Ο δαιμόνιος Ορφέας Σπηλιωτόπουλος, έκανε αιφνιδιαστική επίσκεψη στους TROUBLE, στα Zero Gravity Studios όπου έκαναν τις πρόβες τους για την επερχόμενη συναυλία τους το Σάββατο 8/10 με τους CANDLEMASS, GHOST, HELL και LORD VICAR και κατέγραψε με την κάμερα άγνωστες πτυχές του σχήματος!!!
ARCH MATHEOS interview – At fates’ hands
Πρόκειται για μία συνεργασία που θυμίζει πολλά σε πολλούς αλλά ταυτόχρονα ακούγεται τόσο φρέσκια που κατά μία έννοια αποτελεί το ιδανικό σταυροδρόμι του progressive ήχου της δεκαετίας του ‘80 με τον 21ο αιώνα. Ο ηγέτης των FATES WARNING, Jim Matheos και ο πρώτος τραγουδιστής της μπάντας John Arch κυκλοφορούν ένα φανταστικό άλμπουμ με τίτλο “Sympathetic resonance”. Εμείς επικοινωνούμε με τον Jim για τη σχετική ανάλυση του δίσκου, για το status της όλης συνεργασίας, για τους FATES…ακόμη και τα γεγονότα που συμβαίνουν τελευταία με τους DREAM THEATER.
Jim, καταρχάς να σου δώσω πολλά συγχαρητήρια για ένα εξαιρετικό άλμπουμ. Δεν είναι κάτι που απλά το λέω αλλά το εννοώ…
Σε ευχαριστώ πολύ. Χαίρομαι που σου αρέσει.
Πως προέκυψε η όλη συνεργασία;
Βασικά ήταν μία διαδικασία που διαμορφώθηκε μέσα σε διάστημα ενός έτους. Ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα τραγούδια για το επόμενο FATES WARNING άλμπουμ… Είχα γράψει… χμμ… νομίζω τρία τραγούδια όταν κατάλαβα ότι για διάφορους λόγους δεν θα μπορούσαμε να τα ηχογραφήσουμε σαν FATES WARNING. Έτσι αποφάσισα, αντί να κάθομαι και να περιμένω για άλλους 6 μήνες ή ακόμη και περισσότερο, να αξιοποιήσω το νέο αυτό υλικό. Το πρώτο άτομο που σκέφτηκα ήταν φυσικά ο John. Εκείνος ήταν λίγο διστακτικός και δεν ήξερε αν τελικά θα μπορούσε να ηχογραφήσει έναν ολόκληρο δίσκο με απόλυτη επιτυχία. Ο λόγος είναι ότι ο John δεν ζει από τη μουσική αλλά κάνει άλλα πράγματα στη ζωή του. Παρόλα αυτά, αγαπάει τη μουσική και του πρότεινα να αρχίσουμε αργά και να δούμε πως θα πάει. Έτσι, σταδιακά «χτίσαμε» το δίσκο.
Είχαμε μιλήσει όταν ήσουν εδώ με τους FATES για την επετειακή περιοδεία του “Parallels” και μου είχες τότε πει ότι θα ήθελες να ξανακάνεις κάποια στιγμή κάτι με τον John Arch. Ήταν κάτι που είχες στο μυαλό σου από τότε;
Μιλάμε για το 2010… Πότε παίξαμε ακριβώς στην Αθήνα;
Ήταν Μάρτιος του 2010…
Σωστά… Λίγο μετά από εκείνη την μικρή περιοδεία άρχισα να γράφω το νέο υλικό. Το θέμα είναι ότι ακόμη και αν με ρωτούσες πριν από πέντε χρόνια αν θα ήθελα να ξανασυνεργαστώ σε κάποιο επίπεδο με τον John, πάλι θα σου έδινα την ίδια απάντηση. Είναι πάντα μία ευχάριστη εμπειρία να συνεργάζομαι μαζί του και όποτε μου δίνεται η ευκαιρία δεν την αφήνω να πάει χαμένη.
Πρόκειται για μία κανονική μπάντα ή είναι ένα side project για σένα;
Ξέρεις κάτι… Τα όρια μεταξύ «κανονικής μπάντας» και «side project» είναι δυσδιάκριτα πλέον για μένα. Δεν ξέρω ποια τι σημαίνει να είσαι μέλος μία full-time μπάντας ή να συμμετέχεις σε ένα side project. Στην προκειμένη περίπτωση πάντως εάν μία full-time μπάντα ορίζεται από το κατά πόσο περιοδεύει και πόσες συναυλίες δίνει, τότε σίγουρα δεν είμαστε ένα τέτοιο συγκρότημα καθώς δεν σκοπεύουμε να κάνουμε περιοδείες ή να δώσουμε πολλά live. Ωστόσο είναι στα πλάνα μας να παίξουμε μερικά shows αλλά όχι κάτι εκτεταμένο. Τώρα, αν μία full-time μπάντα ορίζεται από το κατά πόσο σκοπεύει να κυκλοφορήσει studio δίσκους και να έχει μία σταθερή παρουσία, τότε είμαστε μία full-time μπάντα. Ελπίζω να σου απάντησα και να μη σε μπέρδεψα.
Όχι, μια χαρά. Ωστόσο, μία που μιλάμε για μπερδέματα…φοβάσαι μήπως μπερδέψει τους οπαδούς των FATES WARNING; Δηλαδή, έχετε να βγάλετε δίσκο 7 χρόνια και τώρα κυκλοφορείς μία δουλειά με όλα τα μέλη των FATES εκτός του Ray φυσικά…
Καταλαβαίνω απόλυτα τι λες και αν σε κάνει να αισθάνεσαι λίγο καλύτερα να σου πω ότι και σε μένα προκαλεί λίγο σύγχυση. Δυστυχώς δεν είμαι το κατάλληλο άτομο για να απαντήσει 100% ξεκάθαρα σε αυτό… Δηλαδή, όλα έχουν να κάνουν με τις προτεραιότητες που θέτει κάποιος και ο Ray δεν μπορούσε να είναι απόλυτα αφοσιωμένος τώρα με τους FATES. Πάντως, δεν θέλω ο κόσμος να νομίζει ότι έχουν διαλυθεί οι FATES WARNING ή ότι έχει υπάρξει κάποια ρήξη στη σχέση μου με τον Ray. Αν ρωτήσεις και τον ίδιο θα σου πει τα καλύτερα λόγια για τη σχέση μας. Άλλωστε, τώρα που το σκέφτομαι, είναι μέσα στους τρεις καλύτερους μου φίλους στον κόσμο και δεν σημαίνει τίποτα που δεν ήταν διαθέσιμος για την επόμενη επαγγελματική κίνηση των FATES. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι ήθελα να ακούσει ο κόσμος τα νέα κομμάτια οδήγησαν στο “Sympathetic resonance”. Αν όλα πάνε καλά μέσα στο 2012 θα κυκλοφορήσει ο επόμενος δίσκος των FATES αλλά ξαναλέω ότι όλα είναι μία χαρά μεταξύ εμού και του Ray και οι FATES είναι ένα ενεργό συγκρότημα. Πρόκειται, βασικά, για δύο διαφορετικές πλευρές μου που ελπίζω να ικανοποιεί τα ακούσματα των οπαδών μας.
Είναι ανακουφιστικό να σε ακούω να το λες καθώς υπήρχαν φήμες ότι θα καθυστερούσε ακόμη περισσότερο το νέο άλμπουμ των FATES WARNING…
Όχι, Σάκη! Όλα είναι μία χαρά και μέσα στο 2012 θα έχεις στα χέρια σου το νέο άλμπουμ των FATES WARNING.
Ο δίσκος ονομάζεται “Sympathetic resonance”. Ποιος σκέφτηκε το όνομα και υπάρχει αλήθεια κάποιο νόημα ή ιστορία πίσω από αυτό;
Έχει σίγουρα μία συγκεκριμένη σημασία. Ίσως δεν είναι και ευρύτερα γνωστό αλλά πρόκειται για μία θεωρία αρμονίας κατά την οποία ένα απαθές σώμα αντιδρά σε ερεθίσματα που του μεταδίδει ένα συγγενικό προς αυτό αντικείμενο. Στην περίπτωση μας θέλουμε να αναδείξουμε αυτή την επίδραση στα μουσικά όργανα. Για παράδειγμα, αν βρίσκεσαι μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο που περιέχει μόνο ένα πιάνο και μία κιθάρα, αν πατήσεις μία νότα του πιάνου αυτή θα αντηχήσει και η κιθάρα θα αρχίσει να δονείται ελαφρά. Το ίδιο συμβαίνει με εμένα και τον John κάθε φορά που συνεργαζόμαστε μαζί. Υπάρχει αυτή η θεωρία αρμονίας, μία συγγενική αντήχηση μεταξύ μας που ενεργοποιεί ο ένας τον άλλον. Ελπίζουμε και εμείς με τη σειρά μας να δημιουργήσουμε αυτή τη σχέση με τους οπαδούς μας και ο δίσκος να τους ενεργοποιήσει συναισθήματα.
Το άλμπουμ σου δημιουργεί ένα σχεδόν ανατριχιαστικό συναίσθημα αφού αναπόφευκτα όταν ακούς τη φωνή του John γυρνάς πίσω στο χρόνο στις πρώτες δουλειές σας. Είναι απίστευτο αλλά η φωνή του παραμένει ίδια! Το περίμενες ή σε ξάφνιασε και εσένα;
Σίγουρα ήταν κάτι που το περίμενα αν και είχαμε να δουλέψουμε μαζί από το 2003. Έχω απόλυτη επίγνωση του τι μπορεί να κάνει με τη φωνή του. Ο John είναι ο απόλυτος τελειομανής! Ήξερα από την αρχή ότι θα ακούγεται όπως ακουγόταν το 1986. Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω πως το καταφέρνει αυτό και σίγουρα είναι ένας από τους ελάχιστους τραγουδιστές που γνωρίζω που έχουν διατηρήσει σε τόσο καλό επίπεδο τη φωνή τους. Είναι αξιόλογο.
Παρόλα αυτά ο δίσκος δεν έχει καθόλου την επική ατμόσφαιρα των πρώτων δίσκων αλλά μοιάζει περισσότερο με τον τρόπο που γράφεις από το 1997 και μετά. Κάθισες με τον John να συζητήσετε την κατεύθυνση του δίσκου ή απλά του πήγες έτοιμη τη μουσική και εκείνος πρόσθεσε τους στίχους;
Το δεύτερο. Είχα γράψει τη μουσική και εκείνος είναι υπεύθυνος για τους στίχους. Ίσως, λιγάκι προς το τέλος της όλης ηχογράφησης να συζητήσαμε για το μουσικό σκέλος ή καλύτερα για κάποιες από τις λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης. Σε γενικές γραμμές πάντως εγώ έγραψα όλη τη μουσική. Θα ήθελα όμως να κάνω και ένα σχόλιο σε αυτό που ανέφερες στην αρχή της ερώτησης. Συμφωνώ απόλυτα με την επισήμανση σου και ήταν κάτι που είχα στο μυαλό μου από την αρχή της διαδικασίας της σύνθεσης. Ακόμη και όταν αποφάσισα να συνεργαστώ με τον John, δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να βγει ένα “Awaken the guardian Pt.II”. Δεν έχει να κάνει με το αν μου αρέσει ή όχι ο δίσκος ή αν εκφράζει λίγο ή περισσότερο τους οπαδούς μας. Απλά δεν ήθελα να γράψω ένα δίσκο που θα ακουγόταν λες και είμαστε στο 1986… Το έκανα αυτό τότε! Αυτό που έκανα, όμως, ήταν να πάρω στοιχεία του εαυτού μου και του John και να τα φέρω στο 2011. Για αυτό το λόγο όταν με ρωτούν κάτι τέτοιο, αμέσως υπογραμμίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να κάνω έναν retro δίσκο. Επιπλέον, είμαι ο εαυτός μου και δεν γίνεται να γράψω διαφορετικά. Είμαι τελείως αυθόρμητος όταν συνθέτω και έτσι δεν μπορώ να γράψω έχοντας στο νου ένα συγκεκριμένο στυλ σύνθεσης. Αυτό που ακούς είναι ο εαυτός μου το 2011.
Δεδομένου του ότι κάποια από αυτά τα κομμάτια προορίζονταν για τη νέα δουλειά των FATES, προχώρησες σε αλλαγές στην ενορχήστρωση λόγω της διαφοράς στη φωνή μεταξύ του Ray και του John;
Ξέρεις, πάντα θα υπάρχουν αλλαγές ακόμη και αν τελικά παρουσίαζα αυτά τα κομμάτια στον Ray. Στο τέλος, θα τα αλλάζαμε κάπως. Όχι όμως δραστικά πράγματα…ίσως να μεγαλώναμε το outro ενός κομματιού, να αλλάζαμε 1-2 ακόρντα, να προσθέταμε κάποιους στίχους. Τέτοια πράγματα. Η βασική δομή παραμένει η ίδια.
3 από τα 6 κομμάτια που έγραψες έχουν διάρκεια πάνω από 10 λεπτά και αποτελούνται από διαφορετικά μέρη μέσα στο κομμάτι. Είχες κάποια κεντρική ιδέα για αυτά ή απλά προέκυψαν έτσι;
Όλα μου βγαίνουν φυσιολογικά και τελείως αυθόρμητα. Προσπαθώ να μην έχω στο μυαλό μου κάποια συγκεκριμένη εικόνα για το τι θέλω να γράψω. Το ίδιο ισχύει και για τα τρία αυτά κομμάτια του άλμπουμ. Δεν κάθομαι δηλαδή να πω στον εαυτό μου: «τώρα καλό είναι να γράψω ένα heavy κομμάτι ή ένα αργό κομμάτι». Παίζω την κιθάρα μου και αν κάτι ακουστεί καλά στο αυτί μου το «κυνηγάω» και προσπαθώ να κάνω κάτι με αυτό. Τελικά, το κομμάτι παίρνει από μόνο του μορφή και είναι έτοιμο. Στη δική μου περίπτωση από λίγες μέρες μέχρι λίγους μήνες!
Τώρα που ξανασυνεργάζεσαι με τον John, αν προκύψει κάποια επαγγελματική πρόταση να παρουσιάσετε ζωντανά ολόκληρο το “Awaken the guardian”, θα σκεφτείς να το κάνεις;
Φυσικά! Θα το ήθελα, μάλιστα, και πάρα πολύ… Να συνδύαζα το παρελθόν με το παρόν παίζοντας κομμάτια και από το “Sympathetic resonance”. Είναι μία καταπληκτική ιδέα και θα ήθελα να το κάνω. Πριν από ένα χρόνο και κάτι κάναμε το ίδιο πράγμα, όπως ξέρεις, με το “Parallels” και περάσαμε τέλεια. Προς το παρόν έχουμε κλείσει μόνο ένα show στη Γερμανία για του χρόνου (σ.σ. Keep It True Festival) και σίγουρα θα υπάρξουν κάποια παλιά κομμάτια στο set αλλά δε νομίζω ότι θα παίξουμε στο συγκεκριμένο live ολόκληρο το “Awaken the guardian”. Θα δούμε. Να σου πω την αλήθεια, εξαρτάται από τον John για το αν θα δώσουμε extra shows και γιατί όχι να παρουσιάσουμε σε αυτά ολόκληρο το “Awaken the guardian”. Όπως σου είπα δεν είναι επαγγελματίας μουσικός και πρέπει να βολέψουν τα προγράμματά μας.
