAT OLD ONES και το “Emovere” EP των OBSCURE SPHINX.

Γιάννης Σαββίδης

Νέος δίσκος DESTRUCTION. Κανονικά ο σεσημασμένος οπαδός μέσα μου θα σταματούσε την κριτική μετά από αυτή εδώ τη φράση και θα συνέχιζε περιχαρής την ακρόαση του νέου πονήματος των θρυλικών Γερμανών thrashers.  Θα προσπαθήσω όμως να τιθασεύσω τον ενθουσιασμό μου και να γράψω δυο λέξεις για το νέο τους άλμπουμ, που τιτλοφορείται “Birth of malice”.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι DESTRUCTION βρίσκονται σε τεράστια φόρμα και οι δουλειές τους διακρίνονται από εξαιρετική ποιότητα, κάτι που πιστοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το φοβερό “Diabolical” τρία χρόνια πριν. Με τους KREATOR να έχουν παρεκκλίνει αρκετά από τα thrash μονοπάτια και τους SODOM να έχουν σκαμπανεβάσματα, οι DESTRUCTION είναι ίσως το μοναδικό μέλος της Αγίας Τευτονικής Τριάδας που διακρίνεται από την σταθερότητα και την συνέπειά του, όχι μόνο από πλευράς απόδοσης αλλά και προσήλωσης στις αρχές του καθαρόαιμου thrash metal. Με βάση αυτά τα δεδομένα, το ερώτημα είναι αν το “Birth of malice” καλύπτει τις παραπάνω προσδοκίες. Και η απάντηση είναι ένα εμφατικό ΝΑΙ.

Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, και οι DESTRUCTION συνεχίζουν εδώ με το ίδιο line up του “Diabolical” και που είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε ζωντανά και λίγες μέρες πριν στη χώρα μας. Από το πρώτο κιόλας άκουσμα του “Birth of malice” είναι ξεκάθαρες οι προθέσεις των DESTRUCTION να θερίσουν κεφάλια χωρίς έλεος. Μετά από μια μικρή εισαγωγή που έχει τον τίτλο του άλμπουμ, μπαίνει σαν σίφουνας το αυτοβιογραφικό “Destruction” που σε γραπώνει κατευθείαν από την καρωτίδα.  Από εκεί και πέρα, υπάρχουν κομματάρες όπως το φανταστικό “Cyber warfare” ή το “No kings-no masters” που συνεχίζουν στον ίδιο φρενήρη ρυθμό αλλά και στιγμές όπου οι ταχύτητες πέφτουν, χωρίς να χάνεται στο ελάχιστο η δυναμική τους, για παράδειγμα στο “Scumbag human race”  και το “Chains of sorrow”.  Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει και στο “A.N.G.S.T.”, ένα ξεχωριστό κομμάτι που ενώ ξεκινά σε χαμηλούς ρυθμούς, απογειώνεται και εξελίσσεται σε έναν κλασικό thrash όλεθρο. Και βέβαια, ως είθισται, ο δίσκος κλείνει παραδοσιακά με διασκευή σε ένα κλασικό κομμάτι, αυτή τη φορά στο “Fast as a shark” των ACCEPT σε μια κολασμένη εκτέλεση.

Ηχητικά, το “Birth of malice” ακούγεται, στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, πιο ωμό και τραχύ και από το “Diabolical” (δώστε προσοχή στο “Greed “ για να καταλάβετε) ενώ παράλληλα όλες οι συνθέσεις στέκονται σε υψηλό επίπεδο. Όσο για την απόδοση της μπάντας, τι να πει κανείς! Ο Schmier ακούγεται σαν να περνάει δεύτερη εφηβεία, ο Randy Black είναι μια πυροβολαρχία μόνος του πίσω από τα τύμπανα, όσο για την κιθαριστική δουλειά των Martin Furia και Damir Eskic, τα σχόλια περιττεύουν. Δεν είναι μόνο τα κοφτερά σαν λεπίδες riffs, είναι τα μελωδικά solos που θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό  MAIDEN και σε συνδυασμό όλων, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που, μπορεί να ακουστώ υπερβολικός, αλλά με παραπέμπει στο “Release from agony” με την τεχνική τους.

Με το “Birth of malice” οι DESTRUCTION συνεχίζουν να κινούνται αγέρωχοι στο καταστροφικό μονοπάτι που οι ίδιοι έχουν χαράξει, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε τίποτα και σε κανέναν, παρά μόνο στους ίδιους, προσθέτοντας άλλον έναν εξαιρετικό δίσκο στην ένδοξη δισκογραφία τους, απαραίτητο για κάθε thrasher που σέβεται τον εαυτό του. Τίποτα λιγότερο, κανένας συμβιβασμός!

8,5 / 10

Θοδωρής Κλώνης

Brand New Metal Vol. 3 (21st February) – Killswitch Engage, Sacrifice, Scour and more

0
brand new

brand new

Ο Σάκης Φράγκος, στο “Brand New Metal”, με τη χορηγία της Kopparberg, κάνει μία video παρουσίαση των άλμπουμ που βγαίνουν κάθε Παρασκευή. Στην τρίτη εκδοχή του νέου κύκλου, μας μιλά για τους δίσκους που κυκλοφόρησαν στις 21 Φεβρουαρίου και συγκεκριμένα για τα νέα άλμπουμ των: KILLSWITCH ENGAGE, SACRIFICE, SCOUR, AIRFORCE, THE 7TH GUILD, VULTURES VENGEANCE και HIRAX.

A day to remember… 8/3 [BLACK LABEL SOCIETY]

0
Black Label

Black Label

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Mafia ” –BLACK LABEL SOCIETY
ETOΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ETΑΙΡΙΑ: Artemis Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Zakk Wylde
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά , κιθάρες, πιάνο, μπάσο – Zakk Wylde
Μπάσο – James LoMenzo
Τύμπανα – Craig Nunenmacher
Guests:
Barry “Lord” Conley- synthesizer, Minimoog, piano, PolyBox
Eddie Mapp – Minimoog στο “Say What You Will”

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ψηλός redneck είναι από τους καλύτερους κιθαρίστες στο heavy metal τα τελευταία 40 σχεδόν χρόνια. Από την πρώτη του επαφή με την μπάντα του Οzzy πίσω στο 1988 κατέστησε σαφές το ότι ήρθε για να μείνει. Συν το ότι κατάφερε και καθιέρωσε τον trademark ήχο του και αυτό δεν το λες και λίγο πράγμα. Η πορεία του για κάτι δικό του ξεκίνησε πίσω στις αρχές των 90s με τους PRIDE & GLORY και στα τέλη της δεκαετίας αυτής αποφάσισε να σχηματίσει τους ΒLACK LABEL SOCIETY που ως σήμερα, 25 χρόνια μετά, έχουν κυκλοφορήσει 11 studio άλμπουμ και ετοιμάζεται και νέος δίσκος.

Το “Mafia” που σήμερα κλείνει τα 20 χρόνια του από την κυκλοφορία του είναι το έκτο studio άλμπουμ του σχήματος με την μπάντα υπογράφει στην Αμερικάνικη Αrtemis Records για την κυκλοφορία του δίσκου αυτού. Επιπλέον στο σχήμα έχει προστεθεί ο μπασίστας James LoMenzo (WHITE LION, PRIDE & GLORY, RONDINELLI) που στα τέλη της χρονιάς θα αποχωρήσει όμως για να πάει στους ΜΕGADETH.

O δίσκος μουσικά δεν παρεκκλίνει από τον γνωστό groovy heavy metal ήχο της μπάντας με αρκετά κατά σημεία southern rock ψήγματα και για άλλη μια φορά ο Ζakk και η παρέα του μας παραδίδει ένα πολύ ωραίο μουσικό αποτέλεσμα. Από το εναρκτήριο “Fire it up” που αποτέλεσε και το δεύτερο από τα τρία singles του δίσκου στο “You must be blind” που φέρει μια “Sabotage” αύρα. Οι ΒLACK SABBATH επιρροές δεν μπορούν να απουσιάζουν, άλλοτε γίνονται περισσότερο αισθητές από το κανονικό (“Been a long time”) και άλλοτε απλά στέκονται εκεί σαν πυλώνες επιρροής όπως στο πολύ όμορφο “What’s in you”. To “Suicide messiah” κυκλοφόρησε σαν το πρώτο single του δίσκου και ακούγεται σαν ένα κατά κάποιο τρόπο ακυκλοφόρητο κομμάτι από το “Vol 4” των SABS. Άλλωστε ποτέ ο Zakk δεν έκρυψε την μεγάλη του αγάπη και επιρροή στους Βρετανούς γεννήτορες του σκληρού ήχου.

Τα “Forever down” και “Death march” είναι “τυπικά” ΒLS κομμάτια που πολλοί θα σκότωναν να τα έχουν γράψει αυτοί για τις μπάντες τους, από τους BLS έχεις την αίσθηση όμως ότι τους βγαίνει αβίαστα να γράφουν τέτοια κομμάτια, αυτό εισπράττεις σαν ακροατής.

To ρυθμικό “Too tough to die” και η μπαλάντα “In this river” που κυκλοφόρησε σαν τρίτο single ξεχωρίζουν επίσης. Το τελευταίο αφιερώθηκε στον εκλιπόντα Dimebag Darrell και παίχθηκε εξ ολοκλήρου από τον Ζakk Wylde. Tέλος, η ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ διασκευή στο “I Never dreamed” των LYNYRD SKYNYRD έρχεται να κλείσει τον δίσκο με τον πιο ωραίο τρόπο, που για όσους δεν γνωρίζουν ο Zakk είναι τεράστιος οπαδός του southern rock και μεγάλες του αγάπες είναι μεταξύ άλλων σχήματα όπως οι LYNYRD SKYNYRD και οι ALLMAN BROTHERS.

Ο δίσκος τα πήγε περίφημα μιας και κατάφερε και ξεπέρασε τις 250 χιλιάδες κόπιες, μάλιστα έφτασε και στην θέση 15 του billboard album charts, γεγονός που επιτεύχθηκε και από την καλή αποδοχή των τριών singles στα ανάλογα single charts. Και καθώς οι BLACK LABEL SOCIETY είναι σχήμα που αγαπά το σανίδι και οι συνθέσεις είναι φτιαγμένες για να παίζονται ζωντανά , θα ξεκινήσουν Αμερικάνικη περιοδεία, θα εμφανισθούν επίσης με τους ΒLACK SABBATH και θα παίξουν σε αμέτρητες εμφανίσεις στα festivals όπως τα Sweden Rock, Gods Of Metal, Ozzfest και φυσικά στο δικό μας αξέχαστο Rockwave, στις 25 Ιουνίου του 2005 μαζί με τους ΒLACK SABBATH και VELVET REVOLVER.

Το “Mafia” μπορεί να μην είναι ο καλύτερος δίσκος των ΒLACK LABEL SOCIETY αλλά σίγουρα αποτελεί άλλο ένα από τα πολύ καλά άλμπουμ στην δισκογραφία του σχήματος και αυτή την στιγμή σκέφτομαι ότι δεν έχω ακούσει κάποιο μέτριο ΒLACK LABEL SOCIETY δίσκο είναι η αλήθεια. Μετά από 20 ολόκληρα χρόνια το “Mafia” ακούγεται ακόμα ευχάριστα, διατηρώντας την φρεσκάδα του και την διαχρονικότητα του και αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο και το επιθυμητό. Έτσι δεν είναι;

Did you know that?

– To “I Never dreamed” που διασκευάζεται εδώ πρωτοκυκλοφόρησε στο τελευταίο δίσκο των LYNYRD SKYNYRD “Street survivors” του 1977 πριν την διάλυσή τους. Τρεις μέρες μετά την κυκλοφορία του δίσκου συνέβη το τρομερό αεροπορικό δυστύχημα που στοίχισε την ζωή σε τρία από τα μέλη του σχήματος (Ronnie Van Zant, Steve Gaines, Cassie Gaines) ενώ τα υπόλοιπα μέλη και οι τεχνικοί υπέστησαν τραυματισμούς. Αναπάντεχο τέλος για την πρώτη ιστορική σύνθεση της μπάντας.

– Η μπαλάντα “In this river” που αφιερώθηκε στον εκλιπόντα Dimebag Darrell ήταν ένα από τα πολλά κομμάτια που γράφθηκαν για τον δίσκο, αλλά επιλέχθηκε λόγω στίχων από τον Zakk ως φόρος τιμής στο αδικοχαμένο Dimebag Darrell που δολοφονήθηκε λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του δίσκου των BLACK LABEL SOCIETY.

– Τον Οκτώβριο του 2005 σε έναν αγώνα hockey των Los Angeles Kings o Ζakk έπαιξε τον εθνικός ύμνο της χώρας του. Το είχε ξανακάνει σε αγώνα hockey στην Νέα Υόρκη το 2001, σε έναν αγώνα των New York rangers.

Γιάννης Παπαευθυμίου

GRIP INC – The story behind “Power of inner strength” (Waldemar Sorychta)

0
Grip Inc

Grip Inc

Πριν λίγες μέρες, ο κιθαρίστας των GRIP INC κι ένας από τους παραγωγούς που καθόρισαν τον ήχο στο heavy metal τη δεκαετία του ’90, Waldemar Sorychta, βρέθηκε στην Ελλάδα και βρεθήκαμε στο πάντα φιλόξενο “God’s Restaurant” στην Πλάκα, για να φάμε το κατιτίς μας και πάνω απ’ όλα, να μιλήσουμε για την ιστορία του ντεμπούτου του συγκροτήματος (το οποίο ονομάζεται GRIP INC κι όχι GRIP I N C όπως «παραπονέθηκε» ο Waldemar ότι το ακούει μόνο στην Ελλάδα να προφέρεται έτσι!!!). Το “Power of inner strength” κυκλοφόρησε πριν ακριβώς 30 χρόνια και από κάτω θα μάθετε όλες τις αθέατες πλευρές του…

