Underground Halls Vol. 154 (CRUEL FORCE, DWAAL, GUN RECOIL, HAGATIZ, THE CHRONICLES OF FATHER ROBIN)

0
2002

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: CRUEL FORCE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Dawn of the axe”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Shadow Kingdom Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Spider – Μπάσο
GG Alex – Τύμπανα
Teutonic Slaughter – Κιθάρες
Carnivore – Φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Youtube

Νεκρανάσταση! Οι CRUEL FORCE επιστρέφουν μετά από δώδεκα (12) ολόκληρα χρόνια. Τώρα θα μου πεις, «σιγά το νέο, ρε μεγάλε» και μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά μη ξεχνάς πως για κάποιους, τούτοι δω οι Γερμανοί, κάποτε φάνταζαν ως μεγάλες ελπίδες για το μέλλον της ακραίας underground σκηνής. Μετά από δυο αξιόλογους δίσκους (The rise of satanic might και Under the sign of the moon) που κυκλοφόρησαν μάλιστα back to back σε διάστημα δύο ετών, το 2010 και το 2011 αντίστοιχα, έπεσε μεγάλη σιγή στο στρατόπεδό τους. Οπότε, το ότι επανέρχονται από το πουθενά φέτος, με το Dawn of the axe, μόνο ως έκπληξη και μάλιστα πολύ ευχάριστη, μπορώ να το εκλάβω.

Ευχάριστη, γιατί η τετράδα φαίνεται πως έχει μεγάλα κέφια, ακούγεται ανανεωμένη και είναι σε εξαιρετική κατάσταση. Έχει μάλιστα βελτιώσει/αλλάξει σχετικά και τον ήχο της, έστω κι αν δεν έχει απομακρυνθεί πολύ από το πλαίσιο που ως τώρα ανήκε. Ενώ λοιπόν στα πρώτα δύο albums οι Γερμανοί έπαιζαν blackened thrash metal, εδώ αποφασίζουν να το «γυρίσουν» σε ένα εξίσου κολασμένο speed metal, που δείχνει να λατρεύει κυρίως τους SLAYER του “Show no mercy” και σε δεύτερο βαθμό, όλους τους μεγάλους speed/thrashers των αρχών της δεκαετίας του ’80. Και AGENT STEEL θα ακούσεις και EXODUS και WHIPLASH, μέχρι και cult ήρωες τύπου POWERLORD έχει ο «μπαξές».

Δεν υπάρχει τίποτα εκλεπτυσμένο ή μοντέρνο εδώ. Κολασμένα, καταιγιστικά riffs από μια δολοφονική κιθάρα, «αλογίσια» leads, ξέφρενες ταχύτητες αλλά και επιβλητικοί μεσαίοι ρυθμοί, ανατολίτικες κλίμακες, η δίκαση να δουλεύει υπερωρίες, τα φωνητικά να ακούγονται λες και ο Carnivore απειλεί για καυγά… Δεν υπάρχει κάτι που να γουστάρει, θεωρητικά, ένας ορκισμένος speed metaller και να μην το βρει στο “Dawn of the axe”. Η παραγωγή δε, είναι εσκεμμένα «ωμή» και ακούγεται «ετσιθελικά» ξεπερασμένη, προσθέτοντας και αυτή το λιθαράκι της στην ακραία, διαβολική ρετρολαγνεία που τόσο ωραία θέλουν να μας χαρίσουν οι CRUEL FORCE.

Όσοι πάθατε shock με τα πρόσφατα albums των KNIFE, BUTCHER και STALKER, όσοι προσκυνάτε τους DEATHHAMMER, τους BLACK CYCLONE και τους CONDOR, βάζετε τους NWOBHM δίσκους στις 45 ή 78 στροφές και γενικά αρέσκεστε σε τέτοια «ευγενή ακούσματα», επιβάλλεται να ακούσετε το “Dawn of the axe”. Επιτέλους, ένας πραγματικά καλός speed metal δίσκος για να ακούσει ο καλός συνάδελφος Θοδωρής Κλώνης, που το πάει από μετριότητα σε «πατάτα» και πίσω και τον έχει λυπηθεί η ψυχή μου. Συνεπώς, ο βαθμός είναι γι’ αυτόν και τους όμοιούς του. Οι υπόλοιποι, ακούστε πρώτα.