Jim, ξέρω ότι ήσουν μεγάλος οπαδός των πρώιμων MAIDEN δίσκων. Μήπως έχει τύχει να ακούσεις τις τελευταίες τους δουλειές; Νομίζω ότι θα σε εκπλήξει ευχάριστα η progressive πλευρά τους…
Είδα τους MAIDEN πρόσφατα στο Λονδίνο πριν από κάνα δύο μήνες. Ήταν καταπληκτικοί και τα κομμάτια που έπαιξαν από τον τελευταίο δίσκο. Ναι, έχεις δίκιο. Μου άρεσαν πάρα πολύ. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ ότι έχω σταματήσει να τους παρακολουθώ από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Αλλά, όντως, τα νέα κομμάτια μου άρεσαν έτσι όπως τα έπαιξαν ζωντανά αν και δεν έχει τύχει να ακούσω το δίσκο.
Τελευταία ερώτηση: έχεις να κάνεις κάποιο σχόλιο σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στους DREAM THEATER και την αποχώρηση του Mike Portnoy;
Είναι όλοι τους καλοί μου φίλοι. Ελπίζω να είναι χαρούμενοι αν και δεν μου αρέσει να τους βλέπω χωριστά. Μας είδες στην Αθήνα πριν από λίγο καιρό και ήταν περίεργο να βλέπω τους DREAM THEATER χωρίς τον Mike. Ξέρω, ωστόσο, πως μπορεί να χαλάσει μία επαγγελματική και φιλική σχέση μέσα στο χρόνο ιδιαίτερα όταν είσαι συνεχώς με κάποιον. Δεν πρόκειται όμως να πάρω το μέρος κανενός. Είναι όλοι φίλοι μου. Αγαπάω τον Mike σαν αδερφό μου και ελπίζω μέσα από την καρδιά μου να τα ξαναβρούν.
Το ξέρω ότι είπα πριν ότι είναι η τελευταία μου ερώτηση αλλά μόλις σκέφτηκα ότι είναι καλή ευκαιρία να σε ρωτήσω για το ενδεχόμενο μίας πιθανής επανέκδοσης του “Inside out” στα πρότυπα των άλλων σας επανεκδόσεων…
(γέλια) Είναι διαβολική σύμπτωση και έχει ενδιαφέρον τώρα που με ρωτάς. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ σήμερα και ξύπνησα στις 4 η ώρα το πρωί. Σκεφτόμουν ότι πρέπει οπωσδήποτε να ξεκινήσουμε να μαζεύουμε υλικό για την επανέκδοση του “Inside out”.
Αυτό σημαίνει να ανέβεις στη σοφίτα και να ψάξεις στα κουτιά με τις κασέτες σου;
(γέλια) Κάπως έτσι! Είναι άλλωστε καιρός να βγει και αυτός ο δίσκος και να είναι ξανά διαθέσιμος στον κόσμο. Ίσως την επόμενη χρονιά. Υπάρχει μάλιστα και περισσότερο οπτικό υλικό από εκείνη την περιοδεία και σίγουρα θα βρούμε κάποια ακυκλοφόρητα κομμάτια ή καλύτερα σημεία που δεν ολοκληρώθηκαν. Θα πρέπει να ψάξω.
Σάκης Νίκας
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
“Sympathetic Resonance” (2011)
CHICKENFOOT interview – The super company!
Sammy Hagar, Joe Satriani, Chad Smith και Michael Anthony δεν χρειάζονται συστάσεις. Εάν δεν τους ξέρετε, απλά αλλάξτε άθλημα! Ως CHICKENFOOT λοιπόν, κυκλοφορούν το δεύτερο τους άλμπουμ με τίτλο … “III”!!! Χάνει λοιπόν κανείς την ευκαιρία να μιλήσει με τον Michael Anthony τον άνθρωπο που κρατούσε το μπάσο σε μια από τις πιο πετυχημένες μπάντες στην ιστορία της μουσικής (VAN HALEN) και σήμερα διαπρέπει με τους CHICKENFOOT; Ε, όχι βέβαια! Here we go!
Καλησπέρα Michael, πως είσαι;
Μια χαρά, εδώ στο Λος Άντζελες, κάνει πολύ ζέστη! Στην Αθήνα, έχετε πολύ ζέστη τώρα το καλοκαίρι;
Πάρα πολύ και κάθε χρόνο γίνεται ακόμα πιο έντονη! Είναι πολύ δύσκολο ακόμα και να κυκλοφορήσεις μερικές μέρες!
Θα ήθελα πολύ να ερχόμουν ξανά στην Ελλάδα, έχω πολύ ωριαίες αναμνήσεις από την χώρα σου, είχαμε έρθει μόνο μια φορά με τους VAN HALEN, καλεσμένοι της δισκογραφικής μας εταιρίας στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και είχαμε όλοι μεθύσει από το ούζο!!!
Και είχατε κάνει κάποια γυρίσματα και συνεντεύξεις για την Ελληνική τηλεόραση!
Δεν θυμάμαι τι είχαμε κάνει, λογικά ναι, κάτι τέτοιο θα κάναμε, αλλά δεν μπορώ να σου πω και με σιγουριά, ειλικρινά όμως θυμάμαι πως είχαμε περάσει εκπληκτικά και πως είχαμε πιει πάρα πολύ ούζο!!!
Εγώ γνωρίζω όμως και άλλη μια λεπτομέρεια της επίσκεψης σας τότε στην Αθήνα! Πως σας είχαν φέρει πίτσες να φάτε και αντί να φάτε τις πετούσατε ο ένας στον άλλον! (σ.σ: Από τις ιστορίες που μπορεί να σας διηγηθεί ο Αλέξανδρος Ριχάρδος!)
Ω! Πολύ πιθανό! Τότε οι VAN HALEN ήταν μια πραγματική παρέα και κάναμε πολλές πλάκες και χαβαλέ μεταξύ μας, οπότε δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως θα κάναμε κάτι τέτοιο! Δημήτρη το άλμπουμ μας το άκουσες;
Το “III” ναι, το άκουσα φυσικά! Μου άρεσε πάρα πολύ! Μπορώ να σου πω πως μου αρέσει πιο πολύ από το πρώτο σας που ήταν εξαιρετικό!!
Χαίρομαι πάρα πολύ! Εγώ πιστεύω πως κάναμε ένα εκπληκτικό rock άλμπουμ, βασισμένο πιο πολύ στον κλασσικό rock ήχο, εκεί κάπου στα seventies!! Είμαι πραγματικά ικανοποιημένος από το “III” από την άποψη πως οι CHICKENFOOT είναι το συγκρότημα που παίζει ακριβώς αυτό που γουστάρει! Δεν παίζουμε για κάποιον manager ή κάποια εταιρία, παίζουμε ότι ακριβώς θα μας άρεσε να ακούσουμε κιόλας! Ελπίζω να καταλαβαίνεις τι εννοώ!
Απολύτως! Αυτό είναι κάτι που σου είχε λείψει τα προηγούμενα χρόνια;
Δεν θα έλεγα πως μου έλειψε ποτέ, άλλοτε ήταν πιο δύσκολα και κάποτε πιο εύκολα τα προηγούμενα χρόνια! Αυτό που θέλω να πω είναι πως οι CHIKENFOOT είναι μια παρέα που παίζει μουσική, είμαστε φίλοι που μαζευόμαστε, γράφουμε τραγούδια που γουστάρουμε, βγάζουμε τα άλμπουμ μας και κάνουμε περιοδείες! Αυτό ακριβώς όπως σου το λέω είναι. Καταλαβαίνω πως ο κόσμος μας συγκρίνει με τις μπάντες με τις οποίες ήμασταν στο παρελθόν, αλλά αυτό δεν μπορούμε ούτως ή αλλιώς να το αποφύγουμε. Μερικοί μας αποκαλούνε supergroup, από την μια OK, μπορώ να το δεχτώ, από την άλλη όμως, θα σου ξαναπώ πως είμαστε φίλοι πάνω απ’ όλα που κάνουμε την μουσική που γουστάρουμε και όχι μια μπάντα που ακολουθεί ένα πρόγραμμα επειδή έχει υποχρεώσεις!
Δεν υπήρξε ποτέ ένα μεγάλο marketing plan για τους CHICKENFOOT από τη μουσική βιομηχανία δηλαδή που να δημιουργήσει την μπάντα και να το ακολουθήσετε…
Όχι ποτέ δεν λειτούργησε έτσι η μπάντα. Καταλαβαίνω τι λες. Παλιά, τα 80’s, πολλά supergroup και project ήταν ιδέες των δισκογραφικών εταιριών προκειμένου να πουλήσουν δίσκους και όντως κάποια πέτυχαν (σ.σ.: ASIA) και κάποια απέτυχαν παταγωδώς (σ.σ.: GTR). Εμείς όμως δεν έχουμε απολύτως καμιά σχέση με αυτό. Κανείς δεν ήρθε να μας πει πως ο Sammy, εγώ, o Chad και ο Joe πρέπει να μπούμε στο στούντιο και να γράψουμε άλμπουμ! Πως θα κάναμε το ένα ή θα κάναμε το άλλο. Απλά γουστάρουμε ο ένας την παρέα του άλλου, τζαμάρουμε καλά και αφού ισχύουν αυτά τα δυο τότε δημιουργήθηκαν οι CHICKENFOOT και γράψαμε τα τραγούδια για τα οποία τζαμάραμε και μας είχαν προκύψει!
Να ρωτήσω, τελικά το όνομα CHICKENFOOT, πως σας προέκυψε. Ο Sammy Hagar μου είχε πει πως ήταν η πρώτη του μπάντα στο σχολείο, αλλά από τότε άκουσα και πολλές άλλες εκδοχές!
Χα, χα, χα! Η πρώτη του μπάντα; Δεν ξέρω εάν όντως ισχύει κάτι τέτοιο για να είμαι ειλικρινής, αλλά όντως νομίζω πως αυτός το είχε προτείνει, πριν καν ηχογραφήσουμε τα πρώτα μας τραγούδια μια βραδιά που είχαμε πιεί όλοι μας πολύ τεκίλα και ήμασταν μεθυσμένοι! Ήταν απλά μια πρόταση και ένα όνομα που το χρησιμοποιούσαμε απλά χωρίς να ήταν κάτι το οριστικό, αλλά μετά διέρρευσε και άρχισαν όλοι να λένε για τους CHICKENFOOT με τον Sammy, τον Satriani κλ.π. οπότε και εμείς δεν βρήκαμε τον λόγο γιατί να το αλλάξουμε αφού όλοι έτσι μας αποκαλούσαν, ανεπισήμως, και αποφασίσαμε να το κρατήσουμε!
Να γυρίσουμε και λίγο στο δεύτερο και νέο σας άλμπουμ. Πες μου εσύ, τώρα που το ακούς ξανά και λίγο πριν κυκλοφορήσει, πως θα το χαρακτήριζες;
Θα σου έλεγα πως είναι πιο 70’s rock ακόμα πιο πολύ και από το πρώτο με φυσικά την αμερικάνικη αίσθηση του rock και όχι την ευρωπαϊκή ή βρετανική έννοια εάν θες! Πήγαμε λίγο πιο βαθιά αυτή τη φορά γιατί απλά μας αρέσει πολύ αυτό το στυλ μουσικής, σκληρό 70’s rock με σύγχρονη παραγωγή! Μας εκφράζει απόλυτα!
Παρόλα αυτά, έχετε και πολλά υποσχόμενα hit στο άλμπουμ. Υπάρχει μια διάχυτη εμπορικότητα…
Αυτό είναι λογική συνέπεια των ανθρώπων που δουλεύουμε τις συνθέσεις, δηλαδή όλων μας! Ο Sammy, o Joe, o Chad και εγώ πάντα παίζαμε σε μελωδικές γραμμές, οπότε καταλαβαίνεις πως δεν θα άλλαζε η κατεύθυνση μας τώρα. Άλλωστε όπως σου είπα γράφουμε την μουσική που μας αρέσει, εάν αυτό παράγει hits ή πιο εμπορική μουσική που ο άλλος την ακούει πιο εύκολα σε σχέση με κάποια άλλη, αυτό δεν το βρίσκω κακό, ίσα-ίσα το αντίθετο! Σου αρέσει το πρώτο single, το “Bigfoot”;
Ναι, μου αρέσει πάρα πολύ! Είναι τρελό hit, αλλά και το “Different devil” δεν πάει πίσω..
Το “Different devil” ήταν η επόμενη επιλογή μας για single! Ήταν να διαλέξουμε ανάμεσα στα δυο τραγούδια και διαλέξαμε τελικά να βγει πρώτα το “Bigfoot” και πιθανότατα το δεύτερο single να είναι το “Different devil”, το οποίο αποτελεί και την αγαπημένη μου στιγμή του “III”! Απλά επειδή είναι tempo τραγούδι, σίγουρα ως single και μάλιστα πρώτο, το “Bigfoot” θα λειτουργήσει πιο καλά. Το άλμπουμ κυκλοφορεί τέλη Σεπτεμβρίου, αλλά το πρώτο μας single είναι ήδη στην αγορά, για αυτό λέω πως ως τραγούδι, το “Bigfoot” είναι πιο καλός προπομπός για το “III”!
Ο καθένας από σας έχει πολλές υποχρεώσεις, πως καταφέρνετε να γράψετε τα τραγούδια;
Χρειάζεται μια πολύ καλή οργάνωση για να είναι οι CHICKENFOOT αυτό που είναι και να μπορούμε να περιοδεύουμε κιόλας! Βασικά ο Sammy γράφει τους πιο πολλούς στίχους και ο Joe φέρνει την πιο πολύ μουσική! Όσο διάστημα είμαστε ο ένας μακριά από τον άλλον ανταλλάσσουμε τις ιδέες μας με mail και mp3, οπότε υπάρχει πάντα μια μαγιά πάνω στην οποία δουλεύουμε και όταν μπούμε στο στούντιο όλοι μαζί τότε πραγματικά αρχίζουμε να γραφούμε, να δίνουμε ζωή σε όλες αυτές τις ιδέες που έχουμε ανταλλάξει όσο καιρό ο καθένας έτρεχε με τα δικά του σχήματα και project ή άλλες υποχρεώσεις!
Με τον Mike Fraser (AC/DC, METALLICA), στην παραγωγή, πως προέκυψε η συνεργασία;
Με τον Mike, είμαστε πολύ καλοί φίλοι από τότε που ήταν μηχανικός ήχου στους VAN HALEN και πάντοτε κρατήσαμε ζωντανή την φιλία μας, πάντα συνεργαζόμαστε και γιατί είμαστε φίλοι αλλά και γιατί είναι εξαιρετικός μηχανικός ήχου! Απλά αυτή τη φορά ανακατεύτηκε και στην παραγωγή του άλμπουμ, είναι κάτι σαν συμπαραγωγός μαζί με μας.
