Friday, April 25, 2025
Home Blog Page 2

DARK TRANQUILLITY interview (Mikael Stanne)

0
Tranquillity
Photo by Michele Aldeghi
Tranquillity
Photo by Michele Aldeghi

“Signaling the end of days”

Οι θρύλοι του μελωδικού death metal DARK TRANQUILLITY, επιστρέφουν στη χώρα μας με το πολύ καλό τελευταίο τους πόνημα “Endtime signals”, μαζί με τους MOONSPELL και τους HIRAES για δύο συναυλίες σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα (26 και 27 Απριλίου αντίστοιχα). Το Rock Hard, πετυχαίνοντας τους Σουηδούς εν μέσω της Ασιατικής τους περιοδείας, άδραξε την ευκαιρία να μιλήσει με τον λατρεμένο και λαλίστατο μπροστάρη Mikael Stanne, σε μια πραγματικά εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη.

Καλησπέρα Mikael και καλωσήρθες στο ROCK HARD. Το τελευταίο σας άλμπουμ “Endtime signals” βγήκε πέρυσι τον Αύγουστο. Ένα άλμπουμ που προσωπικά απόλαυσα, όντας χρόνια οπαδός σας. Όπως και μεγάλη μερίδα του τύπου που το αγκάλιασε ξεκάθαρα. Άλμπουμ του μήνα σε πολλά περιοδικά κατά τη κυκλοφορία του, όπως και βραβεία σε πολλές περιπτώσεις (στη Γερμανία αν δεν απατώμαι). Περιμένατε να έχει τέτοια επιτυχία;
Γεια σου, σε ευχαριστώ πολύ! Α, δεν ξέρω, το ελπίζαμε, νιώθαμε πολύ σίγουροι ότι ήταν καλός δίσκος. Είχαμε μια πολύ μακρά συνθετική διαδικασία και νιώσαμε ότι ήταν ένα πολύ σημαντικό άλμπουμ για εμάς. Γιατί, ξέρεις, είχαμε αλλαγές στη σύνθεση, οπότε τώρα είναι κατά κάποιο τρόπο μια διαφορετική συνθετική ομάδα. Οπότε νιώσαμε ότι θα έπρεπε να αποδείξουμε γιατί υπάρχουμε ακόμα (γέλια), αλλά επίσης και ότι μπορούμε να παραδώσουμε κάτι που είναι στο ίδιο επίπεδο με το οτιδήποτε έχουμε κάνει, αν όχι να το ξεπεράσουμε.
Είχαμε μια ιδέα, ένα κοινό όραμα o Johan, o Martin κι εγώ, το τι συναίσθημα θα βγάζει το άλμπουμ τουλάχιστον. Γιατί υπήρχαν πολλές συζητήσεις ως προς αυτό: “πως θα το κάνουμε αυτό το άλμπουμ;”, ”τι συναίσθημα πρέπει να βγάζει;”, “τι θέλουμε να πούμε σε αυτό;”. Και αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση, αλλά αυτό σήμαινε ότι είχαμε και ένα καθαρό όραμα το πως θέλαμε να είναι αυτό το άλμπουμ και προσπαθήσαμε να το πετύχουμε αυτό. Δεν είχαμε ξαναδουλέψει έτσι, οπότε ήταν ενδιαφέρον, μια πρόκληση για εμάς και εν τέλει, ήταν πολύ μεγάλη επιβράβευση.
Οπότε ναι, υπήρχε πολλή πίεση, πιστεύω. Αλλά ξέραμε ότι είχαμε κάτι καλό μετά από λίγο καιρό. Έπειτα όταν μιξάραμε το άλμπουμ και τελειώσαμε με τα πάντα, είπαμε “ναι, αυτό είναι πολύ δυνατό, είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτό”. Αλλά φυσικά, δεν ξέρεις ποτέ πως θα το πάρει ο κόσμος. Αλλά έχουμε μια φοβερή βάση οπαδών που είναι πολύ ανοιχτοί στα πράγματα που κάνουμε. Οπότε δεν ανησυχώ ποτέ, απλά είμαι πολύ περίεργος, ένα άγχος κατά κάποιο τρόπο (γέλια) πριν κυκλοφορήσουμε κάτι.
Και είναι υπέροχο αυτό, είναι τόσο φοβερό να βλέπεις πόσο ωραία ανταποκρίνεται ο κόσμος σε αυτά τα κομμάτια όταν τα παίζουμε live. Οπότε ναι, είναι απίστευτο, αυτός ο κύκλος περιοδειών μέχρι στιγμής, που άρχισε τον Αύγουστο βασικά, είναι ένας από τους καλύτερους που είχαμε ποτέ.

Photo by Alessandro Di Martino

Περιοδεύετε για αυτό το δίσκο τους τελευταίους μήνες από τη κυκλοφορία του, συμπεριλαμβανομένης μιας Ευρωπαϊκής περιοδείας με MOONSPELL, WOLFHEART και HIRAES, μιας περιοδείας στην Αυστραλία και τη στιγμή που μιλάμε, φτάνετε στο τέλος της περιοδείας σας στην Ασία σήμερα. Πως το αντιμετωπίζετε τώρα που έχει περάσει κάποιος καιρός και που έχετε παίξει ένα μεγάλο μέρος του υλικού του επί σκηνής, σε σχέση με την υπόλοιπη δισκογραφία των DARK TRANQUILLITY;
Νιώθω ότι μίλησε πολύ στους ανθρώπους, σε συναισθηματικό επίπεδο, με διαφορετικό τρόπο από ότι συνήθως. Είναι φανταστικό και μόνο το να γνωρίζουμε ανθρώπους που χρησιμοποίησαν αυτό το άλμπουμ σαν κάποιου είδους ανακούφιση από τα προβλήματα του κόσμου τη δεδομένη στιγμή. Επιστροφή από την πανδημία και επιστροφή στην κανονική ζωή εκ νέου, με ένα άλμπουμ που πραγματεύεται το τι έχει γίνει αυτός ο κόσμος. Το βλέπω στα μάτια του κοινού, όταν παίζουμε κάποια από τα κομμάτια, το βλέπω όταν γνωρίζουμε ανθρώπους μετά τις συναυλίες, το πόσο σημαντικό άλμπουμ ήταν αυτό για πολλούς ανθρώπους.
Ήταν απίστευτο το να έχουμε απλά αυτές τις συζητήσεις και να γνωρίσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν φανταστικό. Η πρώτη περιοδεία που κάναμε πριν την Ευρωπαϊκή ήταν μια στην Αμερική το Σεπτέμβριο, που ήταν επίσης φοβερή, γιατί ήταν οι πρώτοι στους οποίους παίξαμε αυτά τα νέα κομμάτια. Και μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι η Αμερική επανερχόταν, γιατί τη τελευταία φορά που παίξαμε εκεί, ήταν λίγο μετά τη πανδημία, οπότε δεν ήταν ακόμα έτοιμος ο κόσμος. Οπότε ήταν ένα εντελώς διαφορετικό συναίσθημα, αλλά αυτό το άλμπουμ έκανε πράγματα σε πολύ κόσμο, είναι απίστευτο.

Mikael, αγγίζεις πολύ βαθιά θέματα με τους στίχους σου κατά την καριέρα των DARK TRANQUILLITY. Θα έλεγα πως είσαι σχεδόν ποιητικός κάποιες φορές. Σκεφτήκατε ποτέ σαν μπάντα ή και εσύ προσωπικά, να φτιάξετε ένα concept άλμπουμ; Αν ναι, τι θα πραγματευόταν ένα τέτοιο άλμπουμ;
Ωωω, φυσικά το έχω σκεφτεί! Λατρεύω τα concept άλμπουμ, λατρεύω τα prog rock άλμπουμ, λατρεύω αυτές τις μεγαλεπήβολες ιδέες. Και όταν ξεκινήσαμε εγώ και ο Niklas, αυτό σκεφτόμασταν. Λατρεύουμε αυτά τα άλμπουμ με τις μεγάλες ιδέες. Μου αρέσει να έχω μια ιδέα του πως θα έπρεπε να είναι ένας δίσκος, μια συγκεκριμένη διάθεση ή ένα θέμα. Αλλά όχι κάτι σαν ιστορία. Τα περισσότερα concept άλμπουμ είναι εκ προοιμίου λίγο γλυκανάλατα, πρέπει να είναι σχεδόν οπερατικό σε φύση. Σαν θεατρική παράσταση που πρέπει να υποδυθείς διάφορους χαρακτήρες. Και όσο κι αν το αγαπάω αυτό, δεν είμαι σίγουρος αν θα ήθελα να το κάνω.
Αλλά θα είχε ενδιαφέρον. Το πρώτο άλμπουμ των IN FLAMES που έγραψα τους στίχους, το “Lunar strain”, προοριζόταν αρχικά να γίνει concept άλμπουμ, γιατί γούσταρα τόσο πολύ εκείνον τον Σουηδό συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας. Ήθελα να γράψω για τα ταξίδια του και για τη σειρά βιβλίων του. Νομίζω ότι θα ήταν κάτι παράξενο μα ρεαλιστικό πράγμα σε στυλ επιστημονικής φαντασίας, γιατί λατρεύω το είδος και πιστεύω ότι θα ήταν πολύ ωραίο. Ταυτόχρονα ωστόσο, δεν ξέρω κατά πόσον θα δούλευε για τους DARK TRANQUILLITY. Ίσως σε κάποιο project μελλοντικά, ποιος ξέρει;

Γυρίσατε τέσσερα video clip γιαυτόν τον δίσκο (“Unforgiveable”, “Not nothing”, “Wayward eyes”, “Neuronal fire”), συν ένα visualizer video για το “The last imagination”. Τα περισσότερα video που είχατε ποτέ για την προώθηση ενός δίσκου σας. Υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο όραμα πίσω από αυτά, ή είναι απλά ένα αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης που σας δείχνει η Century Media, δεδομένου ότι είστε στο δυναμικό της για πάνω από 25 χρόνια;
Μεγάλο μέρος αυτού είναι η εμπιστοσύνη για την ακρίβεια. Ξέρουν τι έχουν στα χέρια τους. Και ήταν πολύ, πολύ χαρούμενοι, όταν τους στείλαμε το άλμπουμ, θέλανε να σιγουρευτούν ότι θα έχουμε μια όσο το δυνατόν καλύτερη καμπάνια προώθησής του. Ήταν φανταστικό, έκαναν μια τόσο τρομερή δουλειά σε όλα τα επίπεδα. Δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο χαρούμενος. Θέλαμε επίσης, να αποδώσουμε και το δικό μας συναίσθημα και την οπτική ταυτότητα της μπάντας, λίγο δυνατότερα με αυτή την κυκλοφορία. O Niklas ήταν μέρος της δημιουργίας των περισσότερων videos. Ακόμα κι αυτά που γυρίστηκαν στο Goteborg, ο Niklas έκανε κάποια από τα εφέ και το γενικότερο θέμα τους. Είναι ωραίο να μπορείς να βάλεις το εξώφυλλο ενός δίσκου, τα video και επίσης τα οπτικά εφέ επί σκηνής. Και όλα τα έκανε ο Niklas, οπότε είναι μια επέκταση της μπάντας μας. Είναι σημαντικό επομένως να το διατηρήσουμε συνεπές όλο αυτό μέχρι τέλους.