Λοιπόν, πρώτα από όλα Waldemar, νομίζω ότι πρωτογνωρίστηκες με τον Dave Lombardo όταν κάνατε το άλμπουμ των VOODOOCULT, “Jesus killing machine”. Πως εξελίχθηκε αυτή η φιλία, πως γνωριστήκατε και πως αποφασίσατε να φτιάξετε τη μπάντα;
Πρέπει να ήταν το ‘92 με ‘93. Βλέπω τον εαυτό μου πρώτα σαν μουσικό, αλλά ξεκίνησα το ‘89 με την μουσική της πρώτης μου παραγωγής και όλες οι παραγωγές που ξεκίνησα έκτοτε, έγιναν όλο και πιο δημοφιλείς. Και από όταν έκανα παραγωγή με τους TIAMAT, πολλοί άνθρωποι ήθελαν να τους κάνω παραγωγή, γιατί έκανα στη δεκαετία του ‘90 τις παραγωγές που ήταν οι πιο “καυτές”, κατά έναν ηλίθιο τρόπο. Όχι οι πιο “καυτές” βασικά, οι πιο διαφορετικές. Και τότε αυτός ο τύπος, ο Phillip Boa, ήρθε σε επαφή μαζί μου για να κάνουμε το δίσκο. Στην αρχή αρνήθηκα να το κάνω, σε φάση “αποκλείεται”, γιατί έχει μια πολύ κακή φήμη στη Γερμανία. Ήταν επίσης από το Dortmund. Αλλά σκέφτηκα “ΟΚ, πήγαινε να τον συναντήσεις”.
Νομίζω ότι ήταν πιο αγχωμένος, εγώ δεν ήμουν καθόλου αγχωμένος. Αλλά μετά μου είπε ότι ο Dave Lombardo είναι πιθανότατα η επιλογή γι’ αυτόν το δίσκο. Και μου άρεσε η μουσική. Οπότε στη πρώτη συνάντηση του έπαιξα δύο κομμάτια ή τρία που έγραψα και ηχογράφησα μόλις την προηγούμενη μέρα. Και μου είπε “θα αναλάβεις τη παραγωγή; Γιατί θα ήθελα αυτά τα κομμάτια στο δίσκο”. Οπότε, όταν είπα “ΟΚ, θα αναλάβω τη παραγωγή των VOODOOCULT”, τότε πήγα στον Dave, πρόβαρα τα κομμάτια μαζί του και μετά πήγαμε στο studio να ηχογραφήσουμε τα κομμάτια στο Los Angeles. O Dave, αρχίσαμε να παίζουμε στο προβάδικο του και αμέσως, μετά από 2 ώρες, μου λέει “το κάνω αυτό, γιατί αγαπάω αυτά τα 2 κομμάτια” και του λέω “ακριβώς αυτά τα δύο κομμάτια, ήταν τα κομμάτια που έγραψα εγώ”.
Και μετά με ρώτησε “θα ήθελες να μπεις στη μπάντα μου;”. Εκείνη τη στιγμή, υπήρχε ήδη ο Gus εκεί, αλλά δεν υπήρχε όνομα. Εκείνη τη στιγμή ακόμα και ο Bobby Gustafsson ήταν στις κιθάρες. Και μετά άλλος ένας μπασίστας που δεν θέλω να αναφέρω το όνομα γιατί δεν θέλω να μιλήσω πολύ άσχημα, αλλά πολύ πολύ κακός άνθρωπος. Θα έκανε μήνυση για το οτιδήποτε. Μας έκανε μήνυση γιατί έλεγε ότι έγραψε όλα τα κομμάτια, αλλά δεν τα είχαμε καν προβάρει ποτέ μαζί του. Δεν μπορούσε να παίξει καλά μπάσο και είπα “Dave, πρέπει να τον ξεφορτωθούμε”. Δεν θέλω καν να αναφέρω το όνομα του. Αλλά αυτό ήταν πριν έρθω εγώ. Και μετά, αμέσως μετά από αυτό, ο Dave κατά κάποιο τρόπο ερωτεύτηκε το κιθαριστικό μου στυλ και κολλήσαμε πάρα πολύ γρήγορα μαζί. Οπότε νιώσαμε ότι είχαμε το ίδιο όραμα μουσικά.
Όταν τζαμάραμε, κάναμε ταυτόχρονα κάποιες αλλαγές χωρίς να το καταλάβουμε! Οπότε η μουσική ήταν η νέα μας γλώσσα. Και τότε ο Dave αποφάσισε ότι θέλει να έχει μια μπάντα με το κλασσικό τρόπο, γιατί ήταν τεράστιος οπαδός του John Bonham και των LED ZEPPELIN, οπότε ήθελε αυτή τη κλασσικού τύπου σύνθεση: κιθάρα, μπάσο, drums και φωνητικά. Τίποτα άλλο. Οπότε για μένα ήταν δύσκολο το να είμαι ο μοναδικός κιθαρίστας στη μπάντα, γιατί σε οτιδήποτε είχα κάνει στο παρελθόν, είμασταν πάντα δύο κιθάρες. Οπότε δοκίμασα πολλά διαφορετικά μεγέθη χορδών και ό,τι μπορούσα. Ο ενισχυτής που έφερα, είχε τόση δύναμη που έπαιζα για δύο κιθάρες (μια αριστερά και μια δεξιά), που μας έλεγαν ότι ακουγόμασταν καλύτερα από άλμπουμ. Που είναι αδύνατον γιατί στο άλμπουμ είχαμε δύο κιθάρες, ενώ στο live είχαμε μια. Ωστόσο είχαμε τόση δύναμη επί σκηνής.
Οπότε, το ‘93 ήταν το ξεκίνημα με τον Dave, εξαιτίας των VOODOOCULT, αλλά όπως είπα: 2 ώρες μετά μου ζήτησε να μπω στη μπάντα του. Και μετά, ο Bobby έφυγε, ο μπασίστας έφυγε, οπότε αρχίσαμε να ψάχνουμε για μπασίστα. Εκεί ήρθε ο Jason (σ.σ.: Vierbrooks), όλα ήταν συγκεντρωμένα και το ‘93 ήταν το πραγματικό ξεκίνημα των GRIP INC.

Οπότε ο Bobby Gustafsson ήταν στο συγκρότημα, αλλά χρειαζόταν να είναι μόλις ένας κιθαρίστας.
Ο Dave το αποφάσισε μετά αυτό. Προτού γνωρίσει εμένα, αυτή η μπάντα θα ήταν πιθανότατα οτιδήποτε, ίσως με τον Bobby Gustafsson. Από το σημείο που ο Dave γνώρισε εμένα, δεν ήταν ευχαριστημένος με το παίξιμο του Bobby Gustafsson και είπε “θέλω μόνο τον Waldemar ως κιθαρίστα”. Ήταν επιλογή του Dave και είπα “γιατί όχι;”. Δεν είχα υπάρξει ποτέ ο μοναδικός κιθαρίστας, τώρα δε μπορώ να φανταστώ να είμαι με δύο κιθαρίστες. Αυτό το έκανα με τους EXHORDER, αλλά δεν ήταν η δική μου μπάντα.

Σωστά, ήσουν live session μουσικός. Λοιπόν, όταν ο Dave έφυγε από τους SLAYER, τι ήθελε να βρει στη μουσική που σκόπευε να παίξει; Ένιωσε περιορισμένος ή καταπιεσμένος από τη μουσική των SLAYER εκείνη τη περίοδο;
Όχι εγώ, εγώ πάντα κάνω το δικό μου πράγμα. Όταν πέταξα να συναντήσω τον Dave, να σου είμαι ειλικρινής, δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένος. Ήμουν μεγάλος οπαδός των SLAYER και ιδιαίτερα του στυλ παιξίματος του Lombardo, που είναι μεγάλο κομμάτι της μουσικής των SLAYER για μένα. Με τον Paul Bostaph, που είναι καλός drummer, αλλά αντέγραψε τον Dave. Και όταν ο κόσμος άρχισε να λέει για τους GRIP INC ότι αντιγράφουμε τους SLAYER, ήταν μπούρδες, γιατί ήταν το στυλ παιξίματος του Dave, που για μένα ήταν ένα 50% της μουσικής των SLAYER. Απλά άκου πως έπαιζε ο Paul Bostaph στους FORBIDDEN και πως έπαιζε στους SLAYER. Δεν θα σκεφτείς ότι είναι ο ίδιος drummer.
Δεν έπαιξε έτσι στους FORBIDDEN, αλλά το έκανε στους SLAYER. Ο Dave έπαιζε πάντα το δικό το στυλ, εγώ έπαιζα πάντα το δικό μου στυλ και όταν γνωριστήκαμε και αρχίσαμε τους GRIP INC, τέσσερα κομμάτια που ήδη υπήρχαν, ο Dave τα έγραψε, αλλά να σου είμαι ειλικρινής δεν ήταν σε αυτό το στάδιο που ένιωθες ότι μπορούσαν να γίνει κάτι μεγάλο. Οπότε αμέσως σκεφτήκαμε ότι πρέπει να γράψουμε καινούργια κομμάτια. Από τη στιγμή που εγώ ξεκίνησα σαν παραγωγός και συνθέτης για τους GRIP INC και βγήκα μπροστά με κομμάτια και ιδέες που εγώ είχα, οι εταιρείες έκαναν ουρά για να μας υπογράψουν. Οπότε είχαμε τις καλύτερες επιλογές για μια καλή συμφωνία.
Οπότε όπως είπα, δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, προσπαθήσαμε να διαχωριστούμε από τους SLAYER. Ποτέ δεν παίξαμε κομμάτια των SLAYER ζωντανά. Μόνο στην τελευταία συναυλία του Dynamo 1995, γιατί ήμουν καλεσμένος του Dynamo από την αρχή. Είχα το προνόμιο να με τιμήσουν έτσι, σε ένα επετειακό show για τα 10 χρόνια του Dynamo, 120,000 κόσμος και είπα “εντάξει παιδιά, σήμερα θα παίξουμε το “Raining blood”!”. O Gus δεν μπορούσε να το τραγουδήσει, οπότε ο Robb Flynn των MACHINE HEAD ήταν να το τραγουδήσει, αλλά ένα τραγούδι πριν είχε φύγει από τη σκηνή και δεν ήταν εκεί. Οπότε το παίξαμε απλά instrumental. (γέλια)

Ναι, αλλά ποια ήταν η ανάγκη του Dave, όταν έφυγε από τους SLAYER; Είχε τον Gus Chambers που ήταν ένας πιο hardcore punk τραγουδιστής, όχι αμιγώς metalhead. Ποιος ήταν ο λόγος να φτιάξεις μια μπάντα σαν τους GRIP INC;
Πρέπει να καταλάβεις το εξής. O Dave είχε προτάσεις κι από άλλες μπάντες φυσικά. Δεν θα πω ονόματα βέβαια, αλλά ήταν μεγάλες μπάντες που τον ρωτούσαν αρχικά αν ήθελε να γίνει μέλος τους. Αλλά ο Dave ήταν εκνευρισμένος από το γεγονός ότι οι SLAYER τον απέλυσαν. Ήταν σε φάση “Θέλω να αποδείξω το ποιος είμαι. Θα φέρω τη δική μου μπάντα και θα σας αποδείξω ότι είμαι καλύτερος από αυτό που νομίζετε. Είμαι κάτι παραπάνω από απλά ένας drummer”. Και αυτή ήταν όλη του η δύναμη να φτιάξει τη δική του μπάντα, με κάθε κόστος. Του πήρε κάποιο καιρό να βρει τους σωστούς ανθρώπους. Οπότε αυτό, γιατί πάντα βλέπουμε τους εαυτούς μας ως trio.
O Jason και ο Stuart ήταν μουσικοί που προσλάβαμε είτε για το studio είτε για τη σκηνή. Αλλά δεν ήταν ποτέ κομμάτι της συνθετικής διαδικασίας ή των αποφάσεων. Οπότε ήταν, ο Dave, o Gus και εγώ. Ήμασταν ο πυρήνας και η καρδιά της μπάντας. Γι’ αυτό, για παράδειγμα στο τελευταίο άλμπουμ “Incorporated”, έχουμε μια φωτογραφία των 3 μας. Ομοίως το “Rusty nail” video έχει μόνο εμάς τους 3 γιατί αυτή βασικά είναι η καρδιά της μπάντας. Το δύσκολο πράγμα με τους GRIP INC είναι πως δεν μπορείς να τους συγκρίνεις με κάποια νέα μπάντα. Έχουμε πάντα το δικό μας ύφος.

Κάποτε έλεγα πως οι GRIP INC ήταν η πρώτη groove metal μπάντα που υπήρξε ποτέ. Δηλαδή, δημιούργησαν ένα νέο στυλ. Δεν είναι thrash metal, ήταν κάτι άλλο.
Φυσικά, είχαμε το “Hostage to heaven” και σε κάθε άλμπουμ και άλλα κομμάτια επίσης. Αλλά ξέρεις, απλά αγαπούσα τη μουσική. Ακούω τόσα διαφορετικά πράγματα, ακούω flamenco, ακούω κλασσική μουσική. Απλά μου αρέσει η μουσική που έρχεται μέσα από τη καρδιά, όχι που βασίζεται σε χρηματική επιτυχία. Γιατί πρέπει να διαχωρίσουμε την επιτυχία από την επιτυχία. Άνθρωποι με ρωτάνε “ήσουν καθόλου επιτυχημένος;” και τους απαντάω “τι θεωρείτε επιτυχημένο;”. Υπάρχουν μπάντες που βγάζουν λεφτά, αλλά κάνουν αυτό που ζητάει η σκηνή. Είναι σκλάβοι του συστήματος. Κάνουν κάτι, για να βγάλουν περισσότερα λεφτά από αυτό.
Για μένα πραγματική ελευθερία και πραγματική επιτυχία σημαίνει ότι κανένας δεν μας λέει τι να κάνουμε. Ό,τι κάνουμε είναι βασισμένο στα δικά μας συναισθήματα, τη μουσική μας και τις ιδέες μας. Κάθε εξώφυλλο, κάθε γραμμή, κάθε νότα μουσικής, βασισμένο στα συναισθήματα μας και τις σκέψεις μας, όχι σε κάτι που η δισκογραφική σου λέει να κάνεις γιατί τώρα, αυτό το είδος μουσικής είναι πιο δημοφιλές. Πολλές φορές επίσης, έχω το συναίσθημα, ότι ήμασταν χρόνια μπροστά από το κοινό. Διότι μετά από χρόνια, πράγματα τα οποία κάναμε εμείς, αρχίσανε να γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλή. Γι’ αυτό νομίζω πως κάθε φορά που ακούω κάτι από αυτό το γκρουπ, σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να είχε βγει τώρα.
Οι δίσκοι μας δεν ακούγονται σαν μουσική της δεκαετίας του ‘80 ή του ‘90. Ακόμα και σε 10 χρόνια μπορείς να το ακούσεις, ηχητικά και συνθετικά δεν ακούγεται σε φάση “α, είναι ένας τυπικός δίσκος δεκαετίας ‘80”.

Πόσο περίεργο είναι, να έχεις μια μπάντα, με έναν Αμερικανο-Κουβανό drummer, έναν Γερμανό κιθαρίστα, με έναν Βρετανό τραγουδιστή και έναν Αμερικάνο μπασίστα; Δύσκολο, διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικά υπόβαθρα…
Κι έναν ακόμα, από τον Καναδά, ο Stuart ήταν από τον Καναδά. Αυτό είναι το θέμα, όταν δεις πόσες παραγωγές έχω κάνει, με πόσες διαφορετικές μπάντες από πόσες διαφορετικές χώρες, σε εκείνο το σημείο βλέπεις πόσο διεθνής είναι η μουσική. Ότι η μουσική είναι η γλώσσα μας. Δεν έχει σημασία αν είσαι στην Ιαπωνία, αν είσαι στον Καναδά, αν είσαι στην Λατινική Αμερική ή οπουδήποτε. Όταν άνθρωποι του metal βρίσκονται, αυτή είναι η γλώσσα που μιλάνε. Συμπεριφέρονται και αγαπάνε τη μουσική, γιατί το metal είναι από τα πολύ λίγα μουσικά είδη που από την αρχή μέχρι σήμερα, έχει μια συγκεκριμένη υπερηφάνεια. Οι άνθρωποι κάνουν οτιδήποτε γι’ αυτή τη μουσική και την ζουν.
Δεν αλλάζουν μπάντες που ακούνε κάθε λίγο χρόνια. Αυτό συμβαίνει, σε διάφορα άλλα είδη υπάρχει το “ΟΚ, ακούω αυτό τώρα που είναι “in” και τον επόμενο μήνα, ακούω κάτι άλλο”. Στο metal οι άνθρωποι από όλο το κόσμο είναι πολύ πιστοί στις μπάντες και στο κάθε τι που ακούνε. Έχω γυρίσει το κόσμο με περιοδείες, ο κόσμος είναι πιστός στη μουσική και χτίζουν μια οικογένεια.
Η metal μουσική είναι σε όλο το κόσμο, σαν μια οικογένεια. Γι’ αυτό δεν είχαμε και κανένα πρόβλημα. Για την ακρίβεια, αυτή ήταν και η μαγεία αυτού του συγκροτήματος, ήρθαμε από τόσο διαφορετικά υπόβαθρα, που από τη στιγμή που βρεθήκαμε, δημιουργήσαμε κάτι τελείως διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο.
Αλλά όλο αυτό ήταν 100% εμείς. Γι αυτό διαλέξαμε αυτά τα κομμάτια που και οι 3 μας ήμασταν σίγουροι γι’ αυτά. Και αυτή ήταν η μαγεία των GRIP INC, ότι μέχρι σήμερα, δούλεψε.