Να σε ρωτήσω και για τους VAN HALEN, για ποιο λόγο τελικά δεν παίζεις μαζί τους μετά από τόσα χρόνια φιλίας και συμμετοχής σου στην μπάντα;
Βασικά από τους VAN HALEN δεν παραιτήθηκα ποτέ! Απλά παρεξηγήθηκαν κάποια πράγματα. Ήταν μια περίοδος που η μπάντα ήταν εντελώς ανενεργή και δεν κάναμε τίποτα. Ο Sammy και εγώ ήμασταν και είμαστε πολύ κοντινοί φίλοι και μου πρότεινε αφού οι VAN HALEN δεν έκαναν κάτι να έπαιζα μαζί του, αφού δεν είχα ούτως ή αλλιώς κάποια άλλη υποχρέωση. Εγώ φυσικά και δέχτηκα, όμως οι VAN HALEN το είδαν πως ήθελα να φύγω από αυτούς και έτσι οι δρόμοι μας χώρισαν κάπως απότομα θα έλεγα!
Θα μας έρθετε Ευρώπη;
Ναι, οπωσδήποτε γιατί μας αρέσει πολύ να παίζουμε στην Ευρώπη. Όταν κυκλοφορήσει το άλμπουμ θα περιοδεύσουμε μέχρι και τους πρώτους μήνες του 2012 εδώ στην Αμερική και μετά θα έρθουμε Ευρώπη! Θέλουμε να παίξουμε στα περισσότερα μεγάλα φεστιβάλ και μάλλον έτσι θα γίνει! Οπότε να μας περιμένετε, ειδικά στην Ελλάδα θα ήθελα πάρα πολύ να ξανάρθα και να ξαναπιώ ούζο!
Δημήτρης Σειρηνάκης
SANCTUARY INTERVIEW – “Faults of the flesh”
Η είδηση της συνέντευξης με τον Warrel Dane σχετικά με την εμφάνιση των επανασυνδεδεμένων SANCTUARY στη χώρα μας, μου ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Όχι μόνο σε σχέση με το γκρουπ αυτό, αλλά και για όλα όσα έχουν συμβεί με τους NEVERMORE τους τελευταίους μήνες και μόνο ενθαρρυντικά δεν είναι. Διαβάστε στις επόμενες σειρές, τι ειπώθηκε σε μία κουβέντα 50 λεπτών για τον Jeff Loomis και τον Van Williams, τη σχέση των NEVERMORE με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, τη νέα δουλειά των SANCTUARY και το status των NEVERMORE εκτός των άλλων. Πολύ ενδιαφέροντα θέματα, σε μία –θέλω να πιστεύω- εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη…
Έρχεσαι για δεύτερη φορά στην Ελλάδα με τους SANCTUARY, με την πρώτη να χάνεται στα βάθη της μνήμης μας…
Ναι, το 1990!
Ναι, ήμασταν παιδιά και τώρα γεράσαμε… Ελπίζω η τρίτη να μην είναι μετά από είκοσι χρόνια όταν θα ήμαστε στα 60 μας… Φαντάζεσαι τον εαυτό σου να τραγουδάς το “Battle angels” στα 60 σου;
Χαχαχαχαχα! Έχει πλάκα!!! Σίγουρα φαντάζομαι τον εαυτό μου να τραγουδάω. Τώρα μπορώ να τραγουδάω καλά το “Battle angels”, θέλω να ελπίζω ότι και στα 60 μου, θα μπορώ να το τραγουδάω εξίσου καλά.
Θα ήθελα να μου εξηγήσεις σε παρακαλώ, κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω. Πάνω που οι NEVERMORE άρχισαν να αποκτούν ένα πολύ μεγάλο status, εσύ αποφάσισες να επανασυνδέσεις τους SANCTUARY. Ποιος ήταν ο λόγος γι’ αυτό;
Όταν διαλύθηκαν οι SANCTUARY, σταματήσαμε να βλέπουμε ο ένας τον άλλο και δεν είχαμε μιλήσει για πάρα πολλά χρόνια. Τα τελευταία χρόνια αρχίσαμε να βρισκόμαστε σε πάρτι και σε διάφορες άλλες φάσεις, να μιλάμε και να συζητάμε την περίπτωση να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα. Κουβέντα στην κουβέντα, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι θα είχε ενδιαφέρον να γράφαμε καινούργια μουσική και για εμάς και για τον κόσμο.
Ναι, αλλά αυτό που ρώτησα εγώ έχει να κάνει με κάτι άλλο. Οι NEVERMORE, μπορεί να ήταν μεγάλοι και τρανοί στην Ελλάδα ίσως και από τον πρώτο τους δίσκο, αλλά στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο γενικότερα, απέκτησαν σπουδαίο όνομα από το “This godless endeavor” και μετά. Τώρα, λοιπόν, που έκαναν το breakthrough μετά από τόσα χρόνια καριέρας, αποφάσισες να ασχοληθείς με κάτι που είχε διαλυθεί πριν από 20 χρόνια; Καλά τα πάρτι και οι κουβέντες για επανασυνδέσεις, αλλά δεν αρκούν όταν έχεις αρχίσει να πραγματοποιείς τον στόχο σου με το κύριο σχήμα σου… Τι κρύβεται πίσω απ’ αυτήν την απόφαση;
Αν δεν πάρεις κάποια ρίσκα και πας αποκλειστικά από το ασφαλές μονοπάτι, το να δημιουργείς μουσική καταντά χωρίς καμία συγκίνηση… Ήμασταν βέβαιοι ότι ο κόσμος θέλει να ακούσει νέα μουσική από τους SANCTUARY, παρά το γεγονός ότι οι NEVERMORE όντως έχουν αρχίσει και γίνονται μεγάλοι. Ενώ λοιπόν, αρχίσαμε να γράφουμε μουσική την οποία γουστάραμε και ξεκινήσαμε να κάνουμε τους SANCTUARY για την πλάκα μας, έσκασαν και οι αποχωρήσεις των μελών των NEVERMORE και όλα αυτά που ακολούθησαν και τελικά το timing ήταν καλό.
Ποιος παίζει ντραμς τώρα στους SANCTUARY, γιατί δεν το βλέπω πουθενά γραμμένο;
Είναι ο αυθεντικός μας ντράμερ, ο Dave Budbill.
Στην κιθάρα έχετε πάρει τον Shannon Sharp;
Τελικά δεν θα είναι αυτός στο σχήμα. Ο κιθαρίστας μας, Lenny Rutledge, αποφάσισε ότι ήθελε να δοκιμάσει άλλους ανθρώπους και καταλήξαμε να δουλεύουμε με τον Brad Hull που έπαιζε στους FORCED ENTRY, μιας άλλης μπάντας από το Seattle.
Οι SANCTUARY είχαν κυκλοφορήσει δύο φανταστικούς δίσκους στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά πόσος κόσμος πιστεύεις ότι γνωρίζει αυτό το υλικό στις μέρες μας;
Τα συζητούσαμε αυτά και πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη… Θυμάσαι τι σου έλεγα ότι βλέπω στις συναυλίες μας πλέον τους πατεράδες με τα παιδιά τους να φοράνε τα παλιά, ξεθωριασμένα t-shirts τους; (γέλια) Από την άλλη, είμαι απολύτως βέβαιος ότι οι σημερινοί οπαδοί των NEVERMORE γνωρίζουν τα πάντα για τους SANCTUARY, είτε επειδή έχουν ψάξει την ιστορία μας, είτε επειδή οι γονείς τους τους λένε ότι «γνωρίζεις ότι αυτοί οι τύποι κάποτε έπαιζαν σε μία μπάντα που λεγόταν SANCTUARY;». Η ιστορία κάνει κύκλους φίλε μου…
Με τους NEVERMORE είχε μία εντελώς διαφορετική προσέγγιση των φωνητικών σου σε σχέση με το παρελθόν. Πιστεύεις ότι μπορείς να τραγουδήσεις αυτά τα τόσο ψιλά φωνητικά στις μέρες μας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που έχεις σταματήσει να το κάνεις εδώ και χρόνια;
Μου πήρε πάρα πολύ χρόνο και πολλή εξάσκηση για να τα καταφέρω. Μην ξεχνάς όμως ότι και στους πρώτους δίσκους των NEVERMORE, είχα αυτά τα ψιλά φωνητικά…
Ναι, αλλά ήταν και 15 χρόνια πίσω…
(γέλια) Έχεις δίκιο. Η μουσική των NEVERMORE αργότερα όμως ήταν εντελώς διαφορετική. Ήταν μία πρόκληση για μένα και ήταν τόσο δύσκολο που έπρεπε να πάρω καθηγητή φωνητικής και να προσπαθήσω πάρα πολύ για να τα καταφέρω. Μετά από αυτό, συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν είσαι αρκετά μεγάλος για να μάθεις καινούργια πράγματα.
Ίσως είσαι αναγκασμένος να ακολουθήσεις κι έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής για να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις στα νέα δεδομένα;
(γέλια) Κάνω πολύ γυμναστική, προσπαθώ να τρώω όσο πιο υγιεινά μπορώ και να προσπαθήσω να απέχω από οποιουδήποτε είδους «καταστροφική συμπεριφορά». Για να ανταπεξέλθεις, πρέπει να γίνεις αθλητής. Δυσκολεύτηκα στην αρχή, αλλά τα κατάφερα. Η σκληρή δουλειά, πάντα αποδίδει καρπούς.
Έχετε δηλώσει ότι ο τίτλους του δίσκου σας θα είναι το “The day the sun died”. Έχετε γράψει κάποια τραγούδια;
Έχουμε γράψει κάποια τραγούδια και καλώς εχόντων των πραγμάτων ίσως δύο απ’ αυτά να τα έχουμε τελειώσει και να τα παίξουμε στην Ελλάδα, για πρώτη φορά! Να τα παρουσιάσουμε στην αγαπημένη μας χώρα, γιατί οι Έλληνες οπαδοί είναι εντελώς ξεχωριστοί για εμάς.
Στις πρώτες μέρες των NEVERMORE, στις συναυλίες σας, παίζατε 1-2 τραγούδια των SANCTUARY. Υπάρχει τώρα περίπτωση να δούμε τραγούδια NEVERMORE στη συναυλία των SANCTUARY;
Χμμμμμμμμμ!!!!!!!! Ποτέ δεν ξέρεις… Μιλάμε γι’ αυτό και θα δούμε τι θα συμβεί.
Για να επανέλθω στο ζήτημα της επανένωσης των SANCTUARY, μήπως τελικά δεν ήσουν ικανοποιημένος από τον τελευταίο δίσκο των NEVERMORE, γι’ αυτό επέλεξες αυτόν το δρόμο; Μήπως το “The obsidian conspiracy” ήταν ο πιο ασφαλής δίσκος που μπορούσατε να κάνετε; Εμένα μου ακούγεται σαν δίσκος που γράφτηκε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, πολύ ασφαλής και προϊόν συμβιβασμού.
Το “The obsidian conspiracy” για εμένα, δεν είναι ο αγαπημένος μου δίσκος των NEVERMORE, παρόλα αυτά είναι κάτι για το οποίο είμαι υπερήφανος. Πάντα υποστηρίζω όλους τους δίσκους τους οποίους έχω κυκλοφορήσει. Από την άλλη, πιστεύω ότι ίσως παραήταν ασφαλής δίσκος. Όπως σου είπα όμως, δεν είναι ο αγαπημένος μου, αλλά ούτε και ο χειρότερός μου.
Ο τίτλος αυτός πρέπει να πάει στο “Enemies of reality”…
Στην πραγματικότητα ο χειρότερός μου δίσκος είναι το ντεμπούτο μας. Το “Enemies…” είναι από τα αγαπημένα μου άλμπουμ, ακριβώς επειδή είναι τόσο γαμ**ένος. Η μίξη του Andy Sneap το έκανε πολύ καλύτερο.
Εγώ εννοούσα τη μίξη του Neal Kernon. Αυτή θα πρέπει να ήταν και η χειρότερη εμπειρία σου…
(τρελά γέλια) Ίσως!
Αν επιστρέψουμε στο “The obsidian…”, εγώ θα επέμενα ότι ο δίσκος μου ακούγεται σαν προϊόν συμβιβασμού…
Δεν είναι σε καμία περίπτωση προϊόν συμβιβασμού. Ο Jeff Loomis έδωσε τον τόνο για το πώς θα ακούγεται ο δίσκος, αλλά εγώ ποτέ δεν είπα ότι ήθελα τα κομμάτια να ακούγονται τόσο απλά. Τον άφησα ελεύθερο να γράψει ότι νομίζει, όπως κάναμε και σε όλους τους προηγούμενους δίσκους. Θα μπορούσε να είναι ένα πείραμά μας για να κάνουμε τον ήχο μας πιο εμπορικό, αλλά την ίδια στιγμή μου αρέσουν τα τραγούδια. Είναι σίγουρα πιο απλά, πιο ευθεία και πιο ευκολοχώνευτα και γι’ αυτό σε πολλούς οπαδούς μας δεν άρεσε, αλλά και πολλοί το θεωρούν τον καλύτερο δίσκο μας. Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός.
Τα εσωτερικά προβλήματα που οδήγησαν στην αποχώρηση του Loomis και του Van Williams, εμφανίστηκαν μετά την κυκλοφορία του τελευταίου σας άλμπουμ, ή προϋπήρχαν;
Προβλήματα στις σχέσεις μας υπήρχαν από την πρώτη μέρα! Έτσι λειτουργούν τα συγκροτήματα. Από την πρώτη μέρα θα έχεις προβλήματα με τους εγωισμούς των μελών, συγκρούσεις προσωπικοτήτων κτλ. Πάντα υπήρχαν αυτά, αλλά διογκώθηκαν στην τελευταία μας περιοδεία. Δεν περίμενα να φύγουν και μάλιστα χωρίς να με πάρουν τηλέφωνο. Ήταν σαν ένα κακό διαζύγιο και πονά. Αλλά να ξέρεις ότι από τη στιγμή που μας υποστηρίζει το management και η εταιρία μας, θα βγάλουμε νέο δίσκο NEVERMORE. Θα είμαι ΠΑΡΑ πολύ προσεχτικός με τα νέα μέλη που θα έρθουν. Όλα πρέπει να γίνουν απολύτως σωστά. Η κληρονομία των NEVERMORE δεν θα «θαμπώσει» ποτέ. Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει με τον αντικαταστάτη του Jeff, αφού έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους πολύ σπουδαία ονόματα, αλλά πρέπει να πάρω τη σωστή απόφαση αφού οι οπαδοί αδημονούν να ακούσουν νέα για τους NEVERMORE.
Έχεις κάποια υποχρέωση βάσει συμβολαίου με τη Century Media; Τους χρωστάς άλλο ένα άλμπουμ από τους NEVERMORE ίσως;
Όχι, όχι, όχι. Δεν τους χρωστάμε κάτι και δεν είναι αυτός ο λόγος που συνεχίζουμε.
Δηλαδή το πλάνο σας τώρα, είναι να συνεχίσετε με τον Attila Voros στη μία κιθάρα και να πάρετε ένα πραγματικά μεγάλο όνομα για πρώτο κιθαρίστα;
Ακριβώς. Αυτό σκεφτόμαστε αυτήν την περίοδο. Ο Attila είναι πολύ καλός κιθαρίστας…
Ναι, για δεύτερος όμως… Τον ξέρεις όμως, γιατί έχει παίξει και στον σόλο δίσκο σου και στην τελευταία περιοδεία των NEVERMORE. Μου κάνει εντύπωση που δεν έχεις χρησιμοποιήσει περισσότερο τον Peter Wichers των SOILWORK, με τον οποίο έχεις συνεργαστεί…
Απλά δεν έτυχε. Θα ήθελα να δουλέψω πιο πολύ μαζί του, αλλά έχουμε να μιλήσουμε αρκετό καιρό. Θα ήθελα να ξαναδουλέψουμε σε σόλο δίσκο μου και να γράψει μερικά κομμάτια. Είναι ενδιαφέρον να δουλεύεις με ταλαντούχους ανθρώπους, όποιοι και να είναι αυτοί.