Είσαι πολυάσχολος, έξω από τους DARK TRANQUILLITY, με διάφορες μπάντες. Μια από αυτές, είναι οι THE HALO EFFECT, οι οποίοι πρόσφατα κυκλοφόρησαν το “March of the unheard”. Καταρχάς, συγχαρητήρια και γι’ αυτό το άλμπουμ. Οι THE HALO EFFECT έχουν συμμετάσχει σε δυνατές περιοδείες από την ίδρυση τους με MESHUGGAH, AMON AMARTH, MACHINE HEAD και ούτω καθεξής. Περίμενες, όταν ξεκινούσατε αυτή τη μπάντα με τα λοιπά πρώην μέλη των IN FLAMES, ότι θα γινόταν τόσο επιτυχημένη αυτή η μπάντα τόσο νωρίς;
Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Όχι, δεν είχαμε ιδέα. Ξέραμε ότι είχαμε κάτι καλό όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε κομμάτια και όταν τα τελειώσαμε ήμασταν σε φάση “αυτό θα δουλέψει, αυτό είναι φοβερό” και απλά περνάγαμε υπέροχα γράφοντας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ήταν μια δικαιολογία για εμάς να βρεθούμε, να δούμε ο ένας τον άλλον και να μπούμε στο studio για να κάνουμε κάτι. Και άμα κάνουμε περιοδείες και άμα κάνουμε συναυλίες, πρέπει να είναι κάτι που μας κάνει να νιώθουμε ωραία. Τα άλλα παιδιά είναι πολύ απασχολημένα, όπως είμαι κι εγώ. Είπαμε ότι “αν κάνουμε κάτι, θα πρέπει να νιώθουμε καλά με αυτό”.
Δεν θα το κάνουμε για λεφτά, δεν θα το κάνουμε εκτός αν πιστεύουμε ότι θα κάνει καλό στη μπάντα εν γένει. Οπότε αυτό ήταν το σκεπτικό. Φυσικά, γνωρίζουμε πολύ κόσμο, πολλοί παλιοί μας φίλοι και παλιοί φίλοι των IN FLAMES, που ενδιαφέρονταν και ήταν περίεργοι “ΟΚ, ώστε επιστρέψατε. Ας ξαναβγούμε στο δρόμο όπως παλιά”, οπότε κι αυτό ήταν μέρος του. Φυσικά, συνεργαζόμασταν με φοβερούς ανθρώπους στο management, το οποίο το κάνει ακόμα πιο εύκολο για μας. Είναι πολύ, πολύ ωραίο και ενδιαφέρον, γνωρίσαμε πολύ καινούργιο κόσμο μέσω αυτής της μπάντας. Καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της χρονιάς μου (γέλια), αλλά ήταν φανταστικά. Η Ευρωπαϊκή περιοδεία που κάναμε ήταν απίστευτη.

Photo by Krichan Wihlborg

Άλλη μια μπάντα, που ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα προσωπικά, ήταν οι GRAND CADAVER. Ξέρεις, στις αρχές του 2000, μέλη των OPETH και KATATONIA δημιούργησαν τους BLOODBATH σαν φόρο τιμής στην death metal σκηνή της Στοκχόλμης (ENTOMBED, GRAVE, DISMEMBER κλπ.). Συνέβη το ίδιο και με τους GRAND CADAVER ή υπήρχε εντελώς διαφορετικό σκεπτικό πίσω από τη δημιουργία τους;
Ε, κάτι τέτοιο. O Alex γράφει τα πάντα. Ζούμε στον ίδιο δρόμο και γίναμε πιο κοντινοί φίλοι κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Απλά πετυχαίναμε ο ένας τον άλλον συνέχεια και καταλήξαμε να αράζουμε να πίνουμε μπύρες και να μιλάμε για metal! Είναι από τη Στοκχόλμη, αλλά ζει στο Goteborg εδώ και πολλά χρόνια. Και ήταν σε φάση “σκέφτομαι να ξεκινήσω μια μπάντα σε φάση παλιομοδίτικο death metal, ξέρεις Boss HM-2 πετάλι και τέτοια πράγματα”. Μιλούσε σε ένα παλιό του φίλο που έπαιζε στους TIAMAT. Του είπα “τέλεια, καλή φάση” και μου κάνει “Θέλεις να τραγουδήσεις;”, “Αμέ, στείλε μου κομμάτια!”.
Κάπως έτσι ξεκίνησε και έχει γίνει κάτι μεγαλύτερο, έχουμε δύο άλμπουμ, ένα EP και έπεται συνέχεια. Είναι σούπερ διασκεδαστικό, είναι κάτι που μπορείς να κάνεις πολύ γρήγορα, μπορείς να κάνεις ένα κομμάτι μέσα σε μια μέρα και να ηχογραφήσεις σε ένα Σαββατοκύριακο. Είναι η απόλυτη αντίθεση με αυτό που είναι οι DARK TRANQUILLITY. Μου παίρνει όλο το στρες. Είναι χαζοί στίχοι αλλά φοβερά κομμάτια (γέλια), γκρουβάτα και πραγματικά απότιση φόρου τιμής σε αυτόν τον ήχο. Οπότε είναι κατά κύριο λόγο Στοκχόλμη, με μερικές επιρροές από Goteborg, φυσικά. Αλλά είναι κάτι που μου αρέσει πολύ.

Ναι, ναι, στις μελωδίες. Θυμάμαι όταν είχε βγει το “Madness comes” EP (2021), το άκουσα και είπα “Ο Mikael Stanne είναι αυτός;” (γέλια) Ήταν φοβερό που σε άκουσα σε κάτι τέτοιο, νόμιζα ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ!
Ναι, ναι, αλλά συνέβη εξαιτίας της πανδημίας. Πραγματικά, είχαμε λίγο χρόνο οπότε το κάναμε. Ξέρεις το να είσαι στο studio είναι ένα ελεγχόμενο περιβάλλον. Οι τέσσερις μας μόνο. Κι αυτό το έκανε εύκολο. Είχε πλάκα να τραγουδάω αυτούς τους γελοίους στίχους, να προσπαθώ να ακούγομαι όσο πιο brutal γίνεται, πάνω από αυτές τις κιθάρες – αλυσοπρίονα! Το λατρεύω!

Και ήταν και κοντά στη περίοδο που ο Tomas Lindberg έκανε τους THE LURKING FEAR, που πάλι ήταν σε φάση παλιομοδίτικο death metal.
Ναι, ναι, αυτό ήταν λίγο νωρίτερα, αλλά παρόμοιο πνεύμα. “Για να δούμε, τι μπορούμε να κάνουμε για πλάκα” (γέλια).

Τέλος, η πιο διαφορετική όλων, οι CEMETERY SKYLINE και το “Nordic gothic”. Από τότε που άκουσα τα καθαρά φωνητικά σου στο “The mundane and the magic” (από το “Fiction”) το 2007,  ευχόμουν μια μέρα να κάνεις ένα side project σε πιο gothic μονοπάτια. Είχες μήπως μια παρόμοια ιδέα όταν ξεκινούσες αυτό το σχήμα;
Όχι, εννοώ πάντα μου άρεσε αυτό το στυλ τραγουδιού, μεγάλωσα με αυτό. Είναι κάτι με το οποίο πειραματιστήκαμε με τους DARK TRANQUILLITY από παλιά, από το “Haven” για παράδειγμα, που έχει αυτή την ατμόσφαιρα σε σημεία. Οπότε πάντα υπήρχε εκεί. Οπότε όταν ο Markus και ο Santeri είχαν την ιδέα “ας κάνουμε κάτι σε φάση 80s goth” με ρωτήσανε και ήμουν σε φάση “ακούγεται ενδιαφέρον”. Ήταν 4 χρόνια που το δουλεύαμε, όταν ήμασταν σπίτι και είχαμε χρόνο για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Ξέρεις παίζεις λίγο με τα κομμάτια, στέλνετε demo ο ένας στον άλλο, βλέπεις τι δουλεύει. Ήταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά το φοβόμουν πολύ! Ένα rock άλμπουμ, καθαρά φωνητικά…εντελώς έξω από τα νερά μου! Αλλά δεν το βιαστήκαμε καθόλου, γράφαμε και ξαναγράφαμε τραγούδια για χρόνια. Εν τέλει καταλήξαμε σε κάτι για το οποίο είμαι πάρα πολύ περήφανος. Ήταν πολύ ωραίο, ήταν μια πολύ διασκεδαστική εμπειρία. Παίξαμε και headline συναυλία στη Φινλανδία, ήταν φοβερό!

Συμφωνώ, το γούσταρα πολύ! Mikael, επειδή ξέρω ότι ψάχνεσαι με μουσική σαν οπαδός: είμαστε ήδη στους πρώτους 2,5 μήνες του 2025 και έχουν βγει ήδη σπουδαίοι δίσκοι. Ποιοι δίσκοι σου κέντρισαν το ενδιαφέρον και για ποιους δίσκους ανυπομονείς φέτος;
ΟΚ, το τελευταίο που άκουσα και που μου έχει γίνει εμμονή τις τελευταίες δύο μέρες, είναι το καινούργιο άλμπουμ του Steven Wilson, “The overview”. Επιστρέφει πάλι σε ατόφιες prog φόρμες, δύο κομμάτια, 24 λεπτά το καθένα. Φοβερός δίσκος, είμαι μεγάλος οπαδός του Steven Wilson για χρόνια και δεν θα μπορούσα να είμαι πιο χαρούμενος. Μου αρέσει επίσης το καινούργιο άλμπουμ των MOTORCYCLE, δεν θυμάμαι πως λέγεται αυτή τη στιγμή, αλλά το ακούω πολύ στο σπίτι. Αγαπάω τους MOTORCYCLE παραπάνω από πολλές άλλες μπάντες! Το καινούργιο άλμπουμ των KAL SASUI, μια Δανέζικη experimental μπάντα που λατρεύω. Βασικά, έχω τόσους δίσκους που με περιμένουν και δεν έχω την ευκαιρία να τους παίξω γιατί όταν ακούω ένα δίσκο θέλω να κάτσω με το πικάπ μου με τα ακουστικά μου και να το νιώσω πραγματικά. Γι’ αυτό ανυπομονώ πραγματικά όταν γυρίσω σπίτι. Υπάρχουν δέκα βινύλια που με περιμένουν εκεί (γέλια) είναι απίστευτο συναίσθημα!

Mikael, επιστρέφετε στην Ελλάδα, μετά από 3 χρόνια, με τους MOONSPELL και HIRAES, στα πλαίσια του δεύτερου σκέλους της Ευρωπαϊκής περιοδείας για το “Endtime signals”. Τι μπορούν να περιμένουν οι οπαδοί σας σε αυτές τις συναυλίες;
Ω, θα είναι πολύ ενδιαφέρον! Στο πρώτο σκέλος της περιοδείας, αποφασίσαμε να παίξαμε παλιά και νέα κομμάτια που απλά δεν είχαμε παίξει εδώ και κάποιο καιρό. Παράξενα, ξεχασμένα κομμάτια και ωραία αγαπημένα κομμάτια των οπαδών. Οπότε ήταν πολύ ωραίο το να αλλάζεις κομμάτια κάθε βράδυ, να προσπαθείς ώστε κάθε κοινό που μας βλέπει να ακούει κάτι καινούργιο. Τώρα, θα προβάρουμε ορισμένα ακόμα καινούργια κομμάτια, οπότε θα έχει μεγάλη ποικιλία.
Πολλά αφανή κομμάτια και φυσικά υλικό από το καινούργιο άλμπουμ. Θα είναι φοβερό γιατί σκεφτήκαμε να ανεβάσουμε επίπεδο όλη τη παραγωγή, με τα φώτα επί σκηνής και τα video wall και όλα αυτά. Θα είναι σε ένα επίπεδο στο οποίο δεν έχουμε ξαναπάει στο παρελθόν. Ειλικρινά, αυτό το πρώτο σκέλος της περιοδείας, ήταν ένα από τα καλύτερα που έχουμε κάνει ποτέ. Και έχω την αίσθηση ότι το δεύτερο θα είναι ακόμα καλύτερο.

Είστε γνωστοί με τις μπάντες πλέον, είναι οι ίδιες μπάντες, μείον τους WOLFHEART, οπότε θα είναι μια παρέα φίλων που ξαναβγαίνει στο δρόμο.
Ναι, ακριβώς αυτό! Ξέρεις, με τους MOONSPELL περιοδεύσαμε στο παρελθόν ξανά μαζί στην Αμερική και πολλά festival. Γνωριζόμαστε εδώ και πολύ καιρό, οπότε τους λατρεύουμε αυτούς τους τύπους. Είναι φανταστικό να περιοδεύουμε παρέα.

Αυτά από εμένα Mikael. Σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου, ήταν τεράστια τιμή να μιλάω σε μια από τις αγαπημένες μου death metal φωνές της σκηνής του Goteborg. Ο επίλογος είναι δικός σου!
Είμαστε πάντα ευγνώμονες που έχουμε τέτοια βάση από οπαδούς στην Ελλάδα, γιατί την λατρεύουμε! Μερικές από τις καλύτερες μας συναυλίες είναι στην Ελλάδα και ανυπομονούμε να επιστρέψουμε!

Γιάννης Σαββίδης

A day to remember… 18/4 [DEICIDE]

0
Deicide

Deicide

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Once upon the cross” – DEICIDE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Roadrunner
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Scott Burns
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Μπάσο, φωνητικά – Glen Benton
Κιθάρες – Brian Hoffman
Κιθάρες – Eric Hoffman
Drums – Steve Asheim

“FATHER, WHY HAVE YOU FORSAKEN ME?”