Πως ο Manfred Schütz από την Steamhammer, αποφάσισε να σε προσεγγίσει και να σας υπογράψει με μια εταιρεία, που εκείνα τα χρόνια δεν ήταν όσο δημοφιλής ήταν η Noise για παράδειγμα. Τι έκανε κλικ με τον Manfred;
ΟΚ, έλεγε Steamhammer, αλλά είχαμε το συμβόλαιο απευθείας με την SPV. H SPV αυτή τη περίοδο, ήταν ο μεγαλύτερος διανομέας. Η δισκογραφική ήταν η Steamhammer, αλλά η SPV ήταν ο διανομέας. Διένειμαν δίσκους από Nuclear Blast, από Century Media, από κάθε άλλη εταιρεία. Οπότε, σε αυτό το σημείο, ήταν νομίζω μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες στην Ευρώπη και έχουμε απευθείας συμφωνία μαζί τους. Οπότε οι GRIP INC ήταν στην ουσία εταιρεία του εαυτού τους, που υπέγραψε μια άδεια με την SPV να μας προωθήσει στην Ευρώπη και στην Αφρική νομίζω. Είχαμε για Βόρεια Αμερική με την Metal Blade και για την Ιαπωνία με την JVC. Οπότε είχαμε τρεις συμφωνίες, για τρεις διαφορετικές περιοχές στο κόσμο. Ήταν μια έξυπνη συμφωνία από τη πλευρά του management μας εκείνη τη περίοδο. Πάντα υπήρχαμε με το σκεπτικό ότι οι GRIP INC είναι η δισκογραφική λίγο πολύ και διανέμουμε τους δίσκους μέσω άλλων εταιρειών και το κάνουν για εμάς.

Όταν πρωτοδείξαμε το video clip για το “Ostracized”, ήταν πολύ παράξενο να βλέπουμε τον drummer ως frontman και τον Gus στο βάθος. Πως το σκεφτήκατε αυτό; Θέλατε να δείξετε ότι αυτή είναι η μπάντα του Dave Lombardo;
Όχι, όχι, δεν ήταν βασικά η κύρια ιδέα. Ήταν κάτι για να το κάνουμε διαφορετικό. Αυτό που πρέπει να ξέρεις είναι ότι κάναμε το video σε ένα studio και αυτή η εταιρεία είχε ένα εντελώς διαφορετικό όραμα γι’ αυτό από αυτό που είχαμε εμείς. Το κομμάτι μιλάει για τους άστεγους, όχι για τους στρατιώτες. Υπάρχει ένας στίχος που αναφέρει τη λέξη “veteran” (σ.σ.: “veteran defender of nations”) αλλά είναι ένας στίχος. Οπότε όταν φτάσαμε στο Texas, δύο μέρες με το αμάξι από την California και βρεθήκαμε στο studio, γιατί έπρεπε να το δω, είχα σοκαριστεί. Έπρεπε να πάρω τηλέφωνο το management και να τους πω “δεν θα το κάνω έτσι”. Ήταν μια μεγάλη Αμερικάνικη σημαία πίσω μου και γύριζαν σκηνές με στρατιώτες. Αυτό το κομμάτι δεν είναι για το πόλεμο, αυτό το κομμάτι δεν είναι για τους στρατιώτες, είναι για τους άστεγους.
Και δεν βλέπω το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να παίξω μπροστά από την Αμερικάνικη σημαία. Είμαι Γερμανός, έχουμε Άγγλο τραγουδιστή, γιατί να τραγουδήσει μπροστά από μια Αμερικάνικη σημαία; Πέρα από τον Jason, ΟΚ και τον Dave που είναι φυσικά Αμερικάνος, αλλά έχει ρίζες από τη Κούβα. Αυτό δεν ανήκει σε μας, θέλω να το βγάλετε αυτό. Όχι από ασέβεια, αλλά “αυτό το κομμάτι και εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με αυτή τη σημαία”. Το έβγαλαν και ξόδεψαν τόσο χρόνο κόβοντας τις συγκεκριμένες σκηνές που δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου στο τέλος. Μόνο αυτές που είχαν να κάνουν με άστεγους. Που και πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί οι άστεγοι είναι πάντα στρατιώτες, γιατί όπως είπα, το κομμάτι δεν είναι γι’ αυτούς. Υπάρχει ένας στίχος γι’ αυτούς, αλλά το κομμάτι είναι για εκείνους που το σύστημα δεν αποδέχεται πια στην καθημερινή ζωή τους.
Δεν έχει σημασία το τι έκαναν, μπορούσαν να είναι γιατροί, δάσκαλοι, στρατιώτες και μόλις καταρρεύσουν, μπορείς να τους πατήσεις και η κοινωνία τους παραγκωνίζει. Οπότε αυτό υποτίθεται πως πραγματεύεται το video clip και όχι Αμερικάνους στρατιώτες. Ακόμα και το εξώφυλλο του single από την Metal Blade ήταν με Αμερικάνικη σημαία και στρατιώτες. Και έχασαν τελείως το point. Επίσης, δεν θέλω να μιλάω άσχημα, αλλά είναι δείγμα της Αμερικάνικης αλαζονείας. Προβάλλουν μόνο τους εαυτούς τους “εμείς αυτό, εμείς το κάνουμε καλύτερα”. Ήμαστε ένας κόσμος, κάποια μέρα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί, όχι ο ένας ενάντια στον άλλον. Βγάλαμε ένα μπλουζάκι κάποτε, είχαμε ένα κομμάτι στο “Solidify”, που και πάλι είναι το point των διαφορετικών εθνών. Το “Human?” με τον στίχο “am I human? Answer me”.
Είχα κάνει το σχέδιο, μπροστά ήταν κάτι άλλο, πίσω ήταν οι ημερομηνίες της περιοδείας, με τις τέσσερις σημαίες. Αμερική, Γερμανία, Αγγλία, Καναδάς. Και έγραφε από κάτω “World Human?”. Γιατί ήταν σημαντικό να δεις το ότι παρά τη χώρα προέλευσης σου, ακόμα είσαι άνθρωπος.

Πόσο δύσκολο ήταν για όλους σας και ειδικά για τον Dave, να συγκρίνεται πάντα με τους SLAYER όταν πρωτοξεκινήσατε;
Να σου είμαι ειλικρινής, είναι όπως με το ποδόσφαιρο. Πάντα θα συγκρίνεσαι σαν ομάδα με όταν είσαι σε καλή μέρα και κερδίζεις, αλλά θα έχεις και κακές μέρες επίσης. Οπότε, δεν το πολυπροσέξαμε αυτό. Δεν μας ενόχλησε. Νομίζω ότι οι SLAYER πέρασαν περισσότερο καιρό να σκέφτονται εμάς από ότι εμείς τους SLAYER. Γιατί θυμάμαι, ήταν σαν τιμή για μένα ότι ο Kerry King μιλούσε σε συνεντεύξεις μετά την ερώτηση “άκουσες τη καινούργια μπάντα του Dave Lombardo, GRIP INC;”. Και μιλούσε άσχημα για μένα, σε μια συνέντευξη έλεγε “ναι, μπορεί να παίξει κιθάρα αυτός ο τύπος, αλλά θα δεν έχει συναίσθημα για metal”. Και ξέρεις πως έμαθα να παίζω κιθάρα; Έπαιζα κομμάτια των METALLICA και των SLAYER κάθε μέρα.
Ξεκίνησα στη μουσική πολύ νωρίς όταν ήμουν 6 χρονών, αλλά με ακορντεόν και πιάνο. Στα 12 σταμάτησα γιατί είχα ήδη αρχίσει να ακούω metal. Και μετά, άρχισα να παίζω κιθάρα στα 14-15 και πήγαινα στο ωδείο μόνο για να πάρω τα πρώτα μαθήματα, πως να κρατάω το χέρι και τα λοιπά. Και από τότε, έπαιζα όλα τα κομμάτια. Γι’ αυτό μπορώ και να βγάλω ένα πολύ καλό jam session, να αυτοσχεδιάσω. Και έπαιζα πάνω από κομμάτια των SLAYER. Οπότε όταν λες ότι δεν έχω συναίσθημα γι’ αυτή τη μουσική, αυτό είναι τιμή μου γιατί παίζω πάνω από κομμάτια των SLAYER. Και μπορώ να παίξω όλα τα κομμάτια των SLAYER αμέσως, θεωρώ τιμή μια μπάντα που ήταν η αγαπημένη μου, σπατάλησε χρόνο να μιλήσει άσχημα για μένα. (γέλια)
Δεν είπα ποτέ κάτι άσχημο για εκείνον, γιατί να το κάνω; Κάνει το κομμάτι του και κάνω το δικό μου.

Ο Kerry King λέει άσχημα πράγματα γενικά, δεν έχει σημασία ποιος είναι, γι’ αυτό και ο κόσμος τον αγαπάει τόσο πολύ (γέλια). Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, “Longest hate”, πιστεύω ταιριάζει σαν γέφυρα για το “Nemesis”. Άμα τα ακούσεις δίπλα – δίπλα, ακούγεται σαν γέφυρα.
Θα σου πω το εξής που ξεκίνησε με εμένα πριν πολύ καιρό. Όταν ακούς το δεύτερο άλμπουμ των DESPAIR, “Decay of humanity”, ακούσεις το τελευταίο κομμάτι και έπειτα ακούσεις το πρώτο κομμάτι του “Beyond all reason”, αρχίζει με το ίδιο riff με το οποίο τελειώνει το άλλο κομμάτι. Οπότε ήθελα κάτι παρόμοιο. Όταν κοιτάζεις την ιστορία των GRIP INC, βλέπεις ότι το τελευταίο κομμάτι του κάθε δίσκου είναι κάτι πολύ ξεχωριστό και συνήθως το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου. Και με κάποιο τρόπο, σου δείχνει ότι αυτό είναι το τέλος του δίσκου. Και το “Longest hate” είναι βασισμένο στο μίσος των ανθρώπων. Είτε είναι θρησκεία, είτε είναι πολιτική, είτε είναι το χρώμα του δέρματος, οτιδήποτε, άνθρωποι μισούν ο ένας τον άλλο.
Οπότε πήραμε ανθρώπους από τη περιοχή γύρω από το studio: Ιάπωνες, κάποιον Άραβα. Ακόμα δεν ξέρουμε τι είπε (γέλια), τον μάθαμε ότι αυτή είναι η λέξη, γιατί παραγγέλναμε συνέχεια πίτσα από εκεί, οπότε ελπίζαμε ότι είπε το σωστό πράγμα. Οπότε μιλήσαμε σε διαφορετικές γλώσσες στην αρχή, όλοι μιλάνε στην αρχή. Πάντα για την ειρήνη, γιατί χρειάζεται να παλέψετε ο ένας με τον άλλο; Απλά χαλαρώστε και βρείτε τα. Και αυτό είναι το κύριο θέμα του κομματιού. Και όταν έρχεται το πιο βίαιο μέρος όπου ο Gus τραγουδάει για όλη αυτή τη παράνοια, οι στίχοι είναι υπέροχοι. Όλοι οι στίχοι του Gus είναι υπέροχοι. Αλλά ειδικά άμα ακούσεις τώρα το κομμάτι αυτό και ανοίξεις τις ειδήσεις, το κομμάτι είναι εντελώς επίκαιρο, κάθε φορά. Γιατί εμείς οι άνθρωποι δεν αλλάζουμε, είναι ηλίθιο! Κάνουμε τα ίδια λάθη, βλέπεις τι συμβαίνει…διαβάστε βιβλία!
Μάθετε από τα βιβλία που λένε τι έγινε στη Γερμανία το 1933. Ζούμε σε μια εποχή που τα πράγματα επαναλαμβάνονται. Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά νομίζω όλοι καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάω. Και αυτό είναι απλά τρομακτικό. Δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας και όχι μόνο αυτό, προσηλωνόμαστε στο να κάνουμε τα ίδια λάθη, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα τα πάμε καλύτερα. Όχι, δεν θα τα πάμε καλύτερα, θα καταλήξει όπως η Γερμανία το 1945. Οπότε, είναι ένα φοβερό κομμάτι, αλλά όπως είπα, κάθε δίσκος έχει ένα πολύ ξεχωριστό κομμάτι για το τέλος. Πάντα κάτι ξεχωριστό σε σχέση με τον υπόλοιπο δίσκο. Και αυτό είναι κάτι που το κρατήσαμε, σε κάθε άλμπουμ.

Μπορείς να μοιραστείς μαζί μας κάποιες αστείες ιστορίες από το studio;
Α, νομίζω ότι οι περισσότερες από αυτές δεν είναι για να βγουν προς τα έξω! (γέλια) Γιατί είχαμε πολλές αστείες στιγμές. Ειδικά στη πρώτη περιοδεία που κάναμε με τους MOTORHEAD, περάσαμε πάρα πολύ καλά. Αλλά από το studio, θυμάμαι να λέω στον Gus να μην πιεί αλκοόλ κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του δίσκου, γιατί χρειάζεται να συγκεντρωθούμε και δεν το τήρησε. Τον θυμάμαι να ανοίγει μπύρα και να του λέω “Gus, δεν πίνουμε στο studio”. Αλλά ξέρεις, άμα πιείς μια ή δύο μπύρες για να χαλαρώσεις τη φωνή σου, δεν είναι πρόβλημα. Αλλά μια από τις αστείες ατάκες και αυτό είναι σε συνέντευξη που κάναμε, είπε “τα βρίσκουμε στο studio, μιλάμε για τα πάντα. Όχι απλά μιλάμε, αλλά μιλάμε σοβαρά και δεν τσιτώνουμε ο ένας τον άλλον. Αυτό το κάνουμε μετά το studio!”. (γέλια)
Και όταν πραγματικά συνέβη, ο Gus ήταν πολύ τσαντισμένος γιατί τον πίεσα. “Δεν είναι αρκετά καλό, έχεις παραπάνω δύναμη μέσα σου”. Ήθελα να τον κάνω θυμωμένο, για να τραγουδήσει θυμωμένα. Κάποιες φορές, ξέρεις, οι άνθρωποι δεν με γουστάρουν γι’ αυτό, αλλά όταν ο δίσκος ολοκληρώνεται, βλέπουν τι πραγματικά εννοούσα. Και ο Gus είχε θυμώσει τόσο πολύ μαζί μου, οπότε του είπα “ας κάνουμε ένα διάλειμμα, πάμε για βραδινό”. Και περάσαμε μπροστά από ένα μαγαζί που πουλούσε παπούτσια και ο Gus ήταν τόσο τσαντισμένος που πήρε ένα παπούτσι και μου το πέταξε! (γέλια) Οι άνθρωποι από το μαγαζί βγήκαν σε φάση “τι διάολο;!”. Αλλά όλα ήταν καλά, αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον. Ήμασταν πραγματικά σαν οικογένεια. Και δεν το ωραιοποιώ, ο Gus ήταν πάντα σαν αδελφός μου. Διαφέραμε σε συγκεκριμένα πράγματα, αλλά σε άλλα, ταιριάζαμε ακριβώς.
Λάτρευα αυτή τη μπάντα, λάτρευα τον Dave και τον Gus γιατί ήμασταν τόσο διαφορετικοί αλλά όσον αφορά τη μουσική, αυτό έβγαζε αυτόν τον διαφορετικό, αυθεντικό ήχο. Και αυτό ήταν το πιο ξεχωριστό κομμάτι

GRIP INC

Οπότε νομίζεις ότι το να είσαι τόσο διαφορετικός, να έχει διαφορετικά υπόβαθρα ο καθένας, είναι αυτό που έκανε τόσο ξεχωριστούς τους GRIP INC; Είχες αντιληφθεί πόσο ξεχωριστοί θα ήταν οι GRIP INC μετά από πολλά χρόνια, όταν έκανες τους δίσκους;
Θα είναι πάντα. Ξέρω τι κάνω, πως να γράφω κομμάτια. Ποτέ δεν κοιτάζω πίσω, να αντιγράψω κάτι που έκανα στο παρελθόν. Γιατί η μουσική για μένα δεν είναι να ακούς ένα άλμπουμ και να θες μετά να κάνεις ακριβώς το ίδιο. Η μουσική για μένα είναι μια ιστορία που βιώνεις, που βάζεις συναισθήματα, οραματίζεσαι τι είχες χθες για παράδειγμα και το αποτυπώνεις σε μουσική. Πολλές φορές, ακούω τα κομμάτια μου που έκανα 30 χρόνια πριν και ακόμα νιώθω τι έγινε μια μέρα πριν, τι ρούχα φορούσα, αν έβρεχε ή αν είχε ήλιο. Το ακούω στη μουσική και αυτό είναι κάτι που μπορείς να κάνεις μόνο αν το κάνεις με αγάπη και αν το κάνεις το πάθος σου, όχι απλά σαν μια δουλειά.