Να σε ρωτήσω για τον Van Williams… Έκανες πολύ υποτιμητικά σχόλια γι’ αυτόν, ενώ εκείνος με τη σειρά του, κράτησε πολύ ήπιους τόνους. Η στάση σου όμως, δείχνει ότι είχατε πολύ μεγάλα προβλήματα στις σχέσεις σας στο συγκρότημα.
Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ο κόσμος δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει πίσω από τη σκηνή. Τον τελευταίο καιρό, ακούω ανθρώπους να μου λένε τι άσχημα λόγια λέει ο Van Williams για εμένα και λογικό είναι κάποια στιγμή να ξεσπάσω και να μιλήσω υποτιμητικά γι’ αυτόν. Πάντα είχαμε όμως προβλήματα στις σχέσεις μας.
Αυτό είχε να κάνει με τα προβλήματα που είχατε με το αλκοόλ;
Σίγουρα έχει να κάνει σε πολύ μεγάλο ποσοστό με αυτό. Σίγουρα. Σε τελική ανάλυση, το να είσαι σε μία μπάντα με κάποιον για τόσον καιρό, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να τον γουστάρεις κιόλας.
Αυτό πάει και για τον Van Williams και για τον Loomis;
Όχι. Ο κόσμος δεν ξέρει πως είναι να είσαι σε μία μπάντα για τόσον καιρό. Τα συναισθήματα συσσωρεύονται και βγαίνουν έξω με μία μεγάλη έκρηξη. Αυτό ακριβώς συνέβη και θα με συγχωρήσεις, αλλά δεν θα ήθελα να μιλήσω άλλο γι’ αυτό.
ΟΚ, το σέβομαι… Οι SANCTUARY, λοιπόν, διαλύθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, επειδή δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον για το metal και το grunge ήταν πολύ στα πάνω του τότε. Στις μέρες μας, οι ALICE IN CHAINS και οι SOUNDGARDEN είναι ενεργοί και πάλι, οι NIRVANA βγάζουν επετειακή έκδοση του “Nevermind” και οι SANCTUARY επανασυνδέονται!!! Δεν σου κάνει κάτι σαν déjà vu;
Χαχαχαχαχα!!!!! Πραγματικά φίλε μου. Έχεις μεγάλο δίκιο!
Στη μουσική βιομηχανία, λένε ότι τα μουσικά ιδιώματα ξαναέρχονται στη μόδα κάθε είκοσι χρόνια κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που έγινε το μπαμ με το grunge. Δεν βρίσκεις ότι το timing είναι λίγο λάθος;
Χαχαχαχα! Να δούμε τι θα γίνει… Λες να αναστηθεί και ο Cobain; Χαχαχαχα! Δεν ξέρω τι να πω. Είναι όλα τόσο περίεργα. Είναι όμως σπουδαίο να βλέπω τους ALICE IN CHAINS να επιστρέφουν. Είναι το αγαπημένο μου γκρουπ από αυτό το κίνημα…
Ίσως επειδή είναι αρκετά metal!
Ακριβώς. Ήταν metal, αλλά είχαν αυτόν τον grunge τόνο…
Και ο τελευταίος τους δίσκος ήταν καταπληκτικός.
Θα το πιστέψεις ότι ήθελα να μη μου αρέσει; Αλλά δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς ότι ο Jerry Cantrell είναι ένας απίστευτα καλός συνθέτης. Δεν μπορούσα να φανταστώ τους ALICE IN CHAINS χωρίς τον Lane Staley, αλλά ο Cantrell είναι τόσο φοβερός μουσικός που κατάφερε κι έβγαλε έναν σπουδαίο δίσκο χωρίς τον Lane στα φωνητικά, ο οποίος μάλιστα ακούγεται και σαν ALICE IN CHAINS!
Θεωρείς τους NEVERMORE σαν τη συνέχεια των SANCTUARY; Δηλαδή το ντεμπούτο των NEVERMORE ότι θα μπορούσε να είναι ο τρίτος δίσκος των SANCTUARY;
Ακριβώς! Ο πρώτος δίσκος των NEVERMORE, παρότι είναι ο λιγότερο αγαπημένος μου, είναι η συνέχεια των SANCTUARY. Έχει πιο αγνά metal κομμάτια, γιατί μετά τα πράγματα έγιναν πιο τεχνικά και πιο τρελά και οι NEVERMORE μεταλλάχθηκαν σε ένα διαφορετικό, αλλά όμορφο μικρό πλάσμα που το λατρεύω.
Οπότε, ο νέος δίσκος των SANCTUARY που δουλεύετε, θα ακούγεται σαν τον επόμενο δίσκο των NEVERMORE ή σαν τη συνέχεια του “Into the mirror black”;
Ακούγεται πάρα πολύ σαν το “Into the mirror black”, αλλά με μία πιο μοντέρνα προσέγγιση. Θα είναι πολύ δυναμικός και ποικίλος δίσκος, με γρήγορα, thrashy σημεία, αλλά και πιο αργά και δαιμονισμένα μέρη…
Είσαι ευχαριστημένος με τη ζήτηση που υπάρχει για τους SANCTUARY από live και από τις δισκογραφικές εταιρίες που μπορεί να σας προσφέρουν συμβόλαια ή νιώθεις ότι θα πρέπει να δουλέψεις πολύ περισσότερο για να φτάσεις στο σημείο που ήσουν με τους NEVERMORE;
Μου αρέσει να πρέπει να δουλεύω σκληρά γιατί ποτέ το ταξίδι δεν είναι εύκολο. Πρέπει να είμαστε συγκεντρωμένοι στον στόχο μας και να διοχετεύσουμε την ενέργειά μας με τον κατάλληλο τρόπο.
Μου είπες στην αρχή ότι ήθελες να ρισκάρεις παρά το γεγονός ότι οι NEVERMORE έχουν καταφέρει να γίνουν εξαιρετικά αναγνωρίσιμοι…
Στη μουσική πάντα υπάρχουν προκλήσεις… Αυτό το γεγονός με εξιτάρει γιατί με κάνει να δουλεύω όσο το δυνατόν περισσότερο για να κάνω τη μπάντα μου όσο καλύτερη γίνεται. Ποτέ δεν είναι κακό να σπρώχνεις τον εαυτό σου να πετύχεις ανώτερους στόχους.
Στο πρώτο reunion των SANCTUARY, συμμετείχε και ο Jeff Loomis. Έπαιζε επειδή περιοδεύατε και με τους NEVERMORE ή επειδή ήταν αυθεντικό μέλος των SANCTUARY; Για ποιο λόγο τελικά δεν συμμετέχει σ’ αυτό το reunion αφού άλλο γκρουπ το ένα, άλλο το άλλο…
Ο Jeff έπαιξε στους SANCTUARY όταν αποχώρησε ο ένας κιθαρίστας μας κι έπαιξε μαζί μας ή σε κάποιες συναυλίες ή σε μία ολόκληρη περιοδεία. Δεν θυμάμαι ακριβώς να σου πω. Έπαιζε μαζί μας για καιρό όμως και όταν διαλυθήκαμε, εγώ, εκείνος και ο Jim Sheppard ακολουθήσαμε κοινή πορεία με τους NEVERMORE, των οποίων το όνομα μου καρφώθηκε στο μυαλό ένα βράδυ. Ο Jeff πλέον αποφάσισε ότι δεν θέλει να παίζει μουσική μαζί μας, οπότε…
Όταν λες μαζί μας, εννοείς τους NEVERMORE και τους SANCTUARY ή εσένα και τον Jim Sheppard;
Δεν θέλει να παίζει με εμένα και τον Jim. Ίσως έχει υψηλότερες φιλοδοξίες για σόλο καριέρα, κάτι το οποίο κάνει τώρα.
Απ’ όσο τον ξέρεις, πιστεύεις ότι ήθελε να γίνει ένας guitar hero ή να παίξει σε κάποια μεγαλύτερη μπάντα από τους NEVERMORE;
Το όνειρό του πάντα ήταν να είναι guitar hero. Προσκυνά τον Jason Becker, τον Marty Friedman και όλους αυτούς τους κιθαρίστες…
Δεν πιστεύεις ότι ο Jeff Loomis έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στον ήχο των NEVERMORE;
Φυσικά κι έπαιζε.
Σχετικά με τον αντικαταστάτη του λοιπόν. Τι χαρακτηριστικά θα ήθελες να έχει αυτός που θα έρθει στη θέση του;
Σίγουρα δεν θέλω έναν κλώνο του Jeff Loomis. Θέλω έναν που να έχει ξεχωριστό στυλ, να μπορεί να παίξει τα παλιά μας τραγούδια και να μπορεί να φέρει κάτι καινούργιο, ανανεωτικό και διαφορετικό στο τραπέζι. Σοβαρολογώντας, πιστεύω ακράδαντα ότι στο “The obsidian conspiracy” είχαμε αρχίσει να ανακυκλώνουμε τα riff τα οποία είχαμε ακούσει εκατοντάδες φορές πριν. Το να έρθει νέο αίμα, είναι πολύ συναρπαστικό για μένα, αλλά πρέπει να είμαι και πολύ προσεχτικός, επειδή δεν θέλω να δυσφημήσω τις παλιές μνήμες για μένα και τους οπαδούς.
Τι θα γίνει με τον αντικαταστάτη του ντράμερ;
Αυτό θα είναι πιο εύκολο. Δεν θέλω να πω κάτι κακό για τον Van, αλλά δεν θα είναι και ιδιαίτερο πρόβλημα. Το να αντικαταστήσω τον Jeff είναι δύσκολο, αλλά θα κάνω το καλύτερο για να γίνει όσο πιο σωστά μπορεί.
Αυτό σημαίνει ότι ο Jeff είναι δύσκολο να αντικατασταθεί επειδή γράφει κιόλας μουσική ενώ ο Van δεν είναι και κανένας τρομερός ντράμερ;
Ο Van είναι ένας πολύ καλός παίχτης και δεν πρόκειται να πω κάτι κακό γι’ αυτόν. Άλλο τα προσωπικά μας, άλλο το ότι είναι καλός παίχτης. Αυτό μπορώ να πω τώρα.
Πιστεύεις ότι το αλκοόλ και οι διάφορες ουσίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να μην αναπτυχθούν πάρα πολύ οι NEVERMORE;
ΣΥΜΦΩΝΩ ΑΠΟΛΥΤΩΣ!!!
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μου δίνεται η αφορμή να στο πω τώρα, είναι στο Earthshaker Festival πριν 4 χρόνια. Την προηγούμενη μέρα παίζατε στο Metal Camp στη Σλοβενία και ο Jim είχε γίνει τόσο κομμάτια που πήδηξε από το μπαλκόνι πάνω στους ενισχυτές και τον εξοπλισμό σας, που χτύπησε και δεν μπορούσατε να παίξετε την επόμενη μέρα, παρότι είχατε πάει στο χώρο του φεστιβάλ. Ποτέ δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο επίσημα, αλλά όλοι οι δημοσιογράφοι που ήμασταν εκεί, το γνωρίζαμε.
Εκείνη την ημέρα είχε πάει όλο το πρόγραμμα πολύ πίσω και οι διοργανωτές αποφάσισαν να κόψουν την εμφάνιση των NEVERMORE. Εμείς ήμασταν εκεί, αλλά οι διοργανωτές δεν μας άφησαν. Μπορούσαμε να παίξουμε. Όντως ο Jim είχε γίνει χάλια το προηγούμενο βράδυ, αλλά μπορώ να σου πω ένα σωρό μπάντες που ήταν κομμάτια εκείνο στη διάρκεια του φεστιβάλ, αλλά δεν πρόκειται να πω τίποτα γι’ αυτούς.
Μην ανησυχείς. Τους είδα όλους, αφού μαζί πίναμε!!!
Το αλκοόλ είναι ο νούμερο ένα παράγοντας που έχει καταστρέψει τους NEVERMORE και ήμουν ο πρώτος που το έχω πει κι έχω προσπαθήσει να βοηθήσω όλα τα μέλη της μπάντας να ξεκόψουν από αυτό. Δυστυχώς όμως, κανείς δεν ήθελε να το κάνει αυτό!!! Και είναι πολύ δύσκολο και για εμένα να το κόψω, όταν περιστοιχίζομαι από ανθρώπους που πίνουν ασταμάτητα…
Δεν θα ξεχάσω, όταν σε είδα να βουτάς τον Sheppard από τον λαιμό και να τον πλακώνεις στα μπινελίκια στις 5 το πρωί, όταν τον είδες να περιφέρεται εντελώς λιώμα από το ποτό, ενώ εσύ έπινες χυμό κι έγραφες στο laptop σου στο lobby… Είναι χαρακτηριστικό αυτού που μου είπες και μου φάνηκε ότι ενεργούσες σαν τον πατέρα τους που προσπαθούσε να τους κρατήσει μακριά από το αλκοόλ.
Έχω βρεθεί κι εγώ στην άλλη θέση και ξέρω πως είναι… Δεν είμαι τέλειος, άλλωστε κανείς δεν είναι… Εκείνη η περίοδος ήταν πραγματικά πάρα πολύ δύσκολη για το συγκρότημα. Ξέρεις, όταν είμαι σπίτι ούτε πίνω, ούτε κάνω κάτι άλλο. Συνήθως γράφω μουσική και προσπαθώ να διαχωρίσω τις δύο ζωές μου!!! (γέλια) Είναι τρομερά δύσκολο να κρατηθείς και να μην πίνεις όταν είσαι σε περιοδεία. Όλοι δίπλα σου πίνουν και ακόμα και οι οπαδοί έρχονται και σου δίνουν να πιείς ή σου προσφέρουν ναρκωτικά… Όχι στην Ευρώπη να ξεκαθαρίσω για τα ναρκωτικά, αλλά στην Αμερική. Εκεί έχουμε αυτό το προνόμιο, δυστυχώς (γέλια).
Μιλώντας για τον Jim Sheppard, πως είναι στην υγεία του; Γενικότερα οι NEVERMORE δεν έχουν υπάρξει και το πιο υγιές συγκρότημα στο χώρο της μουσικής…
Ναι… Τι να πω… Νεφρική ανεπάρκεια, διαβήτης, νόσος του Krohn και τόσα άλλα… Το πρόβλημα του Jim είναι διαχρονικό με το έντερο, έκανε τα τελευταία δύο χρόνια τρεις εγχειρήσεις. Οι δύο πρώτες δεν πήγαν καλά, η τρίτη όμως πήγε, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζει συνεχώς αυτή την ασθένεια…
Εκτός των άλλων είναι και όγκο στον εγκέφαλο…
Ναι… Δεν είχε καρκίνο, αλλά έναν τεράστιο όγκο στο κέντρο το εγκεφάλου του. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν περιόδευσε μαζί μας πέρυσι, γιατί έπρεπε να κάνει μία επείγουσα επέμβαση. Του αφαίρεσαν όλον τον όγκο και η ανάρρωσή του πάει πάρα πολύ καλά. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση του. Θα είχα τρελαθεί. Αλλά ακόμα παίζει μπάσο καλά (γέλια).