30 χρόνια πριν, αυτό το απόσπασμα από την ταινία του Martin Scorsese “The last temptation of Christ” (1988) (βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη “Ο τελευταίος πειρασμός” – ο οποίος σημειωτέον, αφορίστηκε από την Ορθόδοξη εκκλησία για τον λόγο αυτό. Τι πιο ταιριαστό γι’ αυτό το κείμενο!), δια στόματος του τιτάνα Willem Dafoe, εκκινούσε ένα από τα πέντε αγαπημένα death metal άλμπουμ κατά τον γράφοντα. To ΜΝΗΜΕΙΩΔΕΣ “Once upon the cross” των DEICIDE. Ένας δίσκος που είναι ο αγαπημένος μου των Φλοριδιανών θρύλων, εκτός του τρομακτικού περιεχομένου του, γιατί πολύ απλά, θέλει ΑΠΕΙΡΑ κότσια για να βγάλεις κάτι ΤΕΤΟΙΟ, μετά τον διπλό ορυμαγδό που λέγεται “Deicide” (1990) και “Legion” (1992). Και σκεφτείτε ότι σε αυτό το δίσκο, αναγκάστηκαν να μαζέψουν το πόσο φρενήρεις είναι, προκειμένου να φτάσει σε διάρκεια δίσκου. Τι εννοώ;

O καταστροφέας Steve Asheim θυμάται καλύτερα από εμένα: “Ξανακούγοντας το δίσκο, φαίνεται πολύ αργός. Ζωντανά τα παίζουμε πολύ πιο γρήγορα αυτά τα κομμάτια. Για την ακρίβεια, πάντα τα παίζαμε πιο γρήγορα από τον δίσκο. Όταν μπήκαμε στο studio το ‘94 και ηχογράφησα τα τύμπανα στις ταχύτητες που τα παίζαμε στις πρόβες, είχαμε μόλις 22 λεπτά με τον ίδιο αριθμό κομματιών. 22 λεπτά ωστόσο, δεν είναι διάρκεια δίσκου, οπότε τα επανηχογράφησα σε έναν πιο ελεγχόμενο (!!!) ρυθμό και πάλι φτάσαμε στα 28 λεπτά.”. Θα προτιμούσα το δίσκο στη διάρκεια του 22λέπτου; Όχι, είναι η απάντηση μου, διότι θεωρώ ότι πολλά riffs θα έχαναν την γοητεία που αποκτούν στο 28λεπτο. Νιώθω ότι εδώ, έχουμε να κάνουμε με το δικό τους “South of heaven” ή “Seasons in the abyss”, δηλαδή το δίσκο εκείνο όπου έκοψαν ελάχιστα από το γκάζι, προκειμένου να δώσουν κάτι διαφορετικό συνθετικά στον ακροατή.

Οι DEICIDE κατάφεραν δηλαδή, να γίνουν πιο “μουσικοί”, παρά τη ξεροκεφαλιά τους, χωρίς να χάνουν την ανίερη λύσσα που τους έκανε τόσο μα τόσο ξεχωριστούς. Ακούστε π.χ. το εισαγωγικό riff του “Trick of betrayed” (THEIR FAITH ENDS IN PAIN), δείγμα ωρίμανσης των παικτών και του πως ένα μέρος αναδεικνύεται με έναν διαφορετικό τρόπο από πλευράς μουσικότητας. Το ομώνυμο από την άλλη, σε καλωσορίζει συγκεκαλυμμένα στο σφαγείο, όπως και το ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ εξώφυλλο, που όποιος ανοίξει το booklet βλέπει τη πλήρη “δόξα” του με τον διαμελισμένο Χριστό, εν αντιθέσει με το ματωμένο σάβανο που τον έχει σκεπάσει. Εξαίρετα έξυπνο εξώφυλλο, ταιριαστό με την πιο μεστωμένη φύση της μπάντας. Όπως πανέξυπνο και το “They are the children of the underworld”, όχι μόνο συνθετικά, αλλά και που σπάει την ανίερη θεματική, καταπιανόμενο με την Μεσοποταμιακή μυθολογία καταλήγοντας σε ΑΥΤΟ το απίστευτο σημείο:

Lords of the plague, seven are they!
Born in the mountain of Mashu’s magic!
Spirits of hate, they have no name!
Withered and wicked, the liars in wait!

Ξεχωριστά θέλω να σταθώ στο “When Satan rules his world”, ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια και ρεφρέν στην ιστορία του death metal. Τεχνικό, με δυναμικές για σεμινάριο, σαρωτικό όσο τίποτα χωρίς να ανεβάζει ιδιαίτερα γκάζια, με τον Benton να ωρύεται και να κατακεραυνώνει τους ουρανούς “WHY TRY? WORLD DIES, CHRIST HIDES, WHEN SATAN RULES HIS WORLD! DISEASE, RUN FREE, KILLING, WHEN SATAN RULES HIS WORLD! RELIGION, INFLICTION, OBSCENE, WHEN SATAN RULES HIS WORLD! WITNESS, DISMISSED, EXECUTED, WHEN SATAN RULES HIS WORLD!” σε συνδυασμό με αυτό το τόσο εθιστικό riff που σε κάνει να ουρλιάζεις μαζί του για τον Σατανά που βασιλεύει σε αυτόν και τον άλλο κόσμο! Από τα κομμάτια που συνοψίζουν τους λόγους που λατρεύω τους DEICIDE τόσο πολύ. Και έρχεται η σολάρα και βάζει το κερασάκι στη τούρτα!

Ο ορυμαγδός που λαμβάνει χώρα στα (RESURRECTION) “Christ denied”, “Kill the Christian”, (MASTER LORD LUCIFER FROM) “Behind the light thou shall rise” δείχνει μια μπάντα που, όχι μόνο δεν έχει το Θεό της, αλλά μεταξύ μας, μάλλον δεν την ένοιαξε να τον βρει και ποτέ! Οι DEICIDE ρίχνουν τίτλους τέλους στον δίσκο με δύο κρυφά διαμαντάκια: το τεχνικότατο και πανέξυπνο “To be dead” και το mid-tempo “Confessional rape” όπου ο Steve Asheim πρωταγωνιστεί (ειδικά στο δεύτερο όπου το εισαγωγικό θέμα του, κλείνει κυκλικά το άλμπουμ) παραδίδοντας σεμινάρια δυναμικών. Αποδεικνύει εμπράκτως γιατί θεωρείται από τους κορυφαίους drummer στον ακραίο ήχο, αλλά για ποιον λόγο, ενώ η σύνθεση της μπάντας στις θέσεις των κιθαριστών έχει αλλάξει πλείστες όσες φορές, αυτός παραμένει ακούνητος!

30 χρόνια “Once upon the cross”. Μια ακόμα ακρόαση έχει λάβει τέλος, που συνέπεσε κατά σατανική σύμπτωση με την Μεγάλη Εβδομάδα! Δεν έχει χάσει ούτε ελάχιστη από την ανίερη γοητεία του, ούτε ελάχιστη από τη συνθετική του μεστότητα, το πόσο φάρος είναι για τους ίδιους τους DEICIDE (διαπιστώθηκε στο περσινό άλμπουμ επανόδου “Banished by sin”) και φυσικά για το death metal συνολικά. Τελεία.

Blasphemy laughs at thee, Jesus you’ve been deceived
Struggling on the cross, gagging to breathe
Despise your god, question why
You were retrieved by the angel of light
ONCE UPON THE CROSS!

Did you know that?

– Στο “Trick or betrayed” έχουμε άλλο ένα απόσπασμα από το “The last temptation of Christ” σαν εισαγωγή. Όπως προείπα, άκρως ταιριαστή ταινία για να επηρεάσει με τον τρόπο της αυτό το διαμάντι.

– To εξώφυλλο, στην Αμερική είχε στην έκδοση του CD ένα μεγάλο αυτοκόλλητο να καλύπτει την επιφάνεια επισημαίνοντας ότι είναι πολύ προκλητικό. Φυσικά, είναι κολλημένο στο jewel case, οπότε αφαιρείται εύκολα.

– Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε με το “Serpents of the light” σε έκδοση διπλού CD από την Dissonance Productions πριν 2 χρόνια στα πλαίσια των επανακυκλοφοριών του καταλόγου της μπάντας από τα χρόνια στην Roadrunner. Tο 2002 η Metal Mind, είχε βγάλει σε ένα διπλό πακέτο αυτό και το “Amon: feasting the beast”. Υπάρχει επίσης, μια bootleg κασέτα από την Ουκρανική Moon records, που η μια πλευρά έχει το “Once upon the cross” και η άλλη το “Legion”.

Γιάννης Σαββίδης

A day to remember… 18/4 [ICED EARTH]

0
Iced Earth

Iced Earth

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Burnt offerings” – ICED EARTH
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1995
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Century Media
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tom Morris / Jon Schaffer
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Matthew Barlow – φωνητικά
Jon Schaffer – κιθάρες
Dave Abell – μπάσο
Randall Shawver – κιθάρες
Rodney Beasley – τύμπανα
Howard Helm – πλήκτρα

– I, who served the cross, I who commanded nations, hundreds of years before you born!
– Your armies were defeated… You tortured and impaled thousands of people…
– I was betrayed…
Look what your God has done to me…”

Ας αρχίσει αυτός ο παροξυσμός κάπως έτσι.

ΤΡΙΑΝΤΑ, ΧΡΟΝΙΑ, BURNT, OFFERINGS!

Ο καλύτερος δίσκος των ICED EARTH. Ο αγαπημένος μου δίσκος των ICED EARTH. Η κασέτα που έκανε κατάληψη στο walkman μου σχεδόν 2 χρόνια και με υποχρέωσε να μάθω με τον δύσκολο τρόπο ότι από την πολλή χρήση, κάποια στιγμή, όλα χαλάνε. Ο δίσκος που προσκύνησαν και παραδέχτηκαν ΟΛΟΙ ανεξαιρέτως, άσχετα από το τι υποείδος metal άκουγαν. Ο δίσκος με ένα από τα καλύτερα intro σε ολόκληρο το μέταλλο. Ο δίσκος με ένα από τα καλύτερα outro σε ολόκληρο το μέταλλο. Ο δίσκος που κάτσε να τα πάρουμε από την αρχή γιατί έχω υπερενθουσιαστεί και αν συνεχίσουμε έτσι προβλέπεται μέγα μπάχαλο.

18 Απριλίου του 1995 κυκλοφόρησε ο τρίτος δίσκος των αγαπημένων μας Αμερικανών ICED EARTH. Ο ηγέτης της μπάντας Jon Schaffer παίρνει τον χρόνο του μένοντας ήσυχος για 3 χρονάκια από τον προηγούμενο δίσκο “Night Of The Stormrider”, κάνει μια μεταγραφή (αεροδρομίου όπως αποδείχθηκε) δίνοντας το μικρόφωνο σε έναν άσημο περίεργο κοκκινοτρίχη μακρυμάλλη, που έμελλε να γίνει ένας από τους κορυφαίους frontmen, κάνει και μια βουτιά στα βαθιά όσον αφορά σκοτάδι και βάρος στη μουσική του, παίρνει κι ένα έργο τέχνης για εξώφυλλο, και εκεί όπου πολλά μαγικά πράγματα ζωντάνεψαν, στα Morrisound studios της Φλόριδας, γράφει το μέγα έπος του.

Ο Jon και οι ICED EARTH με το “Burnt Offerings” περνάνε εύκολα στο επόμενο επίπεδο στο οποίο θα παραμείνουν για αρκετά χρόνια, κάνοντας τους ιδιαίτερα αγαπητούς τόσο στη χώρα μας όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Αρκετοί από τους φίλους μου το ζήσαμε ζωντανά όλο αυτό που συνέβη όταν ακούσαμε πρώτη φορά τον δίσκο, ήταν κάτι το ανεξήγητο, κάτι που μας ισοπέδωσε από την πρώτη ακρόαση, κάτι που όλοι ξέραμε θα κουβαλάμε πάντα μέσα μας. Και ακριβώς επειδή έτυχε καθολικής αποδοχής, ήταν το καταφύγιο μας. Όλοι από κάπου ξεκινούσαμε, περνούσαμε στάδια και φάσεις, αλλά καταλήγαμε σε αυτό. Δεν ξέρω πως κατάφερε ο Jon να συσπειρώσει τόσα διαφορετικά είδη μεταλλάδων σε ένα κοινό παρονομαστή, όχι μόνο με το “Burnt Offerings”, αλλά και με τους επόμενους δίσκους των ICED EARTH. Και όσο μπούφος αποδείχτηκε στην πορεία, αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε και να τον ευχαριστήσουμε.