(8 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: DWAAL
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Never enough”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Dark Essence Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Stian Hammer – Μπάσο
Anders Johnsen – Τύμπανα
Eigil Dragvik – Κιθάρες
Rikke Karlsen – Κιθάρες
Siri Vestby – Πλήκτρα
Bjørnar Kristiansen – Φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Official site
Bandcamp
Facebook
Instagram
Soundcloud
Youtube

Οι DWAAL, είναι ένα εξαμελές συγκρότημα, το οποίο έρχεται από το Όσλο της Νορβηγίας και κυκλοφόρησε το 2020 το πρώτο του άλμπουμ, με την ονομασία “Gospel of the vile”. Από τότε και μετά, το σχήμα έπεσε κυριολεκτικά στα δίκτυα της πανδημίας και πέρασε πολλά, μεταξύ των οποίων ακυρώσεις, νοσήσεις, διάλυση και επανασύνδεσή του, αλλά το κυριότερο, κόντεψε να χάσει ένα του μέλος από τον ιό.

Πηγαίνοντας κόντρα σε όλες τις παραπάνω αντιξοότητες και με την θέληση του χαλυβδωμένη, το συγκρότημα επέστρεψε φέτος, με την δεύτερη δισκογραφική του δουλειά του, η οποία να μη τι άλλο, θα ήταν γεμάτη από όλες αυτές τις εμπειρίες που στιγμάτισαν τα μέλη του, εμπειρίες τις οποίες οι DWAAL πέρασαν μέσα στη μουσική τους και στο νέο τους άλμπουμ το οποίο ονομάζεται “Never enough”. Ένα όνομα καθόλου τυχαίο, το οποίο φυσικά θέλει να περάσει το μήνυμα ότι ποτέ, τίποτα δεν είναι αρκετό. Τίποτα δεν είναι αρκετό να διαλύσει την θέληση; Κατά πως φάνηκε, ναι.

Το sludge/post metal των Νορβηγών, εδώ είναι ιδιαίτερα εμπλουτισμένο, με αρκετά στοιχεία από το heavy και doom μεταλλικό φάσμα καθώς και με εξαιρετικά, ατμοσφαιρικά στοιχεία. Όλα τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι κάνουν πολυσυλλεκτικό τον ήχο τους και αυτό, μόνο ευχάριστο θα μπορούσε να είναι. Μέσα στις πέντε μακροσκελέστατες (η μικρότερη είναι κάτι παραπάνω από έξι λεπτά), συνθέσεις του δίσκου, αυτό το οποίο ξεχειλίζει, είναι η οργή. Το άλμπουμ είναι αρκετά επιθετικό, αρκετά ωμό, αν και μελωδικό και πολυσύνθετο. Ένα τραγούδι, το “Repentance of a bastard”,  είναι αρκετό για να καταλάβει κανείς το νόημα όλου του δίσκου. Μεταμέλεια, πόνος, απώλεια. Κακό. Το κακό που κάνεις σε αυτούς που αγαπάς. Κακό που δεν μπορείς να το πάρεις πίσω. Μετανοείς. Αρκεί η μετάνοια;

Μέσα από πολλές τέτοιες σκέψεις, μέσα από πολλούς τέτοιους προβληματισμούς, οι οποίοι εκφράζονται ξεκάθαρα μέσα από την μουσική και όχι μόνο από τους στίχους, οι DWAAL, ηθελημένα ή άθελα τους (σχετικά απίθανο το δεύτερο), θέλουν να δώσουν ένα μάθημα, να περάσουν μέσα από τις εμπειρίες τους των τελευταίων τριών χρόνων, ένα μήνυμα στους ακροατές τους, ότι χρειάζεται αγώνας. Για τα πάντα. Και ποτέ δεν είναι αρκετός.

Ακούστε το οπωσδήποτε μαζί με τους στίχους. Οπωσδήποτε.