Σχετικά με τον επόμενο σόλο δίσκο σου, έχεις κάτι έτοιμο;
Ναι, έχω αρκετά τραγούδια έτοιμα, αλλά η προτεραιότητά μου αυτήν την περίοδο είναι οι SANCTUARY. Θέλω να βγάλουμε έναν πολύ καλό δίσκο και μετά θα ασχοληθώ με τον σόλο δίσκο μου, που οφείλω να ομολογήσω ότι θα ακούγεται πολύ διαφορετικός.
Έχεις συμβόλαιο για τον σόλο δίσκο σου;
Ναι, έχω συμβόλαιο με τη Century Media και είμαι αρκετά σίγουρος ότι θα ανανεώσουμε με την ίδια εταιρία και το συμβόλαιο για τους NEVERMORE…
Θεωρείς ότι το management σας, έχει τη διάθεση να σας υποστηρίξει και να σας βρει ικανούς αντικαταστάτες για τα μέλη που έχετε χάσει;
Ναι, το management μας υποστηρίζει πάρα πολύ και θα είναι μαζί μας οτιδήποτε κι αν συμβεί.
Ανυπομονώ να τα πούμε από κοντά στη συναυλία σας.
Κι εγώ. Η Ελλάδα πάντα υπήρξε από τα απόλυτα highlight όλων των περιοδειών μας. Θα έχει πλάκα κι ελπίζω ο καιρός να είναι καλός.
Τώρα που το λες αυτό, μου ήρθε μία εικόνα στο μυαλό… Όταν περιοδεύατε ως support στους ICED EARTH και κάποιος ανεγκέφαλος πήγε και σε έφτυσε την ώρα της συναυλίας…
Εννοείται ότι με εξαγρίωσε προς στιγμή αυτή η φάση, αλλά μέσα σε ένα metal κοινό, υπάρχουν πολλοί μ***κες και τελικά δεν με ενόχλησε και πάρα πολύ.
Εύχομαι να βρεις τους καλύτερους αντικαταστάτες για τα μέλη που έφυγαν και να μην αναγκάσεις τον κόσμο να φωνάζει να φέρεις πίσω τον Loomis…
Ακόμα και τον Yngwie Malmsteen να έφερνα για αντικαταστάτη, θα υπάρχουν οπαδοί που θα φωνάζουν να γυρίσει πίσω ο Loomis.
Οπότε εσύ, φέρε τον Dave Mustaine!!!
Χαχαχαχαχαχα!!! Έχεις δίκιο, μόνο που θα είναι δύσκολο!!! Ευχαριστώ πολύ και τα λέμε από κοντά.
Σάκης Φράγκος
Δισκογραφία:
“Refuge denied” (1988)
“Into the mirror black” (1990)
“Into the mirror live” (1991)
Brotherhood of Steel Vol. 1
Σε καιρούς που απαιτείται ψυχραιμία και καθαρό μυαλό προκειμένου να ανταπεξέλθουμε των καθημερινών πια δυσκολιών, το Underground απρόσκοπτα συνεχίζει να μας προσφέρει παρηγοριά και ένα σωρό λόγους στο να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τα δρώμενα του… Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός και ακόμα κι αν διαβάσετε διθυραμβικά σχόλια για κάποιον καλλιτέχνη, φροντίστε πρωτίστως να σχηματίσετε την δική σας γνώμη και μην βιαστείτε να προμηθευτείτε την δουλειά του… Οι καλύτερες επενδύσεις είναι εκείνες που ο ακροατής-οπαδός έχει σιγουρευτεί στο maximum πως αξίζει να τις στηρίξει… Δεν υπάρχουν άλλωστε περιθώρια για αλόγιστες αγορές…
Το Ευρωπαϊκό κοινό ανέκαθεν έτρεφε μεγάλη συμπάθεια στον Αμερικανικό metal ήχο και μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ της ηπείρου, μπάντες από την άλλη όχθη του Ατλαντικού έχουν την τιμητική τους στο billing. Oι Γερμανοί ALPHA TIGER αποτελούν την μετονομασία των SATIN BLACK, οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει τα “Harlequin” CD και “Martyr’s paradise” EP, το 2008 και 2010 αντίστοιχα. To κουιντέτο από τα πρώτα του βήματα έδειχνε πως το power metal ήταν από τις βασικές του προτεραιότητες, παράλληλα όμως είχε και αρκετά thrash στοιχεία, τα οποία ωστόσο εγκαταλείφθηκαν πλήρως όταν αποφάσισαν να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους –σαν ALPHA TIGER πλέον- “Man or machine”. Αυτό ερμηνεύεται ως ένα στιβαρό σύνολο από εμφατικές, φλεγόμενες δισολίες και riff ξυράφια και έναν τραγουδιστή που σε αρκετές περιπτώσεις κοιτάει στα μάτια τον σπουδαίο Tom Mallicoat των LETHAL στο μνημειώδες εκείνο “Programmed”!!! O Stephan Dietrich όμως αποδεικνύει και στις συνθέσεις που απαιτείται πιο down to earth ερμηνεία όπως το απολαυστικό “When autumn leaves fall” πως δεν είναι ένας ακόμα υψίφωνος performer αλλά ένας καταρτισμένος μουσικός που δίνει το προσωπικό του στίγμα στο συνολικό αποτέλεσμα. Πολλά υποσχόμενο σχήμα που παρά το νεαρό της ηλικίας του και τον ενθουσιασμό του, βαδίζει στις ράγες της επιτυχίας και θα πρέπει να θεωρούμαστε τυχεροί που ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια της χρονιάς που διανύουμε (“Starrider”) φέρνει την υπογραφή του!!!
Το νέο αίμα της Σουηδικής σκηνής κυριολεκτικά βράζει και ουδείς μπορεί να σφυρίξει αδιάφορα προβάλλοντας ως αντεπιχειρήματα πως οι πιτσιρικάδες που αποτελούν τους ENFORCER, IN SOLITUDE, PORTRAIT, STEELWING και λοιπούς, αναμασούν ότι δίδαξαν στα 80’s οι IRON MAIDEN και οι MERCYFUL FATE… Τα συγκεκριμένα παραδείγματα μόνο τυχαία δεν αναφέρθηκαν… Με την ίδια λογική λοιπόν, ας γυρίσουμε την πλάτη απαξιώνοντας ότι κυκλοφόρησε στην μεταλλική αγορά από το ’85-’86 και μετά… Επί του προκειμένου… Δεν θυμάμαι εδώ και αρκετό καιρό να έτυχε κάποιο teaser κομμάτι να μ’ έχει βάλει τόσο πολύ στην πρίζα ώστε να περιμένω αγωνιωδώς το ντεμπούτο μπάντας… Ο λόγος για το θαυμάσιο “Heart of Tokyo” και τους ΚΑΤΑΝΑ… Το πλήρωμα του χρόνου κατέφθασε λοιπόν και το “Heads will roll”, ως πρώτο διαπιστευτήριο της πεντάδας, βρίσκεται πολύ κοντά στο να το χαρακτηρίσω ως ένα άλμπουμ που δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο από κάθε θιασώτη του κλασικού heavy metal! Με την συντριπτική πλειοψηφία των συνθέσεων να “ζέχνουν” MAIDENίλα εποχής “Number of the beast”, “Piece of mind” και “Powerslave” (ακούστε για παράδειγμα το “Quest for Hades” που αποτελεί την απάντηση του σχήματος στο κλασικό “Rime of the ancient mariner”), να φιλοξενούν μελωδικές κιθαριστικές γραμμές, φωνητικά στο ίδιο μήκος κύματος και άκρως “κολλητικά” ρεφραίν, διαφοροποιούν τους KATANA από τους αρχικώς αναφερθέντες συμπατριώτες τους. Αναμένουμε την συνέχεια, ευελπιστώντας πως το πολύ καλό επίπεδο του “Heads will roll” είναι απλά η αρχή για ακόμα μεγαλύτερα πράγματα στο μέλλον…
Παραπάνω από μία δεκαετία στο κουρμπέτι οι Βραζιλιάνοι DOMINUS PRAELII, ένα συγκρότημα με βαθιά ριζωμένη την αφοσίωση στα ιδανικά του ανόθευτου heavy metal, επιστρέφουν δισκογραφικά μετά από αρκετά χρόνια με το τρίτο τους CD “Keep the resistance”… Όσοι έχουν ακούσει τις προηγούμενες τους δουλειές “Holding the flag of war” (2002) “Bastards & killers” (2006), γνωρίζουν τι πρόκειται ν’ ακούσουν… Ασυμβίβαστα τραχύ heavy metal, με τις γνώριμες 80’s επιδράσεις στο προσκήνιο και πίστη στο Underground ιδεώδες. Έχω την αίσθηση ωστόσο πως το πρόσφατο τους υλικό δεν στέκεται στα αξιοπρόσεχτα επίπεδα του παρελθόντος και παρά τις υπερφιλότιμες προσπάθειες τους να κερδίσουν την αμέριστη συμπαράσταση μας, κάπου πέφτουν στην παγίδα της επανάληψης όπως άλλωστε συμβαίνει κατά κόρον στην εποχή μας. Τα κομμάτια τους έχουν ποιοτικά σκαμπανεβάσματα, κάτι που τους αφαιρεί την δυνατότητα να παρουσιάσουν ένα άλμπουμ που θα συγκεντρώσει πάνω του τα βλέμματα μιας μεγάλης μερίδας του μεταλλόκοσμου… Ο τελικός κριτής βέβαια είναι ο ακροατής, οπότε δεν χάνεται τίποτα απ’ το να ακούσετε το “Keep the resistence” και ν’ αποφασίσετε αν οι DOMINUS PRAELII διαθέτουν τα συστατικά εκείνα που ψάχνεται στην μεταλλική σκηνή σήμερα…
Οι εποχές που η Βελγική heavy metal σκηνή είχε ως εμπροσθοφυλακή συγκροτήματα όπως οι OSTROGOTH, CROSSFIRE, LIONSPRIDE, BAD LIZZARD, PALASS έχει περάσει ανεπιστρεπτί… Μια γλυκιά ανάμνηση ορισμένων εξαιρετικά σημαντικών άλμπουμ για το Ευρωπαϊκό heavy metal, που δεν στάθηκε ωστόσο ικανή στο να βγάλει την χώρα από το καβούκι της και ν’ ακολουθήσει σε ποσότητα αλλά κυρίως σε ποιότητα την συγκομιδή των γειτόνων Ολλανδίας, Γαλλίας και ακόμα περισσότερο της Γερμανίας… Η εμφάνιση των FIREFORCE διαμέσου ενός αδιάκοπου βομβαρδισμού δίσκων για κάθε γούστο και από κάθε γωνιά του πλανήτη, πολύ φοβάμαι πως δεν θ’ αλλάξει δραστικά την κατάσταση… Το κλασικό heavy/power metal του κουιντέτου –και όσο καλές προθέσεις κι αν διαθέτουμε- δεν προσθέτει κάποιο στοιχείο που θα μας κάνει να επαναλάβουμε την ακρόαση του ντεμπούτου τους “March on” και θεωρώ αρκετά πιθανό να «χαθεί» ανάμεσα σε τόσα αξιόλογα συγκροτήματα που καταθέτουν σαφώς πιο αξιόπιστες ηχητικές προτάσεις… Αν και κάποια από τα μέλη τους έχουν αρκετή εμπειρία προερχόμενοι από τους PATRIARCH και DOUBLE DIAMOND (ουσιαστικά οι FIREFORCE των τελευταίων), συνθετικά παρουσιάζουν χτυπητές αδυναμίες, κάτι που θα πρέπει να διορθώσουν στην επόμενη τους δουλειά… Για την ώρα, αυτό που μας μένει είναι το ομολογουμένως εντυπωσιακό εξώφυλλο, το οποίο και παραπέμπει «στεγνά» στις τελευταίες δουλειές των Δανών IRON FIRE…
Κλείνοντας τα πεπραγμένα του πρώτου internetικού Brotherhood of steel, ας κάνουμε μία στάση στην άλλοτε κραταιά Αμερική και συγκεκριμένα στους VOLTURE που μέσα στο 2011 μας χάρισαν το πολύ αξιόλογο “Shocking its prey” EP υπό την αιγίδα της Heavy Artillery. Μέλη των IMMORTAL AVENGER & TWISTED TOWER DIRE, με την σύμπραξη του κιθαρίστα των MUNICIPAL WASTE, Ryan Waste (που εδώ παίζει μπάσο), ένα μάτσο obscure επιρροές ως αγαπημένα ακούσματα και δεδομένα τρελή διάθεση για καυτό, πωρωτικό heavy metal, είναι η επιτυχημένη συνταγή που φέρνει τους Αμερικανούς σε περίοπτη θέση όσον αφορά τις ανερχόμενες μπάντες της χώρας τους! Οι κιθάρες “ξερνούν” λυσσασμένα riff και solos, τα φωνητικά πιάνουν συχνά πυκνά υψηλές οκτάβες ενώ το rhythm section ηχεί τόσο συμπαγές και πειστικό που δεν σου αφήνει περιθώρια για γκρίνιες και αμφισβητήσεις. Έξι κομμάτια, σε γενικές γραμμές όλα τους στο ίδιο θαυμάσιο επίπεδο, που συνιστούν αυθόρμητες δηλώσεις πίστης και λατρείας στα εφηβικά είδωλα των δημιουργών τους και δείχνουν ότι οι VOLTURE αν συνεχίσουν με την ίδια όρεξη και δημιουργικότητα, δεν θ’ αποτελέσουν άλλη μια φωτοβολίδα με σύντομη διάρκεια λήξης, όπως τόσοι και τόσοι που έκαναν αίσθηση για σύντομο χρονικό διάστημα και μετά εξαφανίστηκαν… Για τους εραστές του βινυλίου κυκλοφορεί και σ’ αυτή την μορφή και σας το προτείνω ανεπιφύλακτα!!! If it’s not loud, it’s not allowed!
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης
TRIVIUM interview
Είναι αυτό που είναι κι όποιος γουστάρει
Για το 5ο συνολικά άλμπουμ της καριέρας τους, οι metallers από τη Florida των Ηνωμένων Πολιτειών, βρέθηκαν σε βαθιά περισυλλογή. Το “In waves” δεν περιλαμβάνει απλά το πιο φιλόδοξο υλικό της μπάντας, αλλά εκπλήσσει ταυτόχρονα με το συνολικό του concept. Ο frontman Matt Heafy δείχνει αρκετά ενθουσιασμένος με το τελικό αποτέλεσμα, κυρίως όμως με τους νέους ορίζοντες, που ανοίγονται για τους TRIVIUM.