Από τις πρώτες νότες καταλαβαίνεις ότι εδώ υπάρχει μια μυστήρια σκοτεινή ατμόσφαιρα, κι από το πρώτο ριφφ της κιθάρας ότι ο ήχος θα είναι ασήκωτος. Το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου ξεκινάει με ένα αυτούσιο απόσπασμα από τον Δράκουλα του F.F.Coppola, το οποίο καταφέρνει μέχρι και σήμερα να μου χαρίζει απλόχερα την ίδια ανατριχίλα όπως την πρώτη φορά που το άκουσα τότε. Από εκεί και έπειτα, και μέχρι το τέλος του δίσκου, επικρατεί ένας χαμός με αλλαγές στις ταχύτητες, ιδέες, ξεδιπλώματα και δομές, ένα σκασμό ριφφ, τυμπανάρες (κάποιοι καλοπροαίρετοι θα πούνε ότι ορισμένα σημεία είναι ίσως και Ιάπωνας βοηθός ντράμερ…) και εκείνος ο κοκκινοτρίχης που λέγαμε νωρίτερα, ονόματι Matt Barlow να μας συστήνεται με τον πιο ένδοξο τρόπο.

Σκέφτομαι καμιά φορά ότι αυτά τα άρθρα που κάνουμε εδώ στο Rock Hard Greece, είτε είναι a day to remember είτε είναι worst to best υποτίθεται ότι γίνονται για να θυμηθούμε και να τιμήσουμε σημαντικούς δίσκους που κυκλοφόρησαν πριν 20-30 χρόνια, αλλά όταν έρχεται η σειρά μου να γράψω κάτι, συνήθως θα είναι για κάτι που αγαπώ πολύ, που βίωσα έντονα και προφανώς δεν θα το ξεχάσω μέχρι να παραδώσω το πνεύμα μου, και όλα αυτά συνοψίζονται πλήρως στο πως αισθάνομαι το “Burnt Offerings”.

Το “Burnt offerings” το ευχαριστιόμουν πάντα λίγο παραπάνω στις συναυλίες των ICED EARTH και όλοι τότε τραγουδούσαμε (γκαρίζαμε) όλους τους στίχους, όχι μόνο αυτά που μας καθοδηγούσε ο Matt να φωνάζουμε, και ειδικά στο σημείο εκεί στη μέση, που γκρεμίζαμε το μαγαζί ουρλιάζοντας “CAST THEIR BODIES TO THE FLAMES!” είχα αφησει στην Υδρόγειο μία από τις δύο αμυγδαλές μου και ένα μικρό κομμάτι πνεύμονα.

Αν καταφέρεις να επιβιώσεις του πρώτου σοκ με το ξεκίνημα του δίσκου και τα πολλαπλά εγκεφαλικά από τις συνεχόμενες αλλαγές, έρχεται το πιο μικρό σε διάρκεια και πιο απλό σε δομή αλλά εξίσου πωρωτικό “Last December”. Μεγαλειώδης συνέχεια με ένα από τα κορυφαία κομμάτια των ICED EARTH, είναι φυσικά το “Diary”, το οποίο θυμάμαι όταν ήταν ο Barlow να το προλογίσει, έλεγε ότι ήταν ένα τραγούδι για την αγάπη. Αγνή βαμπιρική αγάπη και περιττό να αναφέρω τι γινόταν στα live όταν ξεκινούσε το γύρισμα στα τύμπανα και η τσιρίδα του Matt έσκιζε τον χώρο στα δύο. “I will have her, she’s mine!” και αλλόφρονες έφηβοι σε αμόκ! Αυτό το περίεργο συναίσθημα με κάποιο μαγικό τρόπο το νιώθω ακόμα και σήμερα που ακούω το δίσκο μόνος μου στα γεράματα.

Συνέχεια με κομματάρες “Brainwashed”, “Burning oasis” και φυσικά το αγαπημένο μου “Creator failure” για να περάσουμε σιγά σιγά στο κλείσιμο του δίσκου…

“The pierced spirit”, 1μιση λεπτάκι ακουστικής μουσικής για να περάσεις ορθόδοξα στο επόμενο επίπεδο. Αυτό των αιώνων βασανιστηρίων.

Χωρίς να το έχεις καταλάβει, εισέρχεσαι στην κόλαση του Δάντη. Βασισμένο στο ποίημα του Dante Alighieri, “The Divine Comedy”, εκεί όπου περιγράφονται όλα τα στάδια της κολάσεως και υποφέρεις κι εσύ μαζί με τους αιώνιους καταραμένους. Εκεί είναι βασισμένο και το εξώφυλλο του δίσκου, ένα έργο τέχνης του Gustavo Dore με τον Εωσφόρο σε πρώτο πλάνο και την επιγραφή

“Abandon all hope ye who enter here”. Και αυτό ακριβώς παθαίνεις. Με το ξεκίνημα του “Dante’s inferno” έχεις χάσει κάθε ίχνος ελπίδας. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι των ICED EARTH, 16 λεπτά και 26 δεύτερα, είναι ένα μεγαλειώδες έπος της μουσικής. Όχι απλώς του heavy metal. Όλης της μουσικής.

“ABANDON ALL HOPE YE WHO ENTER HERE, for this is where all things are left behind!”. Στην αρχική έκδοση το κομμάτι αποτελούνταν από τρία μέρη, “I. Denial, lust, greed”, “II. The prodigal, the wrathful, Medusa” και “III. The false witness, Angel of light”.

Φαντάσου ένα μέρος όπου κάθε τρόμος ζωντανεύει, κάθε βασανιστήριο είναι αληθινό, και ο χρόνος είναι σταματημένος. Και όλα αυτά τα βιώνεις έντονα για όσο διαρκεί το τραγούδι. Το οποίο τελειώνει όπως ξεκινάει ο δίσκος, με την ίδια μελωδία, καθιστώντας τον έναν φαύλο κύκλο χωρίς αρχή και τέλος, καταραμένο έτσι να παίζει για πάντα…

Μεγάλη Παρασκευή 18 Απριλίου 2025 σήμερα, με αυτό το a day to remember τιμούμε τα 30 χρόνια του “Burnt Offerings” των ICED EARTH.

Μια φορά στη ζωή μου αισθάνθηκα την ανάγκη να πιάσω στο χέρι μου σπρέι και να διακοσμήσω τοίχο, αυτόν του σχολείου μου, ήμουν Β’ ή Γ’ γυμνασίου και έγραψα στη μόστρα:

“and there they wept…
crucified…
damned for all time…”.

Μίμης Καναβιτσάδος

NITE – “Cult of the serpent sun” (Season Of Mist)

0
Nite

Nite

Ο παραδοσιακός heavy metal ήχος σε καθορίζει ανάλογα με την ηλικία, τα βιώματα και τα μουσικά ρεύματα που επικρατούν την εκάστοτε εποχή που τον βιώνεις. Με τα θεμέλια να παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο αυτό δε σημαίνει πως το heavy metal οικοδόμημα δεν χρειάζεται νέα συγκροτήματα που λειτουργούν ως σκυρόδεμα για να παραμείνει βιώσιμο. Οι NITE από το San Fransisco κατάφεραν με το ντεμπούτο τους “Darkness silence mirror flame” να ξεχωρίσουν με το ταλέντο τους και τον τρόπο που επέλεξαν να μεταλαμπαδεύσουν μέσω των grim φωνητικών το μήνυμά τους.

Ταυτόχρονα αναδείκνυαν την σκοτεινή πτυχή της μουσικής τους, η οποία ως πύρινη γλώσσα κήρυττε το λόγο των IN SOLITUDE, έχοντας το μαγικό άγγιγμα των GHOST και την υποβόσκουσα ακρότητα των TRIBULATION, με το εκπληκτικό “Voices of the Kronian Moon” να παίρνει όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους όπως η εξαίσια κιθαριστική δουλειά και οι πιασάρικες μελωδίες και να τα βγάζουν στο φως στον υπερθετικό βαθμό, όντας αρκετά πιο εξωστρεφές άλμπουμ από τον προκάτοχό του.

Το “Cult of the serpent sun” αποτελεί τον ορισμό του σημαντικού τρίτου άλμπουμ που κάθε συγκρότημα έρχεται αντιμέτωπο και πρέπει να σταθεί αντάξιο των συνθηκών. Αυτό που θα τους ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα σχήματα της γενιάς τους σαν την ήρα από το στάρι και θα επισφραγίσει την μέχρι τώρα πορεία τους. Τα φωνητικά ακούγονται πιο βαθιά, έχοντας το δικό τους χώρο και διάσταση στη μυσταγωγική μουσική των NITE, με αδιανόητες κιθαριστικές μελωδίες που δεν πρόκειται να ξεκολλήσουν από το μυαλό σου ακόμα κι αν βρίσκεσαι στο πρώτο άκουσμα.

Ο τραγουδιστής/κιθαρίστας Βαγγέλης Λαμπράκης αποτελεί έναν από τους πιο ουσιώδεις lead κιθαρίστες που υπάρχουν εκεί έξω, σε βαθμό που κατά τη διάρκεια του κάθε solo του νιώθεις πως η ζωή του εξαρτάται από την αμέσως επόμενη νότα και μονάχα κιθαρίστες σαν τον Adrian Smith έχουν καταφέρει να βγουν αλώβητοι στο παρελθόν, αν και χρήσιμο σε αυτό το σημείο θα ήταν αναφέρουμε και τα ονόματα των Criss Oliva και Marty Friedman αλλά και τη μεγαλύτερη συνεισφορά αυτή τη φορά του έτερου κιθαρίστα, Scott Hoffman.

To heavy metal κρύβει μέσα του τόσο πλούτο που είναι πραγματικά κρίμα που ελάχιστα συγκροτήματα πλέον καταφέρνουν να εξορύξουν και να τον εκμεταλλευτούν προς όφελος όλων μας ενώ την ίδια στιγμή τα “Seventh son of a seventh son” και “Somewhere in time” των IRON MAIDEN λειτουργούν ως φάρος για τους NITE επιδεικνύοντας όμως μη στερεοτυπικές επιρροές.

Το συγκρότημα ακούγεται αρκετά σφιχτοδεμένο, με άρτιο παίξιμο και περισσότερη αυτοπεποίθηση αλλά είναι τα βινυλιακής προσέγγισης και ροής τραγούδια που προκαλούν αυτό το πρωτόλειο heavy metal αίσθημα ψυχικής εξύψωσης, ελευθερίας και ξεγνοιασιάς που τόσο λείπει από το σύγχρονο heavy metal και οι NITE μας το προσφέρουν απλόχερα. Παρότι το “Cult of the serpent sun” αποτελεί την κορυφαία τους στιγμή δισκογραφικά, το γεγονός ότι το κάνουν να ακούγεται τόσο απλό, μας αφήνει με την ανυπομονησία για το τι μας επιφυλάσσουν στο μέλλον.

8,5 / 10

Κώστας Αλατάς

SEVEN SISTERS – “Shadow of a Fallen Star Pt. 2” (Dissonance Productions)

0
Seven Sisters

Seven Sisters

Να πω την αμαρτία μου, όντας απορροφημένος με τους PHANTOM SPELL, το άλλο project του πολυτάλαντου κιθαρίστα/τραγουδιστή/πληκτρά Kyle McNeill, είχα σχεδόν ξεχάσει τους SEVEN SISTERS! Μου τους θύμισε ο Νίκας, που του αρέσουν εξίσου και είχε ασχοληθεί με το προηγούμενο άλμπουμ τους, το “Shadow of a fallen star Pt.1”. Ένα άλμπουμ που μου είχε κάνει πολύ θετική εντύπωση και που, όπως θα διαπιστώσεις πατώντας το link, είχε αφήσει πλήρως ικανοποιημένο και τον Σάκη, τον οποίον τον λες και «απαιτητικό» ακροατή.

Με αυτήν την καλή εικόνα ως οδηγό, πήρα στα χέρια μου το “Shadow of a Fallen Star Pt. 2”. Ξεκινάμε από το πλέον αναμενόμενο χαρακτηριστικό του δίσκου: Το όμορφο εξώφυλλο του Ryan T. Hancock, παραπλήσιο με την αντίστοιχη δημιουργία του στο “Shadow of a Fallen Star Pt. 1”. Περνώντας στα «ενδότερα», διαβάζουμε τους τίτλους μόνο τεσσάρων τραγουδιών: “Astral prophecies”, “Solar winds”, “Heart of the Sun”, “Andromeda descending (A fallen star rises)”, τα οποία φτάνουν τη διάρκεια του δίσκου λίγο πάνω από τα 38 λεπτά. Δε χρειάζεται λοιπόν ιδιαίτερη πονηράδα για να υποθέσει κανείς πως ή όλα τα τραγούδια θα είναι εκτενή σε διάρκεια, ή θα υπάρχουν 1-2 (πολύ) μεγάλα έπη, με τα υπόλοιπα να είναι πιο άμεσα.