Ήσουν σε επαφή με τον Gus, μετά τη διάλυση των GRIP INC;
Ναι και μάλιστα προσέξαμε το λυπηρό κομμάτι. Είχα κάποτε μια μπάντα με το όνομα ENEMY OF THE SUN, επίσης είχαμε θέσεις σε μεγάλα festival. Ήμασταν επίσης και σε καλό σημείο, δίσκος του μήνα σε πολλά περιοδικά. Νομίζω ότι ακόμα και στο Rock Hard ήμασταν δίσκος του μήνα. Όπου κοίταζες, άνθρωποι γούσταραν τους ENEMY OF THE SUN. Και ρώτησα τον Gus αν θα ήθελε να κάνουμε ένα ξεχωριστό show όπου οι ENEMY OF THE SUN θα παίζαμε μόνο κομμάτια GRIP INC. Ήρθε στο μέρος μας, πρόβαρε για μερικές μέρες, σε ένα festival παίξαμε δύο κομμάτια σε μεγάλη σκηνή πάλι. Μετά παίξαμε σε ένα μικρό open air, ένα show που το αποκαλέσαμε “ENEMY OF THE SUN plays GRIP INC set”. Και το ένιωσα σαν GRIP INC, δεν ήταν ο Dave αλλά ευτυχώς είχα έναν πολύ καλό drummer.

Οπότε πρέπει να ήταν καταστροφικό να ακούς τα νέα για το θάνατο του
Ναι. Μέχρι σήμερα λέω “πρέπει να μάθω να ζω με αυτό”, αλλά ποτέ δεν θα συμφωνήσω με την επιλογή του. Ωστόσο, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω το χρόνο. Ήταν αυτό που ήταν και πρέπει όλοι να ζήσουμε με αυτό.

Πριν το τέλος, ήσουν από τους πιο διάσημους παραγωγούς. Υπήρχε ο “ήχος του Waldemar Sorychta” στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 με αρχές της δεκαετίας του ‘00, με την Century Media, με άλμπουμ σαν το “Mandylion” (THE GATHERING), σαν το “Wildhoney” (TIAMAT), σαν τα άλμπουμ των LACUNA COIL, το “Karmacode” για παράδειγμα, το “Ceremony of opposites” των SAMAEL, SENTENCED….τόσες πολλές δουλειές. Ήταν ο trademark ήχος των Woodhouse studios, όπως και των Fredman studios.
Οι παραγωγές μου δεν ακούγονται ποτέ σαν τον τυπικό ultra ήχο. Ο ήχος που έκανα ήταν εστιασμένος στην μπάντα. Είμαι ένας πολύ μουσικός παραγωγός. Πρέπει να γουστάρω τη μπάντα στην οποία κάνω παραγωγή, να γουστάρω τη μουσική, αλλά επίσης και τη προσωπικότητά της. Μπορεί να είναι οι καλύτεροι μουσικοί και η καλύτερη μουσική, αλλά αν είναι μαλάκες, δεν θα μπορούσα να δουλέψω μαζί τους. Οπότε όλα πρέπει να δουλεύουν σωστά, να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον. Επιπλέον, αυτή τη περίοδο, γίνομαι μέρος της μπάντας. Οπότε η οπτική μου είναι να εστιάσω σε αυτή την ιδέα της μπάντας. Γι’ αυτό κάθε μπάντα έχει έναν διαφορετικό ήχο, έχει ένα διαφορετικό υπόβαθρο και διαφορετική νοοτροπία.
Πάντα προσπαθούμε για τον καλύτερο δυνατό ήχο προκειμένου να το αναδείξουμε. Και πάντα λέω, “από εδώ και στο εξής, δεν είσαι ο κιθαρίστας, δεν είσαι ο drummer. Από εδώ και στο εξής, πρέπει να εξυπηρετείς το κομμάτι, όχι τον εαυτό σου”. Και αυτό είναι το μυστικό του πως να δημιουργείς μουσική. Ότι εσύ βάζεις τη μπάντα πρώτη στο τραγούδι, όχι τον εαυτό σου. Επίσης, πάντα λέω “δες όλα τα κουμπιά, χιλιάδες κουμπιά. Μπορείς πάντα να πεις ‘αλλάξανε πράγματα’, όχι, αλλάξανε εισόδους, αλλάξανε το εύρος του ηλεκτρισμού ή κάτι τέτοιο. Αλλά η μουσική, δεν αρχίζει από ένα κουμπί. Η μουσική αρχίζει εδώ. Όταν αγγίζεις μια χορδή, αυτό είναι η μουσική. Αυτό είναι κάτι που άμα δεν δουλεύει, δεν μπορείς καν να το αλλάξεις στη μίξη, πρέπει να το κάνεις τώρα. Και η πρώτη κίνηση είναι να παίξεις το κομμάτι, έτσι δημιουργείς το κομμάτι”.
Αυτό είναι κάτι που είναι η φιλοσοφία μου που πάντα δίνω στις μπάντες. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν θα βρεις δύο παραγωγές μου, με τον ίδιο ήχο. Όλες έχουν το δικό τους γνώρισμα σε σχέση με τη μπάντα.

Οπότε πιστεύεις ότι αυτό είναι το μυστικό σε σχέση με την επιτυχία που έχεις ως παραγωγός.
Όχι, δεν είναι μυστικό, αλλά ναι, αγαπάω τη μουσική και δεν τη βλέπω σαν προϊόν. Τη βλέπω σαν κάτι που έρχεται από μέσα μας, από τα συναισθήματα μας, σαν κομμάτι της ζωής μας.

Σάκης Φράγκος
(απομαγνητοφώνηση: Γιάννης Σαββίδης)

A day to remember… 7/3 [GRIP INC]

0
GRIP INC

GRIP INC

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Power of inner strength” – GRIP INC
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: SPV/Steamhammer
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Waldemar Sorychta
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Gus Chambers
Κιθάρες – Waldemar Sorychta
Μπάσο – Jason Vierbrooks
Drums – Dave Lombardo

Φτιάχνεις τον πρώτο καφέ της ημέρας, κάθεσαι και ακούς για μια ακόμα (νιοστή) φορά, το μεγαλειώδες, μνημειώδες δημιούργημα που ακούει στο όνομα, “Power of inner strength”. Αν δεν είναι ΑΥΤΟΣ δίσκος για να ξεκινάει η μέρα σου, δεν ξέρω τι είναι! Προσπαθείς να σκεφτείς τι μαγική σύμπραξη έγινε εκείνη την περίοδο. Ο αγαπημένος σου drummer (Dave Lombardo), ένας κιθαρίστας με τεράστια φήμη ως παραγωγός (Waldemar Sorychta) και ένας τραγουδιστής από hardcore punk υπόβαθρο (Gus Chambers). Τη σύνθεση θα ολοκλήρωνε ο Jason Vierbrooks. Μια μαγική χημεία Κούβας, Γερμανίας και Αγγλίας που θα μας οδηγούσε σε ένα από τα πλέον ξεχωριστά συγκροτήματα της δεκαετίας του ‘90. Τους ΤΕΡΑΣΤΙΟΥΣ GRIP INC.

Αλλά ας γυρίσουμε πίσω τα ρολόγια μας, στα 1992. Ο Lombardo είναι παρελθόν από τους ΑΡΧΟΝΤΕΣ SLAYER. Αυτή η είδηση έσκασε σαν βόμβα και φυσικά ήταν περιζήτητος στη γύρα, ωστόσο ο ίδιος ήθελε να κάνει τη δική του μπάντα. Βρίσκει την επόμενη χρονιά, μέσω του all-star σχήματος των VOODOOCULT, τον παραγωγό – σήμα κατατεθέν της εποχής Waldemar Sorychta, κατόπιν τζαμαρίσματος πάνω σε συνθέσεις του, του προτείνει να γίνει μέλος σε μια μπάντα που έχει στα σκαριά. Σε αυτή τη μπάντα είχαμε ήδη τον Gus Chambers, ενώ στην αρχική σύνθεση, ήταν ο Bobby Gustafsson (γνωστός από τους OVERKILL, μετέπειτα και VIO-LENCE) στις κιθάρες και ο Chaz Grimaldi στο μπάσο.

Το αρχικό όνομα ήταν GRIP και κράτησε έτσι για πολύ λίγο, μόλις δύο χρόνια. Αυτό το όνομα έβγαλε μόνο ένα demo, με τρία κομμάτια (“Unclean”, “Mercitron”, “On the edge”). Ο Grimaldi είναι παρελθόν, ο Jason Viebrooks αναλαμβάνει τις χαμηλές συχνότητες, ο Gustafsson αποχωρεί αφήνοντας τον Sorychta ως στον μοναδικό κιθαρίστα στη μπάντα και το όνομα γίνεται GRIP INC. Δεν χάνουν χρόνo ωστόσο, με τον Sorychta σε διττό ρόλο μπαίνουν στα Woodhouse studios, ηχογραφώντας το ντεμπούτο τους. Κυκλοφόρησε και ένα promo single για το “Ostracized” μέσω της Metal Blade, το πρώτο video clip της μπάντας, με το σφηνάκι “Dragging me down” σαν b-side. Υπέγραψαν στην SPV/Steamhammer για την Ευρώπη και μια μέρα σαν τη σημερινή, παρουσίασαν για πρώτη φορά, την ξεχωριστή μουσική τους πρόταση, μέσω του “Power of inner strength”.

Κεραυνός εν αιθρία το λιγότερο! Από το “Torque de muerto” και το πως δένει με το ισοπεδωτικά γκρουβάτο “Savage seas (retribution)”, καταλαβαίνουμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με δίσκο που αλλάζει τα δεδομένα. Ένας ήχος με καθαρή thrash βάση, απύθμενη γκρούβα που δίνει άλλο χώρο στον Lombardo να εκφραστεί, μια ιδιαίτερη αντίληψη του riffing από έναν άκρως ανοιχτόμυαλο κιθαρίστα, που βάζει τα πάντα στο ίδιο μείγμα και ξέρει πως να τα κάνει να δουλέψουν αρμονικά, ε και πάνω από όλα, ένας λυσσασμένος frontman που στέκεται πάνω από όλο αυτό το πανέμορφο χάος, σπέρνοντας το πανικό. Το “Hostage to heaven” και το “Colors of death” είναι καταστροφικοί thrash ύμνοι, κλασσικοί από την πρώτη ακρόαση ήδη, κοιτώντας τους ΑΡΧΟΝΤΕΣ SLAYER στα μάτια. Και πραγματικά λίγες μπάντες μπορούν να καυχηθούν γι’ αυτό.

Η μέγιστη δύναμη ωστόσο του δίσκου είναι η χρήση άλλων μοτίβων. Από το στοιχειωτικό “Monsters among us” που παίζει με τις δυναμικές, στο εξαιρετικό “Guilty of innocence” που βιδώνει πόδια στο πάτωμα και σπάει σβέρκο σε κομματάκια, αλλά δεν σταματάμε εκεί. Έχουμε τις ύπουλες εισαγωγές όπως του επίσης γκρουβοκαταστροφέα “Innate affliction” με την ύπουλη κυκλική μελωδία ή ακόμα και του προαναφερθέντος “Colors of death” που αποτελούν δείγματα των διαφορετικών επιρροών που φέρνουν στο τραπέζι και πως τις κάνουν να δουλεύουν σε όφελος μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας. Κάτι που θα αναπτυσσόταν στα επόμενα τρία διαμάντια τους. To μπάσο πρωταγωνιστεί στο στακάτο και αιχμή του δόρατος εμπορικά “Ostracized” ενώ αναπνέει υπέροχα στο “Cleanse the seed”.

Τα δε “Heretic war chant” και “Longest hate” αποτελούν τις πιο ξεχωριστές στιγμές μέσα στην ποικιλόμορφη φύση τους, αφήνοντας χώρο σε όλους να λάμψουν. Έχουν και ξεσπάσματα, ειδικά το πρώτο (EYES OF WAR!), ενώ το πόσο πιο απλωμένα είναι σαν συνθέσεις στα 5 και κάτι λεπτά έκαστη, αφήνει χώρο στο κάθε μέρος να αναπνεύσει, όπως πρέπει. Φυσικά και πάλι οι ύπουλες σκοτεινές μελωδίες που σκαρώνει ο Sorychta βρίσκουν το δρόμο τους, με το “Longest hate” να κλείνει με μια τέτοια, αλλά και τα τύμπανα να ρίχνουν τίτλους τέλους στο τόσο ξεχωριστό αυτό κομμάτι. Άλλη μια ακρόαση, κάπως έτσι, ολοκληρώθηκε. Ξανασκέφτεσαι, παρόλο που έχεις γράψει ήδη πόσες λέξεις πιο πάνω “πως στο διάολο, βγήκε αυτό το αποτέλεσμα; Πως το έκαναν, κυρίως, να φαίνεται τόσο εύκολο;”.

“Γιατί μπορούν” είναι η απάντηση. Όταν έχεις ικανούς μουσικούς συνθετικά ΚΑΙ παικτικά, όταν έχεις τη κατάλληλη ατμόσφαιρα, όλα μα όλα, μοιάζουν πολύ πιο απλά. 30 χρόνια μετά, το “Power of inner strength” στέκεται αγέρωχο, φρέσκο και τσαμπουκαλεμένο όπως όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Το αστείο, είναι πως ήταν μόνο η αρχή όλων όσων ακολούθησαν στην βραχύβια μα τόσο σπουδαία δισκογραφία των GRIP INC, που συνεχίζει να συναρπάζει όσους έρχονται σε επαφή με αυτή.

Did you know that?

– Το “Dragging me down” βρέθηκε στην μοναδική “μετά – διάλυσης” κυκλοφορία των GRIP INC, ένα EP με τίτλο “Hostage to heaven” το 2015. Αυτή, εκτός του ομώνυμου ύμνου σε εναλλακτική εκτέλεση και του συγκεκριμένου κομματιού, είχε επίσης τα ακυκλοφόρητα “Bittersweet” και “Crawl”.

– Το “Hostage to heaven” τιμήθηκε με διασκευή από τους ιστορικούς Γερμανούς thrashers EXUMER στο “The raging tides” άλμπουμ, με εκλεκτούς καλεσμένους. O τότε drummer των SODOM, Markus Freiwald (έπαιζε μαζί με τον Sorychta τους ιστορικούς tech-thrashers DESPAIR – “History of hate” θα λέτε και θα κλαίτε!), o Rob Dukes (EXODUS) ήταν στα φωνητικά δίπλα στον Mem Von Stein, ενώ στις κιθάρες έπαιξε ο ίδιος ο Waldemar Sorychta, ο οποίος τους έκανε ΚΑΙ τη παραγωγή. Πως τα φέρνει η ζωή όμως, είναι φοβερό!

– Στα sessions του δίσκου, ηχογραφήθηκε και μια διασκευή του “Paint it black” των ROLLING STONES που μπήκε στη συλλογή για τα δέκα χρόνια του Dynamo Open Air festival.