(8,5 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: HAGATIZ
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Cursed to the night”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Amor Fati Productions
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Semgoroth – Φωνητικά
MK – Κιθάρες, μπάσο
Odium Aeterum – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Youtube

Τα τελευταία αρκετά χρόνια, η Γερμανική black metal σκηνή και ειδικά η underground, φαίνεται πως έχει κάνει μια στροφή προς το παραδοσιακό black metal της δεκαετίας του ‘90, με όλο και περισσότερα συγκροτήματα να προσπαθούν, άλλοτε νοσταλγικά, άλλοτε εμπλουτισμένο με κάπως πιο σύγχρονα στοιχεία, να πετύχουν τον ήχο της καθοριστικής για τον extreme metal χώρο εκείνης δεκαετίας.

Οι HAGATIZ, είναι ένα νέο συγκρότημα, το οποίο ακριβώς αυτό προσπαθεί να αναστήσει μέσα από το ντεμπούτο άλμπουμ του, το οποίο ονομάζεται “Cursed to the night”. Το συγκρότημα βέβαια, μπορεί να είναι νέο, οι συντελεστές του όμως, είναι αρκετά μπαρουτοκαπνισμένοι, μιας και αποτελείται από βετεράνους μουσικούς  και συγκεκριμένα από τον Semgoroth των DAUþUZ, τον MK των HAXENZIJRKELL και τον Odium Aeterum των LUNAR CHALICE και μιας σειρά από άλλα συγκροτήματα.

Η εμπειρία της παραπάνω τριάδας, σε διαφορετικά μεταξύ τους συγκροτήματα και με διαφορετικό ήχο το κάθε ένα, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εγγύηση περί του αποτελέσματος, στην νέα τους αυτή κοινή προσπάθεια, υπό το όνομα των HAGATIZ. Επτά νέα τραγούδια αποτελούν το σύνολο του “Cursed to the night”. Επτά τραγούδια, τα οποία ακούγονται πολύ σκοτεινά, πολύ μελαγχολικά, καταθλιπτικά στη βάση τους, τιμώντας την παράδοση των 90s στον χώρο. Πέραν της γενικής εικόνας, το άλμπουμ είναι τελείως βασισμένο στις κιθάρες, με διπλοκιθαριστικά σημεία, βαριά και ταχύτατα riff, τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ μεγάλων περασμάτων droning, σκοτεινά μελωδικά lead και τύμπανα ξερά και αρκετά μπροστά που ξεσπούν σε ανελέητα blast beats.

Τραγούδια, όπως τα “Echoes from the afterlife”, “Everlast in darkest night” και “Drown in darkness”, σίγουρα θα φέρουν στο μυαλό, άλμπουμ που γιγάντωσαν την black metal σκηνή της Νορβηγίας.  Ένα κομμάτι το οποίο αξίζει να επισημανθεί, είναι το “Necrovoid” που κλείνει τον δίσκο. Εκτός από το ότι είναι instrumental, είναι επίσης ένα σκοτεινό outro που είναι τρομερά δυσοίωνο αλλά παράλληλα τελείως διαφορετικό από το ύφος του υπόλοιπου άλμπουμ, με πλήκτρα και μία αρκετά post ατμόσφαιρα να το συνοδεύει.

Κατά κύριο λόγο, το άλμπουμ απευθύνεται στους οπαδούς εκείνης της σκηνής, εκείνου του παρελθόντος, των 90s. Αυτοί, είναι σίγουρο ότι θα το απολαύσουν περισσότερο από τους άλλους, αυτούς που στο black ψάχνουν περισσότερους πειραματισμούς και εξέλιξη. Για τους πρώτους και η βαθμολογία.

(8 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: THE CHRONICLES OF FATHER ROBIN
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “The songs & tales of Airoea – Book 1”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Karisma Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Andreas Wettergreen Strømman Prestmo – Φωνητικά, κιθάρες, Oberheim OB-8, Kawai SX-240, κρουστά.
Jon André Nilsen – Μπάσο, β’ φωνητικά.
Henrik Harmer – Τύμπανα, κρουστά, Oberheim OB-8, β’ φωνητικά.
Regin Meyer – Φλάουτο, Rhodes Mk II, πιάνο, Hammond C3.
Thomas Hagen Kaldhol – Κιθάρες, μαντολίνο.
Aleksandra Morozova – Β’ φωνητικά.
Kristoffer Momrak – Φλάουτο, Minimoog Model D, Buchla Music Easel.
Håkon Oftung – Hammond M100, Hohner Clavinet D6, Arp Pro Soloist, Solina Strings, Mellotron m4000d.
Martin Nordrum Kneppen – Τύμπανα, κρουστά.
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Lars Fredrik Frøislie – Hammond C3, Hohner Clavinet D6, Minimoog Model D, Mellotron M400, Glockenspiel, Wurlitzer 200, Lindholm Spinet, Chamberlin M-1, μουσικό κουτί, Arp Axe.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Official site
Facebook
Bandcamp
Youtube