Τελικά, ισχύει η δεύτερη περίπτωση. Σε παραγωγή του ιδίου του Kyle και mastering από τον Terry Waker (ANGEL WITCH, WYTCH HAZEL, BIRTH), το “Shadow of a Fallen Star Pt. 2” είναι ένα εξαιρετικά φιλόδοξο και τολμηρό άλμπουμ. Εκτός του ότι αποτελεί την συνέχεια του μέχρι τώρα πιο επιτυχημένου δίσκου της μπάντας, έχει αναλάβει την αποστολή να φέρει στην ίδια ευθεία τους SEVEN SISTERS με τους PHANTOM SPELL, πιστώνοντας στον Kyle την ισόποση διοχέτευση έμπνευσης και προσήλωσης. Ξέχωρα από αυτά, μόνο και μόνο το να γράψεις κομμάτι διάρκειας άνω των 20 λεπτών (το “Andromeda…”), απαιτεί κότσια! Ευτυχώς, η πρώτη κιόλας ακρόαση, επιφυλάσσει την αποκάλυψη ενός πραγματικού magnum opus ευφάνταστης συνθετικής άποψης και σαγηνευτικής προοδευτικής τάσης!

Ενώ πρόκειται σαφώς για το δεύτερο μισό της ιστορίας που ξεκίνησε στο Pt.1, το Pt.2 έχει τη δική του ταυτότητα ως δίσκος και μπορεί να σταθεί και ως αυτόνομη κυκλοφορία. Αυτό συμβαίνει διότι έχει αρκετά rock, ambient στοιχεία που δεν υπήρχαν στον προκάτοχό του, με τα αντίστοιχα prog να είναι και αυτά ενισχυμένα. Έπιασα αρκετές φορές τον εαυτό μου να μονολογεί, λέγοντας «να, αυτό εδώ το σημείο θα μπορούσε να είναι γραμμένο από τους WYTCH HAZEL» ή «εδώ ο Kyle μπερδεύτηκε και νομίζει πως συνθέτει για τους PHANTOM SPELL». Διόλου άσχημα, έτσι δεν είναι;

Δύο πράγματα με άφησαν έκπληκτο με το “Shadow of a Fallen Star Pt. 2”, κατά την ακρόασή του: Το πρώτο είναι οι απίθανες κιθάρες του. Δίχως να θέλω να μειώσω την συνεισφορά και την απόδοση των Gaz Martin (μπάσο) και Sammy Christou (τύμπανα), αυτά που έχουν γράψει και παίξει ο Kyle με τον Graeme Farmer, ειδικά στο 20λεπτο “Andromeda descending…”, είναι ονειρικά! Το δεύτερο είναι η αφηγηματικότητά του. Το “Shadow of a Fallen Star Pt. 2” είναι σαν μια νουβέλα που αποκαλύπτει την πλοκή της κεφάλαιο προς κεφάλαιο, με τα τραγούδια να είναι τοποθετημένα άψογα ώστε να μην χάνεται στιγμή το ενδιαφέρον της «ανάγνωσης». Ο Kyle είναι τελικά μέγας μάστορας σε αυτό!

Μετά τα δύο πρώτα άλμπουμ (“Seven Sisters” και “The Cauldron and the Cross”), όπου η μπάντα του ακουγόταν σαν ένα ακόμη τυπικό NWOTHM συγκρότημα στο στυλ των ENFORCER, ο Kyle McNeill προέβη σε μια πανέξυπνη κίνηση: Συνδύασε το βρετανικό heavy metal με το βρετανικό progressive hard rock και έδωσε πλήρη μουσική υπόσταση στο όνομα του group του (“Seven Sisters” είναι η άλλη ονομασία των Πλειάδων), ολοκληρώνοντας ένα υπέροχο sci-fi concept. Είμαι σίγουρος πως θα δρέψει τους καρπούς της επιτυχίας, πολύ σύντομα.

“SEVEN SISTERS are one of British Metal’s shining new lights!”. Τάδε έφη Brian Tatler, ο αρχηγός των ιστορικών DIAMOND HEAD και κιθαρίστας των τεράστιων SAXON. Κάτι θα ξέρει παραπάνω!

ΥΓ: Ο Steve Harris να ακούσει οπωσδήποτε αυτόν τον δίσκο!

9 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

JETHRO TULL – “Curious ruminant” (Inside Out)

0
Jethro

Jethro

Κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στο στρατόπεδο των JETHRO TULL καθώς από το 2022, ύστερα από δεκαεννιά χρόνια δισκογραφικής απουσίας, παρατηρούμε μια ξαφνική επαναδραστηριοποίηση που ξεκίνησε με το “The zealot gene” και συνεχίστηκε το 2023 με το “RökFlöte”. Με τον Ian Anderson να έχει ξεπεράσει τα 75 και το όποιο συγκρότημα που έχει μείνει απλώς να τον συνοδεύει, δεν υπήρχαν πολλές προσδοκίες. Ενώ το “The zealot gene” δεν ήταν κακό, δεν ήταν και ιδιαίτερα καλό για λόγους που αφορούν τις συνθέσεις, τον ήχο, την παραγωγή, λες και ο Anderson αρκείται σε μια πολύ βασική και επιφανειακή αντιπροσώπευση του κλασσικού folk/prog rock που κατέστησε τους JETHRO TULL ίσως το νούμερο ένα γκρουπ που κατάφερε να συνδυάσει το prog και blues rock με την βρετανική folk μουσική.

Ο διάδοχος του εν λόγω δίσκου ήταν σαφώς πιο εμπνευσμένος αλλά και πάλι, είχα την αίσθηση πως λείπει ο Martin Barre στη κιθάρα, αφού οι δυο τους πήραν διαφορετικά μονοπάτια το 2003. Το όλο αποτέλεσμα ήταν αξιοπρόσεχτο αλλά και κάπως ρηχό, λες και δεν θα έπρεπε να έχουμε όντως κάποιες προσδοκίες από αυτό το όνομα, αυτή τη μάρκα. Οι JETHRO TULL όμως είναι πλέον μόνο ο Ian Anderson και για πολλούς από μας ήταν πάντοτε ένα σύνολο υπό την εποπτεία του και όχι απλά ένα γκρουπ για να τον συνοδεύει.

Έτσι λοιπόν, με την όρεξη και την έμπνευση να ρέουν ακόμα, στα 77 του χρόνια, ο Ian Anderson και το γκρουπ του επανέρχονται το 2025 με το “Curious ruminant”. Με το άλμπουμ αυτό, δεν σκοπεύει να κάνει κάτι ρηξικέλευθο ούτε να επαναπροσδιορίσει όλα όσα γνωρίζαμε γύρω από το μουσικό σύμπαν των JETHRO TULL. Και επιπλέον, δεν χρειάζεται να αποδείξει πλέον τίποτα, σωστά; Ή μήπως ναι; Διότι ακούγοντας το τρίτο άλμπουμ του γκρουπ στα 20s υπήρξαν στιγμές που σκέφτηκα, σχεδόν αυθόρμητα, πως δεν γίνεται αυτή η ιστορική φιγούρα να γράφει μουσική με την οποία απλά κοτσάρει τα βασικά κουτάκια: μπόλικο φλάουτο, μια υποτυπώδη ροκ συνοδεία με μια ξύλινη ηχητικά κιθάρα, η γνωστή χροιά του Anderson, μερικές εναλλαγές με σόλο κιθάρα/φλάουτο και το γνωστό folk στοιχείο στο ύφος ενός “Heavy horses”.

Ακούγοντας για παράδειγμα το 16λεπτο “Drink from the same well” απόρησα πως γίνεται για πάνω από οχτώ λεπτά να ακούω μια κακή εκδοχή μιας περουβιανής pan flute μουσικής, χωρίς την απαραίτητη συμμετοχή μιας μπάντας που να απογειώσει το folk μέρος πάνω από τη σφαίρα μιας απλής αιθέριας μουσικής σαν soundtrack ενός ντοκιμαντέρ για τη φύση. Βαριά λόγια θα μου πείτε αλλά συνειδητοποιώ πως ακόμα και στα γεράματά του, έχω μεγάλες προσδοκίες από τον Anderson και θα τον κρίνω για το σύνολο του έργου του και για τις γνωστές του και αδιαμφισβήτητες δεξιότητες. Και σ’ αυτό δεν λογαριάζω το γεγονός πως δεν μπορεί πλέον να τραγουδήσει και ουσιαστικά απαγγέλει, διότι ενώ οι φωνητικές μελωδίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες, το πρόβλημα εδώ είναι κυρίως η μουσική και οι επισφαλείς επιλογές όπως το να τραβήξεις ένα κομμάτι στα δεκαέξι λεπτά όταν θα μπορούσε να είναι με το ζόρι έξι.

Εντάξει, δεν κινείται όλος ο δίσκος σ’ αυτό το μήκος κύματος ευτυχώς. Το πρώτο μισό είναι καλό και σε φάσεις εκπλήσσει καθώς το ομολογουμένως μελωδικό και πανταχού παρών φλάουτο παρασέρνει μαζί με την υπόλοιπη μπάντα στις διάσπαρτες στιγμές όπου δίνεται ένας παλμός, ένα δυναμικό tempo, ένα rock και prog feeling με πολλαπλά επίπεδα και εναλλαγές που θυμίζουν ακόμα και “Thick as a brick”, ειδικά στο κομμάτι “Over Jerusalem”. Αλλά προς το τέλος, το όλο αποτέλεσμα κρίνεται άνισο και άνευρο.

Επιπλέον, δεν γίνεται να μην αναφερθώ σε ένα σοβαρό θέμα που συνάντησα και στα άλλα δύο άλμπουμ και αυτό είναι ότι τα κομμάτια κλείνουν συχνά χωρίς πολλή σκέψη. Η μουσική απλά σταματάει, έτσι. Αντί να σε χαιρετάνε με μια ιδανική κατακλείδα, απλώς σβήνουν, σαν να μην ξέρουν πώς να συνεχίσουν. Ούτε καν fade out. Αυτό, αν μη τι άλλο, δείχνει τεμπελιά. Από την άλλη, υπάρχουν αρκετές στιγμές στο “Curious ruminant” που θυμίζουν, σε όλους εμάς που μεγαλώσαμε με αυτό το γκρουπ, τι σημαίνει JETHRO TULL και γιατί αυτό το γκρουπ έχει πολλούς μιμητές αλλά κανέναν που να το ξεπέρασε. Λέτε να φταίνε τα γεράματα; Θαρρώ πως όχι και αυτό είναι κάτι που αποδεικνύουν πολλά συγκροτήματα παλαίμαχων. Το πρόβλημα για μένα έγκειται στην επιλογή του Ian Anderson να ονομάσει JETHRO TULL ένα γκρουπ που έχει αποκλειστικά συνοδευτικό χαρακτήρα ενώ εκείνος αρκείται να παίζει όμορφο μεν, ρηχό και πολύ βασικό δε folk χωρίς ιδιαίτερη περισυλλογή και φιλοδοξία.

6,5 / 10

Φίλιππος Φίλης

DARK ANGEL: Δίνουν στη δημοσιότητα νέο κομμάτι μετά από 34 χρόνια

0
Dark Angel
Photo by Alex Solca
Dark Angel
Photo by Alex Solca

Μετά από 34 χρόνια, οι πρωτοπόροι του thrash metal από την Καλιφόρνια, DARK ANGEL, αναμένεται να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους νέο άλμπουμ με τίτλο, “Extinction Level Event”, μέσα στη χρονιά που διανύουμε, από την Reversed Records.

Μάλιστα το συγκρότημα έδωσε στη δημοσιότητα και το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, που μπορείτε να ακούσετε παρακάτω. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε και μιξαρίστηκε στα Armoury Studios του Καναδά με παραγωγή των Gene Hoglan, ντράμερ της μπάντας, και Rob Shallcross, ενώ τη μίξη επιμελήθηκε ο Mike Fraser.

Ο Hoglan τόνισε ότι:

«Μουσικά, στιχουργικά και φωνητικά, είμαι ενθουσιασμένος με αυτό το άλμπουμ. Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος με τους DARK ANGEL αυτή τη στιγμή, και όλοι όσοι έχουν ακούσει το νέο άλμπουμ τρελαίνονται!»

Το ομότιτλο κομμάτι ,”Extinction Level Event”,  γράφτηκε από τον κιθαρίστα των DARK ANGEL, Jim Durkin, πριν από μια δεκαετία — πολύ πριν εμφανίσει σοβαρά προβλήματα με το συκώτι του και, προς έκπληξη όλων, φύγει από τη ζωή το 2023.