Γιάννης “Hostage To Heaven” Σαββίδης

AVANTASIA interview (Tobias Sammet)

0
Avantasia

Avantasia

“In the dragon’s den”

Έχω πει και θα το λέω συνεχώς. Ο Tobias Sammet είναι από τους ανθρώπους που πάντα «κυνηγάω» να κάνω συνέντευξη, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της χρονιάς, αφού με τη θετική του διάθεση, είναι βέβαιο ότι θα φτιάξει και τη δική σου. Εκπληκτικός άνθρωπος, εξαιρετικός μουσικός, κάθε συζήτηση μαζί του τα τελευταία σχεδόν 30 χρόνια που μιλάμε μαζί, είναι μία ακόμα αφορμή για χαμόγελα, ιδιαίτερα όταν βγάζει δίσκους σαν το “Here be dragons”, το οποίο είναι μία επιστροφή στους πολύ καλούς AVANTASIA δίσκους, ύστερα από το προηγούμενο, «προβληματικό» άλμπουμ τους. Αν περάσαμε ωραία το μισάωρο που τα είπαμε; Μπορείτε πολύ εύκολα να το καταλάβετε βλέποντας το video ήδη από το ξεκίνημά του!!! Συν το γεγονός ότι μιλώντας με τον Tobi, με τέσσερις ερωτήσεις έχεις “καθαρίσει” με το μισάωρό σου!!!

Το έχω πει και θα το λέω συνέχεια, ότι στην αρχή κάθε χρόνου, θέλω να κάνω συνεντεύξεις με ανθρώπους που έχουν θετικά vibes κι ευτυχώς βγάζεις πολύ τακτικά δίσκους εκείνη την περίοδο!!!
Βλέπεις πόσο πολύ δουλεύω! Χαχαχα!

Λοιπόν, πάμε να μιλήσουμε για δράκους… Dungeons and dragons ίσως; Ποιος ξέρει
Δεν ξέρω και πάρα πολλά για δράκους. Πριν λίγο καιρό, έμαθα ότι προφανώς το πλάσμα στο εξώφυλλο του δίσκου, δεν είναι δράκος, αλλά wyvern (φτερωτός δράκος). Έτσι τουλάχιστον μου είπε κάποιος που παραπονέθηκε πως μπορώ να ονομάσω το άλμπουμ μου “Here be dragons” όταν έχω έναν φτερωτό δράκο στο εξώφυλλο… Όταν ρώτησα το λόγο, μου απάντησε ότι ο δράκος έχει τέσσερα πόδια ενώ ο φτερωτός δράκος, έχει δύο και το πλάσμα στο εξώφυλλό μας έχει δύο πόδια, άρα είναι φτερωτός δράκος, wyvern, όχι dragon. Η απάντησή μου ήταν ότι δεν έχω μπει ποτέ βαθιά μέσα στη «δρακολογία», αλλά συζητώντας την ανατομία ενός μυθολογικού πλάσματος, ενός πλάσματος που ποτέ δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, αυτό και μόνο το γεγονός, λέει τα πάντα για την προσέγγιση των οπαδών του heavy metal. Κάνουν κάτι τέτοιο, ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου.
(και ξεκινά το show)
Είναι δράκος, όχι είναι φτερωτός δράκος.
SABBATH με Dio, όχι SABBATH με Ozzy.
Θέλω κόκκινο εξώφυλλο, όχι θέλω κίτρινο εξώφυλλο.
Στο heavy metal, πολλά πράγματα είναι όπως με τα παιδιά. Και πολλές φορές νιώθω ότι μερικές φορές, όλοι μας συμπεριφερόμαστε σαν παιδιά. Μπορείς να φανταστείς να παίρνει κάποιος μια δισκογραφική εταιρία που ασχολείται με την pop μουσική και να λέει: «Γεια σας, θα ήθελα τον καινούργιο βινύλιο του Robbie Willliams σε κόκκινο χρώμα, αλλά μόνο το μπλε είναι διαθέσιμο». Αυτό συμβαίνει μόνο στο heavy metal. Χαχαχαχαχα! Προφανώς είμαστε όλοι λίγο τρελοί.

Εντάξει, πολύ πιθανόν ο άνθρωπος που σου είπε αυτό για τους δράκους, να είχε καπνίσει τίποτα περίεργο και να τους είχε δει, κανονικά, με τέσσερα πόδια!
Ναι, ναι. Πιθανόν να είναι κάπως έτσι!

Άσχετα, λοιπόν, με τα μυθολογικά πλάσματα, θα μιλήσουμε και για μουσική. Θα έλεγα ότι από το “The scarecrow” και μετά, οι AVANTASIA δείχνουν να μην έχουν περιορισμούς. Τούτο εδώ το άλμπουμ, μου δείχνει να έχει όλα τα χαρακτηριστικά που αγαπήσαμε στους AVANTASIA, αλλά είναι και πολύ ακριβές. Πολύ σφιχτό. Αυτό που παίρνω από τις πρώτες ακροάσεις, είναι ότι επικεντρώνεσαι στα τραγούδια καθαυτά. Το πιστεύεις κι εσύ αυτό;
Απόλυτα. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο για εμένα να καταλάβω ή να εξηγήσω για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό. Επειδή για πρώτη φορά στη ζωή μου και για πρώτη φορά στην ιστορία των AVANTASIA, δεν έκατσα κάτω, έχοντας μπροστά μου ένα λευκό χαρτί για να γράψω μία κεντρική ιδέα που να έχω σαν οδηγό. Δεν είχα καμία ιστορία. Το concept της ιστορίας, που αγαπώ πολύ γιατί μου δίνει έναν οδηγό για το δίσκο, για όλα τα τραγούδια και όλους τους χαρακτήρες, θεώρησα ότι έχει μπει στο δρόμο της ελευθερίας μου. Και δεν θέλω να συμβαίνει κάτι τέτοιο, απλά να γράφω μουσική και να το κάνω με τον τρόπο που το έχω στο κεφάλι μου. Εντελώς ελεύθερα, χωρίς κάποιο σφιχτό κορσέ.
Κάπως έτσι, ξεκίνησα να ρίχνω τον εαυτό μου σ’ αυτή τη διαδικασία. Έγραψα τραγούδια, που αισθανόμουν ότι θα ακούγονται σαν AVANTASIA, αφού έχω τους AVANTASIA στο DNA μου και είχα εμπιστοσύνη πως τα κομμάτια θα έμπαιναν εκεί που πρέπει, δίχως να ακολουθώ κάποια ιστορία. Έτσι, έγραψα δέκα ξεχωριστές, μικρές εικόνες ή ποιήματα ή ιστορίες και όλες μαζί, έγιναν ένα πολύ ωραίο άλμπουμ των AVANTASIA κι επικεντρώθηκα πάρα πολύ αποκλειστικά στο τραγούδι, δίχως να σκέφτομαι τίποτε άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος των AVANTASIA που έχει πολύ μεγάλη συνοχή και είναι δυναμικός.
Έχει όλα τα χαρακτηριστικά μας, ακούγεται εντελώς AVANTASIA και κάθε τραγούδι λειτουργεί εξαίσια για τον ίδιο του τον εαυτό. Μπορείς να νιώσεις το υπονοούμενο του δίσκου. Βροντοφωνάζει «ελευθερία». Βροντοφωνάζει «ανεμελιά». Έχει απελευθερωθεί από μία σιδερένια μπάλα και μία αλυσίδα. Κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι, γιατί ήταν μία διαδικασία απελευθέρωσης αυτός ο δίσκος. Τα δύο προηγούμενα άλμπουμ, βγήκαν πολύ μελαγχολικά, επειδή έπρεπε να αντιμετωπίσω διάφορα πράγματα που έπρεπε να επεξεργαστώ πνευματικά και να τα αφήσω να απελευθερωθούν μέσω της μουσικής. Γι’ αυτό θα έλεγα ότι βγήκαν λίγο πιο «θλιμμένα» τα δύο προηγούμενα άλμπουμ. Αλλά τώρα, είχα βγάλει όσα ήθελα από μέσα μου, είχα συμφιλιωθεί με τον εαυτό μου κι επέστρεψα στο να γράφω φανταστικές ιστορίες και τραγούδια.
Αν ακούσεις, για παράδειγμα, το “Creepshow”, δεν νομίζω ότι θα έβαζα ένα τέτοιο τραγούδι σε δίσκο των AVANTASIA πέντε ή έξι χρόνια πριν. Απλά είχα την εμπιστοσύνη να το κάνω γιατί δείχνει αυτήν την πλευρά του χαρακτήρα μου. Οι AVANTASIA μου δίνουν την ευκαιρία να δείξω όλες τις πτυχές του εαυτού μου και είμαι ο βασιλιάς σ’ αυτό το συγκρότημα. Αυτό είναι το βασίλειό μου κι εγώ βάζω τους κανόνες. Υπάρχουν και μελαγχολικές στιγμές, αλλά άφησα τον εαυτό μου εντελώς ελεύθερο να κάνει αυτό που έβγαινε φυσικά από μέσα μου.

Δεν θα πω ότι το “Here be dragons” είναι ο αγαπημένος μου δίσκος από τους AVANTASIA. Ο καθένας έχει τα δικά του μέτρα και σταθμά και από τη στιγμή που είχαμε βρεθεί παρέα στο Bochum στο club Matrix στην παρουσίαση του πρώτου δίσκου του συγκροτήματος, τον Δεκέμβριο του 2000, δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η εμπειρία. Αλλά πρέπει να πω ότι διασκέδασα ακούγοντας το άλμπουμ, από την πρώτη ακρόαση κιόλας, περισσότερο από τους δύο προηγούμενους δίσκους σου. Βλέπω ότι έχεις επιλέξει να συνεργαστείς μ’ έναν πυρήνα τραγουδιστών, κυρίως αυτούς με τους οποίους περιοδεύεις κι έχεις απαγκιστρωθεί από την ανάγκη να βρεις νέους να μπουν στην οικογένεια. Είναι αυτή μία αλλαγή προσέγγισης;
Δεν ξέρω αν είναι αλλαγή προσέγγισης. Πιστεύω ότι δεν έχω ανάγκη να αποδείξω τίποτα σε κανέναν. Όσο μεγαλώνεις, τόσο λιγότερα χρειάζεται να αποδείξεις και τόσο πιο πολύ επικεντρώνεσαι σε αυτά που έχουν σημασία. Έχω αυτές τις σπουδαίες φωνές στο περιβάλλον μου. Κοίτα, οι IRON MAIDEN, έχουν βγάλει 12 δίσκους με τον ίδιο τραγουδιστή και είναι όλοι φοβεροί. Κανείς δεν ρωτάει:
«Ποιος θα τραγουδήσει στον επόμενο δίσκο των IRON MAIDEN»;
«Μήπως είναι ο Rob Halford;»
«Όχι, θα είναι ο Bruce Dickinson”.
«Ω, γίνεται βαρετό ύστερα από λίγο καιρό»
Όχι, λοιπόν, δεν γίνεται βαρετό. Μιλάμε για τον Bruce Dickinson και τους IRON MAIDEN. Στους AVANTASIA είχαμε 8-9 τραγουδιστές και είχαμε φτάσει στο επίπεδο όπου ο κόσμος μας έκανε συνεχώς προτάσεις ποιος έπρεπε να τραγουδήσει το κάθε κομμάτι, για να του ακούγεται πιο συναρπαστικό. Μα είναι ήδη συναρπαστικό. Τα τραγούδια είναι συναρπαστικά και οι τραγουδιστές έχουν κάνει φανταστικές ερμηνείες. Δεν έχει να κάνει με επίδειξη και καινοτομία. Όλη η διασκέδαση στις μέρες μας, έχει να κάνει με φανταχτερά νέα.
Άνθρωποι που ντύνονται πειρατές, σταυροφόροι ή ξέρω εγώ τι άλλο και μερικές φορές πιστεύω ότι πηγαίνουν πρώτα σε μαγαζί που πουλάει αποκριάτικες στολές και μετά σε μουσικό οίκο να αγοράσουν ένα όργανο και να μάθουν να το παίζουν. Πρώτα έρχεται το concept του συγκροτήματος. «Εμείς θα είμαστε οι πολεμιστές». «Εμείς θα είμαστε οι σταυροφόροι». «Εμείς θα είμαστε οι λύκοι». Ώπα, όχι οι λύκοι. Μου αρέσουν πολύ οι POWERWOLF! Καταλαβαίνεις όμως τι εννοώ. Ανοίγεις ένα μουσικό περιοδικό και νομίζεις ότι βλέπεις κατάλογο με αστεία ρούχα!
Ο κόσμος της ψυχαγωγίας, έχει να κάνει με την επίδειξη, την καινοτομία και ο κόσμος θέλει νέα ονόματα για κάθε δίσκο. Εγώ όμως δεν παίζω αυτό το παιχνίδι. Αν είχα ποτέ την ευκαιρία να δουλέψω με τον Bruce Dickinson, θα ήταν φανταστικό. Αν είχα ποτέ την ευκαιρία να δουλέψω με τον Rob Halford, εξίσου φανταστικό. Αλλά δεν το κάνω αυτό για να συγκεντρώνω τρόπαια. Έχω περιοδεύσει με μερικούς από τους σπουδαιότερους rock καλλιτέχνες. Τους AEROSMITH, τους SCORPIONS, τους IRON MAIDEN, τους KISS, έχω δουλέψει με τον Alice Cooper, τα παιδιά από τους SCORPIONS, τον Jon Oliva, τόσους και τόσους σπουδαίους καλλιτέχνες. Δεν χρειάζομαι κανέναν για τρόπαιο. Έχω τόσους πολλούς. Απλά θέλω να παίξω τη μουσική μου. Και οι τραγουδιστές σ’ αυτόν το δίσκο, έχουν κάνει εκπληκτική δουλειά.
Έχουμε «νέα παιδιά στην πόλη», όπως για παράδειγμα την Adrienne Cowan, που δεν έχει τραγουδήσει σε δίσκο των AVANTASIA (σ.σ. περιοδεύει μαζί τους εδώ και χρόνια), τον Tommy Karevik και τον Kenny Leckremo. Δεν έχουμε όμως τον Πάπα και τον Bugs Bunny. Αρνούμαι να έχω ανθρώπους να μου πετάνε ονόματα και να περιμένουν να τους ενσωματώσω στους AVANTASIA για να ικανοποιήσω τη φαντασίωση κάποιου άλλου σχετικά με το πώς πρέπει να είναι το συγκρότημά μου.

Στην τελική, πόσοι είναι καλύτεροι από τον Geoff Tate ή τον Roy Khan ή τόσους άλλους που έχεις στο δίσκο; Όποιος θέλει κάποιον άλλον, ας κάνει συγκρότημα κι ας τον φωνάξει να τραγουδήσει.
Ξέρεις, με τον Geoff Tate και τον Michael Kiske, νομίζω ότι έχω τους δύο καλύτερους τραγουδιστές, σ’ αυτό το τεχνικό κομμάτι, αυτή τη νεοκλασική προσέγγιση, νομίζω ότι οι δυο τους επηρέασαν μία ολόκληρη γενιά τραγουδιστών, όπως ακριβώς είχαν κάνει ο Halford και ο Dickinson ή ο Ian Gillan. Το γρασίδι δεν είναι πράσινο στην άλλη πλευρά. Το ότι έχεις το προνόμιο να δουλεύεις με μερικούς από τους καλύτερους, δεν πρέπει να το θεωρείς δεδομένο. Πρέπει να το εκτιμάς κι αυτό κάνω κι εγώ. Έχω για παράδειγμα τον Ronnie Atkins. Όταν ήμουν παιδί, άκουγα συνεχώς το “Future world”, το “Jump the gun” που σήμαιναν ολόκληρο τον κόσμο για εμένα και ξαφνικά περιοδεύει μαζί μου και είναι από τους καλύτερους φίλους μου. Είναι ένας καταπληκτικός κι αξιαγάπητος άνθρωπος. Πριν λίγες μέρες, περπατούσα στο δάσος και μιλούσαμε στο τηλέφωνο για δύο ώρες, σε σχέση με τα πάντα. Δουλεύω ήδη με τους καλύτερους. Δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον. Μπορεί να πω ότι θέλω τον Elton John, αλλά μάλλον δεν θα τα καταφέρω. Χαχαχα. Δεν έχω όρια, αλλά δεν θα το κάνω για να έχω ένα τρόπαιο στον τοίχο.