Matt, για την προώθηση του “In waves” βρέθηκες πριν λίγο καιρό στην Ιαπωνία δίνοντας συνεντεύξεις και μιλώντας στον τύπο. Τι εντυπώσεις αποκόμισες από το ταξίδι αυτό;
Όταν ο σεισμός και το τσουνάμι, που ακολούθησε, κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της χώρας, προσπάθησα απευθείας να έρθω σε επαφή μέσω e-mail με τους εργαζόμενους της εταιρείας μου εκεί, όλους τους φίλους και τους συγγενείς μου. Γνώριζα ότι ήταν καλά στην υγεία τους, αλλά δεν είχα την παραμικρή ιδέα σε τι κατάσταση ήταν ψυχολογικά. Μπορώ να σε διαβεβαιώσω όμως, μετά το ταξίδι αυτό, ότι με εντυπωσιάζει το γεγονός πως οι συνέπειες της καταστροφής αυτές είναι με το ζόρι ορατές. Όλα έχουν επιστρέψει στους κανονικούς ρυθμούς τους εδώ και πολύ καιρό. Είναι σαν να μην συνέβη ποτέ, είτε το πιστεύεις είτε όχι.
Δεν είσαι απλά μισός Γιαπωνέζος, αλλά στο παρελθόν έχεις ξεκαθαρίσει αρκετές φορές σε συνεντεύξεις σου, πως η γιαπωνέζικη κουλτούρα και φιλοσοφία σε εξιτάρουν και σε έχουν επηρεάσει ως προσωπικότητα σε μεγάλο βαθμό.
Η οικογένεια της μητέρας μου συνεχίζει να μένει στην Ιαπωνία, οπότε τα δεσμά μου με τη χώρα είναι ισχυρά. Είμαι μισός Γιαπωνέζος και κατά το ένα τέταρτο έχω γερμανικές και ιρλανδικές ρίζες. Εκτός όμως από μερικές λέξεις, δεν γνωρίζω γιαπωνέζικα. Όταν ήμουν μικρός μιλούσε η μητέρα μου με εμένα στα γιαπωνέζικα, όταν πήγα ωστόσο στο σχολείο ξέχασα όλο το λεξιλόγιο. Στο αμερικανικό σχολείο διδάσκεται δυστυχώς μονάχα μία γλώσσα, διαφορετικά θα ήθελα ευχαρίστως να παρακολουθήσω και μαθήματα ιαπωνικών.
Ας μιλήσουμε για το νέο δίσκο. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες σας, τη φορά αυτή χρειαστήκατε περίπου 3 χρόνια προκειμένου να επιστρέψετε. Επρόκειτο για μία συνειδητή απόφαση ή το θέμα με τη θέση του ντράμερ σας καθυστέρησε αρκετά;
Όχι, το χρονικό κενό δεν έχει καμία σχέση με την αποχώρηση του Travis Smith. Είχαμε ήδη αποφασίσει να δουλέψουμε το συγκεκριμένο δίσκο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ένα μέρος των κομματιών γράφτηκε πριν περίπου 1,5 χρόνο, ενώ μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι το artwork δουλευόταν για έναν ολόκληρο χρόνο. Ο κόπος και το άγχος μας ωστόσο αποπληρώθηκαν. Είμαστε της γνώμης, πως το “In waves” είναι ξεκάθαρα το καλύτερό μας άλμπουμ μέχρι σήμερα.
Πιστεύω, πως είναι πασιφάνες σε κάθε ακροατή, πως τα μελωδικά μέρη του “In waves” είναι από τα πιο μελωδικά, που έχετε ποτέ συνθέσει, ενώ αντιστοίχως τα ακραία είναι πραγματικά ακραία.
Ακριβώς αυτό ήταν το σχέδιό μας (γέλια). Αυτή τη φορά δεν δώσαμε τόσο μεγάλο ειδικό βάρος στην τεχνική και στα παιξίματα. Κοιτάξαμε τα κομμάτια ως ξεχωριστές οντότητες, πράγμα που μας ανάγκασε αρκετές φορές ορισμένα μέρη να αφαιρεθούν μέσα από τις συνθέσεις προκειμένου αυτές να αναπνεύσουν καλύτερα. Μερικές φορές η μαγεία ενός κομματιού κρύβεται στην απλότητά του. Θεωρώ ότι αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα για εμάς, αφού στη metal σκηνή, ως γνωστόν, οι περισσότεροι ενδιαφέρονται να παίξουν όσο πιο γρήγορα και πιο σκληρά γίνεται. Εμείς θέλουμε να δείξουμε ότι δύο απλά καλά riffs μπορούν να έχουν την ίδια επίδραση με μία σειρά από επιθετικά μέρη. Ταυτόχρονα αισθάνομαι πολύ περήφανος για το εξώφυλλο του δίσκου. Δεν γουστάραμε ένα από τα τυπικά metal θέματα, κάτι κομπιουτερικό με σφαγμένα μέλη κλπ. Το ίδιο ισχύει και για τα videos, που γυρίσαμε και θα γυρίσουμε για το “In waves”. Είναι τρομερά βαρετό να παρακολουθεί κάποιος τη μπάντα είτε να παίζει και καλά ζωντανά, είτε μέσα σε ένα strip club. Συνεργαστήκαμε με διαφορετικών ειδών καλλιτέχνες, οι οποίοι από την πλευρά τους μας βοήθησαν να δημιουργήσουμε αυτό το ξεχωριστό concept για το “In waves”. Τα νέα μας βίντεο είναι σαν σύντομες ταινίες, όπως θα διαπιστώσεις. Προσπαθήσαμε σκληρά να ξεφύγουμε από τα στεγανά του metal σ’ αυτόν τον τομέα και να πάμε παραπέρα. Πιστεύω ότι είναι ενδιαφέρον να προσέξει κανείς όλες τις πτυχές της δουλειάς μας.
Τι σας ενέπνευσε ή τι σας οδήγησε σ’ αυτό το μεγάλο βήμα;
Το δρόμο μας έδειξαν οι μπάντες του ανεξάρτητου ήχου, οι οποίες εδώ και χρόνια επέλεξαν μία πιο καλλιτεχνική προσέγγιση του θέματος από τις metal.
Φυσικά μ’ αυτήν την επιλογή δίνεται πάτημα σε όσους δεν σας συμπαθούν, για εύκολη και σκληρή κριτική.
Σίγουρα! Με τα συγκεκριμένα άτομα και φαινόμενα παλεύουμε και πολεμάμε από τις ημέρες του ντεμπούτου μας. Δεν είναι κάτι καινούργιο για εμάς (γέλια). Μην ξεχνάς όμως, ότι όλοι αυτοί βασίζονται στην ανωνυμία και αναρχία του διαδικτύου για να κάνουν την κριτική τους και μία σοβαρή μπάντα δεν επιτρέπεται να επηρεάζεται από οποιοδήποτε σχόλιο. Δεν μπορώ να αναρωτιέμαι πώς θα αντιδράσουν αυτοί κάθε φορά, που συνθέτω ένα κομμάτι. Θα ήταν λάθος. Η metal σκηνή βρίσκεται τη στιγμή αυτή σ’ ένα τέλμα και χρειάζεται ένα σοκ. Σχεδόν δεν υπάρχουν νέες μπάντες, οι οποίες να προσπαθούν να κάνουν κάτι νέο. Και μιλάμε για το heavy metal, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Για εμένα η rock μουσική σήμαινε πάντα επανάσταση, αντίθεση στο φυσιολογικό και δεδομένο. Σήμερα έχω την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη αντίληψη έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Τα περισσότερα συγκροτήματα ρισκάρουν ελάχιστα και προτιμούν επιτυχημένες συνταγές και την ηρεμία της ασφάλειας.
Την οποία οι metal ακροατές από την πλευρά τους αισθάνονται οικεία.
Δεν έχω κάποιο πρόβλημα μ’ αυτό. Περισσότερο μ’ ενοχλεί όταν οι ακροατές τραβάνε μία κόκκινη γραμμή και ακούνε μονάχα ένα είδος metal, σνομπάροντας τα υπόλοιπα. Δέχομαι το γεγονός ότι κι εγώ ως 15χρονος black metaller το ίδιο έκανα, έξω όμως από τα όρια της συγκεκριμένης σκηνής υπάρχουν τόσα καλά πράγματα να ανακαλύψει και να ακούσει κάποιος. Μου θυμίζει κατά κάποιον τρόπο τη νοοτροπία ορισμένων αμερικανικών σχημάτων. Όταν περιοδεύουν στην Ευρώπη, αντί να δοκιμάσουν το ντόπιο φαγητό, προτιμούν να πάνε στα McDonalds ή στα Burger King. Εκεί γνωρίζουν τι τους περιμένει, τι θα φάνε και τι γεύση θα έχει, ποτέ δεν πρόκειται όμως να γνωρίσουν κάτι νέο. Όταν συνθέταμε το “In waves” μεγάλη πηγή έμπνευσης για εμάς ήτανε όλες οι ταινίες του David Lynch και του Lars Von Trier. Ένας φίλος φωτογράφος, ο οποίος είχε σπουδάsει κινηματογραφία στο παρελθόν, μας έδειξε ουσιαστικά το δρόμο. Μπορείς να βρεις στοιχεία από τις ταινίες τους στα κομμάτια μας, στο artwork, στα βίντεο και στις φωτογραφίες μας. Οπότε θα με ρωτούσε λογικά κάποιος και για ποιο λόγο επέλεξα να κόψω τα μαλλιά μου (γέλια).
Ακριβώς. Για ποιο λόγο τελικά το έκανες αυτό;
Διότι κάποιος δεν χρειάζεται μακριά μαλλιά για να παίξει metal. Και διότι δώρισα τα μαλλιά μου σε μια εταιρεία, η οποία κάνει περούκες για παιδιά με καρκίνο (www.locksoflove.rog). Αυτοί έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τα μαλλιά μου από εμένα ξέρεις. Ακόμη κι αν έχουμε δώσει μεγάλο βάρος στην παρουσίαση του “In waves”, στην εμφάνισή μας επάνω στη σκηνή και το στήσιμό μας, στην αισθητική των TRIVIUM, είναι το ίδιο, αν τραγουδάω με μακριά ή με κοντά μαλλιά. Από την άλλη δεν θα ήθελα ο κόσμος να ρίξει όλο το βάρος στο concept, να μπερδευτεί και να μην ασχοληθεί με τα κομμάτια του δίσκου. Είναι θέμα του κάθε ακροατή το πόσο βαθιά στο concept του “In waves” επιθυμεί να εισχωρήσει. Εγώ ως ακροατής και οπαδός, έδινα πάντα το μεγαλύτερο βάρος μονάχα στα κομμάτια. Όταν γούσταρα τρελά τα κομμάτια, τότε μόνο ήθελα να μάθω τα πάντα για το συγκεκριμένο σχήμα.
Οπότε υπάρχει λόγος, που δεν επιθυμείς να αναλύσεις στιχουργικά το κάθε κομμάτι ξεχωριστά, αφού ο κάθε ακροατής θα έχει τη δική του εξήγηση γι’ αυτά που ακούει και συμβαίνουν.
Χαίρομαι ήδη και ανυπομονώ για την ανάλυση, του κάθε φίλου των TRIVIUM. Θα είναι ενδιαφέρον να διαπιστώσω, πώς αντιλαμβάνονται οι οπαδοί τους στίχους μας. Όταν ο καλλιτέχνης, ο οποίος σχεδίασε το εξώφυλλό μας, μου το παρουσίασε, τον ρώτησα τι τελικά απεικονίζει αυτή η εικόνα. Η απάντησή του ήταν, «είναι αυτό, που είναι» και έκανε μια περίεργη γκριμάτσα ενόχλησης. Στη συνέχεια, με τη σειρά μου, εμπνεύστηκα από τη φιλοσοφία αυτή και μπορώ να σου πω ότι ευχαριστήθηκα την ελευθερία μου.
Επιθυμία σας είναι να σχηματίσει ο κάθε ακροατής τις δικές του εικόνες μέσα στο μυαλό του.
Ακριβώς! Αυτό είναι το σημαντικότερο. Ο κόσμος οφείλει να αναρωτηθεί προς ποια κατεύθυνση μια ιστορία, που διηγούμαι, μπορεί να εξελιχθεί και τι στο διάολο τελικά σημαίνει. Οπότε δεν χρειάζεται λεξικό γι’ αυτό, απλά συγκέντρωση και λίγη φαντασία.
Πρόσφατα δήλωσες σε μια συνέντευξή σου, πως το “In waves” δεν θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί με τον Travis ως ντράμερ. Για ποιο λόγο; Δεν ήταν τεχνικά αρκετά καλός για να παίξει αυτά που θέλατε ή δεν είχε όρεξη να κινηθεί σε νέα ηχητικά μονοπάτια;
Θα φτάσω μέχρι το σημείο να πω, ότι εφόσον παρέμενε ο Travis στη μπάντα, πιθανότατα θα είχαμε ήδη διαλυθεί κι αν δεν είχε συμβεί αυτό, τότε σίγουρα θα διαλυόμασταν του χρόνου. Δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τον Travis, δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Περισσότερο σχετίζεται με τη χημεία της μπάντας, η οποία δεν λειτουργούσε πλέον. Δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε μαζί πλέον και βαθιά μέσα μου γνώριζα πως ο αποχωρισμός ήταν η μοναδική λύση. Ο αντικαταστάτης του, ο Nick Augusto, είναι από τεχνικής άποψης σε θέση να παίξει όλα τα μέρη του Travis άνετα και ακόμη παραπάνω. Άσχετα αν μιλάμε για grind ή για τεχνικό death metal, το έχει. Να φανταστείς αναγκαστήκαμε να τον φρενάρουμε λίγο, αφού στις πρόβες είχε φορτώσει κάθε σημείο με δίκασες, αλλαγές και εξωφρενικά blastbeats. Ο μπασίστας μας, ο Paulo Gregoletto, ταίριαξε αμέσως μαζί του, σχηματίζοντας ένα δυνατό rhythm section και ήταν αυτός, που του έδειξε ότι μερικές φορές έχει νόημα να παίζει κανείς πιο απλά και straight forward. Ένα κομμάτι όπως το “Of all these yesterdays” στηρίζεται πολύ στην απλότητά του.
Η αλήθεια είναι ότι η εισαγωγή του κομματιού, με τα μελωδικά φωνητικά, μου έφερε προς PINK FLOYD.
Μου αρέσει όταν συνθέσεις μας δημιουργούν συγκεκριμένες ατμόσφαιρες. Και να φανταστείς ότι το συγκεκριμένο κομμάτι την τελευταία στιγμή συμπεριλήφθηκε στο δίσκο, αφού στην αρχή δεν βρίσκαμε άκρη μ’ αυτό. Με το που άρχισε ο Nick να γκρουβάρει όμορφα και να πιάνει αυτά τα παιξίματα, μας έκανε «κλικ», και είχε νόημα να το ολοκληρώσουμε. Τα blastbeats, που παίζει στο δίσκο είναι απίστευτα έντονα. Αυτή τη φορά χωρίσαμε κατά κάποιο τρόπο και τα κιθαριστικά μέρη. Εγώ ανέλαβα τα πιο μελωδικά, ενώ ο Corey Beaulieu πατάει τέρμα το γκάζι, χωρίς να υπερισχύουν τα εγώ ανάμεσά μας.