«Ο Jim Durkin μας άφησε αυτό το φοβερό κομμάτι. Είναι τόσο DARK ANGEL και είμαι απλά ενθουσιασμένος μ’ αυτό. Το κάναμε το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου, όχι ως φόρο τιμής στον Jim ή για συναισθηματικούς λόγους — τύπου ‘ορίστε το τραγούδι που μας άφησε ο Jim’ — αλλά επειδή είναι απλά ένα καταπληκτικό κομμάτι. Το έγραψε πριν δέκα χρόνια, και ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα, εξακολουθεί να είναι αδιανόητα σκληρό και συντριπτικό.»

Νωρίτερα μέσα στον μήνα, ο Hoglan δήλωσε στο podcast “Everblack” σχετικά με το άλμπουμ:

«Είναι ένας αρκετά άγριος δίσκος. Είμαι ενθουσιασμένος. Πήρε αρκετό χρόνο για να κυκλοφορήσει, αλλά τώρα που πλησιάζουμε στην κυκλοφορία, τα πράγματα αρχίζουν και ολοκληρώνονται. Οπότε, κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά. Μόλις κυκλοφορήσαμε το εξώφυλλο, και όταν έχουμε την πραγματική ημερομηνία κυκλοφορίας, θα τη μοιραστούμε με όλους. Παρακολουθείτε τα social των DARK ANGEL και όλα αυτά, θα υπάρξει επίσημη ημερομηνία. Προς το παρόν το δίνουμε μια πρόγευση ότι έρχεται το 2025 — οπότε, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, θα έχουμε στα χέρια μας νέο άλμπουμ από τους DARK ANGEL.»

Τον Ιούλιο του 2024, οι DARK ANGEL μπήκαν επίσημα στο στούντιο για να ξεκινήσουν την ηχογράφηση του νέου τους άλμπουμ. Δύο μήνες νωρίτερα, ο Hoglan είχε δηλώσει στο Rocking With Jam Man:

«Δουλεύω εντατικά τα τελευταία χρόνια πάνω σε κάποια projects που νομίζω θα κάνουν πολύ χαρούμενους τους fans των DARK ANGEL. Οπότε, όλοι καθίστε αναπαυτικά.»

 

HELLOWEEN: Ανακοίνωσαν τα πρώτα νέα για τον επερχόμενο δίσκο τους

0
Helloween

Helloween

Ένα ολοκαίνουριο άλμπουμ ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν οι θρυλικοί HELLOWEEN το ερχόμενο καλοκαίρι. Το “Giants & Monsters”, όπως θα ονομάζεται η νέα δουλειά των Γερμανών με την επανενωμένη, διευρυμένη κλασική τους σύνθεση, αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 29 Αυγούστου, μέσω της Reigning Phoenix Music (RPM).

Το συγκρότημα εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση σε άκρως χιουμοριστικό ύφος:

«Κλειστήκαμε σε ένα στούντιο, καλέσαμε μερικούς γίγαντες, παλέψαμε με κάτι τέρατα, και κατά κάποιον τρόπο βγήκαμε με ένα ολοκαίνουργιο άλμπουμ: ‘Giants & Monsters’. (Μυρίζει και νίκη… και πιθανώς ανάσα δράκου.)

Το άλμπουμ είναι ΕΤΟΙΜΟ.

Και επειδή είμαστε χάλια στο να κρατάμε μυστικά (και ακόμα χειρότεροι στο να περιμένουμε)… Είστε έτοιμοι να μπείτε στο βασίλειο των riff, των βρυχηθμών και των γελοία επικών σόλο; Έρχεται το tracklist. Προετοιμαστείτε. Ή και όχι. Δεν είμαστε οι γονείς σας.»

Λίγες μέρες νωρίτερα, ο κιθαρίστας και τραγουδιστής των HELLOWEEN, Kai Hansen, μοιράστηκε ένα βιντεομήνυμα στο Instagram του, στο οποίο είπε:

«Γεια σας, κυρίες και κύριοι. Το άλμπουμ των HELLOWEEN είναι μιξαρισμένο. Έχει τελειώσει. Έχει τελειώσει. Και είμαι πολύ ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα… Νομίζω ότι καταφέραμε να φτιάξουμε ένα σπουδαίο άλμπουμ… Οπότε περιμένετέ το.»

“Giants & Monsters” track listing:
01. Giants On The Run
02. Savior Of The World
03. A Little Is A Little Too Much
04. We Can Be Gods
05. Into The Sun
06. This Is Tokyo
07. Universe (Gravity For Hearts)
08. Hand Of God
09. Under The Moonlight
10. Majestic

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Helloween (@helloweenofficial)

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Kai Hansen 🤘🏻😎🤘🏻 (@realkaihansen)

TELMA interview (Αντώνης Κυρίτσης)

0
Telma

Telma

“Awaken your mind”

Οι TELMA, μας κέντρισαν το ενδιαφέρον με τις μουσικές τους για το δεύτερο άλμπουμ τους “Awakening”, όπως ενδεχομένως θα διαπιστώσατε στην παρουσίαση μας σε αυτές τις ηλεκτρονικές σελίδες. Καθίσαμε κάτω λοιπόν τον τραγουδιστή του σχήματος, Αντώνη Κυρίτση, και τον ρωτήσαμε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω.

Καλησπέρα παιδιά, καλωσήρθατε στο ROCK HARD! Συγχαρητήρια για το δεύτερο σας άλμπουμ “Awakening”, η πιο μεστή σας δουλειά ως τώρα. Θα μιλήσουμε παρακάτω για τις αλλαγές στη παραγωγή, θέλω να μου πείτε, συνθετικά, ποια ή ποιες ήταν οι κύριες αλλαγές που κάνατε σε σχέση με το “Eternal”;
Καλησπέρα! Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια! Η κύρια αλλαγή που κάναμε είναι να εξερευνήσουμε μεγαλύτερη ποικιλία ηχοχρωμάτων και να δώσουμε περισσότερο χώρο σε μελωδικότητα. Ειδικότερα στα choruses. Παρόλα αυτά κρατήσαμε την γκρούβα σε αμείωτο βαθμό, καθώς αποτελεί την βάση των μουσικών μας επιλογών.

H παραγωγή και μίξη του “Awakening” έγινε στα Devasoundz. Ήταν μια από τις πρώτες σας επιλογές τα Devasoundz και με ποιο γνώμονα επιλέχθηκαν εν τέλει; Ποια η εμπειρία σας από τις ηχογραφήσεις του δίσκου;
Προφανώς, όλοι γνωρίζουμε  τα Devasoundz και τον Φώτη. Όλοι γνωρίζουμε την δουλειά του και δεν χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις. Ο Μιχάλης επέλεξε να γράψει εκεί τα τύμπανα και η επιλογή του βγήκε στο 100%.  Το κομμάτι του production των τυμπάνων είναι αυτό στο οποίο ο Φώτης κάνει πραγματικά την διαφορά. Μαζί με τον παραγωγό μας τον Γιώργο τον Μαργαριτόπουλο έκαναν μια πολύ καλή ομάδα κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων. Έτσι, αποφασίσαμε να παρατείνουμε την συνεργασία μας στην μίξη του άλμπουμ και είμαστε πολύ ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα.

Το mastering έλαβε χώρα στα Fascination Street στη Σουηδία. Πως έγινε η επαφή; Είχατε ήδη κατά νου να κάνετε σε studio του εξωτερικού το mastering (ή οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής) και αν ναι, γιατί;
Είχαμε συνεργαστεί με τα Fascination Street Studios και στον 1ο μας δίσκο. Είχαμε αποφασίσει από τότε πως θα επενδύσουμε σοβαρά στον ήχο μας. Ο Γιώργος έκανε την επαφή τότε για εμάς και μείναμε τόσο ικανοποιημένοι που δεν κοιτάξαμε ποτέ πίσω. Πραγματικά δεν είχαμε διανοηθεί πόση διαφορά μπορεί να κάνει για εμάς μια τέτοια επιλογή. Ο Tony Lindgren έδωσε άλλη πνοή στον ήχο μας και η επιλογή  στον ίδιο δρόμο για το 2ο μας άλμπουμ ήταν μονόδρομος.

Αλλαγή επίσης, παρατηρείται στους στίχους, οι οποίοι θα έλεγα ότι είναι έντονη η κοινωνικοπολιτική ευαισθησία της μπάντας. Οι καιροί στους οποίους ζούμε, ωθούν καλλιτέχνες να εκφραστούν τοιουτοτρόπως στιχουργικά. Ποια θα λέγατε ότι είναι η δική σας προσέγγιση στιχουργικά στα θέματα τα οποία θίγετε;
Σε μια εποχή που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συγκαλύπτουν όλα αυτά τα γεγονότα και τις καταστάσεις που μόνο κακό προκαλούνε, που πρέπει να προσέχουμε τι λέμε γιατί μετά θα πρέπει να αποδείξουμε πως δεν είμαστε ελέφαντες, εμείς επιλέγουμε να εκφράσουμε ακριβώς αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, συμπεριλαμβανομένου της φτώχειας στην οποία εκτίθενται όλο και περισσότερο οι άνθρωποι αυτής της χώρας, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι γυναίκες της ζωής μας (μάνες, αδερφές, κόρες και φίλες) και στις δυσκολίες που συναντούν άνθρωποι που οι βόμβες τους διώχνουν από τα σπίτια τους. Άνθρωποι που οι καταστάσεις δεν τους αφήνουν να σηκώσουν κεφάλι. Κάλλιστα, θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς αυτοί οι άνθρωποι και γράφουμε και τραγουδάμε αυτά τα τραγούδια γιατί φοβόμαστε μήπως γίνουν τα παιδιά μας αυτοί οι άνθρωποι. Υπάρχουν και ελπιδοφόρα κομμάτια μέσα στον δίσκο, αλλά αυτό που θέλουμε να πετύχουμε είναι μέσα από αυτούς τους στίχους είναι να κοιτάξουμε στα μάτια τους ανθρώπους και να συσπειρωθούμε γύρω από ηθικές αξίες λογικής και καλοσύνης.

Αποτελεί την δεύτερη σερί κυκλοφορία που βγάλατε προς τα έξω μόνοι σας. Τι σας έχει οδηγήσει σε αυτή την απόφαση; Είναι το ενδεχόμενο μιας δισκογραφικής εταιρείας ανοιχτό ή βλέπετε ότι λειτουργείτε καλύτερα υπό αυτό το πλαίσιο;
Ψαχτήκαμε όσο μπορούσαμε και μετά από πολλές ώρες μπροστά στους υπολογιστές με ένα σκασμό email να έρχονται και να φεύγουν και αφού αξιολογήσαμε το πως μας κοστολογούν οι διαφορές εταιρίες που μπήκαν σε συζητήσεις μαζί μας, αποφασίσαμε πως δεν ήταν συμφέρουσα η συμφωνία με κάποιά δισκογραφική εταιρεία. Όπως μας έχει πει και μια μεγάλη φιγούρα της σκηνής που θα μου επιτρέψετε να μην την ονομάσω «Μην περιμένεις τίποτα από κανέναν. Κάντα όλα μόνο σου. Είσαι εσύ και η μουσική σου.»  Έτσι κι εμείς αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο απορρίπτοντας φαντεζί προσδοκίες χωρίς ουσία.

Το μοντέρνο και γκρουβάτο metal κράμα που παρουσιάζετε, έχει το μερίδιο του από μπάντες που το εκπροσωπούν εντός των τειχών αλλά και ένα πιστό κοινό. Ποια η άποψη σας για αυτή τη σκηνή στην Ελλάδα, ενώ ποιες θεωρείτε εσείς ότι ξεχωρίζουν;
Σίγουρα υπάρχουν πολλές, μεγάλες και αξιόλογες μπάντες σε αυτό το χώρο. Οι BEYOND PERCEPTION είναι μία από τις ποιο παλιές, που είναι ακόμα ενεργές και που πάντα παράγουν ποιοτικό υλικό και είναι από τα πιο true και σωστά άτομα που ξέρουμε. Από πιο σύγχρονα σχήματα με μοντέρνο ήχο, εγώ θα ξεχώριζα τους DOMINATION INC, με πολύ δυναμική παρουσία στη σκηνή και πολύ καλές παραγωγές σε όλα τα επίπεδα.

Από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση στο όνομα σας, όταν σας είδα live με τους BEYOND PERCEPTION και τους HONEYBADGER πριν μερικούς μήνες, ήταν η εμφανής αντίθεση της λέξης “τέλμα” με τη φύση της μουσικής σας. Θέλατε να πετύχετε αυτή την αντίθεση, ή προέκυψε κατά τη συνθετική διαδικασία περισσότερο;
Χεχεχεχε TELMA είναι και TELMA δεν φαίνεται!! Σε ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια και η αλήθεια είναι πως το όνομα έχει να κάνει περισσότερο με τα νοήματα των τραγουδιών, τα συναισθήματα που αυτά εκφράζουν και τους τρόπους να τα ξεπεράσουμε και να λυτρωθούμε. Όσο για την φύση της μουσικής μας από την πρωταρχική σύλληψη της μέχρι και την υλοποίησή της έχουμε ρίξει τόσο κόπο ενέργεια χρόνο και χρήμα που δεν θα ικανοποιούμασταν με τίποτα λιγότερα από τους εαυτούς μας.

Ποια είναι τα επόμενα βήματα για τους TELMA με τη κυκλοφορία του “Awakening”;
Σκοπεύουμε να διαφημίσουμε την μουσική μας με όσα περισσότερα lives μπορούμε. Ήδη έχουμε ανακοινώσει ένα ελληνικό tour και σκοπεύουμε από τη νέα σεζόν να βγούμε και στην Ευρώπη σε περισσότερα και διαφορετικά μέρη από αυτά που πήγαμε την προηγούμενη φορά.

Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας, ο επίλογος είναι δικός σας!
Θα θέλαμε να δώσουμε έναν χαιρετισμό σε όλους όσους είναι εκεί έξω και ακούνε την μουσική μας, πιάνουν τα νοήματά μας και θέλουν ενστερνίζονται τις ιδέες μας. Να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους αυτούς που μας στηρίζουν. Είστε ένας από τους λόγους που δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Οι εποχές είναι δύσκολες και σε τέτοιες ώρες πρέπει να συνασπιζόμαστε και να μένουμε ενωμένοι. Οι TELMA σας καλούν σε αφύπνιση. Μόνο μαζί θα τα καταφέρουμε. Ευχαριστούμε για όλα! Τα λέμε στις συναυλίες και στις σκηνές. Να είστε καλά!

Γιάννης Σαββίδης

Underground Halls Vol. 204 (ARKAIST, GREY MOUNTAIN, THE MAN-EATING TREE, WHIPSTRIKER, WŸNTËR ÄRVŃ, WYTHERSAKE)

0
Halls

Halls

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το άλμπουμ; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: ARKAIST
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Aube noire”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Antiq Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Gwenc’hlann An Teñval – Μπάσο
Cryptic – Τύμπανα
Beobachten – Κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα
Maeror – Φωνητικά, κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
Spotify

Η Γαλλία είναι μια υπερδύναμη στον χώρο του black metal και έχει γεννήσει και συνεχίζει να γεννά σπουδαίες μπάντες – εκπροσώπους του είδους, με άλμπουμ που καθορίζουν την σκηνή και δεν συμμετέχουν απλά σε αυτήν. Μία τέτοια περίπτωση είναι και το ντεμπούτο άλμπουμ των ARKAIST, με τίτλο “Aube noire”, το οποίο κυκλοφόρησε αυτόν τον Φεβρουαρίου. Το συγκρότημα, που ιδρύθηκε το 2023 στη Ρεν της Γαλλίας από τους Beobachten και Maeror, παρουσιάζει έναν ήχο βαθιά ριζωμένο στο παραδοσιακό black metal, ενώ ταυτόχρονα εξερευνά σύγχρονες ηχητικές κατευθύνσεις. Το άλμπουμ αποτελείται από επτά κομμάτια, συνολικής διάρκειας περίπου 41 λεπτών και είναι πραγματικά καταιγιστικό.

Το εναρκτήριο κομμάτι, το ομώνυμο “Aube noire”, θέτει τον τόνο του άλμπουμ με την επιθετική του προσέγγιση, συνδυάζοντας βαριά κιθαριστικά riff και σκληρά φωνητικά. Η ατμόσφαιρα είναι έντονα δυσοίωνη, με μια αίσθηση επείγοντος που διαπερνά το κομμάτι, προκαλώντας αγωνία στον ακροατή. Ακολουθεί το “Ode à la Haine”, το οποίο ξεχωρίζει για τον ρυθμικό του παλμό και την ένταση που αποπνέει, ενώ τα ημι-καθαρά φωνητικά προσθέτουν μια επιπλέον διάσταση στην παρουσίαση του. Το “Prophète du sang” συνεχίζει με έναν συνδυασμό χαοτικών στοιχείων και απειλητικών τόνων, προσφέροντας μια εμπειρία γεμάτη ένταση και πάθος.

Στο “Terre ancestrale”, οι ARKAIST ενσωματώνουν και πάλι καθαρά φωνητικά και μια πιο αργή, σχεδόν τελετουργική προσέγγιση, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα βαθιάς περισυλλογής και μελαγχολίας. Το “Anachorète” επιστρέφει σε πιο παραδοσιακές black metal φόρμες, με γρήγορο ρυθμό και έντονη επιθετικότητα, ενώ το “Linceul d’Éther”, το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του άλμπουμ, εμβαθύνει σε σκοτεινές και ατμοσφαιρικές περιοχές, εξερευνώντας την έννοια της απομόνωσης και της εσωτερικής αναζήτησης. Το άλμπουμ κλείνει με το “Puer aeternus”, ένα κομμάτι που συνδυάζει μελωδικά στοιχεία με την ωμότητα του black metal, προσφέροντας μια ισορροπημένη και ολοκληρωμένη εμπειρία ακρόασης.

Οι στίχοι του “Aube noire” εξερευνούν θέματα όπως η παρακμή, η απώλεια προσανατολισμού και η αυξανόμενη απομόνωση σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε πτώση. Το άλμπουμ παρουσιάζει έναν κόσμο όπου οι αξίες καταρρέουν, ο ατομικισμός κυριαρχεί και η κοινωνία καταρρέει υπό το βάρος των αντιφάσεών της. Αυτή η θεματολογία αντικατοπτρίζεται τόσο στη μουσική όσο και στους στίχους, δημιουργώντας έναν δίσκο που λειτουργεί ως μανιφέστο για την εποχή μας.

Η παραγωγή του άλμπουμ είναι προσεγμένη, με έμφαση στη δημιουργία μιας πυκνής και ατμοσφαιρικής ηχητικής εμπειρίας. Οι εναλλαγές μεταξύ γρήγορων και αργών ρυθμών, καθώς και η χρήση τόσο σκληρών όσο και καθαρών φωνητικών, προσθέτουν βάθος και ποικιλία στο συνολικό αποτέλεσμα. Το “Aube noire” καταφέρνει να ισορροπήσει μεταξύ της ωμότητας του black metal και της μελωδικότητας, προσφέροντας μια πλούσια και πολυδιάστατη ακρόαση που αναδεικνύει το ταλέντο και το όραμα των ARKAIST.

(8,5 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: GREY MOUNTAIN
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Grey mountain”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Eat Lead and Die Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
James – Τύμπανα
Jon – Φωνητικά, κιθάρες
Kishor – Φωνητικά, κιθάρες, μπάσο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp

Οι GREY MOUNTAIN είναι ένα αγγλοαμερικανικό project που σχηματίστηκε από τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Jon Higgs (γνωστός από τους THUN και MOOSE CULT) και τον Kishor Haulenbeek (μέλος των BLACK HARVEST και IN HUMAN FORM). Στα τύμπανα συμμετέχει ο James Garnett, συνεργάτης του Higgs από τους MONSTERWORKS. Η συνεργασία αυτή, που ξεκίνησε μέσω διαδικτυακής επικοινωνίας, οδήγησε σε ένα άλμπουμ που συνδυάζει τις διαφορετικές επιρροές και εμπειρίες των μελών του.

Το ομώνυμο άλμπουμ “Grey mountain” είναι το ντεμπούτο του συγκροτήματος και ήρθε για να εκπλήξει. Ο δίσκος αποτελεί ένα εντυπωσιακό μείγμα κλασικού heavy metal, death, doom και post-metal στοιχείων, προσφέροντας μια μοναδική ηχητική εμπειρία. Το άλμπουμ περιλαμβάνει οκτώ κομμάτια, με συνολική διάρκεια περίπου 40 λεπτά. Το εναρκτήριο κομμάτι, “Grey Mountain”, ξεκινά με μεσαίου ρυθμού doom ήχους, θυμίζοντας συγκροτήματα όπως οι CANDLEMASS (έρχονται στο φεστιβάλ μας, με τον Messiah στα φωνητικά, σε περίπτωση που σας έχει διαφύγει) και την εποχή του Dio στους BLACK SABBATH. Στη συνέχεια, το τραγούδι εξελίσσεται με απρόσμενες αλλαγές ρυθμού και ύφους, προσφέροντας μια δυναμική εμπειρία στον ακροατή.

Ένα από τα χαρακτηριστικά του άλμπουμ είναι η εξαιρετική δουλειά στην lead κιθάρα. Σε κομμάτια όπως το “A universal evil”, η κιθάρα περνά από death metal ρυθμούς σε προοδευτικά μέρη με φυσικότητα, δείχνοντας την ικανότητα του συγκροτήματος να ενσωματώνει διαφορετικά στυλ. Η παραγωγή του άλμπουμ, αν και αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα σπιτικής ηχογράφησης με τα μέλη να βρίσκονται σε διαφορετικές ηπείρους, καταφέρνει να αναδείξει την πολυπλοκότητα και την ποικιλία των συνθέσεων.

Συνολικά, το “Grey mountain” είναι ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο που παρουσιάζει την ικανότητα του συγκροτήματος να συνδυάζει ποικίλα μεταλλικά στυλ, δημιουργώντας ένα συνεκτικό και πρωτότυπο άλμπουμ. Η ποικιλία των επιρροών και η δεξιοτεχνία των μελών καθιστούν το άλμπουμ αυτό μια αξιόλογη προσθήκη στη σύγχρονη metal σκηνή.

(8 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: THE MAN-EATING TREE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Night verses”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Noble Demon
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Janne Markus – Κιθάρες
Mika “June” Junttila – Μπάσο
Aksu Hanttu – Τύμπανα
Sakke Paavola – Κιθάρες
Manne Ikonen – Φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
Instagram
Spotify
Deezer

Οι THE MAN-EATING TREE είναι ένα φινλανδικό συγκρότημα ατμοσφαιρικού gothic metal από το Όουλου, που ιδρύθηκε το 2009. Το ντεμπούτο άλμπουμ τους, “Vine”, κυκλοφόρησε το 2010, ακολουθούμενο από το “Harvest” το 2011 και το “In the absence of light” το 2015. Μετά από μια περίοδο αδράνειας, το συγκρότημα ανακοίνωσε την επιστροφή του το 2024, παρουσιάζοντας μια ανανεωμένη σύνθεση και προετοιμάζοντας το έδαφος για το νέο τους άλμπουμ, “Night verses”.

Το “Night verses” αποτελείται από εννέα κομμάτια που συνδυάζουν πανεύκολα μελωδικές γραμμές με βαριά riffs και ατμοσφαιρικά στοιχεία. Το ομώνυμο εναρκτήριο κομμάτι, θέτει τον τόνο για το άλμπουμ με τις σκοτεινές του μελωδίες και την έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ακολουθεί το “Days under the dark”, το οποίο ενσωματώνει δυναμικές εναλλαγές μεταξύ ήπιων και επιθετικών στιγμών.

Ένα από τα ξεχωριστά κομμάτια του άλμπουμ είναι το “Seer”, το οποίο κυκλοφόρησε ως το πρώτο single και δίνει μια γεύση από την ανανεωμένη κατεύθυνση του συγκροτήματος. Το κομμάτι αυτό συνδυάζει μελωδικά φωνητικά με βαριά κιθαριστικά θέματα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που είναι ταυτόχρονα οικεία και φρέσκια για τους ακροατές. Το “To the sinking” είναι ένα άλλο αξιοσημείωτο κομμάτι, το οποίο αναδεικνύει την ικανότητα του συγκροτήματος να δημιουργεί βαθιά συναισθηματικές στιγμές μέσω της μουσικής του.

Το “Night verses”, είναι ένα άλμπουμ που όχι μόνο επαναφέρει το όνομά του σχήματος στο προσκήνιο, αλλά και αναδεικνύει τη δημιουργική τους εξέλιξη. Με έναν ήχο που ισορροπεί ανάμεσα στη μελαγχολία και τη δύναμη, το συγκρότημα καταφέρνει να αποδώσει έναν άκρατα ατμοσφαιρικό χαρακτήρα στη μουσική του. Οι επιρροές από gothic και doom metal παραμένουν, αλλά εδώ παρουσιάζονται με μια ανανεωμένη αισθητική που ταιριάζει απόλυτα στη σύγχρονη εποχή του ατμοσφαιρικού metal.