Το “Bring on the night”, είναι ένα τραγούδι που μου ακούγεται σαν φόρος τιμής στον Tony Clarkin που πέθανε πριν λίγο καιρό και το τραγουδά ο Bob Catley. Έχεις χρησιμοποιήσει, επιπλέον, τον Rodney Matthews στο εξώφυλλο… Τι σημαίνει για σένα η μουσική των MAGNUM;
Σαν φίλος της μουσικής, για μένα σημαίνει ευχαρίστηση. Δεν θα έλεγα ότι οι MAGNUM έχουν κάποια τεράστια επιρροή στον τρόπο που γράφω μουσική, συνολικά, αλλά υπάρχουν μερικά σημεία από τη μαγεία που πηγάζει όταν αγοράζεις ένα νέο άλμπουμ τους και το βάζεις στο πικάπ. Αυτό το συναίσθημα που μου έδωσε, έχει υπάρξει μεγάλο μέρος της μουσικής μου κοινωνικοποίησης, θα έλεγα. Απ’ όταν ήμουν έφηβος μέχρι και σήμερα, αν και δεν υπάρχουν οι MAGNUM όπως ήταν. Πέρυσι τον Ιανουάριο, με πήρε τηλέφωνο το Rodney Matthews και μου είπε ότι είχε πολύ άσχημα νέα και με ενημέρωσε για τον θάνατο του Tony Clarkin, λέγοντάς μου ότι θα έβγαινε δελτίο τύπου αργότερα, αλλά δεν ήθελε να το μάθω από εκεί, διότι συνεργάζομαι με μέλη της οικογένειας των MAGNUM στην οποία φυσικά ανήκε και ο Tony…
Όσο μιλούσαμε, σκεφτόμουν τι σημαίνουν οι MAGNUM για εμένα, για το τι είναι τέχνη για μένα, για το ότι ποτέ αυτό το συγκρότημα δεν ήταν το πιο «δημοφιλές» όνομα, αλλά ήταν πάντα εκεί για μένα, αλλά και για το ότι ποτέ δεν με ενδιέφερε ποιο ήταν το πιο «δημοφιλές» όνομα. Σ’ εκείνη τη συζήτηση, ζήτησα από τον Rodney αν ενδιαφερόταν να φτιάξει το εξώφυλλο του νέου δίσκου των AVANTASIA. Επειδή ήξερα ότι το μοντέρνο θα ήταν κάτι διαφορετικό, θα πρέπει να είναι πιο «ογκώδες», όχι με πολλή λεπτομέρεια, θα πρέπει να είναι εμβληματικό και να μπορεί να λειτουργήσει σαν εικονίδιο στις streaming πλατφόρμες και στο κινητό. Ο Rodney ζωγραφίζει πολύ πλούσια και λεπτομερή εξώφυλλα και ήξερα ότι δεν είναι αυτό που ζητά η σύγχρονη μουσική βιομηχανία, αλλά αποφάσισαν να το κάνω, επειδή το έκανα για μένα και ήταν συνειδητή απόφαση. Του ζήτησα να μου ζωγραφίσει έναν δράκο, που να φαίνεται εμβληματικός σε μέγεθος γραμματόσημου, αλλά όλα τα υπόλοιπα τα άφησα πάνω του και του ζήτησα να βάλει όση λεπτομέρεια ήθελε γύρω απ’ αυτόν το δράκο. Ήθελα να το βλέπω σε μία αφίσα, απλά να λάβει υπόψη του, ότι αν το έβλεπε κανείς πολύ μικρό, ήθελα να ξεχωρίζει ότι πρόκειται για δράκο. Και αυτό έκανε.
Το τραγούδι “Bring on the night”, ήρθε στο μυαλό του καλοκαίρι, όταν έβλεπα έναν αγώνα ποδοσφαίρου και σηκώθηκα, πήγα στο πιάνο κι έβγαλα τη μελωδία και την αρμονία, μέσα σε πέντε λεπτά. Αυτό, φαίνεται ότι μου ήρθε υποσυνείδητα, αφού επεξεργαζόμουν την απώλεια του Tony Clarkin και το γεγονός ότι δεν θα ξαναϋπάρξουν MAGNUM και μου βγήκε σαν tribute σ’ αυτούς. Μου έβγαινε τόσο πολύ στη φάση των MAGNUM, που σκεφτόμουν μήπως έβαζα μία ορχήστρα και το τραβούσα λίγο πιο πολύ προς τους AVANTASIA, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω, διότι οι MAGNUM είναι κατά κάποιο τρόπο μέρος των AVANTASIA και βγήκε ένα πραγματικό tribute. Βρήκα ποια πλήκτρα χρησιμοποιούσαν σε δίσκους όπως το “On a storyteller’s night” και προσπάθησα να ηχεί όσο το δυνατό πιο κοντά. Είναι, λοιπόν ένα tribute στους MAGNUM, αλλά ταυτόχρονα κι ένα τραγούδι των AVANTASIA.

Τι σε έκανε να πας στη Napalm Records; Είχε ξεκινήσει από την AFM και μετά πήγες στη Nuclear Blast. Είχε να κάνει με το ότι άλλαξαν πολλά πράγματα εκεί και πολλοί άνθρωποι που δούλευες μαζί τους, έφυγαν;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι, αλλά σίγουρα όχι ότι είχαμε κάποιον τσακωμό. Τα παιδιά στη Nuclear Blast ήταν σπουδαία κι έκαναν πολύ καλή δουλειά. Δεν έχω τίποτα να παραπονεθώ. Αλλά όλη η πολιτική της εταιρίας άλλαξε. Πριν λίγα χρόνια πουλήθηκαν σ’ έναν επενδυτή που ήταν μία εταιρία ψηφιακής διανομής, που δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το heavy metal και πολλά άτομα απολύθηκαν ή έφυγαν. Άλλαξαν πολλά πράγματα και ο τρόπος που η νέα εταιρία προσέγγιζε τα πράγματα, με προβλημάτιζε, αφού ήταν διαφορετική σε σχέση με αυτά που είχα στο μυαλό μου. Ξέρω ότι το ψηφιακό παιχνίδι είναι πολύ σημαντικό, αλλά πρέπει να κάνω πράγματα για τον εαυτό μου και αντιλαμβάνομαι τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Θέλω να αγγίζω τη μουσική και να τη νιώθω με όλες τις αισθήσεις μου.
Επιπλέον, είδα ότι η Napalm με ήθελε πάρα πολύ. Ο Thomas Caser, (σ.σ. ιδιοκτήτης της εταιρίας και ντράμερ των VISIONS OF ATLANTIS) είχε αγοράσει το πρώτο demo των EDGUY το 1994!!! Είναι οπαδός αυτής της μουσικής και οπαδός των συγκροτημάτων που παίζω κι απλά ένιωσα πολύ καλά. Το όραμά του με έπεισε και ήταν μία νέα ένεση ενέργειας. Και οικονομικά η πρόταση ήταν πολύ καλή. Μπορεί να μη με νοιάζουν πολύ τα χρήματα, αλλά δεν με πειράζει να παίρνω πολλά. Χαχαχαχα. Ακούστηκε τόσο αγενές! Χαχαχαχα! Τα λεφτά δεν βρωμάνε! Η προσφορά ήταν πολύ καλή, πέρα από την πλάκα. Αλλά πρέπει να πω ότι δεν ήταν και η μεγαλύτερη που είχαμε στα χέρια μας! Δεν το κάνω μόνο για τα λεφτά. Θα μπορούσα να είχα πάρει περισσότερα, σε άλλη εταιρία. Απλά ήθελα, όμως, να κάνω το σωστό για τους AVANTASIA. Δεν μου ήταν εύκολο να αλλάξω εταιρία.
Είμαι πολύ πιστός άνθρωπος. Δεν το λέω για να υπερηφανευτώ ή να δείξω ότι είμαι σαν τον Ιησού, αλλά φοβάμαι όταν αλλάζω περιβάλλον, αφού μου δίνει μία αίσθηση αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Και για να λειτουργήσω, χρειάζομαι ασφάλεια. Γι’ αυτό έχω το ίδιο crew, τα ίδια μέλη στο συγκρότημα. Χρειάζομαι να έχω οικογένεια δίπλα μου, γι’ αυτό, ένα τέτοιο βήμα που έκανα, είναι πιο δύσκολο απ’ όσο μπορείς να φανταστείς.

Πήγες στη Napalm που σου έκανε όμως μερικές ειδικές εκδόσεις του δίσκου, για τις οποίες σίγουρα είσαι περήφανος, όπως φαίνεται από τα video σου στα social media. Έβλεπα αυτήν την έκδοση με το ένθετο που έχει 96 σελίδες…
Βεβαίως. Είναι μία πάρα πολύ ωραία έκδοση. Δούλεψα προσωπικά πάνω σ’ αυτή, πάρα πολλές ώρες. Δεν το προσεγγίζω έχοντας στο μυαλό μου τι θα ήθελε να δει ο κόσμος και θα πουλούσε περισσότερο. Έχω μία εντελώς χαζή σκέψη, που σίγουρα δεν είναι συνηθισμένη στη βιομηχανία, ότι αν αρέσει σε μένα, σίγουρα θα αρέσει και σε κάποιους άλλους. Έτσι λοιπόν, κάνω ότι θα ήθελα να έχω αν το έκαναν οι IRON MAIDEN ή οι KISS, επειδή είναι το συγκρότημά μου. Δεν ήταν αρκετό να βάλω τρεις δίσκους ή πολλές φωτογραφίες. Ήθελα να βάλω την καρδιά και την ψυχή μου εκεί μέσα.
Πέρασα πολλές βραδιές γράφοντας σημειώσεις για τις φωτογραφίες, για κάθε τραγούδι, για το πώς γράφτηκε ο δίσκος, πώς ταξίδεψα στην Κορνουάλη για να γράψω στίχους, πώς δούλευα στο στούντιο με τον Bob Catley. Υπάρχουν τόσες πολλές πληροφορίες εκεί μέσα επειδή μου αρέσει εμένα. Πιστεύω πολύ στη νοσταλγία, όσο πιστεύουν κι όσοι με ρωτούν για τους EDGUY και το “Metal opera part III”. Αλλά θέλω να δημιουργήσω υλικό για νοσταλγία, τώρα! Αυτή είναι η διαφορά. Θέλω να δημιουργήσω κάτι που θα κάτσω τα Χριστούγεννα του 2047 κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο και θα πω “wow”. Θέλω να κάνω μία κάψουλα χρόνου. Να πάρεις το βιβλίο και να περάσεις ώρες μαζί του.

Τώρα που το είπες όμως, γιατί δεν επανασυνδέεις τους EDGUY και δεν κάνεις το τρίτο μέρος της “Metal opera”; Χαχαχαχαχαχα!
Επειδή δεν έχω χρόνο. Χαχαχα. Σίγουρα δεν θα γίνει τρίτο μέρος. Είναι εντελώς ηλίθιο. Η ιστορία έχει τελειώσει.

Και δεν κάνεις ένα prequel;
Χαχαχα! Όχι, όχι, ούτως ή άλλως δεν μπορώ να επιστρέψω σ’ αυτό το στυλ της σύνθεσης τραγουδιών. Θα ακουγόταν cheesy. Με τους EDGUY, επειδή ρωτάς (σ.σ. στο μεταξύ εγώ πλάκα έκανα, αλλά φαινόταν ότι ήθελε να μου πει για τους EDGUY), δεν νομίζω ότι θα κάνουμε κάποιο άλμπουμ. Ξέρω ότι θα ακουστεί περίεργο, αλλά ο κόσμος δεν αγοράζει πλέον δίσκους. Ίσως κάνουμε κάποια περιοδεία, κάποια στιγμή, αλλά ακόμα το φοβάμαι. Έχουμε ακόμα επαφή μεταξύ μας. Με τον Dirk (σ.σ. Sauer, κιθαρίστας των EDGUY), στέλνουμε ο ένας στον άλλον ηλίθιες φωτογραφίες στο Whatsapp κάθε τρεις μέρες.

Εγώ θα σου έλεγα ότι είμαστε ΟΚ με τους AVANTASIA. Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου, καθώς θα περιμένει ο επόμενος δημοσιογράφος.
Εγώ ευχαριστώ πολύ Σάκη και να σου ευχηθώ καλή τύχη με ό,τι σχεδιάζεις να κάνεις με άλλες μπάντες που θέλεις να έρθουν σε άλλα φεστιβάλ… Χαχαχαχαχα!

Σάκης Φράγκος
Photos: Kevin Nixon

MR. BIG (Live in Osaka-jo Hall Osaka, 22/02 and Budokan, Tokyo, 25/02)

0
Mr. Big

Mr. Big

Η νοσταλγία είναι μεγάλο πράγμα. Το βίντεο του “To be with you”, είχε παίξει ατελείωτες φορές στα εφηβικά μου χρόνια, όταν λίγα ήταν τα rock τραγούδια που έπαιζαν στην τηλεόραση και έπρεπε να παραμονεύεις, μπας και γράψεις κανένα video clip σε βιντεοκασέτα. Η μουσική των MR. BIG, μπορεί ανέκαθεν να είχε πιασάρικα μέρη, μελωδικά ρεφρέν, εύπεπτες μπαλάντες και ερωτικούς στίχους, όμως όσοι έχουν εμβαθύνει, έστω και λίγο, γνωρίζουν την αξία των συνθέσεών τους. Η τετράδα που ξεκίνησε από τον απίστευτο Billy Sheehan, έναν από τους πιο ταλαντούχους μπασίστες του χώρου, συμπληρώθηκε με παικταράδες όπως ο πρών κιθαρίστας των RACER X, Paul Gilbert, που ήδη είχε κάνει όνομα για την τεχνική του, ο ντράμερ Pat Torpey, που είχε δημιουργήσει καλή φήμη στις ΗΠΑ, παίζοντας και ηχογραφώντας για κάποια χρόνια και έναν παθιασμένο τραγουδιστή, με baby-face, ιδανικό για την κρυστάλλινη φωνή του, όσο και την προοπτική του να γίνει poster-boy, τον Eric Martin.

Η πορεία των 37 χρόνων των MR. BIG είναι γεμάτη από μεγάλες συγκινήσεις. Εμπορικές επιτυχίες, εσωτερικές διαμάχες, αλλαγές μελών, μεγάλα διαλείμματα και επανασυνδέσεις, αρρώστιες αλλά και τον θάνατο του Torpey. Δύο ήταν οι μεγάλες τους σταθερές όλα αυτά τα χρόνια. Οι ψαγμένες, τεχνικές και μελωδικές συνθέσεις τους και η απήχησή τους στην Ιαπωνική αγορά. Δεν είναι τυχαίο που έχουν κυκλοφορήσει περισσότερα ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ στην Ιαπωνία, παρά στούντιο δίσκους. Έτσι, ήταν ταιριαστό και πρέπων, να ολοκληρώσουν την αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους, εδώ. Με δύο μεγάλες εμφανίσεις σε Οσάκα και Τόκυο.