Kατά τη διάρκεια της δημιουργία του “In waves” δεν υπήρξαν στιγμές, που να φοβηθήκατε ότι αυτό που είχατε κατά νου, οι απαιτήσεις του concept, ίσως να ήταν υπερβολικά και πάνω από τις δυνατότητές σας σήμερα ως μπάντα;
Σίγουρα! Αλλά όποιος δεν ρισκάρει, δεν κερδίζει. Υπήρξαν ημέρες, που έπιανα το κεφάλι μου απελπισμένος και ήμουν σίγουρος, ότι δεν πρόκειται να προλάβουμε τις ημερομηνίες για το δίσκο. Όλα τα προβλήματα ωστόσο και οι αμφιβολίες, διαλύθηκαν όσο γρήγορα δημιουργήθηκαν. Φυσικά και βοήθησε σ’ αυτό τα μέγιστα η δισκογραφική μας εταιρεία, η οποία μας στήριξε σε όλα τα επίπεδα και με κάθε τρόπο. Κι αυτό, ακόμη κι όταν ο Πρόεδρος της εταιρείας είχε ένα τεράστιο ερωτηματικό στο πρόσωπό του, όταν του εξήγησα ότι όλα τα βίντεο της μπάντας από εδώ και στο εξής θα συνεχίζουν την ιστορία του πρώτου βίντεο κλιπ, το οποίο όμως δεν γνωρίζω ακόμη αν πραγματεύεται κάτι που λαμβάνει χώρα στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον (γέλια).
Μήπως αυτό είναι τελικά το βαθύτερο νόημα πίσω από το “In waves”; Ότι τα πάντα βρίσκονται εν κινήσει, εξελίσσονται και μεταλλάσσονται και κάποιος δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα καταλήξουν στο τέλος;
Όχι. Αυτήν την εκδοχή την ακούω για πρώτη φορά ξέρεις.
Ας πούμε λίγες κουβέντες και για μερικά κομμάτια του δίσκου. Το “Inception of the end” περιλαμβάνει για παράδειγμα έναν περίεργο συνδυασμό από blastbeats και φωνητικές μελωδίες αλά QUEEN.
Άρρωστο, σωστά; Κι όμως, αυτό ο στυλιστικός αναρχισμός λειτουργεί άριστα κατά τη γνώμη μου. Ίσως να το κάνουμε και α καπέλα στο μέλλον, ποιος ξέρει. Διήρκησε αρκετά μέχρι να το ηχογραφήσουμε και να μείνουμε ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο η σκληρή δουλειά άξιζε πραγματικά. Για εμένα προσωπικά αποτελεί ένα από τα highlights του νέου δίσκου. Δουλέψαμε τρομερά σκληρά για να πετύχουμε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Να φανταστείς δουλεύαμε για 8 συνεχείς μήνες τα κομμάτια και όταν μπήκαμε στο στούντιο ήμασταν άριστα διαβασμένοι.
Τα “Watch the world burn” & “Built to fall” είναι πιο απλά στη δομή και θα τα γουστάρουν άμεσα οι metal οπαδοί.
Το “Built to fall” πρωτο-συνθέθηκε πριν δύο χρόνια περίπου, ενώ το “Watch the world burn” είναι νέο, το γράψαμε στο στούντιο μέσα από μία ιδέα, η οποία προήλθε από ένα demo του Paulo. Θεωρώ ότι ποτέ πριν δεν είχαμε γράψει κάτι ανάλογο, οπότε ναι, αισθάνομαι περήφανος γι’ αυτό. Γενικά ο νέος δίσκος περιλαμβάνει κομμάτια με νέους ήχους για εμάς. Πρόκειται με κάθε σιγουριά την πιο πλούσια και δυνατή μας δουλειά.
Συνέντευξη : Thomas Kupfer
Μετάφραση : Μίλτος Λυμπιτσούνης
www.trivium.org
www.myspace.com/trivium
Δισκογραφία
Ember To Inferno (2003)
Ascendancy (2005)
The Crusade (2006)
Shogun (2008)
In Waves (2011)
MACHINE HEAD – Studio report
Σκληρή Αστική Πραγματικότητα
Tα Jingletown Studios των GREEN DAY βρίσκονται σε μια ελάχιστα λαμπερή περιοχή του Oakland και στεγάζονται σ’ ένα ακόμη λιγότερο λαμπερό – σχεδόν γκρίζο – κτίριο. Μονάχα ένα χρωματιστό graffiti στον εξωτερικό τοίχο, αφήνει ίχνη ιδέας ότι κάτι δημιουργικό συμβαίνει πίσω από αυτά τα τσιμέντα. Το συγκεκριμένο μέρος λοιπόν επέλεξαν και νοίκιασαν οι MACHINE HEAD προκειμένου να ηχογραφήσουν το 7ο τους άλμπουμ, “Unto the locust”. Το ROCK HARD πέταξε μέχρι το Bay Area της Καλιφόρνια προκείμενου να ακούσει πρώτο τα νέα κομμάτια και να συνομιλήσει με τον εγκέφαλο της μπάντας, τον Robert Flynn.
Ο Robert Flynn δείχνει απίστευτα ενθουσιασμένος αν και η παραγωγή του “Unto the locust” δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Τριγυρνάει στο στούντιο, γελάει, αστειεύεται, κάνει σαματά, παίρνει θέση σε μια αναπαυτική γωνία στην κουζίνα και χαμογελάει καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης. Σε κάποιον τρίτο είναι πασιφανές, πως ο άνθρωπος αισθάνεται ευτυχισμένος και χαρούμενος με το νέο δίσκο.
Robert, πότε ξεκίνησες με τη σύνθεση νέων κομματιών;
Ήδη ενώ ήμασταν σε περιοδεία, είχα τις πρώτες ιδέες για riffs. Όταν τον Νοέμβριο του 2009 είχαμε 3 μήνες ελεύθερους στο πρόγραμμά μας, αποφάσισα να ξεκινήσω εντατικά με τη σύνθεση νέου υλικού. Μου έκανε καλό, μετά από 2,5 χρόνια ακατάπαυστων περιοδειών για το “The blackening”, να ασχολούμαι και πάλι με νέα μουσική. Γεγονός ωστόσο είναι ότι με εξαίρεση δύο riffs, όλα τα υπόλοιπα που έγραψα σε εκείνο το session ήταν απαίσια. Ήταν ένα δυνατό χτύπημα για εμένα. Όπως το βλέπω τώρα, οι πρώτες μου ιδέες ήταν περισσότερο μία αντίδραση στο υλικό του “The blackening”, με τα μακρά σε διάρκεια κομμάτια και τις χιλιάδες αλλαγές του, αφού στην ουσία ήταν σύντομα, άψυχα και χάλια. Πραγματικά χάλια. Αρχής γενομένης από τον Μάρτιο του 2010 είχαμε και πάλι ένα κενό για διακοπές. Ήδη από τα μέσα Μαΐου όμως είχα βαρεθεί τη ζωή μου. Το μυαλό μου ήταν έτοιμο να εκραγεί από μουσική. Ξεκίνησα λοιπόν με τη σύνθεση και από εκείνο το σημείο και μετά, δεν ξανακοίταξα πίσω μου. Η σύζυγός μου τα είχε πάρει άσχημα στο κρανίο, αφού κάθε φορά που καθόταν να μου μιλήσει, απαντούσα μ’ ένα άψυχο «ναι, ναι». Το μυαλό μου ήταν σταθερά αλλού. Στην πραγματικότητα ούτε καν άκουγα τι μου έλεγε. Η αλήθεια πάντως είναι ότι και ο Dave (McClain – τύμπανα) ανυπομονούσε να αρχίσουμε να τζαμάρουμε. Εν τω μεταξύ στο προβάδικό μας επικρατούσε το απόλυτο χάος. Ο εξοπλισμός μας ήταν χύμα πεταμένος και έφτανε μέχρι το ταβάνι. Για στήσουμε το drum set του δυσκολευτήκαμε αρκετά, πίστεψέ με, και χρειαστήκαμε τη βοήθεια αρκετών φίλων προκειμένου να σκαρφαλώσουμε τα βουνά. Με το που στήθηκαν όλα ήμασταν πλέον έτοιμοι και του δώσαμε να καταλάβει. Βασικά εκείνη την περίοδο έβραζα και με το ζόρι περίμενα να ξεκινήσουμε να τζαμάρουμε και να διαμορφώνουμε τα κομμάτια.
Πού εντοπίζεις εσύ προσωπικά τις διαφορές ανάμεσα στο “Unto the locust” και στα προηγούμενα 6 άλμπουμ των MACHINE HEAD;
Ο κόσμος δεν θα πρέπει να περιμένει ένα “The blackening 2”. Ο νέος δίσκος είναι μια φυσιολογική θα έλεγα εξέλιξη των τελευταίων δουλειών μας. Ο Bob Dylan είχε πει κάποτε κάτι πολύ σοφό: «η μουσική βρίσκει συχνά από μόνη της νέους δρόμους». Αυτή ήταν η δική μου φιλοσοφία όσον αφορά το “Unto the locust”. Δεν προσπαθώ να αλλάξω τον ήχο των MACHINE HEAD. Κι όμως οφείλει κάθε νέο άλμπουμ να ακούγεται φρέσκο, δυναμικό και διαφορετικό.
Συνεργαστήκατε για πρώτη φορά μ’ ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Πώς καταλήξατε σ’ αυτήν την απόφαση;
Στο δίσκο μπορείς να ακούσει και μια τρομπέτα σε φάση THE BEATLES. Η ιδέα ήταν δική μου και ήρθε στο μυαλό μου με το που τελείωσα τη σύνθεση του “Who we are”. Καθώς ηχογραφούσα μία demo εκδοχή του κομματιού, άκουγα παιδικές χορωδίες, μελωδίες και ένα τσέλο στο κεφάλι μου. Για καλή μας τύχη είχαν τα παιδιά των GREEN DAY γνωριμίες με ένα κουαρτέτο εγχόρδων, με το οποίο συνεργάστηκαν κι αυτοί στο πρόσφατό τους δίσκο. Το κουαρτέτο αυτό λοιπόν αποτελείται από 4 γυναίκες, οι οποίες ενθουσιάστηκαν απευθείας με την ιδέα, αφού δεν είχαν ξαναπαίξει σε κάποιο metal άλμπουμ. Πιστεύω ότι έπαιξαν πολύ όμορφα πράγματα.
Ας μιλήσουμε ξεχωριστά για το κομμάτι “The darkness within”. Δεν σ’ έχω ξανακούσει να τραγουδάς κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Το λατρεύω αυτό το τραγούδι. Είναι πολύ συναισθηματικό και προήλθε από μία αρκετά μελαγχολική φάση της ζωής μου. Έχει να κάνει με το πόσο πολύ αγαπάω τη μουσική και όλα τα πράγματα που σημαίνει αυτή για εμένα. Αρχικά τραγουδούσα με μια τρομερά χαμηλή χροιά, σε ύφος Johnny Cash ας πούμε, στην πορεία άλλαξα λίγο όμως το κομμάτι. Όταν τραγουδάω το συγκεκριμένο κομμάτι, δεν ταυτίζω τον εαυτό μου μονάχα με τους στίχους, αλλά και με την τέχνη, με την οποία τραγουδάω. Το κομμάτι είναι αρκετά σκοτεινό, με μια βαριά ατμόσφαιρα. Πάντα νιώθω άνετα όταν υπάρχει μία συγκεκριμένη δόση μελαγχολίας και μαυρίλας στο παιχνίδι. Ακούγεται παράξενο, ξέρω (γέλια). Η μουσική αυτή καθαυτή μπορείς να πεις ότι θυμίζει περισσότερο FOO FIGHTERS πάρα μία metal μπάντα. Αυτό είναι όμως και το πιο ενδιαφέρον μέρος όλων.
Αναφορικά με τους στίχους τώρα, προσπάθησες να καταπιαστείς με νέα θέματα, να εξερευνήσεις νέους χώρους;
Ναι, με κάθε σιγουριά. Οι στίχοι τη φορά αυτή είναι ιδιαίτερα φωτογραφικοί. Τα λόγια για το “I am hell” τα είχα ήδη συλλάβει μέσα στο μυαλό μου, με το που ο Phil (Demmel, κιθάρα) είχε την ιδέα να γράψουμε ένα κομμάτι, το οποίο θα αναφέρεται σ’ έναν πυρομανή. Το έγραψα με τέτοιον τρόπο, σαν να μιλάει ο πυρομανής σε πρώτο πρόσωπο και να τραγουδάει. Καταλαβαίνεις όμως ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να συνδεθώ προσωπικά με το συγκεκριμένο. Οπότε έκατσα και μελέτησα λιγάκι σχετικά με τους πυρομανείς. Κατέληξα στο ότι οι άντρες βρίσκουν διέξοδο στη φωτιά από μίσος ή επιθυμία για εκδίκηση, ενώ αντίθετα οι γυναίκες κυρίως ύστερα από απογοήτευση… Eξαιτίας μια χαμένης αγάπης για παράδειγμα ή κάτι παρόμοιο. Βρήκα τρομερά ενδιαφέρον το θέμα και ήταν μια πρόκληση να γράψω τα πάντα μέσα από τα μάτια του ίδιου του πυρομανή. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σκοτεινό κομμάτι. Ολοκληρώνοντας τα τραγουδιστικά μέρη στο στούντιο, με έπιασε μια ανατριχίλα στην σπονδυλική μου στήλη. Γνώριζα ότι το αποτέλεσμα θα είναι συγκλονιστικό. Μέσα απ’ όλα τα άλμπουμ μας αναβλύζει στο τέλος ελπίδα… Στο “Unto the locust” πιστεύω ωστόσο ότι υπάρχει περισσότερη ελπίδα από κάθε άλλο δίσκο των MACHINE HEAD.
Ας μιλήσουμε λίγο και για τους στίχους του “Who we are”.
Ένας κολλητός μου, με έχωσε στον «κόσμο» του Bruce Springsteen. Μέχρι εκείνο το σημείο γνώριζα μονάχα δύο ή τρία κομμάτια του Bruce Springsteen, για τον απλό λόγο ότι ποτέ δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα μαζί του. Πάντα πίστευα ότι το “Born in the USA” είναι ένα τρομερά πατριωτικό κομμάτι. Φυσικά και αγαπώ την Αμερική, δεν μου αρέσουν όμως καθόλου τα κομμάτια που μιλάνε γι’ αυτήν και περνάνε τέτοιου είδους μηνύματα προς τα έξω. Το βρίσκω τρομερά κολλημένο και γραφικό. Μελετώντας ωστόσο το κομμάτι και τους στίχους του, μου έγινε ξεκάθαρο πως πρόκειται για ένα αντιστασιακό κομμάτι, μία μαχαιριά στο αμερικανικό σύστημα και τις μεθόδους του. Μπίνγκο – έτσι ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ. Όποτε παρακολουθώ τηλεόραση ή διαβάζω μία εφημερίδα, έχω πάντα την εντύπωση ότι αυτή δεν είναι η Αμερική στην οποία ζω. Ο Adam (Bruce, μπάσο), με τον οποίο συνομίλησα σχετικά με το κομμάτι, συμφώνησε μαζί μου ότι είμαστε το άλλο μέρος του αμερικανικού ονείρου. Από αυτές τις σκέψεις και ανησυχίες προήλθε το “Who we are”. Για εμάς ήταν σχετικά ξεκάθαρο από την αρχή ότι θέλουμε να ακούγονται και παιδιά μέσα στο κομμάτι. Ακόμη κι όταν έγραφα τους στίχους για το ρεφραίν, αναρωτιόμουν, πώς θα αισθάνεται ένα παιδί, γνωρίζοντας τι πραγματικά συμβαίνει στον πλανήτη και τι πρόκειται το ίδιο να αναλάβει μεθαύριο.
Ποια παιδιά ακούμε λοιπόν;
Ακούγονται οι δυο γιοι μου. Ο ένας είναι 7 ετών, ο άλλος 4,5! Επιπλέον ακούγεται το παιδί του Phil καθώς και το παιδί ενός από τους μηχανικούς ήχου μας. Δεν ήθελα μία επαγγελματική παιδική χορωδία. Θέλαμε να ακούγεται σαν απλά παιδιά σχολείου, τα οποία τραγουδάνε λίγο και χάνουν ακόμη και τον τόνο. Θέλουμε να ακούγεται φυσικό και όχι φτιαχτό.
Εσύ και ο Adam (Bruce) είχατε τα προβλήματα σας κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας και δυστυχώς αυτό έγινε γνωστό. Σε τι φάση βρίσκετε τώρα;
Όλα είναι καλά. Η θεραπεία, που ακολουθούμε, δουλεύει. Τη συνεχίζουμε και προς το παρόν είμαστε μια χαρά.
Ποια τα πρώτα σου συναισθήματα για το “Unto the locust”; Πώς βλέπεις το μέλλον;
Συνεχίζω να είμαι πεινασμένος και να θέλω να κατακτήσω πράγματα. Υπάρχουν ακόμη τόσα πολλά πράγματα, που μπορούμε να πετύχουμε. Ελπίζω με το “Unto the locust” να κερδίσουμε πολλούς περισσότερους ακροατές απ’ ότι μέχρι τώρα. Δεν αμφισβητώ το γεγονός ότι είμαστε ήδη μία μεγάλη και αναγνωρισμένη μπάντα, όταν όμως κάποιος βγαίνει σε περιοδεία με τους METALLICA για παράδειγμα, αναγκαστικά αναρωτιέται, «απίστευτο, κάποιος μπορεί πράγματι να γίνει τόσο μεγάλος και να κρατήσει την ταυτότητά του!».
Τον περασμένο Δεκέμβριο παίξατε με τους METALLICA εδώ στην πόλη σας, το Oakland. Πώς αισθάνθηκες προσωπικά;
Ένα όνειρο έγινε πραγματικότητα. Ήταν μια απίστευτη συναυλία. Στο τέλος της βραδιάς πραγματικά έκλαψα.
Προακρόαση του δίσκου
“I am hell”
Ο δίσκος ξεκινάει με διάφορες αντρικές χροιές να ακούγονται – μεθυστικές, αποβλακωμένες. Στη συνέχεια ξεκινάνε τα τύμπανα και οι κιθάρες σ’ ένα στακάτο τέμπο. Στις στροφές ο Rob Flynn περισσότερο φτύνει τους στίχους, παρά τραγουδάει. Το κομμάτι είναι old school thrash με μια δόση από punk, ενώ το ρεφρέν ακούγεται αρκετά μελωδικό, με σχεδόν καθαρά φωνητικά.
“Be still and know”
Δυνατά μπαίνει το κομμάτι μ’ ένα κιθαριστικό σόλο. Αυτό είναι mid-tempo σχετικά με πολλές στρώσεις μελωδικών, καθαρών φωνητικών στα ρεφραίν, σκληρότερες χροιές στις στροφές και ένα κλασσικό thrash – instrumental μέρος προς το τέλος.
“Locust”
Το πρώτο single έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 7 λεπτών και είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα και προοδευτικά κομμάτια, θυμίζοντας αρκετά το ύφος του “The blackening”. Εδώ θα ακούσετε όλα τα συστατικά, που θεωρούνται τυπικά και αναμενόμενα σ’ ένα κομμάτι MACHINE HEAD : κραυγές, δυναμικές κιθάρες, κοφτά μέρη, σόλο κι ένα επικό ρεφρέν.
“This is the end”
Ένα ήρεμο, σχεδόν mediterranean new age ακουστικό μέρος στην κιθάρα ανοίγει αυτό το υπερ-brutal και γρήγορο old school κομμάτι με κλασσικά riffs.
“The darkness within”
Ένα τρομερά σκοτεινό κομμάτι, το οποίο χαρακτηρίζει ο Rob Flynn ως «νέο έδαφος για τους MACHINE HEAD» και στη σύνθεση του οποίου ήταν και ο Phil αναμεμιγμένος. Υπάρχει και πάλι ένα μέρος με ακουστική κιθάρα και ωραία φωνητικά από τον Flynn, ενώ το ρεφρέν ίσως θυμίσει λίγο “The burning red” με μία ακόμη πιο βαριά νότα. Εδώ κυριαρχούν οι ατμοσφαιρικές mid tempo μελωδίες. Βασικά αυτό που ακούμε είναι περισσότερο rock, παρά metal.
“Pearls for swine”
Άλλο ένα κομμάτι από τους Rob & Phil, με βασικό του θέμα την εξάρτηση. Κυριαρχούν οι mid tempo Κιθάρες, οι οποίες στην πορεία όμως ανεβάζουν ταχύτητες και χώνουν άσχημα. Για μερικές στιγμές το κομμάτι λαμβάνει έναν metalcore χαρακτήρα. Προς το τέλος όμως γίνεται ένα κλασσικό MACHINE HEAD τραγούδι με καταπληκτικό ρυθμό και μελωδικό, σκοτεινό μέσο σημείο.
“Who we are”
Μια παιδική χορωδία ανοίγει το τραγούδι σε ύφος PINK FLOYD. “This is who we are, this is what I am, we have nowhere else to go” τραγουδούν τα παιδιά, πριν σκάσει ένα επιθετικό, γρήγορο μέρος, με κλασσικές MACHINE HEAD κιθάρες.
Συμπέρασμα
Το “Unto the locust” είναι λιγότερο προοδευτικό ως άλμπουμ, απ’ ότι θα περίμενε κανείς, ειδικά μετά το “The blackening”. Οι MACHINE HEAD χαράσσουν για ακόμη μία φορά το δικό τους δρόμο επιλέγοντας μία ζεστή, ξηρή και φυσική παραγωγή. Η συμμετοχή ενός κουαρτέτου οργάνων, μιας παιδικής χορωδίας, καθώς και πολλών, θλιμμένων, χαμηλών φωνητικών, δείχνουν τη διάθεσή τους για περαιτέρω πειραματισμούς με τον ήχο τους. Ταυτόχρονα όμως το κουαρτέτο από το Oakland δίνει στους οπαδούς του τόσο μεγάλες και ισχυρές δόσεις old school thrash metal, που ουδείς θα τολμήσει να τους αμφισβητήσει για δευτερόλεπτο. Οι MACHINE HEAD παραμένουν πιστοί στις ρίζες τους, δοκιμάζουν όμως νέα πράγματα. Ο δίσκος θα περιλαμβάνει συνολικά 9 κομμάτια. Κανένα τους δεν διαρκεί λιγότερο από 6 λεπτά, ενώ το μεγαλύτερο ξεπερνάει τα 8 λεπτά (8:15 για την ακρίβεια). Εμείς δεν ακούσαμε ένα ολόκληρο κομμάτι, μας είπαν ότι η τελική εκδοχή του “Who we are” θα ήταν λίγο διαφορετική από αυτό που παρουσιάστηκε σ’ εμάς, ενώ δεν ακούσαμε και το μελαγχολικό τραγούδι με το κουαρτέτο εγχόρδων και το πιάνο!
Συνέντευξη : Conny Schiffbauer
Μετάφραση : Μίλτος Λυμπιτσούνης
www.machinehead1.com
www.myspace.com/machinehead
Δισκογραφία
Burn My Eyes (1994)
The More Things Change (1997)
The Burning Red (1999)
Supercharger (2001)
Through The Ashes Of Empires (2003)
Hellalive (Live, 2003)
Elegies (DVD, 2005)
The Blackening (2007)
Unto The Locust (2011)
STEVEN WILSON – Studio report
Ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών
Δυόμιση περίπου χρόνια χρειάστηκε ο εγκέφαλος των PORCUPINE TREE, Steven Wilson, προκειμένου να ετοιμάσει και να ολοκληρώσει το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ. Το “Grace for drowning” δείχνει πάνω απ’ όλα ότι η jazz τελικά δεν είναι και τόσο διαφορετική από το progressive όταν κάποιος επιθυμεί πραγματικά η μουσική που συνθέτει να είναι προοδευτική.
Λονδίνο, μέσα Ιουλίου, στο σικάτο προάστιο Belsize Park, όπου διαμένουν κάποιοι άσημοι όπως οι Tim Burton, Kate Winslet, Jude Law και Kate Moss, συναντάμε στο control room των AIR Studios (Peter Gabriel, JAMIROQUAI και Katie Melua) τον Steven Wilson, o οποίος δείχνει αρκετά ήρεμος, φοράει ένα επετειακό t-shirt του prog-avant garde online shop Burning Shed, παρακαλεί τον μάνατζέρ του να του φέρει ένα μπουκαλάκι νερό και δείχνει κάτι παραπάνω από έτοιμος και ορεξάτος να ξεκινήσουμε.
Ο Steven Wilson είναι πιο αδύνατος από ποτέ άλλοτε, στα 43 του πλέον, και παρακολουθώντας κανείς στενά την ιστοσελίδα του, του δημιουργείται εύκολα η εντύπωση πως το “Grace for drowning” είναι ένα από τα μεγαλύτερα projects της μέχρι τώρα καριέρας του. «Αναφορικά με τη σύνθεση μονάχα, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως για κανένα άλλο δίσκο μου δεν χρειάστηκα τόσο χρόνο, αλλά ούτε και να πιεστώ να μάθω τόσα πολλά νέα πράγματα. Ήθελα για πρώτη φορά να δουλέψω με jazz μουσικούς, ενώ είχα και μία πραγματική χορωδία. Είχα σαξόφωνο να με συνοδεύει, κλαρινέτα και ο ήχος μου έγινε πιο ανοιχτός από ποτέ άλλοτε. Πειραματίστηκα και ψάχτηκα αρκετά. Σε σύγκριση με το “Insurgentes”, το “Grace for drowning” είναι πιο κοντά στον old school progressive rock ήχο. Ορισμένα κομμάτια είναι εξαιρετικά πολύπλοκα όσον αφορά τη δομή τους. Προκειμένου να μπουν τα πάντα σε μια σειρά, ήταν δύσκολο και μου πήρε αρκετό χρόνο και ενέργεια. Βρέθηκα ξαφνικά με πολλά καρπούζια κάτω από τη μασχάλη μου και όφειλα να ισορροπήσω σε τεντωμένο σκοινί. Ρίσκαρα!».
Το αποτέλεσμα όμως μιλάει από μόνο του, αφού στο “Grace for drowning” έρχεται ο ακροατής αντιμέτωπος με 83 λεπτά μουσικής, τα οποία απλώνονται σε 12 κομμάτια, 2 διαφορετικά CDs, ενώ θα υπάρχει και μία blue ray έκδοση με διάφορα φιλμάκια και multimedia καλούδια για τους οπαδούς του ήχου του Steven Wilson.
Όσο παρέξενο κι αν ακουστεί, ο δίσκος μου έδωσε την εντύπωση της καλύτερης δουλειάς του Steven Wilson από την εποχή του “Fear of a blank planet” (PORCUPINE TREE) του 2007, μία απίστευτη αναδιαμόρφωση του jazz ήχου, παρουσιασμένου μέσα από ένα καθαρά progressive rock πρίσμα. «Πάντα γούσταρα απίστευτα τη τζαζ, ποτέ μου όμως δεν είχα μπει στον κόπο να παίξω κάτι ή να ασχοληθώ πιο διεξοδικά με το ύφος. Μέχρι που πριν λίγο καιρό άρχισα να ξαναμιξάρω τον κατάλογο των KING CRIMSON. Όταν άρχισα να ξανακούω τους δίσκους, με τους οποίους μεγάλωσα και οι οποίοι στην ουσία με γαλούχησαν μουσικά, αντιλήφθηκα ξαφνικά ότι όταν γεννήθηκε το progressive rock, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία παράδοξη μίξη rock και jazz. Το 1967-1968 ήταν ακόμη ροκ μουσική ή ακόμη καλύτερα, εμπορική μουσική, όπως την ονόμαζαν τότε. Επηρεασμένη κατά κύριο λόγο από τα blues και την R&B. Στη συνέχεια πρωτοεμφανίστηκαν οι KING CRIMSON και ανάμιξαν το ύφος με τη jazz, δημιουργώντας αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε progressive rock. Και σ’αυτό ακριβώς το σημείο έρχομαι εγώ σήμερα και λέω ότι αυτό μου λείπει. Η προοδευτική μουσική είναι υπερβολικά κοντρολαρισμένη, πολύ «γυαλισμένη». Ο μανδύας της αρτιότητας έχει εξαλείψει τον αυτοσχεδιασμό και το πηγαίο συναίσθημα. Άκουσε για παράδειγμα τους KING CRIMSON: μουσικότητα και αρτιότητα στον υπέρατο βαθμό, ταυτόχρονα όμως και ελευθερία κινήσεων και καλλιτεχνικής έκφρασης».
Εκτός όμως από τζαζ επιρροές σε κομμάτια όπως το “Remainder the black dog” ή το 23λεπτο “Raider II” και το instrumental “Sectarian”, ο Steven Wilson δεν ξεχνάει το αγγλικό παρελθόν του στα “Deform to form a star”, “Track one” και “Like dust I have cleared from my eye”, ενώ αφήνει να φανούν ίχνη των BLACKFIELD στο “Postcard”. Το υπόλοιπο υλικό θα ξαφνιάσει σίγουρα, ρισκάρει σε κάθε περίπτωση ο δημιουργός, με τραγούδια όπως το trip-hop “No part of me” ή το επηρεασμένο από NINE INCH NAILS “Index”. Ενώ τι να πει κανείς για αρκετά περίεργο “Belle de jour”, που ακούγεται λες και βγήκε από ευρωπαϊκές ταινίες των δεκαετιών ’60 και ’70; Κάποιοι θα τον κατηγορήσουν για ομοφυλοφιλικές τάσεις, αυτό είναι σίγουρο.
Ο Steven Wilson αποδεικνύεται πολυπράγμων, υπερβολικά ανοιχτόμυαλος και μένει να δούμε εάν θα κερδίσει κι αυτό το στοίχημα. Τη φορά αυτή ρισκάρει με τους ακροατές του περισσότερο από κάθε άλλη. Να είστε προετοιμασμένοι!
Συνέντευξη : Βoris Kaiser
Μετάφραση : Μίλτος Λυμπιτσούνης
www.gracefordrowning.com
www.swhq.co.uk
Δισκογραφία
Insurgentes (2009)
Grace For Drowning (2011)
„Grace For Drowning“
„Vol 1 – Deform To Form A Star“
Grace For Drowning (2:00)
Sectarian (7:45)
Deform To Form A Star (8:00)
No Part Of Me (5:45)
Postcard (4:30)
Raider Prelude (2:30)
Remainder The Black Dog (9:30)
„Vol 2 – Like Dust I Have Cleared From My Eye
Belle De Jour (3:00)
Index (4:45)
Track One (4:15)
Raider II (23:15)
Like Dust I Have Cleared From My Eye (8:00)