Το νέο άλμπουμ των Φιλανδών, είναι ένα ταξίδι μέσα σε σκοτεινά ηχητικά τοπία, γεμάτα ατμοσφαιρικές κορυφώσεις και έντονες, ενίοτε απροσδόκητες εκρήξεις. Οι THE MAN-EATING TREE, δείχνουν ότι δεν φοβούνται να εξερευνήσουν νέες πτυχές του ήχου τους, προσφέροντας έναν δίσκο που απευθύνεται τόσο στους παλιούς τους οπαδούς όσο και σε όσους αναζητούν κάτι νέο και συναρπαστικό. Με αυτό το άλμπουμ, το συγκρότημα όχι μόνο τιμά το παρελθόν του, αλλά ανοίγει και τον δρόμο για το μέλλον του, εδραιώνοντας τη θέση του ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μπάντες του σύγχρονου gothic metal.

(8,5 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: WHIPSTRIKER
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Cry of extinction”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Hells Headbangers Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Whipstriker – Μπάσο, φωνητικά
Skullkrusher – Τύμπανα
Witchcaptor – Κιθάρες
Doomhammer – Κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Deezer
Facebook
Instagram
YouTube
Spotify

Οι WHIPSTRIKER είναι ένα συγκρότημα από το Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, που σχηματίστηκε το 2008 από τον Victor Whipstriker ως προσωπικό project. Από την ίδρυσή τους, έχουν καθιερωθεί ως μια ισχυρή παρουσία στη heavy και speed metal σκηνή, με τη μουσική τους να αντλεί έμπνευση από συγκροτήματα όπως οι MOTORHEAD, VENOM και SODOM. Η δισκογραφία τους περιλαμβάνει μια σειρά από άλμπουμ, EP και πολυάριθμες συνεργασίες σε split κυκλοφορίες, που αναδεικνύουν την αφοσίωσή τους στο underground metal (ταμάμ για την στήλη δηλαδή).

Το 2025, μετά από επτά χρόνια από την προηγούμενη ολοκληρωμένη δουλειά τους, οι WHIPSTRIKER επιστρέφουν με το πέμπτο τους άλμπουμ, με τίτλο “Cry of extinction”. Αυτό το άλμπουμ σηματοδοτεί μια δυναμική επιστροφή, προσφέροντας μια ωμή και ακατέργαστη εμπειρία που τιμά τις ρίζες του συγκροτήματος. Από το ομώνυμο opener του, το άλμπουμ κατακλύζει τον ακροατή με μια αδιάκοπη επίθεση από γρήγορα riffs και έντονα φωνητικά, που θυμίζουν την ενέργεια των πρώτων ημερών του thrash και speed metal. Η παραγωγή διατηρεί μια ωμή αισθητική, που ενισχύει την αυθεντικότητα του ήχου τους, ενώ τα φωνητικά του Victor Whipstriker αποπνέουν μια δαιμονική αλλά και πιασάρικη χροιά, συγκρίσιμη με εκείνη του Cronos των VENOM.

Η θεματολογία του άλμπουμ επικεντρώνεται σε σκοτεινά και πολεμικά θέματα, με στίχους που αντικατοπτρίζουν την ωμότητα και την επιθετικότητα της μουσικής τους. Η επιλογή να διασκευάσουν το “Satan’s vengeance” των DESTRUCTION, με τη συμμετοχή του Daniel Avenger από τους NOCTURNAL, προσθέτει μια νοσταλγική νότα και αποτίει φόρο τιμής στις επιρροές τους. Η κυκλοφορία του “Cry of extinction” έρχεται σε μια περίοδο όπου η μέρος της metal σκηνής, αναζητά αυθεντικότητα και επιστροφή στις ρίζες. Οι WHIPSTRIKER, με αυτό το άλμπουμ, αποδεικνύουν ότι παραμένουν πιστοί στο underground πνεύμα, προσφέροντας μια εμπειρία που θα ικανοποιήσει τόσο τους παλιούς όσο και τους νέους οπαδούς του είδους.

Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι το “Cry of extinction” αποτελεί μια ισχυρή προσθήκη στη δισκογραφία των Βραζιλιάνων, επιβεβαιώνοντας τη θέση τους ως μια από τις πιο συνεπείς και αυθεντικές δυνάμεις στη σύγχρονη heavy και speed metal σκηνή. Οι παραδόσεις άλλωστε είναι για να κρατιούνται.

(8 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: WŸNTËR ÄRVŃ
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Sous l’orage noir – L’astre et la chute”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Antiq Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Wÿntër Ärvn – Όλα τα όργανα, φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
YouTube

Υπάρχουν κάποια άλμπουμ, που έχουν φτιαχτεί για να σε συνοδέψουν στις σκέψεις σου, βοηθώντας στη συγκέντρωση, στη διαδικασία παραγωγής ενός αποτελέσματος. Άλμπουμ τα οποία δεν έχουν φτιαχτεί για να γεννήσουν μόνο συναισθήματα, αλλά και για να επενδύσουν μουσικά, σαν χαμαιλέοντες, τα υπάρχοντα συναισθήματα του ακροατή, που θέλει να νιώσει μια συντροφιά που θα τον «καταλαβαίνει». Το άλμπουμ “Sous l’orage noir – L’astre et la chute” των WŸNTËR ÄRVŃ (μονοπρόσωπο σχήμα του Simon Brette – και εδώ θα μπει σχόλιο Φράγκου και Τσέλλου – σ.Σ.Φ: καλά το πας. Μονοπρόσωπη – IKΕ;) είναι μια τέτοια, εκρηκτική και συναισθηματική μουσική εμπειρία που συνδυάζει το σκοτεινό metal με την ατμοσφαιρική ηχητική παλέτα της μπάντας.

Το project αποτυπώνει μια συναισθηματική ανατροπή, έναν αγώνα μεταξύ της φωτεινότητας και του σκοταδιού, καθώς εξερευνά τις θεματικές της πτώσης, της αναγέννησης και της καταστροφής. Με την ένταση των συνθέσεών τους, οι WŸNTËR ÄRVŃ δημιουργούν ένα συναρπαστικό αποτέλεσμα, που καλεί τον ακροατή να απορροφηθεί πλήρως στην ατμόσφαιρα που φτιάχνουν, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Η επιλογή του τίτλου του άλμπουμ, ” Sous l’orage noir”, που σημαίνει “Κάτω από την μαύρη καταιγίδα”, θέτει τον τόνο για το σκότος και την ένταση που επικρατεί σε όλο το έργο. Η χρήση της γαλλικής γλώσσας προσθέτει μια μυστηριώδη και ποιητική αίσθηση στην αφήγηση, υπογραμμίζοντας την αναφορική σύνδεση με την επική διάσταση της μουσικής. Το δεύτερο μέρος του τίτλου, “L’astre et la chute”, ή “Το άστρο και η πτώση”, υποδηλώνει την αντίθεση ανάμεσα στη φωτεινότητα και το σκοτάδι, την αντίφαση της ανόδου και της κάθαρσης που διατρέχει τη θεματική δομή του άλμπουμ.

Η μουσική του άλμπουμ ξεχωρίζει για την έντονη παρουσία των ατμοσφαιρικών στοιχείων, συνδυάζοντας έναν βαρύ ήχο με αέρινες μελωδίες που δημιουργούν αντιφάσεις και συναισθηματική ένταση. Οι WŸNTËR ÄRVŃ καταφέρνουν να συνδυάσουν αρμονικά το black metal με avant-garde επιρροές, χρησιμοποιώντας σύνθετες δομές και ανεξάντλητες συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Το άλμπουμ δεν είναι μόνο μια μουσική εξερεύνηση, αλλά και μια βαθιά υπαρξιακή αφήγηση. Κάθε τραγούδι φαίνεται να αφηγείται μια διαφορετική πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας – από την αναζήτηση του φωτός μέσα στο σκοτάδι, μέχρι την αποδοχή της πτώσης και της καταστροφής. Οι στίχοι, γεμάτοι μεταφορές και ποιητική έκφραση, αναδεικνύουν τη σύνθετη φύση του ανθρώπινου ψυχισμού, ενώ η ατμόσφαιρα των τραγουδιών προκαλεί στον ακροατή έναν ψυχικό και συναισθηματικό αντίκτυπο, που τον καλεί να αναστοχαστεί το ίδιο το νόημα της ύπαρξης.

Το “Sous l’orage noir – L’astre et la chute” είναι ένα άλμπουμ που προορίζεται να αφήσει δυνατό το αποτύπωμά του στον συναισθηματικό κόσμο των ακροατών του. Μέσα από την ένταση, τη μουσική του πολυπλοκότητα και τις υπαρξιακές του θεματικές, αναδεικνύει την ικανότητα των WŸNTËR ÄRVŃ να δημιουργήσουν ένα έργο που δεν είναι μόνο μια μουσική σύνθεση, αλλά και μια πολυδιάστατη εμπειρία που θα μείνει στο μυαλό του ακροατή για πολύ καιρό μετά την ακρόασή του.

(8,5 / 10)

Photo by Katie Dobihal hotography

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: WYTHERSAKE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “At war with their divinity”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Scarlet Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Cody Bowen – Μπάσο
James Siegrist – Κιθάρες
Daniel Salamanca – Τύμπανα
Gabriel Luis – Φωνητικά, κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
Spotify
Deezer
YouTube

Οι WYTHERSAKE είναι ένα κουαρτέτο (αυτό σημαίνει τέσσερα – 4 – μέλη, ακούτε κάποιοι; σ.Σ.Φ.: ακούμε, ναι. Το πέταξες μετά το «μονοπρόσωπο» για να πουλήσεις μούρη για συνωστισμό;) extreme metal από την Ουάσινγκτον, που σχηματίστηκε το 2016. Από την ίδρυσή τους, ανέπτυξαν ένα μοναδικό στυλ που συνδυάζει στοιχεία από black και death metal, εμπλουτισμένα με συμφωνικές και κλασικές επιρροές. Αυτή η σύνθεση ήχων τους ξεχώρισε στη σκηνή του ακραίου metal, καθιστώντας τους ένα από τα πιο υποσχόμενα συγκροτήματα του είδους.

Το νέο τους άλμπουμ, “At war with their divinity”, αποτελείται από δώδεκα κομμάτια που εξερευνούν θέματα εξέγερσης, πνευματικής αφύπνισης και απόρριψης καταπιεστικών δυνάμεων. Οι στίχοι προκαλούν τον ακροατή να αμφισβητήσει τα δόγματα και τον κοινωνικό έλεγχο, προωθώντας την αυτοδιάθεση και την αντίσταση ως μια λουσιφεριανή δύναμη ενάντια στη συμμόρφωση.

Μουσικά, το άλμπουμ είναι ένας εντυπωσιακός συνδυασμός ακραίου metal με συμφωνικά στοιχεία. Το εναρκτήριο κομμάτι, “Purity through non existence”, ξεχωρίζει με τα ταχύτατα τύμπανα και τις δυναμικές εναλλαγές ρυθμού, δημιουργώντας μια τρομερή ένταση. Το ομότιτλο κομμάτι, “At war with their divinity”, αποτελεί έναν ύμνο εξέγερσης, προκαλώντας τόσο θρησκευτικές όσο και αυταρχικές δυνάμεις που επιδιώκουν να ελέγξουν και να καταπιέσουν.

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του άλμπουμ είναι η παραγωγή του, η οποία καταφέρνει να αναδείξει τόσο τη δύναμη των ακραίων riff όσο και την ατμόσφαιρα των συμφωνικών ενορχηστρώσεων. Οι κιθάρες κινούνται ανάμεσα σε σκοτεινά, μελωδικά θέματα και εκρηκτικά, κοφτερά riff, ενώ τα φωνητικά εναλλάσσονται μεταξύ βαθιών, επιβλητικών growls και ψυχρών, black metal κραυγών. Το rhythm section είναι στιβαρό, με τύμπανα που προσδίδουν δυναμική σε κάθε σύνθεση, δημιουργώντας ένα σύνολο που αποπνέει δύναμη και θεατρικότητα.

Το “At war with their divinity” αναδεικνύει το καλλιτεχνικό όραμα των WYTHERSAKE, συνδυάζοντας τεχνική δεξιοτεχνία με βαθυστόχαστο περιεχόμενο. Το άλμπουμ αποτελεί μια ισχυρή δήλωση στο χώρο του ακραίου συμφωνικού black /death metal, εδραιώνοντας περαιτέρω τη θέση του συγκροτήματος στη σκηνή.

(8,5 / 10)

Παρουσίαση δίσκων: Φανούρης Εξηνταβελόνης

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece
Noise
Nightwish
Rock Hard Radio