Με την βοήθεια της Frontiers Records, παραβρεθήκαμε στο Osaka-Jo Hall, ενώ μετά από πρόσκληση του Eric Martin, 3 μέρες αργότερα, πήγα στο Budokan. Δύο ιστορικοί χώροι, ιδιαίτερα το τελευταίο, με τόσα συγκροτήματα να έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους εκεί. Δυο συναυλίες, με διάρκεια που ξεπερνούσε η καθεμία τα 140 λεπτά και τραγούδια από ολόκληρη την καριέρα τους κι ένα καταπληκτικό medley από μέρη πολλών άλλων που δεν έπαιξαν. H τεράστια σκηνή, είχε μια γιγαντο-οθόνη με καλοφτιαγμένα βιντεάκια που προσέθεταν χρώμα στην βραδιά.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά. Μετά από μια υποτονική εκκίνηση με το “Mr. Gone”, μια ιδιόρρυθμη τουλάχιστον επιλογή μέσα από το “Bump ahead”, ακολούθησε ένα υπέροχο hard rock ταξίδι σε 4 δεκαετίες πατώντας τόσο στο πρόσφατο όσο και στο μακρινό παρελθόν τους. Το πανέμορφο “Good luck trying” μας ζέστανε κι από κοντά το πρώτο μεγάλο χιτάκι της βραδιάς, το “Price you gotta pay”. Τα πιο τεχνικά τραγούδια ήρθαν για να βάλουν φωτιά στα κινητά τηλέφωνα των ανδρών στο κοινό. Το “Temperamental” για παράδειγμα ήταν μια από τις καλύτερες εκπλήξεις για μένα, ενώ τα απαιτητικά “Green tinted, sixties mind”, “Alive and kickin’”, και “Daddy, brother, lover, little boy” είχαν τεράστια ανταπόκριση. Ιδιαίτερα όταν ο Sheehan κι ο Gilbert έβγαλαν τα τρυπάνια στο τελευταίο, φαντάζεστε τι χαμός έγινε. Ανάμεσα σ’ αυτά το πρόσφατο “Up on you” – όσο όμορφο κι αν είναι – έμοιαζε λίγο. Το “Undertow” ίσως το πιο κλασικό της νεότερης εποχής τους (από τα αγαπημένα μου), λόγω του ύφους του, δεν ξεσήκωσε πολλούς. Θαρρώ πως το έπαιξαν και λίγο πιο χαμηλά. Τόσο το “Big love” όσο και το πρόσφατο, “Forever in our hearts” δεν ξεχώρισαν. Μετά ήρθε το αναπάντεχο medley, που μας έκανε να σκαλίζουμε την μνήμη μας για να βρούμε από πού προέρχονταν τα ριφ (με λίγη βοήθεια από το internet: “Wind me up” / “Mama D.” / “Out of the underground” / “Merciless” / “Anything for you” / “Voodoo kiss” / “The whole world’s gonna know” / “How can you do what you do” / “Take a walk” / “Defying gravity”). Στην σκηνή έμειναν μόνο οι τρεις οργανοπαίκτες, με τον Nick D’Virgilio να δίνει το έναυσμα και τους άλλους δυο να ζωγραφίζουν. O ντράμερ, έπαιζε τα μέρη του Torpey με άνεση, δείχνοντας την κλάση του, ενώ συμμετείχε σε όλα τα δεύτερα φωνητικά (άλλωστε έκανε καριέρα ως τραγουδιστής στους SPOCK’S BEARD), πλαισιώνοντας ιδανικά τους άλλους επίσης πολυτάλαντους μουσικούς.

Το “Colorado bulldog” ξεσήκωσε το πλήθος, πριν ακουστούν τρεις τεράστιες επιτυχίες τους, το “Promise her the moon”, “Take cover” και η δική τους εκδοχή του “Wild world” – του Ιρλανδού Cat Stevens. Μετά το 4άλεπτο σόου του Billy Sheehan, ήρθε το “Shy boy”, το οποίο έδωσε και πάλι ενέργεια με την ταχύτητά του, πριν σκάσουν οι δύο μπαλάντες, “To be with you” και το “Just take my heart” για να ανάψουν τα κινητά και να φτιάξουν μια υπέροχη ατμόσφαιρα. Έτσι ολοκληρώσουν αυτή την υπέροχη αναδρομή στην δισκογραφία τους και μετά έπαιξαν μια διασκευή, αλλάζοντας όργανα (όπως έκαναν σχεδόν πάντα). Εννοείται, πως απουσίαζαν τραγούδια από τα δυο άλμπουμ με τον Richie Kotzen, αλλά δεν ένοιαξε και κανέναν. Όπως η αρχή, έτσι και το τέλος, δεν ήταν το ιδανικό με το “I love you Japan”, αλλά αυτή είναι μια μικρή λεπτομέρεια.

Παρακολουθώντας και τις δυο αυτές συναυλίες, παρά το ότι τα χρόνια έχουν περάσει και έχουν αφήσει σημάδια στους συντελεστές, το συγκρότημα είναι εκρηκτικό επί σκηνής. Έχουν το ρεπερτόριο, την τεχνική και την εμπειρία για να μαγεύουν. Η μουσική τους χημεία είναι απίστευτη, όσο κι αν είναι γνωστό που σε προσωπικό επίπεδο η χημεία απουσιάζει. Εκτός από κάποιες επιτηδευμένες προσπάθειες να έρθουν πιο κοντά, σε κάποια σόλο κυρίως, οι (από αριστερά προς τα δεξιά) Sheehan, Martin, Gilbert, κρατούσαν τις αποστάσεις τους, κάτι που όμως δεν υποβάθμισε καθόλου την εμφάνισή τους. Μάλιστα, στο τέλος της συναυλίας στο Budokan, όλοι τους έφυγαν από την σκηνή δακρυσμένοι. Όπως μας είχε πει ο Eric Martin στην πρόσφατη συνέντευξή μας, δεν είχαν κάνει έναν σωστό αποχαιρετισμό, όταν έκλεισαν την The big finish – tour όμως τώρα, ήταν όλοι τους πιο συνειδητοποιημένοι και συγκινημένοι. Το ίδιο και χιλιάδες κοινού με δάκρυα στα μάτια τους, δεν σταματούσαν να χαμογελούν.

Δεν θα παραξενευτούμε αν κάνουν κάποιες συναυλίες, κάποια στιγμή, όμως αυτές οι δύο, είχαν πραγματικά το συναίσθημα του τέλους. Δυο συναισθηματικά φορτισμένα βραδιές, με φοβερή μουσική, στην δεύτερη πατρίδα των MR. BIG.

– THE END –

Κείμενο-φωτογραφίες: Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

A day to remember… 4/3 [HAMMERFALL]

0
Hammerfall

Hammerfall

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Chapter V: Unbent, Unbowed, Unbroken” – HAMMERFALL
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Nuclear Blast
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Charlie Bauerfeind
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά: Joacim Cans
Κιθάρες: Oscar Dronjak
Κιθάρες: Stefan Elmgren
Μπάσο: Magnus Rosén
Τύμπανα: Anders Johansson

Πριν μιλήσω για το δίσκο να ξεκαθαρίσω ότι οι HAMMERFALL κατά τη γνώμη μου αποτελούν μπάντα που ανήκει στο Top-5 της power σκηνής και οι πρώτοι τους δίσκοι βοήθησαν τα μέγιστα στην αναβίωση του ήχου στα late 90s. Γνωρίζω ότι στην χώρα μας δεν εκτιμήθηκαν όσο θα έπρεπε συγκριτικά με άλλα σχήματα της ίδιας εποχής, αλλά αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα την αξία τους ούτε μειώνει τη προσφορά τους. Το συγκεκριμένο άλμπουμ ήδη από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του τέτοια μέρα το 2006 θυμάμαι καθαρά ότι ήταν ο πρώτος δίσκος τους (μετά την θρυλική τετράδα “Glory to the Brave”, “Legacy of Kings”, “Renegade” και “Crimson Thunder”) που έδειξε εμφανή σημάδια κόπωσης αναφορικά με την συνθετική έμπνευση των τραγουδιών. Μάλιστα επειδή είχα γράψει την κριτική σε webzine της εποχής και είχα πάρει συνέντευξη από τους Cans/Dronjak (που είχαν έρθει στην Αθήνα στο πλαίσιο του promo tour για τον δίσκο), θυμάμαι ότι η ίδια αίσθηση επικρατούσε και στους περισσότερους από τους οπαδούς/φίλους τους.

Όπως συχνά λέω, έρχεται πάντα εκείνο το άλμπουμ στην ιστορία κάθε μεγάλου/επιτυχημένου συγκροτήματος που σηματοδοτεί το τέλος της κύριας δημιουργικής του περιόδου και την εισαγωγή στην εποχή της «ωριμότητας», όπου κάθε νέο άλμπουμ αν και περιλαμβάνει πολλά καλά στοιχεία θα μπορούσε κάλλιστα να απαλειφθεί από οποιαδήποτε μελλοντική αναφορά στα κορυφαία τους. Εν ολίγοις, από το “Chapter V…” και μετά θεωρώ ότι το συγκρότημα βρίσκεται στην ίδια ακριβώς φάση (και μάλιστα όχι για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά για περίπου δύο δεκαετίες)  κυκλοφορώντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα πολύ καλούς δίσκους που περιλαμβάνουν τουλάχιστον 4-5 εξαιρετικά τραγούδια, ταυτόχρονα όμως δεν δύνανται να φτάσουν στον τομέα της δημιουργίας/έμπνευσης την καλύτερή τους περίοδο.

Θα μπορούσαν να είχαν σταματήσει μετά το “Crimson Thunder”; Ή, για να το διατυπώσω με μεγαλύτερη ακρίβεια, αρκεί το υλικό από τα πρώτα 4 HAMMERFALL άλμπουμ να δώσει την πλήρη εικόνα της ηχητικής τους ταυτότητας; Η απάντηση είναι μάλλον θετική, αλλά η αλήθεια είναι ότι κάθε δίσκος των Σουηδών πάντα έχει να προσθέσει μερικά όμορφα νέα τραγούδια στο γνώριμό τους στυλ, επομένως μας αρκεί και με το παραπάνω η συστηματική τους δισκογραφική επανεμφάνιση και βέβαια οι ευκαιρίες να τους δούμε live στην εκάστοτε περιοδεία (παρεμπιπτόντως, έχουμε καιρό να τους δούμε από τα μέρη μας).

Hammerfall

Ο δίσκος ξεκινά με το φοβερό “Secrets”, το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, ένα κλασικό HAMMERFALL ύμνο με εξαιρετική δουλειά στις μελωδίες και την ενορχήστρωση. Στην ποιότητα της σύνθεσης συνεισφέρει και η πιο neoclassical κατεύθυνση που επιχείρησαν να προσθέσουν στο χαρακτηριστικό παραδοσιακό heavy/power metal ήχο τους. Το “Blood Bound” που ακολουθεί αποτελεί ένα από τα κορυφαία singles της δισκογραφίας τους με το τρομερό ρεφραίν και τις catchy μελωδίες του. Στο “Fury of the Wild” εμφανίζεται το πρώτο δείγμα της κόπωσης που ανέφερα παραπάνω, όχι ότι το τραγούδι δεν είναι καλό, απλώς δεν προσθέτει τίποτα παραπάνω στο δίσκο. Το “Hammer of Justice” ανεβάζει ξανά τον πήχη ένα επίπεδο πάνω, ενώ η μπαλάντα “Never, Ever” παρότι ακολουθεί την κλασική τους συνταγή στις μπαλάντες, είναι εμφανές πως δεν φτάνει σε καμία περίπτωση τα αντίστοιχα άσματα των προηγούμενων δίσκων (π.χ. to “Always will be” ή έστω το “Dreams come true”).

Παντελώς αδιάφορο το ανέμπνευστο “Born to Rule” το οποίο όμως παραδίδει τη σκυτάλη στο υπέροχο “The Templar Flame”, ένα πραγματικά σπουδαίο στακάτο heavy/power ύμνο με φοβερό ρεφραίν. Οι συγκινητικές μελωδίες του ακουστικού “Imperial” ανατριχιάζουν και σου θυμίζουν γιατί οι HAMMERFALL -σε αντίθεση με πολλούς άλλους- ξέρουν να γράφουν μεγάλες μελωδίες. Συνέχεια με το δυναμικό “Take the Black” που βρίσκεται και αυτό στην θετική πλευρά από πλευράς ποιότητας. Ο δίσκος κλείνει με το 12λεπτο “Knights of the 21st Century”, από το οποίο είχα μεγαλύτερες προσδοκίες όταν είχε ανακοινωθεί το tracklist του δίσκου πριν τη κυκλοφορία του, αλλά όταν το άκουσα τελικά κάτι δεν μου κόλλησε καλά. Παρά την έντονη ατμόσφαιρα και την καλή ενορχήστρωση του λείπουν θεωρώ οι καλές μελωδίες, ενώ το αργόσυρτο tempo σχεδόν σε όλη την διάρκειά του κάπως κουράζει.

Συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω: Το “Chapter V…” άφησε πίσω του ένα φοβερό single και 4-5 εξαιρετικά HAMMERFALL κομμάτια. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Δημήτρης Μελίδης

A day to remember… 4/3 [ACCEPT]

0
Accept

Accept

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Metal Heart” – ACCEPT 
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
1985 
ΕΤΑΙΡΕΙΑ:
RCA (Ευρώπη)/Portrait/Epic(Αμερική)  
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ:
Dieter Dierks
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
 
Φωνητικά – Udo Dirkschneider
Κιθάρες – Wolf Hoffmann/Jörg Fischer
Μπάσο – Peter Baltes
Drums – Stefan Schwarzmann

Οι ACCEPT το 1985, είχαν θέσει ήδη πολύ γερά θεμέλια στο metal στερέωμα, αφού κυρίως την διετία 1981-1983, με τα άλμπουμ τους “Breaker”, “Restless and wild” και “Balls to the wall”, κατάφεραν να δημιουργήσουν δουλειές που χαρακτηρίζουν και ορίζουν ένα ολόκληρο ιδίωμα. Τρεις δίσκοι, που όποιο metal στυλ και αν αρέσκεται ένας οπαδός να ακούει, δεν θα πρέπει να λείπουν από την δισκοθήκη του. Τρεις δισκογραφικές κυκλοφορίες, με τραγούδια, που θα διεγείρουν για πάντα τις αισθήσεις των metal οπαδών.

Κάποιες φορές, παρόλο που δεν είμαι μουσικός, προσπαθώ να «βάλω» τον εαυτό μου στην θέση των μελών ενός συγκροτήματος που δυο χρόνια πριν έχει κυκλοφορήσει έναν «κολοσσιαίο» δίσκο σαν το “Balls to the wall”, προσπαθώντας να νιώσω λίγο το πως αντιμετωπίζουν την επόμενη δισκογραφική τους κίνηση. Θεωρώ πως σίγουρα θα έχουν ένα άγχος για το τελικό αποτέλεσμα, αφού αφενός οι συγκρίσεις είναι πάντα αναπόφευκτες, αφετέρου προσδοκούν στην εμπορική επιτυχία, για να διατηρείται ενεργό το γκρουπ. Όταν όμως αναφερόμαστε σε μουσικούς που η λέξη «ταλέντο» είναι «ποτισμένη» μέσα τους, είναι σύνηθες ο ακροατής να λαμβάνει μόνο θετικά αποτελέσματα, όπως έγινε με το “Metal heart”.

Οι ACCEPT, με τα τότε προηγούμενα άλμπουμ τους, είχαν δημιουργήσει μια άκρως αναγνωρίσιμη ηχητική ταυτότητα με το μουσικό μοτίβο που ακολουθούσαν, στην οποία «πάτησαν» και στην τότε νέα δουλειά τους. Θέλησαν απλά να συνεχίσουν την πολύ καλή πορεία που είχαν πάρει, κάτι που σαφώς κατάφεραν.

Ακούγοντας το άλμπουμ, οι πιο παρωπιδιασμένοι οπαδοί, αφού τα τότε χρόνια οι απόψεις ήταν κάπως πιο στερεοτυπικές, ίσως ξίνισαν λίγο, αφού το group αποφάσισε να κυκλοφορήσει πιο εμπορικές συνθέσεις, σχετικά με το τότε πρόσφατο παρελθόν του. Σαφώς το metal στοιχείο ήταν διάχυτο σε κάθε τραγούδι, αλλά στην νέα δουλειά υπήρχαν έντονες και οι πιο hard rock καταβολές σε μέρη και στοιχεία, της καριέρας τους.

Παρόλα αυτά στο “Metal heart”, ακολουθήθηκε η συνταγή των παρελθοντικών ετών. Το στυλ και ύφος δόμησης των συνθέσεων που είχαν γνωρίσει οι ακροατές από το συγκρότημα, τηρήθηκε στο έπακρο και έτσι το άλμπουμ πήρε επάξια την σκυτάλη από την προηγουμένη δουλειά. Μπορεί σε σύνολο τραγουδιών να μην ήταν ακριβώς στο ίδιο συνθετικό επίπεδο, αλλά και πάλι το καθένα, είχε αυτό το χαρακτηριστικό ριφ πάνω στο οποίο ήταν «χτισμένη» όλη η σύνθεση. Για ακόμα μια δουλειά υπήρχαν οι catchy μελωδίες στην κιθάρα και στις φωνητικές γραμμές, σήμα κατατεθέν των ACCEPT, αλλά και τα refrain που σε έκαναν να τα τραγουδάς, κάποια συνεχώς, με έναν frontman να εκπέμπει και πάλι με την ερμηνεία του, αυτή την «οργή» που μας είχε συνηθίσει, από τα ηχεία.