“This is the tale of Father Robin, living in a mighty tree…”

Βόλτα στα δάση της Νορβηγίας για την συνέχεια, αλλά χωρίς βάψιμο, μεταλλικά αξεσουάρ κάθε είδους και υπό την συνοδεία ακραίων, μαυρομεταλλικών ήχων. Οι THE CHRONICLES OF FATHER ROBIN είναι ένα συγκρότημα που αποτελείται από μέλη των FANGORN, WOBBLER, TUSMØRKE, THE SAMUEL JACKSON FIVE και JORDSJØ. Θα μπορούσες λοιπόν να τους χαρακτηρίσεις και ως ένα super group, στον χώρο και στην κατηγορία τους, αναλογιζόμενος την αξία των προαναφερθέντων μπαντών.

Οι τύποι αυτοί που λες ετοίμαζαν, εδώ και τριάντα (!) χρόνια, ένα μεγαλόπνοο έργο, το “The songs & tales of Airoea”, με σκοπό να «σπάσουν» τα 18 τραγούδια του σε τρεις επιμέρους δίσκους. Ο πρώτος έρχεται φέτος, τιτλοφορείται “The songs & tales of Airoea – Book I” και δεν έχει παρά λίγες μέρες που κυκλοφόρησε. Οι επόμενοι δύο θα είναι το Book II: Ocean traveler και το Book III: Magical chronicle που λογικά δεν πρόκειται να αργήσουν. Μάλλον σε ορίζοντα διετίας, θα τους έχουμε και τους δυο.

Πίσω από αυτό το έργο τώρα, υπάρχει ένα concept. Είναι η ιστορία του Father Robin, μιας φανταστικής οντότητας που στην ουσία ενσαρκώνει όλα τα μέλη του συγκροτήματος, σε μια ύπαρξη. Και καθώς οι μουσικοί αντιμετώπιζαν προβλήματα, βίωναν προκλήσεις και έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με κάθε είδους συμβάντα στη ζωή τους, αυτή η αλληλουχία γεγονότων μετουσιώθηκε στην ιστορία του Father Robin, με τις απαραίτητες επιρροές από τη μυθολογία, τη φολκλορική παράδοση κλπ.

Το album ξεκινά με το “Prologue”, όπου «βλέπουμε» τον ήρωα του concept να περπατά σε κάποια ακτή, με την συνέχεια του “The tale of Father Robin” να μας επιφυλάσσει μια «επίσκεψη» στο δεντρόσπιτο του Robin και εμένα να αναρωτιέμαι γιατί έκοψαν αυτήν τη γεμάτη κινηματογραφικά samples εισαγωγή, στα δυο. Θα μπορούσαν απλά να ενώσουν τα μονόλεπτα αυτά πρελούδια, να προσθέσουν λίγα ακόμη δευτερόλεπτα, ή έστω ένα λεπτό και να είναι εξίσου κατατοπιστικοί. Τέλος πάντων, ψιλά γράμματα όλα αυτά, ειδικά όταν ακολουθεί αυτό που ακολουθεί…

Μέσα από τέσσερα μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια (το μικρότερο είναι στα οκτώ λεπτά και το μεγαλύτερο στα 15 plus), «το παραμύθι» εξελίσσεται σε κάτι που μόνο ως «φόρος τιμής», μπορεί να χαρακτηριστεί. Φόρος τιμής στους γίγαντες του prog rock των 70s, σαν τους GENESIS, YES, EMERSON, LAKE & PALMER, RUSH (στα πιο έντονα, κιθαριστικά ξεσπάσματα) και φυσικά τους JETHRO TULL, λόγω της άκρατης folk αισθητικής του. Λογικό που υπάρχουν επιρροές τόσο από παλαιότερα groups των μελών των THE CHRONICLES OF FATHER ROBIN, όσο και από ομοτράπεζες μπάντες τύπου ANEKDOTEN, αλλά η ζυγαριά γέρνει ξεκάθαρα προς την «αρχαιολογία» των 70s.

Πάρα μα πάρα πολύ καλό album το “Book I”. Όχι επιτηδευμένα vintage και retro, άλλωστε η έναρξη της διαδικασίας σύνθεσής του ξεκίνησε σε εποχές που το vintage κίνημα δεν υπήρχε ακόμη, αλλά αυθεντικό. Προς όποιον θέλει να ακούσει εξαίσιο 70s prog rock, εν έτει 2023, να η πρόταση, ίσως, της χρονιάς.

(8 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

EPs/LIVE & COMPILATION ALBUMS

Τούτο το EP προέρχεται από τον «πυρήνα» του underground, άρα απευθύνεται στον «πυρήνα» της στήλης μας. Πρόκειται για το Underground prison, μια ανεξάρτητη κυκλοφορία, από μια ολοκαίνουργια Αθηναϊκή μπάντα, τους GUN RECOIL, που δε ξέρω αν έχουν καν «κλείσει» τα τρία χρόνια ζωής. Η εν λόγω «ανάκρουση του όπλου» λοιπόν (πολύ ωραίο και ταιριαστό όνομα για το είδος και το ύφος που έχει διαλέξει το συγκρότημα) έρχεται μέσα από πέντε συνθέσεις, οι οποίες ως φαίνεται έχουν έναν και μόνο σκοπό: Να αναπαράξουν και να μεταφέρουν, ηχητικά, στην Ελλάδα, την thrash metal σκηνή των Η.Π.Α. Αυτό. Τέλος. Αναφορές σε άλλες σκηνές, άλλων χωρών, δε θα ακούσεις εδώ και μεταξύ μας, όπως παίζουν τα παιδιά εδώ, δε χρειάζεται. Για ποιον λόγο να λοξοκοιτάς, όταν υπάρχει μια τέτοια πηγή από την οποία μπορείς να εμπνευστείς;

Επιρροές από μπάντες όπως οι TESTAMENT, GRIP INC, POWER TRIP, ENFORCED, πολύ ωραίος ήχος με ιδιαίτερη καθαρότητα, τεχνική κατάρτιση που δείχνει μουσικούς ικανούς χωρίς να είναι επιδειξιομανείς, πολύς όγκος και δύναμη στις συνθέσεις… όλα καλά τα κάνουν οι GUN RECOIL σε αυτό το πρώτο τους εγχείρημα. Είναι το ίδιο ικανοί και στις γρήγορες και στις μεσαίες ταχύτητες, ενώ μου άρεσαν επίσης και τα φωνητικά, που άλλες φορές νομίζω πως ζυγώνουν το «χρώμα» του θεού Gus Chambers, άλλες αυτό του Jon Schaffer (yup!). Θεωρώ πως οι GUN RECOIL έχουν όλα τα φόντα να τα πάνε πολύ καλά στο μέλλον, αν συνεχίσουν τη δουλειά στο ίδιο μοτίβο και δε χύσουν τη καρδάρα με το γάλα, όπως έχουν κάνει και κάνουν τόσοι και τόσοι, εντός και εκτός συνόρων. Για να δούμε τι έχουμε να ακούσουμε στο μέλλον… ως τότε, μπράβο τους!

Λοιπές πληροφορίες

Η μπάντα αποτελείται από τους:
Γιώργος Γεραμάνης – Φωνητικά
Χρήστος Τζώνης – Ρυθμική κιθάρα
Θεοχάρης Στεφανάτος – Lead κιθάρα
Γιάννης Κατσάμπουλας – Μπάσο

τα τύμπανα του EP έχει ηχογραφήσει ο Νίκος Μαγκαφάς, ενώ αν θες να ακούσεις το EP και να έρθεις σε επαφή με το συγκρότημα, κάνεις κλικ στους παρακάτω συνδέσμους:

Facebook
Bandcamp
YouTube

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here