Τα μέλη του συγκροτήματος, για άλλη μια δισκογραφική κυκλοφορία, χάρισαν στο οπαδό τραγούδια, άμεσα στην ακρόαση, χωρίς μουσικούς φανφαρονισμούς, τα οποία ακόμα και με λίγες, αλλά ουσιαστικές ακροάσεις, έγερναν εύκολα και γρήγορα την ζυγαριά προς τον άκρατο ενθουσιασμό και τα συναισθήματα χαράς, για το άκρως ποιοτικό ηχητικό αποτέλεσμα. Σχεδόν όλα είχαν αυτή την συνεχή ξεσηκωτική διάθεση σε κάθε σημείο του δίσκου, με συνθέσεις που κινούνταν κυρίως σε πιο mid-tempo ρυθμούς, αλλά και άλλες, λιγότερες, που ο μετρονόμος «έτρεχε» πιο γρήγορα. Τραγούδια που ναι μεν κάποια είχαν πιο εμπορικά μέρη, και πάλι όμως θα «έσφυζαν» από έναν άκρατο δυναμισμό, με το τρόπο που τα μέλη του συγκροτήματος το αντιλαμβάνονταν, και ήθελαν να το προσέφεραν στο κοινό. Συνθέσεις που όταν είχαν πιο υψηλές ταχύτητες θα σε ξεσήκωναν άμεσα, ενώ οι πιο mid-tempo θα είχαν ένα τέτοιο ηχητικό groove, που ακούγοντάς τες, ασυναίσθητα θα σε καθήλωναν.

Τα “Midnight mover”, “Up to the limit”, “Wrong is right”, “Screaming for a love-bite”, “Too high to get it right”, “Living for tonite” και φυσικά το ομώνυμο all time classic, θα μνημονεύονται σαν αντιπροσωπευτικά δείγματα τέχνης από μουσικούς που είχαν το χάρισμα να τα δημιουργούν αβίαστα. Όσο και αν κάποιος ήταν πιο «κολλημένος» στις προηγούμενες δουλειές, δεν γινόταν να αδιαφορήσει ακούγοντας τα. Νομίζω πως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αποτελούν ωδή στην δισκογραφική κληρονομιά του συγκροτήματος, αφού ότι εμπεριέχεται στο “Metal heart”, είναι ένας ωραίος ηχητικός συνδυασμός heavy και hard rock στοιχείων, με κύριο συστατικό τις ευφάνταστες μελωδίες, κάτι που το group μας προσέφερε συχνά.

Όπως είχα γράψει και για το “Breaker”, θυμάμαι από μικρός πόσο «τραβούσε» τον οπαδό το εξώφυλλο σε μια metal κυκλοφορία. Έτσι και αυτό του “Metal heart”, μπορεί σε κάποιους ακόμα και σήμερα να μην αρέσει τόσο, βλέποντας το όμως σαν μια απλή εικόνα, χωρίς το logo του group και τον τίτλο του δίσκου, και ασχολείσαι με την heavy metal μουσική, πάντα θα αναγνωρίζεις σε ποια κυκλοφορία αναφέρεται, κάνοντας το και αυτό ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά σχέδια τους. Προσωπικά, θεωρώ πως το συγκρότημα, ήθελε κάθε του «κίνηση» να είναι αξιοπρόσεκτη, οπότε και η επιλογή του τίτλου αλλά και του εξωφύλλου ίσως δεν έγιναν τυχαία, αποδεικνύοντας ότι ο επαγγελματίας λογίζεται σε κάθε τι που κυκλοφορεί στην αγορά.

Το εν λόγω άλμπουμ για πολλούς, «έκλεισε» μια «χρυσή σε δημιουργία και έμπνευση» εποχή ενός συγκροτήματος που μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, είχε κυκλοφορήσει δίσκους που πρέπει να τους ακούς και απολαμβάνεις στην ολότητά τους. Η εν λόγω δουλειά θα γιγάντωνε περισσότερο την φήμη και την αίγλη που θα είχε το γκρουπ, «φέρνοντας» ακόμα πιο πολλούς οπαδούς, αποτυπώνοντας το ηχητικό στίγμα που ήθελαν να προσφέρουν οι ACCEPT στο κοινό. Το άλμπουμ από τότε λογίζεται σαν μια από τις ωραιότερες και αντιπροσωπευτικότερες δουλειές τους, και ας είχε πιο «ελαφριά» μέρη και σημεία σε τραγούδια. Τότε ίσως ηχούσε περίεργα, με την πάροδο των ετών όμως, το άλμπουμ κατάφερε να διατηρηθεί ακμαίο στον χρόνο, και αυτό του δίνει μια μοναδική δυναμική σε όλη την δισκογραφία του σχήματος.

Did you know that?

–  Παρόλο που το γκρουπ είχε ηχογραφήσει και παλιότερα στα Dierks Studios, το “Metal heart” θα ήταν η πρώτη δουλειά στην οποία την παραγωγή θα έκανε ο ιδιοκτήτης τους, Dieter Dierks.

–  Μετά από τέσσερα χρόνια δισκογραφικής απουσίας, θα επέστρεφε στο group ο Jörg Fischer, αντικαθιστώντας τον Herman Frank. Παρόλο που στα credits του δίσκου εμφανίζεται σαν ρυθμικός κιθαρίστας, σε δυο συνθέσεις του άλμπουμ (“Wrong is right” και “Living for tonite”), θα είχε και lead ρόλο.

–  Ο Wolf Hoffmann έχει πει για το άλμπουμ: «Είχαμε διαβάσει ένα άρθρο ότι κάποιος δούλευε σε μια τεχνητή καρδιά και ότι μια μέρα όλοι θα έχουν μια ηλεκτρονική καρδιά. Μιλούσε, σε γενικές γραμμές, για το πώς όλο και περισσότερο η ανθρωπότητα απορροφάται από την καθημερινή ζωή και αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από μηχανές. Δεν είναι κάτι νέο τώρα πια, αλλά τότε ήταν κάπως πρωτόγνωρο. Η αρχική ιδέα του εξωφύλλου ήταν να υπάρχει ένα ολόγραμμα μιας μεταλλικής καρδιάς, αλλά εξαιτίας του προϋπολογισμού καταλήξαμε σε ένα πιο παραδοσιακό εξώφυλλο».

–  Το άλμπουμ θα ήταν το πρώτο των ACCEPT που θα γινόταν ψηφιακά mastered.

–  Το τραγούδι “Metal heart” εμπεριέχει μέρη δύο διάσημων θεμάτων της κλασσικής μουσικής: του “Slavonic March” του Τσαϊκόφσκι (στην εισαγωγή) και του “Für Elise” του Μπετόβεν στο κύριο riff και σόλο. Διασκευάστηκε το 1998 από τους DIMMU BORGIR και βρίσκεται στο άλμπουμ-συλλογή τους “Godless savage garden”.

–  Το “Midnight mover”, που μιλάει για έναν διακινητή ναρκωτικών, είναι ένα από τα πιο εμπορικά τραγούδια του συγκροτήματος. Στο video clip έχει χρησιμοποιηθεί η bullet time τεχνική γυρίσματος.

–  Το “Teach us to survive”, έχει πολλά jazz στοιχεία στο τρόπο σύνθεσης του.

–  H έκδοση του 2002 του digitally remastered CD, έχει δυο bonus ζωντανά ηχογραφημένα τραγούδια, τα “Love child” και “Living for tonite”, και τα δυο από το live EP “Kaizoku-ban”. Η έκδοση του 2013 από την Αγγλική δισκογραφική εταιρία Hear No Evil Recordings, εμπεριέχει όλο το live EP.

–  Ένας φανατικός οπαδός του group που αρέσκεται να συλλεγεί κυκλοφορίες των ACCEPT, για να αποκτήσει μερικές του “Metal heart”, θα πρέπει να δώσει ένα άκρως μεγάλο ποσό, αφού υπάρχουν εκδόσεις βινυλίου μόνο από συγκεκριμένα εργοστάσια κοπής δίσκων, πολλές εκδόσεις του άλμπουμ σε κασέτα, εκδόσεις CD που έχουν διαφορετικό artwork από το πρωτότυπο, όπως η Γαλλική ή και εκδόσεις CD που απλά ο δίσκος έχει διαφορετική εμφάνιση στην επιφάνειά του. Αν βρείτε λίγο χρόνο και θέλετε, ανατρέξτε στο discogs για να δείτε όλες τις επίσημες εκδόσεις, πιο αναλυτικά.

–  Για έναν ακόμα δίσκο την στιχουργική επιμέλεια θα είχε και η Gaby Hauke (“Deaffy”), σύζυγος του Hoffmann.

Θοδωρής Μηνιάτης

A day to remember… 4/3 [SABATON]

0
Sabaton

Sabaton

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Primo Victoria” – SABATON
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Black Lodge Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tommy Tägtgren
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Joakim Brodén
Μπάσο – Pär Sundström
Κιθάρες – Rikard Sundén / Oskar Montelius
Drums – Daniel Mullback

“Through the gates of hell, as we make our way to heaven, through the Nazi lines…
Primo Victoria” JUMP!!!

Μία στιγμή που πολλοί την έχουμε ζήσει σε μία από τις συναυλίες των SABATON στην Ελλάδα, ενώ την έχουμε δει πολλάκις σε κάποιο από τα video που έχει κυκλοφορήσει το συγκρότημα διαδικτυακά. Το “Primo Victoria” που κλείνει τα 20 χρόνια ζωής φέτος δεν περιορίζεται μόνο στο ομότιτλο hit των Σουηδών, αλλά ήρθε με ένα γεμάτο οπλοστάσιο που αποτέλεσε το πρώτο βήμα προς την σωστή δημιουργική κατεύθυνση, για να έρθει λίγο αργότερα η παγκόσμια αναγνώριση. Μπορεί το όνομα SABATON να έγινε μεγάλο και τρανό με την τριάδα “Art of war”, “Coat of arms”, “Carolus Rex”, αλλά τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά αν δεν είχε θέσει τα σωστά θεμέλια η εν λόγω κυκλοφορία.

Ποια θεμέλια είναι αυτά; Κύριο γνώρισμα της μπάντας είναι ως γνωστόν, η θεματολογία που βασίζεται γύρω από πολεμικά γεγονότα της πιο σύγχρονης ιστορίας (και όχι μόνο). Ο Joakim είχε ήδη γράψει το “Panzer battalion”, η μουσική κατεύθυνση του ομότιτλου κομματιού σήκωνε και αυτή πολεμικό κλίμα, οπότε το πήγαν ένα βήμα παραπέρα και γεννήθηκε ένας concept δίσκος βασισμένος σε πολεμικά γεγονότα με την συνέχεια να είναι πλέον γνωστή. Εξαιρετικής σημασίας φυσικά είναι ότι και μουσικά, έγινε τρομερή αναβάθμιση συγκριτικά με το πραγματικό τους ντεμπούτο, το “Metalizer” . Λέω πραγματικό, γιατί το “Primo victoria” μπορεί να φαίνεται σαν την πρώτη πλήρη δουλειά που κυκλοφόρησαν, αλλά είχε γραφτεί ήδη το “Metalizer” το οποίο ήταν να διατεθεί από άλλη εταιρεία κάτι που δεν έγινε ποτέ. Μπήκε στο ράφι λοιπόν και το κυκλοφόρησε η Black Lodge μετά το “Attero Dominatus”. Οι SABATON με λίγα λόγια είχαν ένα άλμπουμ έτοιμο, δεν βγήκε ποτέ και αυτοί αντί να απογοητευτούν και να τα παρατήσουν, επανήλθαν με δισκάρα! Δεν είναι καθόλου τυχαίο που βρίσκονται εδώ που είναι σήμερα θα πω εγώ. 

Γυρνάμε στον εορτάζοντα δίσκο, όπου αν βγάλουμε τα “Purple heart” και “Metal machine” από την εξίσωση οι υπόλοιπες εφτά συνθέσεις είναι κομματάρες. Μάλιστα μπορεί το ομότιτλο να είναι τέλειο για συναυλίες, αλλά θεωρώ πως τραγούδια όπως τα “Panzer battalion” και “Stalingrad” είναι ακόμα καλύτερα. Το δεύτερο ειδικά είναι σκέτη πώρωση μέχρι και στους στίχους:

“The sound of the mortars, the music of death
we’re playing the devil’s symphony
our violins are guns, conducted from hell”

Ο μουσικός κορμός της πρώιμης αυτής φάσης της μπάντας είχε κάτι το ιδιαίτερο, αφού συνδύαζε ταλέντο με την ανεμελιά και ορμή. Τότε δεν είχαν να ικανοποιήσουν ένα πολυάριθμο fanbase, δεν ήταν brand, αντιθέτως είχαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους και να τους κερδίσουν όλους χωρίς τίποτα να χάσουν. Η έμφαση στη μελωδία και στα χαρωπά ρεφραίν δεν ήταν κύριο χαρακτηριστικό ακόμα, αφού τα τραγούδια ήταν πιο άγουρα. Ας πούμε όταν έβαζες δίσκο τους να παίζει ήταν σαν να γινόταν πόλεμος στο δωμάτιό σου, ένα συναίσθημα που μου λείπει πολύ από τις πιο πρόσφατες δουλειές τους εκτός αν έχω χάσει τραγούδι που μπορεί να κοντράρει το μπάσιμο του “Reign of terror” (το “Night witches” πλησίασε αρκετά).

Ο δίσκος αυτός απέδειξε και κάτι άλλο. Ότι το συναίσθημα και η ένταση στη μουσική είναι πάνω από όλα. Αντικειμενικά ο Joakim δεν θα ήταν μέσα στις πρώτες μας επιλογές σε μία συζήτηση που αφορά τις καλύτερες φωνές του metal, ακόμα και αν περιοριστούμε στο Power. Κιθαριστικά δεν μπορούμε να πούμε πως έχουμε μία απαραίτητη στάση μελέτης για κάθε ανερχόμενο κιθαρίστα. Πως να το κάνουμε όμως όταν εδώ μιλάμε για την βάση ενός συγκροτήματος που αποτελεί έμπνευση και σύγκριση για την πλειοψηφία των κυκλοφοριών του σήμερα στα πλαίσια του είδους αυτού; Πρόκειται για ένα σημαντικό σημείο αναφοράς του ιδιώματος, που το ορίζει μέχρι και σήμερα. 

Για τα κλεισίματα να πω ότι ίσως θα κατέτασσα τα “Art of war” και “Carolus Rex” πιο ψηλά, αλλά μετά ακριβώς ακολουθεί το “Primo victoria” και φυσικά κάθε οπαδός που στρατολογήθηκε στο πιο κοντινό παρελθόν μόνο να κερδίσει έχει ακούγοντάς το αν δεν το έχει κάνει ήδη. Εννοείται δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει χωρίς reissue, το οποίο ήρθε στα πλαίσια των re-armed επανεκδόσεων. Εκεί εκτός από το “The march to war” ορχηστρικό που άνοιγε στο παρελθόν πολλές συναυλίες της μπάντας πριν αυτή βγει με το “Ghost division”, θα βρούμε και το “Shotgun” το οποίο έχει πολύ χώσιμο για τα δεδομένα του συγκροτήματος. Ο συναγερμός χτυπάει, αρπάζουμε τα όπλα μας, φοράμε τις στολές μας, βρίσκουμε κάλυψη και πατάμε play άλλη μια φορά για να γιορτάσουμε 20 χρόνια “Primo victoria”!

Παύλος Παυλάκης

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece