Monday, March 10, 2025
Home Blog Page 3

GRIMA – “Nightside” (Napalm Records)

0
Grima

Grima

Ένα σκοτεινό ηχητικό ταξίδι στον απώτερο, νέο ορίζοντα του μελωδικού black metal, είναι αυτό που μας προσφέρει το νέο άλμπουμ των δεντρόμορφων κουκουλοφόρων GRIMA, με τίτλο “Nightside”. Είναι μια μελωδική εξερεύνηση υπό ζοφερή σκιά στον κόσμο του black metal, που χαρακτηρίζεται από ατμοσφαιρικούς ήχους και έντονη συναισθηματική φόρτιση. Η ρωσική μπάντα, γνωστή για την ικανότητά της να συνδυάζει παραδοσιακά black metal στοιχεία με ατμοσφαιρικές συνθέσεις, προσφέρει με αυτό το άλμπουμ μια ακόμη ώθηση στην ποιότητα του ήχου της.

Το “Nightside” ξεκινά με την ηχητική δυναμικότητα που απαιτεί κάθε καλό black metal άλμπουμ, αλλά ταυτόχρονα εισάγει μια νέα διάσταση στον ήχο της μπάντας, γεμάτη μελωδικά και συμφωνικά στοιχεία που ενισχύουν την ατμόσφαιρα του σκοτεινού τοπίου που απεικονίζουν οι στίχοι τους. Η μπάντα συνεχίζει να αποφεύγει την παραδοσιακή «φασαρία» (όχι ότι δεν μας αρέσει) του είδους, δίνοντας έμφαση στη δημιουργία επικών, σχεδόν κινηματογραφικών, συνθέσεων, με αποτέλεσμα μια τεχνική δουλειά που θυμίζει πιο εκλεπτυσμένες προσεγγίσεις του μελωδικού black metal, αλλά με τις ρίζες τους βαθιά στο σκοτεινό και βίαιο ύφος του είδους.

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του “Nightside” είναι η συνεχής αίσθηση έντασης που διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Ο ήχος της κιθάρας είναι καθαρός και ατμοσφαιρικός, με τις επαναλαμβανόμενες μελωδίες να ενσωματώνονται άψογα στις συνεχείς αλλαγές του ρυθμού, δημιουργώντας μια αίσθηση αέναης κίνησης. Οι φωνητικές ερμηνείες εναλλάσσονται μεταξύ τραχύτητας και μελαγχολίας, προσφέροντας μια εξαιρετική ισορροπία με την ατμοσφαιρικότητα της μουσικής.

Οι GRIMA, δεν φοβούνται να εξερευνήσουν τη σκοτεινότερη πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, τόσο μέσα από τους στίχους τους όσο και μέσω του ήχου. Το άλμπουμ γεμίζει με εικόνες απομόνωσης, εσωτερικής πάλης και απώλειας, ενώ οι δυναμικές εναλλαγές ανάμεσα σε μελωδικές στιγμές και έντονα ξεσπάσματα δημιουργούν μια αίσθηση συνεχούς έντασης και απομόνωσης.

Με το “Nightside”, οι GRIMA καταφέρνουν να αναδείξουν τη δημιουργική τους ταυτότητα και να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα στον κόσμο του μελωδικού black metal. Η δουλειά τους παραμένει βαθιά συναισθηματική, σκοτεινή και ατμοσφαιρική, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ενέργεια και ένταση, καθιστώντας το ένα άλμπουμ που δεν πρέπει να χάσουν οι φίλοι του είδους.

8,5 / 10

Φανούρης Εξηνταβελόνης

ADAMANTIS – “Reforged” (No Remorse Records)

0
Adamantis

Adamantis

Πέντε χρόνια πριν, όταν ακόμη η στήλη μας Underground Halls λεγόταν Underground Scans και βρισκόμασταν στο Vol. 46, είχαμε συναντήσει τους ADAMANTIS, στο ανεξάρτητο ντεμπούτο τους “Far flung realm”. Το πρώτο εκείνο δείγμα τους ήταν μεν αξιόλογο, είχε όμως χτυπητές αδυναμίες, επάνω στις οποίες η μπάντα όφειλε να δουλέψει και να βελτιωθεί, στο μέτρο του δυνατού. Καλά στοιχεία μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει, δυστυχώς όμως υπήρχαν κι αρκετά που δεν άφηναν τη μπάντα να υλοποιήσει στο πεντάγραμμο, όσα πιθανόν είχε στο νου της.

Μια πενταετία μεσολάβησε μέχρι οι Αμερικανοί από τη Μασαχουσέτη (Massachusetts, λέγεται πάντα με βέρα αμερικανική προφορά, oh yeah) να κυκλοφορήσουν τον διάδοχο του “Far flung realm” (το “The Daemon’s Strain” EP το αφήνω εκτός κουβέντας για ευνόητους λόγους) και η πενταετία αυτή ήταν αρκετή, όπως δείχνει το τελικό αποτέλεσμα, για να επιβραβευτεί η δουλειά που «έριξαν» στο studio. Υπό την σκέπη της No Remorse πλέον και με νέο line up, οι ADAMANTIS δείχνουν να πατούν πια καλά στα πόδια τους και να είναι έτοιμοι να κάνουν το επόμενο βήμα, χωρίς παραπατήματα και αστάθεια στη… βάδιση.

Το στυλ τους έχει αλλάξει, σχετικά. Στο “Far flung realm” ακούσαμε ένα κράμα heavy/power metal, με κάποιες πιο εναλλακτικές αναφορές σε συγκροτήματα σαν τους UNTO OTHERS (πρώην IDLE HANDS) και τους SPELL, κοντά σε αυτό που ονομάζουμε NWOTHM ως ευρύτερο πλαίσιο. Τώρα, όλα είναι ξεκάθαρα: Το power metal είναι η μοναδική τους «ρότα», σε καθαρά ευρωπαϊκά μάλιστα μοτίβα, κάτι που δικαιολογεί απόλυτα την συνεργασία με τον παραγωγό Henrik Udd (HAMMERFALL, POWERWOLF), κάνοντας δε την συμμετοχή του Jeff Loomis (NEVERMORE, πρώην ARCH ENEMY) να φαίνεται σχεδόν σαν μια ευχάριστη έκπληξη.

Οι ADAMANTIS «φέρνουν» σε HAMMERFALL, στους DOMINE όταν «γυάλισαν» αρκετά τον ήχο τους, λίγο στους BLIND GUARDIAN… Στα αργά τους, πιο επιβλητικά μέρη, μου θύμισαν και λίγο τους δικούς μας PROTEAN SHIELD. Ωραίο το «πακέτο», σίγουρα, αλλά ωραιότερο το κάνουν οι δικές τους δυνατότητες. Με στίχους εμπνευσμένους από τα έργα και τους «κόσμους» των J.R.R. Tolkien, Michael Moorcock και Andrzej Sapkowski, το power metal των Αμερικανών είναι ικανό να ενθουσιάσει τους φίλους του είδους.

Το πλέον εντυπωσιακό, είναι η βελτίωση της φωνής του Jeff Stark. Από ένας πολύ μέτριος τραγουδιστής, εδώ παρουσιάζεται δύο επίπεδα καλύτερος. Χωρίς να είναι κάτι το εκπληκτικό, φαίνεται ότι έχει δουλέψει πολύ και έχει τοποθετήσει τη φωνή του σωστά επάνω στα τραγούδια. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που οφείλω να επισημάνω είναι πως, αν και μιλάμε για ευρωπαϊκό power metal, το οποίο έχει παράδοση και έμφυτη τάση στα γρήγορα, εμβατηριακά τραγούδια, οι ADAMANTIS διαπρέπουν κυρίως στα πιο αργά, επικά τους κομμάτια, σαν το υπέροχο “Gates of Miklagard”. Όπου “Miklagard” (Μεγάλη Πόλη) η Κωνσταντινούπολη, όπου “Grikkland” (η γη των Ελλήνων), η περιοχή από τις δαλματικές ακτές μέχρι τη Θεοδοσιούπολη. Οι Βίκινγκς του πολυτραγουδισμένου Harald Hardrada τα έλεγαν αυτά, όχι εγώ.

Τέλος, να αναφέρω ότι η CD έκδοση του άλμπουμ περιέχει ένα επιπλέον κομμάτι και πως ξεκινώντας από την Ελλάδα και το Up The Hammers Festival, οι ADAMANTIS πρόκειται να ξεκινήσουν την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία. Τους εύχομαι ειλικρινώς να έχουν μια άκρως επιτυχημένη χρονιά!

Μεγάλη έκπληξη!

8 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

SEAR BLISS αφιέρωμα

0
Sear Bliss

 

Sear Bliss

Οι Ούγγροι SEAR BLISS είναι ένα από τα σημαντικότερα σχήματα της κεντροευρωπαϊκής black metal σκηνής και έρχονται για τρίτη φορά στη χώρα μας για συναυλίες. Πρώτα θα ανεβούν τη σκηνή του Piraeus Academy Club της Αθήνας την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου και δύο μέρες μετά – Σάββατο 1 Μαρτίου – θα εμφανιστούν ως headliners στην πρώτη μέρα του Horns up festival στα Τρίκαλα, το οποίο γιορτάζει 10 χρόνια συναυλιακής παρουσίας.

Το 2023 γιόρτασαν 30 χρόνια συνεχούς παρουσίας τους στη σκηνή, δίνοντας μια σειρά συναυλιών που κορυφώθηκε στην Βουδαπέστη, έχοντας επί σκηνής πολλά από τα παλιά τους μέλη. Είχα την τύχη να είμαι παρών και ήταν μια πραγματική γιορτή τόσο για εκείνους όσο και για τους οπαδούς τους. Την περίοδο εκείνη ετοίμαζαν το ένατο full length άλμπουμ τους, “Heavenly down”, το οποίο κυκλοφόρησε πέρσι από την Hammerheart records. Σε αυτό είναι συμπυκνωμένα όλα τα στοιχεία που έχουν από την αρχή τους στα early 90s μέχρι και σήμερα.

Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η χρήση της τρομπέτας και της ατμόσφαιρας, κάτι που φάνηκε από το εμβληματικό ντεμπούτο τους, “Phantoms”, που κυκλοφόρησαν το 1996. Ο αντίκτυπος της κυκλοφορίας αυτής ήταν τόσο μεγάλος που οι MARDUK τους πήραν ως support στην περιοδεία τους. Τα εσωτερικά προβλήματα που είχαν δεν τους βοήθησαν να συνεχίσουν την διαφαινόμενη ανοδική τους πορεία, με τον ηγέτη τους András Nagy (μπάσο/φωνητικά) να συνεχίζει την μπάντα. Μαζί του από το 2001 είναι ο Zoltán Pál, ο οποίος με την τρομπέτα του εμπλουτίζει τον ήχο τους μοναδικά, δίνοντας στις συναυλίες τους έναν ξεχωριστό χαρακτήρα.

Όσοι είμασταν παρόντες στις προηγούμενες εμφανίσεις τους στη χώρα μας, ξέρουμε ότι οι SEAR BLISS είναι ξεχωριστοί ηχητικά και καταιγιστικοί σε ένταση, καθιστώντας τις συναυλίες τους ως εμπειρία που αξίζει να βιώσει ένας οπαδός της σκληρής μουσικής. Αναμφίβολα τα τελευταία χρόνια διανύουν την καλύτερη φάση της καριέρας τους, έχοντας κυκλοφορήσει δύο συνεχόμενους δίσκους καθ’ όλα αντιπροσωπευτικούς. 30 και πλέον χρόνια μετά παραμένουν από τις πιο ενδιαφέρουσες 90s μπάντες της παγκόσμιας σκηνής του black metal.

Να είστε εκεί για να βιώσετε τον χαρακτήρα και τον ήχο μιας εποχής που παραμένει ενδιαφέρουσα τόσα χρόνια μετά! Μην τους χάσετε!

Λευτέρης Τσουρέας

CHONTARAZ: Δείτε σε αποκλειστικότητα από το Rock Hard το πρώτο video clip του σχήματος όπου συμμετέχουν οι Fotis Benardo και Sakis Tolis

0
Chontaraz

Chontaraz

Οι Νορβηγoί/Έλληνες CHONTARAZ επιστρέφουν δυναμικά από τα βάθη της καταγωγής τους στην Hell (Νορβηγία), αναζωπυρώνοντας τον ενθουσιασμό των οπαδών της σκοτεινής, δυναμικής μουσικής με την πολυαναμενόμενη επιστροφή τους. Το επερχόμενο τρίτο τους άλμπουμ, “Phantom of Reality” (Κυκλοφορία: 9 Μαΐου 2025), μεταφέρει για άλλη μια φορά τους ακροατές στο ξεχωριστό σύμπαν των CHONTARAZ, προσφέροντας ένα καθηλωτικό και μαγευτικό ταξίδι μέσα από τα σύγχρονα ηχοτοπία και την ατμοσφαιρική αφήγησή τους.

Εξερευνώντας το θέμα της αυθεντικότητας, το άλμπουμ εμβαθύνει στην πορεία της αποδοχής του αληθινού εαυτού, απορρίπτοντας την επιφανειακότητα. Συνδυάζοντας σκοτεινό σύγχρονο metal με industrial στοιχεία, οι CHONTARAZ ενορχηστρώνουν μοναδικά μια εκρηκτική ενέργεια με βαθιά στιχουργική αφήγηση, διασφαλίζοντας ότι το “Phantom of Reality” θα αγγίξει τους ακροατές τόσο μουσικά όσο και συναισθηματικά.

Κατά τη διάρκεια της παραγωγής του “Phantom of Reality”, οι CHONTARAZ βρήκαν όχι μόνο νέο παραγωγό, αλλά και νέο ντράμερ στο πρόσωπο του εξαιρετικά ταλαντούχου Fotis Benardo — ενός έμπειρου μουσικού, γνωστού για τις ακραίες ικανότητές του στο drumming, φτάνοντας μέχρι και το εξώφυλλο του Sick Drummer Magazine. Με το πρωτοποριακό του όραμα στο metal, ο Φώτης έχει καθιερώσει τη φήμη του μέσα από την εκκωφαντική του δουλειά με τους SEPTICFLESH (για τους οποίους έχει γράψει μερικά από τα πιο εμβληματικά τους κομμάτια), τον Σάκη Τόλη και άλλα ισχυρά projects.

Δουλεύοντας μαζί στο στούντιο του στην Αθήνα, η χημεία μεταξύ των μουσικών ήταν άμεση και αδιαμφισβήτητη, οδηγώντας τον Fotis (a.k.a. Narwhal) να γίνει μόνιμο μέλος των CHONTARAZ. Το αποτέλεσμα; Μια επαναστατική metal συνεργασία που παρουσιάζει έναν καινοτόμο συνδυασμό συνθετικής μαεστρίας, κορυφαίου μουσικού επιπέδου και παγκόσμιας κλάσης παραγωγής — δημιουργώντας ένα άλμπουμ που επαναπροσδιορίζει το σύγχρονο metal.

Η διπλή ιδιότητα του Fotis Benardo ως παραγωγού και ντράμερ διαμόρφωσε τον ηχητικό χαρακτήρα του “Phantom of Reality”, προσφέροντας έναν βαρύ, επιβλητικό ήχο που ανυψώνει κάθε κομμάτι. Όλα αυτά συνδυάζονται άψογα με τη συνθετική ιδιοφυΐα των Ahkon (Herbjørn Anglen) και Chontaraz (Frode Kvarsnes), οι οποίοι έχουν συνυπογράψει όλα τα τραγούδια, ενώνοντας την κιθαριστική και μπασιστική δεινότητα του Ahkon με τη γοητευτική φωνητική ερμηνεία του Chontaraz. Το αποτέλεσμα είναι μια ηχητική έκρηξη: ένας πανίσχυρος συνδυασμός σκοτεινού μοντέρνου metal με industrial στοιχεία, συγχωνευμένος με την ακρίβεια και την ηχητική όραση του Fotis. Το άλμπουμ πετυχαίνει έναν ήχο ταυτόχρονα ακατέργαστο και εκλεπτυσμένο, βίαιο και όμορφο.

“Phantom of Reality” – Συμμετοχές:

  • Σάκης Τόλης (Rotting Christ) ως guest vocalist στο SCREAM (κυκλοφορία single: 28 Φεβρουαρίου 2025)
  • Γιώργος Νεραντζής – πλήκτρα και industrial προσθήκες σε όλα τα κομμάτια
  • Kjetil “DeadBit” Lindløkken – επιπλέον πλήκτρα στα Spin The Wheel, Prayer To The Masses, Dressed To Kill
  • Noxaerias (Κώστας Μέξης) – μπάσο για live εμφανίσεις και music videos

Αυτές οι συνεργασίες δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα κορυφαίας μουσικότητας, οραματικής σύνθεσης και ελίτ παραγωγής, εκτοξεύοντας τους CHONTARAZ σε αχαρτογράφητα ηχητικά τοπία. Με τους Ahkon και Chontaraz να καθοδηγούν τη δημιουργική διαδικασία μέσω της συνθετικής τους συνεργασίας και τον Fotis Benardo να διαμορφώνει τον ήχο και τον ρυθμό, το αποτέλεσμα είναι metal στην απόλυτη κορύφωσή του. Ετοιμαστείτε!

“Phantom of Reality” tracklisting:
1. Istanbul
2. Prayer To The Masses
3. You’re The One To Blame
4. Phantom Of Reality
5. The Flick Of Time
6. Scream (feat. Sakis Tolis)
7. Face The Fake
8. Spin The Wheel
9. Nail
10. Dressed To Kill
11. Kingpin

Digital Album Pre-Save:
https://orcd.co/phantomofreality

CD & LP Presale:
http://www.chontaraz.com

Παραγωγή: Fotis Benardo
Το πρώτο single του Phantom of Reality, SCREAM, είναι ένα ωμό και έντονο κομμάτι, με guest φωνητικά του Σάκη Τόλη (Rotting Christ). Το τραγούδι εκφράζει μια τρομερή επιθυμία και ένα ασταμάτητο κυνήγι, συνδυάζοντας επιθετική ενέργεια με κινηματογραφικά ρεφρέν. Με στοιχειωτικές μελωδίες και πρωτόγονη ένταση, το σκοτεινό και ενστικτώδες music video μεταφέρει τις ωμές συγκινήσεις του τραγουδιού στη ζωή.

Το SCREAM είναι το πρώτο από τα τρία singles του επερχόμενου άλμπουμ και κυκλοφορεί στις 28 Φεβρουαρίου 2025 και μπορείτε να το παρακολουθήσετε από κάτω σε αποκλειστικότητα από το Rock Hard.

Πέθανε ο Coburn Pharr, τραγουδιστής στο “Never, neverland” των ANNIHILATOR

0
Pharr

Pharr

Ο Jeff Waters, ηγέτης των ANNIHILATOR, ανακοίνωσε χθες τον θάνατο του Coburn Pharr, τραγουδιστή του σχήματος στο “Never, neverland” του 1990, του πιο επιτυχημένου εμπορικά άλμπουμ των Καναδών. Ο Pharr ήταν 62 ετών, είχε τραγουδήσει και στο “Escape to nowhere” των OMEN και το 2015, είχε παίξει με το γκρουπ στην κρουαζιέρα 70000tons of Metal.

Αναλυτικά το post του Waters:

“Θλιβερά νέα στον κόσμο του Metal: Ο τραγουδιστής του Never, Neverland των ANNIHILATOR, Coburn Pharr, έφυγε από τη ζωή. Δεν θα πω τίποτα για τις λεπτομέρειες, καθώς αυτό αφορά την οικογένειά του, αλλά ήθελα να το αναφέρω πριν κυκλοφορήσει οποιαδήποτε παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο.

Ο Coburn ήταν ο τραγουδιστής στον καλύτερο και πιο επιτυχημένο δίσκο μας. Είχε την πιο ξεχωριστή φωνή από όλους τους τραγουδιστές μας, μαζί με τον Randy Rampage (ο οποίος επίσης έφυγε το 2018).

Είχα ελάχιστη επαφή με τον Coburn όλα αυτά τα χρόνια, αλλά κατάφερα να τον φέρω στη σκηνή μαζί μας για να παίξει μερικά τραγούδια στην κρουαζιέρα 70,000 Tons Of Metal γύρω στο 2014.

Το 2018, τον είχαμε φιλοξενήσει στο σπίτι μας στο Ηνωμένο Βασίλειο για μια πραγματικά υπέροχη επίσκεψη. Είχε χάσει τη μητέρα και την αδερφή του και ήθελε πολύ να περάσουμε χρόνο μαζί, να μιλήσουμε για μουσική, για τη ζωή και να ξανασυνδεθούμε.

Συνημμένες είναι δύο φωτογραφίες από εκείνη την επίσκεψη τον Αύγουστο του 2018, μαζί με τις δύο αγαπημένες μου από εμένα και εκείνον πίσω στη μέρα (1990). Από το 2018 συζητούσαμε το ενδεχόμενο να επιστρέψει για κάποια φεστιβάλ και ίσως μια περιοδεία… Ωστόσο, αντιμετώπιζε δυσκολίες με κάποια προσωπικά του ζητήματα, τους “δαίμονές” του, κ.λπ., και ήταν ξεκάθαρο ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει.

Ήμουν πραγματικά χαρούμενος που πέρασα εκείνο τον χρόνο μαζί του το 2018. Διένυε μια πολύ δύσκολη περίοδο, και η ιδέα να κάνει ξανά μουσική τού έδωσε μια αληθινή ελπίδα και ζωντάνια στα μάτια και την ύπαρξή του.

Σκέψεις στη σύζυγό του και στην οικογένειά του.

Σε ευχαριστώ για τη μουσική και τις αναμνήσεις, Coburn.

Σαλπάρισε, Coburn: Προς το Never, Neverland.”

 

GRIP INC. – “Nemesis” – Worst to best #2

0
Grip

Grip

Είχα προσπαθήσει κάποια στιγμή να φτιάξω αυτή τη περιβόητη λίστα με τους δίσκους που θα ήθελα για παρέα στο ερημονήσι που θα ήμουν ναυαγός. Έκανα τρεις τελικά, έτσι, γιατί έχω τάσεις αυτοταλαιπωρίας. Μία με 20 δίσκους, μία με 10 και μια με 5. Εκεί που θέλω να καταλήξω, είναι ότι οποιαδήποτε λίστα μουσικής της ζωής μου να έκανα, αυτό το διαμάντι που λέγεται GRIP INC. – “Nemesis”, θα έχει παντοτινά θέση εκεί μέσα.

25 Φεβρουαρίου 1997 κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος του πιο ωραίου ονείρου που είδε ο ημίθεος Πολωνός ονόματι Waldemar Sorychta. Θεωρώ πως δεν υπάρχει νόημα να περιγράψω το τι έχει προσφέρει ο συγκεκριμένος Κύριος στο heavy metal, κυρίως ως παραγωγός αλλά και ως πολυοργανίστας μουσικός, ένα απλό net search είναι αρκετό για να προκαλέσει σοκ και δέος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως έχει προταθεί για το σουηδικό Grammy του παραγωγού της χρονιάς, για τα μαγικά που έκανε το 1995 ηχογραφώντας το “Wildhoney” των συμπατριωτών του TIAMAT. Ξυπνάει λοιπόν ένα πρωί έχοντας δει το όνειρο, και λέει, “Δεν φτιάχνω μια μπαντάρα;” Παίρνει 2 τηλέφωνα, κάνει 2 μεταγραφές αεροδρομίου, εντάξει, ως ελεύθερους τους πήρε, μπαίνουν στούντιο γράφουν μια δισκάρα με τίτλο “Power Of Inner Strength” (θα μιλήσουμε άλλη φορά για αυτό το μεγαλείο) και με το γκάζι τερματισμένο γράφουν το “Nemesis” προκαλώντας πάταγο. Τι ωραία χρονιά το 1997 ρε φίλε!

Με την αποχώρηση του Dave Lombardo από τους SLAYER, οι δυο τους συνεργάζονται στην άλλη έμπνευση του Waldemar, στο supergroup VOODOOCULT και αμέσως μετά ρίχνουν στον πόλεμο τους GRIP INC. Κατά την ταπεινή μου άποψη, εδώ βρίσκει ο Dave την ευκαιρία να κάνει ότι δεν έκανε με την προηγούμενη μπάντα του. Και θεωρώ πως αυτό πιστώνεται στον Waldemar, που γράφοντας μαζί τα κομμάτια, του είπε κάτι του στυλ “κάνε και γράψε ό,τι νομίζεις!”. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να παίξει τα καλύτερα τύμπανα της ζωής του! Χωρίς περιορισμούς, με πλήρη ελευθερία κινήσεων, χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές που γνωρίζει, πειραματίζεται, πότε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και πότε με σπαρταριστή γκρούβα. Δεν νομίζω ότι οι GRIP INC. θα μπορούσαν να ακουστούν έτσι και να ξεχωρίσουν τόσο πολύ με απολύτως κανέναν άλλον στη θέση του ντράμερ.

Ο καλός ο σεφ όμως, για να δέσει η δημιουργία του, χρειάζεται ένα ακόμα συστατικό. Το μυστικό όπλο σε αυτή την περίπτωση είναι ένας πάνκης από το Coventry της Αγγλίας. Γενικότερα τότε σε εμάς το όνομά του δεν μας έλεγε και πολλά, αλλά στην τοπική σκηνή του Νησιού ήταν παλιά καραβάνα και σεβαστό μέλος. Ξυρισμένο κεφάλι, τατουάζ στο κρανίο, βαμμένη μοϊκάνα, σκαμμένο πρόσωπο. Αλλά αδερφάκι μου, να σου πω κάτι; Όταν άνοιγε το στόμα του να τραγουδήσει, ισοπέδωνε όλο το σύμπαν…! Έγραψε στιχάρες για τους GRIP INC., με την ιδιαίτερη οξυδέρκεια που τον χαρακτήριζε, πίστεψε και επένδυσε πολύ στην μπάντα αλλά έχω την εντύπωση πως ήταν και ο λόγος διάλυσής της κιόλας. Ασταθής σαν χαρακτήρας, κυκλοφορεί βιντεάκι στο YouTube με πλάνο από τα τελευταία λάιβ τους, που εμφανώς στραβωμένος με τον Waldemar, λέει ξεκάθαρα “αν πω αυτά που θέλω, θα παίξουμε μπουνιές, θα σταματήσει η συναυλία κι εγώ θα πάω φυλακή…”. Αυτή η τυπάρα που δυστυχώς πριν από 17 χρόνια έφυγε απότομα από αυτόν τον κόσμο, άκουγε στο όνομα Gary Kenneth Chambers, γνωστός ως Gus.

Πρώτα άκουσα το “Nemesis” και μετά το “Power…” γι’ αυτό και το αγαπώ λίγο περισσότερο. Διθυραμβικές κριτικές από το έντυπο Metal Invader, μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση εξ αρχής από το φοβερό εξώφυλλο. Και μετά το περιεχόμενο…. Ωπωπωπωωω! Πριν το βάλεις να παίξει, καταλαβαίνεις ότι θα είναι επικίνδυνο, βλέποντας απλώς τις διάρκειες των κομματιών. 2 λεπτά, 2 και 16, 2 και 54 και το μυθικό 1 και 28, συνολική διάρκεια 11 τραγουδιών μόλις 37 λεπτά και 43 δευτερόλεπτα! Ο ορισμός του γκολ από τα αποδυτήρια. Όλα ένα κι ένα, δεν έχει καν σημασία η άτυπη κατάταξη Worst to best και σήμερα. Παρόλο το σύντομο πέρασμά τους, οι GRIP INC. θα είναι για πάντα στις καρδιές μας και το “Nemesis” θα στέκεται ως το τέλος του χρόνου αγέρωχο στις χρυσές σελίδες της μουσικής μας, ακριβώς όπως τα πέτρινα αγάλματα στο εξώφυλλό του

The “Nemesis” countdown:

  1. “Code of silence”

Όλα καλά κι όλα ωραία, αλλά ρε μάγκες μήπως μας κράξει ο ντουνιάς άμα βγάλουμε δίσκο 10 κομμάτια στο μισάωρο σύνολο…; Κάτι τέτοιο φαντάζομαι πως σκέφτηκε ο Πολωνός, και κάνανε ένα τζαμάρισμα, πάτησε 2 ριφφάρες ο μάστορας, έπαιξε και κάτι τυμπανάρες ο άλλος, το ντύσανε με ατμόσφαιρα, κούμπωσε και τους στίχους ο τρελός και κάνανε ένα 6λεπτο άσμα για φινάλε του δίσκου. Ίσως να μην είναι κι έτσι ακριβώς όπως τα λέω, αλλά μπορεί και να είναι.

  1. “Myth or man”

Με αυτήν την παράνοια για τραγούδι θα έκλεινε κανονικά ο δίσκος αν δεν είχε προηγηθεί η παραπάνω (φανταστική) ιστορία. Γι’ αυτό και τα βάζω κολλητά, αλλά και για να βγει η σειρά από τα υπόλοιπα ικανοποιητική. Ακόμα κι έτσι όμως, στην προτελευταία θέση, το βαφτίζω αντιπροσωπευτικό δείγμα για όσα ανέφερα νωρίτερα. Ο Sorychta με μιάμιση παρανοϊκή νότα, ένα στιβαρό ριφφ, ατμόσφαιρα, και φυσικά αφήνοντας ελεύθερο τον Lombardo, γράφει μουσική. Και Ιστορία.

09/08. “Empress (of Rancor)”/”Descending darkness”

Όποιος φίλος/φίλη παρακολουθεί τη στήλη και πιο συγκεκριμένα τον ψυχαναγκαστικό του περιοδικού, θα έπρεπε να ξέρει πως τραγούδια κολλητά στον δίσκο, πάνε κολλητά και στη λίστα. Στην πραγματικότητα είναι ένα τραγούδι, η αλλαγή γίνεται αρκετά smoothly στον δίσκο, το πρώτο μισό είναι το κανονικό με στίχους μουσική κτλ κτλ, μινιμαλιστική κιθαριστική δουλειά και πάλι από τον Πολωνό, υπέροχα γεμίσματα στα τύμπανα, τα οποία ο Λομβάρδιος κρατάει μέχρι το τέλος, και με το επόμενο κομμάτι να μπαίνει και αντί για φωνητικά να έχει μια απαγγελία που χώνει, με εφφέ ραδιοφώνου που λατρεύω και φυσικά τα απαραίτητα πληκτράκια που έχει πετάξει διάσπαρτα σε όλο το δίσκο ο Waldemar χτίζοντας ατμόσφαιρα. Ίσως αδικείται στην ανακατάταξη.

  1. “Silent stranger”

Άμα ερχόταν κάποιος, και πάει το μυαλό μου ήδη σε 2-3 συγκεκριμένες και σεσημασμένες φάτσες, και μου έλεγε “αδερφέ αυτό θα έπρεπε να ήταν στο νούμερο 1ενα1εναενα!”, θα έλεγα “έχεις δίκιο. Κάνε κι εσύ μια ανακατάταξη και βάλτο στην κορυφή”.

  1. “Scream at the sky”

Ισχύουν ΑΚΡΙΒΏΣ ΤΑ ΊΔΙΑ με τα παραπάνω. Ο μόνος λόγος που κερδίζει στα σημεία και σκαρφαλώνει ένα σκαλί παραπάνω, είναι γιατί ο Gus προσπαθεί να κρατήσει δυνάμεις στα κουπλέ, αλλά φτάνοντας στο ρεφρέν, ουρλιάζει τόσο δυνατά και έντονα το “SCREAM!” που είναι λες και του είπε ο Waldemar να φωνάξει τόσο πολύ που να ακουστεί στον ουρανό… Και μην ξεχνάμε, στιχάρες από τον πανέξυπνο πάνκη. My body shakes in pure frustration.

 

  1. “The summoning”

Αυτό βρίσκεται σε αυτή τη θέση μόνο και μόνο λόγω προσωπικής αδυναμίας. Λατρεύω το ριφφ του, είναι από αυτά που θα ήθελα να είχα σκεφτεί εγώ. Και λατρεύω επίσης τον τρόπο που φτύνει τις λέξεις του ο Chambers. Με την ευκαιρία, αξίζει να αναφέρουμε και το ότι η επιλογή του Gus κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Σε μια εποχή που στην Αμερική κυριαρχούσαν μπάντες όπως οι PANTERA και οι MACHINE HEAD (αναφέρω αυτές τις 2 γιατί είναι παρεμφερές το ύφος), οι GRIP INC. θέλησαν να διαφοροποιηθούν λιγάκι όσον αφορά την φωνή, και γι’αυτό διάλεξαν να παίξουν με Άγγλο τραγουδιστή. Οι νησιώτες στη μπάλα μπορεί να είναι παντοτινά άμπαλοι, αλλά στη μουσική και συγκεκριμένα στο πανκ νομίζω δεν μπορείς να τους πεις τίποτα.

  1. “War between one”

2 λεπτά και 16 δευτερόλεπτα. Μυρίζει μπαρούτι εξ ορισμού. Αντιπροσωπευτικότατο δείγμα της μεγαλοφυΐας του Sorychta όσον αφορά ενορχήστρωση, μιας και τα κάνει όλα σωστά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αρχή μέση γεμίσματα τέλος, όλα σωστά. Συν τις στιχάρες του Gus, το έλεγα κι εγώ για εμένα κάποτε, πολεμάω με τον εαυτό μου. Και χάνω.

  1. “Portrait of Henry”

Η πεμπτουσία του thrash. Τρως 2 μπουκέτα, ένα στα πλευρά, και ένα στο μεσόφρυδο. Πριν προλάβεις να πάρεις χαμπάρι τι έχει συμβεί, έχεις βγει νοκ άουτ. Σε λιγότερο από ενάμιση λεπτό. Όσο κρατάει και το τραγούδι. Τόσο απλά λιτά και απέριττα.

  1. “Rusty nail”

Το hitάκι του δίσκου. Το καμάρι του “Nemesis”. Το video clip που ξεβλάχεψε πολύ κόσμο. Ίσως το πιο γνωστό τραγούδι των GRIP INC. Με αυτό διαλέξαμε να τιμήσουμε τη μνήμη του Gus Chambers με τους In Memory… στα συναυλιακά μας “μνημόσυνα”. Και πάντα χαίρομαι να βλέπω κόσμο να πορώνεται και να το χαίρεται όταν φτάνει η σειρά του στο set list. Προσωπικό σχόλιο, ίσως από τις κορυφαίες στιγμές του μεγάλου Dave Lombardo. Δεν θα διαφωνούσα με κανέναν αν το είχε στην πρώτη θέση. Εγώ όμως, αντιδραστικός παιδιώθεν, ασημένιο μετάλλιο.

  1. “Pathetic liar”

Vial, crass, gaunt, ashen faced,
Cringing, crawling, hiking in disgrace
Liar!

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσα. Βρήκε κατευθείαν την θέση του στην καρδιά μου και έγινε το αγαπημένο μου τραγούδι από GRIP INC. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να δικαιολογήσω την επιλογή μου. Απλά να αναφέρω, ότι έτσι για την τρολιά της υπόθεσης, παρόλο που η θέση του μπασίστα ήταν ανέκαθεν κάτι σαν session μέλος για την μπάντα, ο Δημιουργός αποφασίζει να ξεκινήσει έτσι ο δίσκος, με ένα θέμα στο μπάσο, και τόσο χαμηλά γραμμένο, πιθανότατα για να σε υποχρεώσει να ανεβάσεις την ένταση για να καταλάβεις αν ξεκίνησε να παίζει το cd, και έπειτα να στα σκάσει όλα στη μάπα. Εγώ ακόμα και τώρα, παρόλο που το έχω ακούσει κάποια εκατομμύρια φορές, πάντα δυναμώνω την ένταση. Και πάντα μου τα σκάει στη μάπα. Ακριβώς όπως την πρώτη φορά, 27 χρόνια πριν.

Μίμης Καναβιτσάδος

GRIP INC – “Nemesis” – Worst to best

0
Grip

Grip

Οι GRIP INC πέτυχαν το πρώτο σκοπό τους, με το μνημειώδες ντεμπούτο “Power of inner strength”. Να στρέψουν τα βλέμματα επάνω τους αφενός (αυτό, αρκούσε η παρουσία του Dave Lombardo στη πρώτη του μπάντα εκτός SLAYER για να γίνει, φυσικά), αφετέρου δε να εντυπωσιάσουν με την δική τους, ολόφρεσκη πρόταση του thrash μιας νέας εποχής. Ένα αμάλγαμα γκρούβας, πειραματισμών με άλλες μουσικές και άλλου τύπου εισαγωγές και ιντερλούδια, αλλά με μια ατόφια thrash βάση, που θα τους έκανε ένα από τα πιο σημαντικά και απαραίτητα metal συγκροτήματα της δεκαετίας. Έτσι απλά.

Ο δεύτερος σκοπός είναι απλός, θεωρητικά. Να αποδείξουν πως δεν είναι ένα απλό πυροτέχνημα. Και το “Nemesis” ΔΙΑΟΛΕ, έρχεται να αποδείξει ακριβώς αυτό. Με μειωμένη διάρκεια, με ακόμα πιο ανοιγμένη τη βεντάλια των επιρροών (περισσότερα επ’ αυτού παρακάτω), με αστείρευτη έμπνευση που τους πηγαίνει μόνο μπροστά, οι GRIP INC, αποδεικνύουν πως “δύο φορές σύμπτωση, παύει να είναι σύμπτωση”, “δεν έτυχε, πέτυχε”. Θαυμάζω τη μουσική χημεία που είχαν τέτοια σχήματα ανά τα έτη, που μπορούσαν με το οτιδήποτε να δημιουργήσουν μαγεία. Και ας ήταν βάναυση και τσιτωμένη στη περίπτωση μας! Αυτά μας αρέσουν, άλλωστε!

Και τώρα, αφού είπαμε όσα μας αρέσουν, πάμε σε αυτά που δεν μας αρέσουν και τόσο. Την άτυπη κατάταξη του υλικού του!

TheNemesiscountdown

11) “Descending darkness” (2.04):
Φυσική συνέχεια του θέματος που έπαιζε στο φινάλε του “Empress (of rancor)” ο Lombardo, εδώ έχουμε ένα υπέροχα ατμοσφαιρικό ιντερλούδιο, με πλήκτρα που κολλάνε φουλ σε αυτή τη μπάντα, δίνοντας ίσως και μια industrial υφή στο δίσκο. Ιδανικό δέσιμο μεταξύ κομματιών, δείχνοντας τις δυναμικές που πρέπει.

10) “Silent stranger” (2.55):
Περίτεχνα θέματα από τον Lombardo, σε ένα κομμάτι που είναι ενδεικτικό του ύφους της μπάντας, με το μπάσο στη μέση να αναπνέει, δείχνοντας πόσο μα πόσο σημαντικό όργανο μπορεί να γίνει σε μια μπάντα, ειδικά όταν αυτή γκρουβάρει όπως οι GRIP INC.

9) “Myth or man” (3.44):
Ενώ ξεκινάει με κλασσική μελωδία GRIP INC και γκρουβάτο χτίσιμο το κομμάτι αυτό, στο μεσαίο μέρος τρελαίνεται και κάνει ό,τι θέλει με το ρυθμό ο Lombardo, σε ένα σημείο που κοιτάζει πίσω στις Λατινοαμερικάνικες ρίζες του. Πολλοί λένε και συμφωνώ μαζί τους, πως ο Κουβανός της καρδιάς μας, τα καλύτερα του τύμπανα τα έχει παίξει εδώ (δηλαδή εκτός SLAYER). Κομμάτια σαν αυτό (και δίσκοι σαν αυτόν), είναι ισχυρό επιχείρημα.

8) “The summoning” (4.28):
Εδώ οι GRIP INC. γίνονται ατμοσφαιρικοί, ενώ το riffing του κομματιού είναι ογκώδες και γκρουβάτο κατά κύριο λόγο, στην αρχή έχεις ατμοσφαιρικό riff με εφέ, ενδιάμεσα έχεις έναν πιο ψιθυριστό Gus Chambers να σιγοντάρεται από πλήκτρα που παραπέμπουν σε άλλες μπάντες έτσι όπως χρησιμοποιούνται. Μπάντες, σαν αυτές που έκανε παραγωγή ο κύριος Sorychta στη δεκαετία που εξετάζουμε. Ο πειραματισμός ο σωστός, που δένει το γλυκό!

7) “Code of silence” (6.03):
Από τις πλέον διαφορετικές συνθέσεις εδώ μέσα και από τις καλύτερες συνολικά. Το μεγαλύτερο κομμάτι σε διάρκεια του δίσκου, απλωμένο, με χώρο για όλα τα όργανα να αναπνεύσουν, αλλά και με τη περισσότερη και πιο έντονη ατμόσφαιρα. Οι κιθάρες στα μη παραμορφωμένα σημεία μου φέρνουν μέχρι και post-punk στο μυαλό. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο φινάλε για τέτοιο δίσκο διαμάντι.

6) “War between one” (2.17): Ένα κομμάτι σκέτος πόλεμος! Η μπάντα ξαμολημένη να πάρει scalp, με έναν τραγουδιστή που σε κάτι τέτοια κομμάτια – σφηνάκια, είναι πραγματικά στο στοιχείο του, προερχόμενος από hardcore punk υπόβαθρο. Ζηλεύω, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΖΗΛΕΥΩ, όποιον στο κόσμο τα είχε ακούσει ζωντανά τέτοια κομμάτια και έζησε να το διηγηθεί!

5) “Scream at the sky” (4.47):
Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, με την ύπουλη μελωδία του Waldemar Sorychta, να οδηγεί και να στοιχειώνει τον ακροατή, ενώ η μπάντα παραδίδει μαθήματα χτισίματος ατμόσφαιρας, γύρω από επαναλαμβανόμενα μοτίβα, χωρίς να γίνεται επ’ ουδενί βαρετή. Απεναντίας, ο Chambers ωρύεται προς τους ουρανούς και εσύ μαζί του!

4) “Portrait of Henry” (1.30): Τα γκάζια έρχονται, σε ένα ολέθριο κομμάτι – σφηνάκι, που ακόμα και αυτό, είναι σεμιναριακού χαρακτήρα. Με οδηγό ένα τρομερά εθιστικό μοντέρνο thrash riff, που είναι ό,τι πρέπει για να διαλύσεις συναυλιακούς χώρους. Το σπάσιμο ρυθμού στα κουπλέ, δίνει έτι περαιτέρω διαπιστευτήρια της κλάσης αυτού του συγκροτήματος.

3) “Empress (of Rancor)” (3.36): Κομμάτι κατηγορίας “λιοντάρι σε κλουβί”. Ξεσπάει αλλά με γκρουβάτο τρόπο, δίνοντας χώρο στον Dave Lombardo, να μαγέψει με τα θέματα του. Ανάπτυξη για μάθημα δυναμικών, μια riff-άρα που διαλύει το σβέρκο με τρομακτική ακρίβεια, τι άλλο να ζητήσει κανείς;

2) “Pathetic liar” (3.04): Με το καλημέρα σας, η γκρούβα των GRIP INC, σε χτυπάει στα μούτρα, με έναν Gus Chambers να γρυλλίζει τους στίχους μέσα στα νεύρα. Το μικρό ατμοσφαιρικό break εκεί που δεν το περιμένεις σαν πρόλογος για το solo, προσθέτει ακόμα περισσότερο την φύση της μπάντας. Ο δε Κουβανός της καρδιάς μας, ζεσταίνει το πολυβόλο που αποκαλεί drumkit!

1) “Rusty nail” (3.25): ΜΕΓΑΛΟΣ ύμνος, από τους μεγαλύτερους που έχουν γράψει οι GRIP INC. Το riff με τις αρμονικές που σπάει το σβέρκο στη μέση, το ρεφρέν που είναι από τα πιο τραγουδιστά του Chambers (θα το ανέπτυσσε περισσότερο σαν δεξιότητα στα επόμενα άλμπουμ). Χώρια που εδώ, μιλάμε για το video clip της μπάντας μέσα από εκείνον το δίσκο. Οπότε έτι μεγαλύτερης σημασίας μια και αποτέλεσε κομμάτι γνωριμίας για πολύ κόσμο.

Το “Nemesis” μας έφερε για μια και μοναδική φορά τους GRIP INC στο Rockwave της ίδιας χρονιάς (σας ζηλεύω όσους τους είδατε!), οπότε έχουμε ένα δέσιμο παραπάνω με αυτό σαν οπαδοί. Ήταν μόνο η αρχή για τα όσα υπέροχα θα λάμβαναν χώρα στο “Solidify” (1999) και το κύκνειο άσμα “Incorporated” (2004). Πολλές διαφωνίες μπορούν να υπάρξουν ως προς τη σειρά των κομματιών, αλλά καμία ως προς τη ποιότητα, τη σημασία και τη διαχρονικότητα του “Nemesis”. Ξαναβάλτε τον δίσκο να παίξει δυνατά και χαθείτε στις νότες του.

Γιάννης Σαββίδης

GUS G interview 2025

0
Gus
Συμφωνικές Ροκ Μεταμορφώσεις. Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, 19/02/2025
Gus
 

“Once in a livetime”

Μία ακόμη πολύ σπουδαία σελίδα για το ελληνικό heavy metal, γράφτηκε την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου ο Gus G έπαιξε το “Sarabande” του Jon Lord με την Καμεράτα – Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής, έχοντας ως μαέστρο τον Γιώργο Πέτρου. Ο Σάκης Φράγκος, έδωσε το παρόν στην πρώτη πρόβα για εκείνη την εμφάνιση, που αποδείχτηκε πως ήταν μαγική στο τελικό αποτέλεσμα και συνομίλησε με τον διεθνούς φήμης κιθαρίστα για τη σύμπραξη εκείνη, το Rock Hard Festival Greece, το Rock Kommander και την τελευταία συναυλία του Ozzy Osbourne.
Ευχαριστούμε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, για την παραχώρηση του χώρου για την πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Είμαστε με τον Gus G στο φουαγιέ του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, μετά την πρώτη πρόβα, μετά την πρώτη «κρυάδα». Γιατί το λέω «κρυάδα»; Είναι η πρώτη σου φορά στο Μέγαρο. Πως προέκυψε αυτή η φάση, σ’ έναν χώρο όπου έχουν παίξει τεράστιες μορφές της μουσικής;
Αυτή ήταν μία προτροπή του μαέστρου, του Γιώργου Πέτρου, ο οποίος με πλησίασε πριν λίγο καιρό, μου είπε ότι παρακολουθεί την καριέρα μου, την πορεία μου και με προσκάλεσε σ’ αυτήν τη συναυλία, όπου θα παρουσιάσει το “Sarabande” του Jon Lord.

Είχες καμία επαφή με αυτό το άλμπουμ νωρίτερα ή το άλμπουμ του Phillip Glass;
Όχι, δεν τα ήξερα καθόλου τα άλμπουμ και τα άκουσα αφότου μίλησα μαζί του. Είμαι fan του Jon Lord, που τον θεωρώ μουσική ιδιοφυία, είμαι fan των DEEP PURPLE, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να έχω και τα σόλο άλμπουμ του. Μπήκα, άκουσα αυτό το άλμπουμ κι έμεινα άναυδος πραγματικά. Είναι ένα έργο πάρα πολύ αυθεντικό, είναι ένα μεγάλο πάντρεμα διαφορετικών μουσικών κόσμων. Βγήκε το 1975 και μιλάμε για μπαρόκ, για κλασική μουσική, για τζαζ, για rock, για blues. Πολύ πειραματικό άλμπουμ, το οποίο λειτούργησε φοβερά και γι’ αυτό άλλωστε ήθελα να γίνω μέρος αυτού του project.

Ένιωσες τώρα ώριμος και κατασταλαγμένος για να κάνεις το βήμα, να παίξεις στο Μέγαρο; Θεωρείς ότι αν σου είχε γίνει η πρόταση αυτή πριν από 10-15 χρόνια, θα είχες δεχτεί;
Η αλήθεια είναι ότι μου είχε γίνει πρόταση για το Ηρώδειο για μία άλλη συνεργασία, αλλά δεν είχε ευδοκιμήσει, είχε μείνει απλά στις συζητήσεις. Ίσως, πάλι, να μην ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο τότε. Τώρα, έχοντας κάνει όλα αυτά που έχω κάνει στον χώρο το δικό μας, ήταν ένα “bucket list”.

Πιάνεις τις ερωτήσεις μου μία προς μία… Δηλαδή τώρα τικάρεις το κουτάκι «Μέγαρο».
Όχι μόνο το Μέγαρο, αλλά και Συμφωνική Ορχήστρα, που είναι κάτι που δεν έχω κάνει ποτέ.

Μερικές φορές, προκύπτουν και πράγματα που μπορεί να μην τα έχεις καν στο μυαλό σου…
Αυτό, σίγουρα το είχα στο μυαλό μου. Η μουσική είναι απρόβλεπτη πολλές φορές κι αυτό είναι το ωραίο στο ταξίδι της κι έτσι βρίσκομαι εδώ και λαμβάνω μέρος σε όλο αυτό, παρότι μου αρέσει πολύ η κλασική μουσική, αλλά όπως και να ‘χει, έρχομαι από άλλον μουσικό κόσμο.

Πιστεύεις ότι αυτή η εμπειρία που θα ζήσεις, διότι τώρα βρισκόμαστε ακόμα στην πρώτη πρόβα, θα μπορούσε να σε επηρεάσει σε κάποιον δίσκο FIREWIND ή κάποιον σόλο δίσκο;
Ποτέ δεν ξέρεις. Η μουσική είναι απρόβλεπτη και δεν ξέρεις πώς μπορεί να εξελιχθεί στο μέλλον. Είμαι σίγουρος ότι θα πάρω κάποιο έναυσμα από αυτή τη συνεργασία. Κάτι θα μου μείνει, κάπως θα με επηρεάσει και θα δούμε τι θα προκύψει.

Το να παίζει σ’ ένα rock συγκρότημα, έχει διαφορετική νοοτροπία. Έχει περισσότερο αυτοσχεδιασμό. Εδώ, όπως είδα και στην πρόβα, διάβαζες παρτιτούρα. Πως είναι αυτή η εμπειρία; Φαντάζομαι θα έχεις πολλά χρόνια να παίξεις έτσι…
Έχω να παίξω από τότε που ήμουν 18-19 χρονών.

Πριν από 10 χρόνια δηλαδή!
Χαχαχαχα! Ακριβώς! Είναι μερικές δεκαετίες πλέον, αλλά είπαμε, είναι ένας διαφορετικός κόσμος με διαφορετικές απαιτήσεις.

Η προετοιμασία και ψυχολογικά και παιχτικά, είναι εντελώς διαφορετική, να υποθέσω…
Βέβαια, βέβαια. Περισσότερο ψυχολογικά, όχι παιχτικά, γιατί το επίπεδό του δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο για μένα. Θα βρίσκομαι σε μία αίθουσα με άλλη μουσική, άλλη νοοτροπία, αλλά αυτό είναι το ωραίο. Είναι μία πρόκληση για εμένα.

Ο Jon Lord είχε δηλώσει κάποτε ότι η κλασική μουσική και το rock, έχουν ένα κοινό σημείο, το πάθος. Το διαπιστώνεις αυτό, παίζοντας τώρα, βλέποντας και το έργο του;
Έχει το πάθος, σίγουρα, ναι. Η κλασική μουσική και το rock, έχουν αρκετά κοινά σημεία, παρότι ο κόσμος βλέπει μία πιο ελεύθερη φόρμα στο rock, αλλά και πάλι έχουν αρκετά κοινά σημεία.

Ξέρεις, διάβαζα το Δελτίο Τύπου και σκεφτόμουν ότι τη δεκαετία του ’90, μία πολύ κοινότυπη ερώτηση ήταν αν το heavy metal είναι η κλασική μουσική του 21ου αιώνα (γέλια).
Και τι απαντούσαν οι μουσικοί;

Πόσο αστείο ή μη, το βλέπεις αυτό; Υπάρχουν τόσοι πολλοί μουσικοί πλέον που έχουν παίξει με συμφωνικές ορχήστρες, έχουν παίξει έργα κλασικής μουσικής. Όχι ότι το heavy metal είναι σαν την κλασική μουσική ή κάτι τέτοιο.
Το heavy metal είναι heavy metal (γέλια).

Πάντως πολύς κόσμος εντυπωσιαζόταν με τέτοιου είδους συμπράξεις, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα…
Κοίτα, αυτό που λέμε «συμφωνικό metal» δεν υπήρχε σαν όρος. Υπήρχε το neoclassical που είχε φέρει ο Malmsteen και είχε επηρεάσει πάρα πολλούς κιθαρίστες. Ήταν ένα εύλογο ερώτημα, διότι πολλοί κιθαρίστες προσπαθούσαν να κάνουν την κιθάρα, βιολί, κατά κάποιο τρόπο.

Μέσα σε πολύ λίγες μέρες είχαμε δύο πολύ σημαντικά και άμεσα sold out, αυτό των SEPTICFLESH στο Ηρώδειο και το δικό σου στο Μέγαρο Μουσικής. Εκτός του ότι και οι δύο συναυλίες ήταν η γέφυρα ανάμεσα στην κλασική μουσική, την ορχήστρα και το heavy metal, θέλω να το πάω αλλού. Πιστεύεις ότι αρχίζει να αλλάζει αυτό το στερεότυπο του χεβιμεταλλά του άπλυτου, του αναρχικού κτλ;
Δεν ξέρω αν συμβαίνει αυτό, αλλά είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στο να συμβεί κάτι τέτοιο, να αλλάξει δηλαδή αυτή η νοοτροπία στην Ελλάδα. Δεν θέλω να αναφερθώ ονομαστικά σε εφημερίδες, αλλά ανέκαθεν, όποτε έδινα συνεντεύξεις εκτός του σιναφιού μου, πάντα οι τίτλοι ήταν «ο μεταλλάς από την Καλαμαριά», «ένας μεταλλάς στο Μέγαρο». Υπάρχει άγνοια και σκοταδισμός ακόμα έξω από τη δική μας τη φούσκα. Διότι είμαστε στη φούσκα μας, είμαστε στην κοσμάρα μας και γουστάρουμε κιόλας, αλλά θα έπρεπε να μας νοιάζει και πολύ; Δεν ξέρω… Εμένα, ποτέ δεν μ’ ένοιαζε αυτό. Αυτοί που γνωρίζουν, γνωρίζουν. Βέβαια, γνωρίζουν κι άλλοι, εκτός του χώρου μας. Θέλω να πω, όμως, ότι τέτοια events, όπως αυτό που κάνουμε με την Καμεράτα ή αυτό με τους SEPTICFLESH, είναι πρωτόγνωρα για την Ελλάδα. Μπορεί ο Jon Lord να τα έκανε το 1969 στο Royal Albert Hall, αλλά για την Ελλάδα τα πράγματα είναι διαφορετικά κι αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ. Κακό δεν είναι, σίγουρα.

Όπως κακό δεν είναι σίγουρα που σε λίγες μέρες θα εμφανιστεί και πάλι στη σκηνή ο Ozzy, οι BLACK SABBATH στην ίσως, μεγαλύτερη heavy metal συναυλία όλων των εποχών. Έχοντας παίξει με τον Ozzy, «ζήλεψες» καθόλου, που γίνεται σε μία περίοδο που δεν είσαι εσύ στη μπάντα του, ας πούμε; Πως το βλέπεις γενικώς όλο αυτό;
Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι ζήλεψα, αφού για μένα το κεφάλαιο Ozzy, έχει κλείσει εδώ κι 6-7 χρόνια, αλλά χαίρομαι για εκείνον, που πήρε την απόφαση να βγει για μία ακόμη φορά στη σκηνή, να χαιρετίσει τους οπαδούς του. Και να ξέρεις, αυτό σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής. Τελειώνει. Αυτοί, φεύγουν. Οι BLACK SABBATH έκαναν τη farewell περιοδεία τους, ο Ozzy δεν πρόλαβε να αποχαιρετίσει, αφού είχε αυτό το ατύχημα. Είμαι σίγουρος ότι ο κόσμος πάει απλά να τους δει να παίζουν 2-3 κομμάτια. Δεν θέλει παραπάνω. Χαίρομαι πολύ που το κάνει αυτό, γιατί πρέπει να είσαι πολύ δυνατός να ανεβείς εκεί πάνω να το κάνεις στην κατάστασή του. Όπως επίσης και για τον Bill Ward, που και αυτός είχε προβλήματα υγείας κι έχει να παίξει πάρα πολλά χρόνια.

Ίσως είναι κι ένας τρόπος να κλείσει το κεφάλαιο SABBATH, ακόμα καλύτερα απ’ ότι πριν, με τον Bill Ward στις τάξεις τους.
Σίγουρα. Εφόσον είναι μαζί μας, ζωντανοί, θα έπρεπε να βγουν μία τελευταία φορά.

Πάμε σε κάτι διαφορετικό. Αυτόν τον μήνα, έχεις κάνει “take over” το Rock Kommander, το video game που είσαι μέρος του.
Μου άρεσε πολύ η συνεργασία με το Rock Kommander, είναι και η πρώτη φορά που είδα τον εαυτό μου avatar σε video παιχνίδι. Είχαμε κάνει ένα κόμικ παλαιότερα, αλλά σε mobile video game, είναι η πρώτη φορά. Ήταν μία ωραία ευκαιρία και για εμένα. Είναι ένα παιχνίδι που φτιάχνεις τη δική σου μπάντα και μπορείς να με πάρεις στη μπάντα σου ώστε να κερδίσεις τα Battle of the Bands, να προχωρήσεις, να κερδίσεις δώρα κτλ. Έχει πολύ πλάκα.

Αν δεν μπορείς να πάρεις τον πραγματικό Gus στη μπάντα σου, πάρτον virtual! Χαχαχα!
Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα να με πάρω στο παιχνίδι (γιατί είμαι και άσχετος με τέτοιου είδους παιχνίδια) και τα κατάφερα. Καλός ήμουν! Χαχαχα! Αλλά δεν σκαμπάζω και πάρα πολλά. Μου είναι πιο εύκολο να παίξω κανονική κιθάρα, παρά στο παιχνίδι! Χαχαχα!

Έχουμε όμως και το Rock Hard Festival Greece!
Συγχαρητήρια κιόλας.

Είναι μεγάλη μας τιμή που θα παίξεις. Θέλουμε να κάνουμε πράγματα που θα είναι μοναδικά και μας προσφέρεις κάτι πραγματικά μοναδικό, που θα ήθελα να πούμε λιγάκι στον κόσμο τι θα είναι, χωρίς να πούμε ονόματα (αυτό θα γίνει όταν πρέπει). Πες μας όμως λίγο το concept πίσω από το Gus G & friends.
Η ιδέα ήταν να κάνουμε ένα πιο special live για το ελληνικό κοινό και το κοινό του Rock Hard Festival Greece και το βαφτίσαμε Gus G & friends. Το setlist θα είναι πιο μοναδικό, εννοείται όμως ότι θα περιλαμβάνει τη δική μου μουσική, κάποιες διασκευές, κάποιες συνεργασίες με άλλους μουσικούς επί σκηνής. Είναι λίγο νωρίς να ανακοινώσουμε ονόματα, αλλά υπάρχουν πολλές ωραίες ιδέες, αλλά θα είναι κάτι που θα γίνει μόνο εδώ και για πρώτη φορά. Νομίζω ότι πρώτη φορά θα κάνω κάτι τέτοιο με τόσους πολλούς καλεσμένους. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον και θέλω να ετοιμάσω κάτι πολύ special για το φεστιβάλ.

Να πούμε ότι συζητάμε πολύ για τα ονόματα…
Ναι, υπάρχει αρκετό brainstorming αυτές τις μέρες…

…το οποίο όταν καταλαγιάσει και τούτο εδώ με το Μέγαρο και ηρεμήσεις λίγο, θα μιλήσουμε λίγο περισσότερο. Όπως και να έχει, ας μείνετε λίγο συντονισμένοι, γιατί νομίζω ότι τα ονόματα που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα και θα αξίζει τον κόπο να έρθει κάποιος στην Τεχνόπολη.
Ναι, ναι, υπάρχει ωραίο line-up κι αυτό το one-off με τους CANDLEMASS με τον Messiah και είμαι σίγουρος ότι ετοιμάζετε πολύ ωραία πράγματα. Και το venue επίσης είναι πολύ ωραίο, η Τεχνόπολη, έχουμε παίξει στο παρελθόν και το ξέρουμε.

Φέτος θα είναι χρονιά Gus G;
Έτσι φαίνεται. Θα παίξουμε 5-6 φεστιβάλ το καλακαίρι, αλλά αυτό θα είναι, γιατί θέλω να κάτσω να γράψω το επόμενο άλμπουμ μας. Οπότε θα κάνω και σόλο φεστιβάλ και το show στο Rock Hard Festival Greece και τον Οκτώβριο θα ακολουθήσει η περιοδεία με τον Ronnie Romero.

Ευχαριστούμε πολύ!
Εγώ ευχαριστώ.

Σάκης Φράγκος
Κάμερα/editing: Έλενα Βασιλάκη
Live photos: ©akriviadis

A day to remember… 24/2 [LED ZEPPELIN]

0
Zeppelin

Zeppelin

ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Physical graffiti” – LED ZEPPELIN
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1975
ΕΤΑΙΡΙΑ: Swan Song/Atlantic
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Jimmy Page
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Robert Plant
Κιθάρες – Jimmy Page
Mπάσο/πλήκτρα – John Paul Jones
Τύμπανα – John Bonham

29 Ιουλίου 1973 και οι συναυλιακές υποχρεώσεις για το πέμπτο άλμπουμ των LED ZEPPELIN, “Houses of the Holy” (1973), έφτασαν στο τέλος τους. Αυτή η βραδιά, στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, ήταν η τελευταία από τις τρεις μεγαλειώδεις sold out εμφανίσεις του συγκροτήματος εκεί, οι οποίες βιντεοσκοπήθηκαν και ηχογραφήθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την ταινία και το live άλμπουμ “The song remains the same”, τρία χρόνια αργότερα (1976).

Τον Μάϊο του 1974, οι ZEPPELIN πήγαν το παιχνίδι τους ένα επίπεδο παραπάνω, ιδρύοντας την δική τους δισκογραφική εταιρεία, με το όνομα “Swan Song”. Το όνομα “Swan Song” προήλθε από ένα φιλόδοξο, εικοσάλεπτο κομμάτι του κιθαρίστα Jimmy Page, το οποίο δεν βρήκε τον δρόμο του σε κάποια κυκλοφορία της μπάντας.

Η ιδέα ήταν – ποιου άλλου; – του δαιμόνιου manager τους Peter Grant και το γενικότερο concept ήταν, πέρα από περαιτέρω έλεγχο των δικών τους κυκλοφοριών, να λειτουργήσουν ως μία τύπου “boutique” εταιρεία που θα αναδείκνυε έργο καλλιτεχνών στους οποίους έβλεπαν κάτι αξιόλογο και όχι απαραίτητα κάτι «εμπορικό», καθώς και να τους απαλλάξει από τις διαδικαστικές αγγαρείες που είχαν και οι ίδιοι υποστεί στην μέχρι τότε πορεία τους. Την διανομή θα αναλάμβανε η Atlantic, που δέχτηκε την συμμετοχή της Swan Song στο δίκτυο της, μετά την λήξη της πρώτης φάσης της συνεργασίας με τους ZEPPELIN. Βέβαια, να πούμε πως δεν ήταν εντελώς τυχαίο όταν το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε η εταιρεία, το ομώνυμο ντεμπούτο ενός…νέου συγκροτήματος με το όνομα BAD COMPANY, εκπλήρωσε την διπλή αποστολή της καλλιτεχνικής και της εμπορικής επιτυχίας, φτάνοντας στο νο.1 και στο νο. 3 των αμερικανικών και βρετανικών charts, αντίστοιχα!

Αυτό που ίσως δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι το “Houses of the Holy” ίσως να ήταν όντως το κύκνειο άσμα των LED ZEPPELIN. Λίγο καιρό μετά την αναδιοργάνωσή τους, για τους σκοπούς του επερχόμενου άλμπουμ, ο μπασίστας John Paul Jones προσέγγισε τον Grant για να του πει ότι δεν άντεχε άλλο την εξοντωτική ζωή των περιοδειών, είχε επαναξιολογήσει τις προτεραιότητες του και σκεφτόταν να φύγει από το συγκρότημα για να γίνει ο μαέστρος της χορωδίας του Καθεδρικού του Winchester! Ήταν ένας ιδιοφυής μουσικός και οικογενειάρχης που δεν ήθελε να χάσει άλλο χρόνο μακριά από την σύζυγο του και τις δύο του κόρες, (κάτι που υποδύεται και στην αλληγορική ιστορία του στην ταινία “The song remains the same” που αναφέραμε παραπάνω). Η κατάσταση είχε γίνει πολύ αγχωτική για τον Jones. Όλη αυτή η επικοινωνία έγινε μυστικά από όλους, πλην του Page.

Μη διακόπτοντας τις υπόλοιπες προεργασίες τους για το νέο άλμπουμ που είχαν στα σκαριά, η ομάδα των LED ZEPPELIN προσέγγισε τον Ron Nevison. O Nevison είναι Αμερικάνος ηχολήπτης και παραγωγός. Ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως μηχανικός ήχου στο “Quadrophenia” των WHO και στο ντεμπούτο των BAD COMPANY. Η πρώτη του δουλειά ως παραγωγός έγινε στο “Nightlife” (1974) των THIN LIZZY και ακολούθησε η αγαπημένη μου δουλειά από το ρεπερτόριο του, το “Lights out” (1977) των UFO. Έκτοτε, δούλεψε σε πολλά αγαπημένα μου άλμπουμ, ωστόσο, εκείνη την εποχή, κλήθηκε από τους LED ZEPPELIN να εργαστεί πάνω στο έκτο τους άλμπουμ ως μηχανικός ήχου, φέρνοντας μαζί του το Mobile Studio του Ronnie Lane (μπασίστα των SMALL FACES), πρακτικά ένα τροχόσπιτο διαμορφωμένο ως στούντιο, παρόμοιο με το περίφημο αντίστοιχο των ROLLING STONES. Τελικός προορισμός του Nevison; Το γνωστό και μη εξαιρετέο Headley Grange.

Οι ZEPPELIN το είχαν ανακαλύψει μέσω της γραμματέως τους, η οποία, διαβάζοντας το περιοδικό “The Lady”, είδε μία αγγελία που έλεγε ότι το Headley Grange ήταν προς ενοικίαση. Μέρη των άλμπουμ “III”, “IV” και “Houses of the Holy” ηχογραφήθηκαν εκεί, καθώς ο Page, ως παραγωγός, ήταν ικανοποιημένος με τον χώρο. Άλλωστε πριν πάνε οι ZEPPELIN εκείνη την περίοδο εκεί, ένα άλλο αγγλικό συγκρότημα έγραφε υλικό για το δικό του έκτο άλμπουμ…κάποιοι GENESIS, για έναν διπλό δίσκο με τον περίεργο τίτλο για αρνιά που ξαπλώνουν στο Broadway!

Με τον Jones να απουσιάζει από τις πρόβες, οι υπόλοιποι ZEPPELIN έφυγαν από το Headley, πριν καλά-καλά εγκατασταθούν πλήρως εκεί. Το ίδιο ετοιμαζόταν να κάνει και ο Nevison με το αυτοκινούμενο studio του, διότι είχε υποσχεθεί στον Pete Townshend των WHO να πάει και να βοηθήσει στην ταινία του “Tommy”. Όταν το ανακοίνωσε στους ZEPPELIN τα άκουσε κανονικά από τους Page, Plant και Bonham (κυρίως) ενώ δύο μέτρα και 136 κιλά Peter Grant, του ζήτησαν ευγενικά να κάτσει στα αυγά του και να μην φύγει, αλλά να δουλέψει στο ντεμπούτο του πρώτου συγκροτήματος της Swan Song, των BAD COMPANY. Δεν τον χάλασε, αν μη τι άλλο, μιας και το όνομα του μπήκε σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας. Και ο Jones επέστρεψε τελικά!

Με την κατάσταση να εξομαλύνεται, ο Page έφερε τις πρώτες ιδέες του στο τραπέζι, τρία δοκιμαστικά για αυτά που θα εξελισσόντουσαν στους τίτλους “In the light”, “Ten years gone” και “The Wanton song”, ενώ είχε στα χέρια του και το προαναφερθέν, επικών διαστάσεων ορχηστρικό κομμάτι, “Swan song”. Ο τραγουδιστής και στιχουργός του συγκροτήματος Robert Plant είχε φέρει μερικά στιχάκια, που έγραφε κατά τις οικογενειακές του διακοπές στο Μαρόκο το 1973. Στην συνέχεια, προστέθηκαν και κάποια άλλα κομμάτια, τα “In my time of dying”, “Trampled under foot”, “Custard pie” και “Sick again”.

Η φάση του Headley Grange τελείωσε και μαζί και οι καφρίλες των ZEPPELIN, οι οποίοι, σύμφωνα με τον μηχανικό ήχου Benji LeFevre, ανέβαζαν ζώα από φάρμες, στον πρώτο όροφο, και άναβαν φωτοβολίδες. Κι όλα αυτά με μυστηριώδεις τύπους να μπαινοβγαίνουν στον χώρο, τουλάχιστον όπως καταγραφόταν στα ημερολόγια του στούντιο, οι οποίοι μετέφεραν «βελτιωτικά απόδοσης», κατά πάσα πιθανότητα.

Ο Page με τον ηχολήπτη Keith Harwood, που είχε συνεργαστεί με τους ZEPPELIN στο “Houses of the Holy”, μετέβησαν στα Olympic Studios για να ολοκληρώσουν την πρώτη ομάδα τραγουδιών του νέου άλμπουμ. Το υλικό που ετοίμασαν οι δυο τους εκτεινόταν σε τρεις πλευρές βινυλίου. Μην θέλοντας να αφήσουν κάτι από έξω, αποφάσισαν να συμπληρώσουν τέσσερις πλευρές. Έτσι χρησιμοποίησαν διάφορες ανέκδοτες ηχογραφήσεις από παλιότερα sessions. Ανασύρθηκαν από τα αρχεία το ακουστικό instrumental “Bron-Yr-Aur” από την εποχή του “III”, τα “Night Flight”, “Boogie with Stu” και “Down by the seaside” εποχής “IV” και από τα sessions του “Houses of the Holy” το “The Rover”, καθώς και τα “Houses of the Holy” (που δεν μπήκε στο ομώνυμο άλμπουμ!), και “Black Country woman”. Οι Zeppelin φάνηκαν πρόθυμοι να ηχογραφήσουν ένα διπλό άλμπουμ καθώς αυτό θεωρούνταν ως η πλέον καθοριστική καλλιτεχνική δήλωση της εποχής. Μετά από δουλειές όπως το “White album” των Beatles, το “Exile on Main Street” των Rolling Stones, το “Blonde on blonde” του Bob Dylan και το “Quadrophenia” των WHO, ήταν φυσικό για τους ZEPPELIN να προσπαθήσουν να πράξουν το ίδιο.

H πρώτη πλευρά αποτελείται από τα “Custard Pie”, “The Rover” και το 11λεπτο “In my time of dying”. Το εναρκτήριο κομμάτι παρουσιάζει τo γευστικό επιδόρπιο (φανταστείτε τύπου γαλακτομπούρεκο, γαλατόπιτα, μπουγάτσα με κρέμα κλπ.) ως αλληγορία για το γυναικείο γεννητικό όργανο (καθόλου περίεργο). Ο Plant πίστευε πως το “Custard pie” ακούγεται ημιτελές και οι ZEPPELIN δεν το έπαιξαν live, εκτός από την μικρή ανεπίσημη επανασύνδεση τους το 1990 στον γάμο του γιου του John Bonham, Jason. Βασίστηκε σε μπλουζ τραγούδια όπως το “I want some of your pie” του Blind Boy Fuller και το “Custard pie blues” του Brown McGhee.

Στο “The Rover” νομίζω πως έχουμε το πιο χαρακτηριστικό ZEPPELIN rock hit, που είχε ξεκινήσει το 1970 στο Bron-Yr-Aur της Ουαλίας και 3 χρόνια μετά ηχογραφήθηκε σαν μία πολύ άγαρμπη ακουστική εκτέλεση. Το κομμάτι αναζωογονήθηκε για το νέο άλμπουμ, με αποτέλεσμα να γίνει ένα από τα δυνατότερα τους τραγούδια και αγαπημένο των Page και Plant (και δικό μου). Ο Page παρομοίασε την δυναμική του “The Rover” με το “Rumble” του Link Wray.

Το “In my time of dying”, το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του άλμπουμ, βασίστηκε πάνω σε ένα παλιότερο gospel κομμάτι του μπλουζίστα Blind Willie Johnson (1928), το “Jesus, make up my dying bed”,  το οποίο διασκεύασε και ο Bob Dylan στο ντεμπούτο του (1962). Οι ZEPPELIN στα credits αναφέρουν, ως είθιστο… μόνο τους εαυτούς τους. Η ενορχήστρωση εδώ έγινε από τον Bonham (!) που καθοδήγησε τους υπόλοιπους μέσα από 11 λεπτά σταμάτημα/ξεκίνημα. Στο τέλος του τραγουδιού του ξεφεύγει ένας βήχας, που το αναφέρει και ο Plant (“…cough”) με τους υπόλοιπους να γελάνε. Στη συνέχεια, ο Bonham λέει “Αυτό πρέπει να είναι [η τελική ηχογράφηση], έτσι δεν είναι;”, ότι, δηλαδή, ήταν η καλύτερη λήψη. Αυτά έμειναν στο άλμπουμ για να ξέρουν οι fans ότι οι LED ZEPPELIN φρόντιζαν τις ηχογραφήσεις τους.

Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το title track του … προηγούμενου άλμπουμ, “Houses of the Holy”, που αναφερόταν στους χώρους όπου είχε εμφανιστεί ζωντανά το συγκρότημα. Ακολουθεί ένα από τα πιο funky τραγούδια τους, το “Trampled under foot”, όπου το αρμόνιο του John Paul Jones φέρνει έντονα στο μυαλό το “Superstition” (1972) του Stevie Wonder, ενώ οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από το “Terraplane blues” (1936) του Robert Johnson. Αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους fans, που παίχτηκε σε όλες τις περιοδείες των ZEPPELIN έκτοτε, ενώ το 2012, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ακούστηκε στο πλαίσιο μίας επιλεγμένης playlist. Ήταν και το μοναδικό single από αυτή την κυκλοφορία, με b-side το “Black Country woman” και μέχρι σήμερα είναι, μάλλον το τραγούδι με το περισσότερο airplay και ένα από τα αγαπημένα του Plant.

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω (και τα επόμενα) τραγούδια του άλμπουμ, ωχριούν μπροστά στο μεγαλείο του μυστηριακού saga, του “Kashmir”, που είχε αρχικό τίτλο “Driving to Kashmir”. Αραβικές κλίμακες από τον Page, εικόνες από το ταξίδι του Plant στην Βόρεια Αφρική (ταξιδεύοντας μας νοητά μέχρι το άλλο άκρο του μεσαιωνικού μουσουλμανικού κόσμου, στο Κασμίρ, στα σύνορα Ινδίας-Πακιστάν, θέλοντας να αποτυπώσει την αίσθηση ενός road trip), τρομακτική ακρίβεια του Bonham και μία ιδιοφυής ενορχήστρωση από τον Jones. O Page εμπνεύστηκε από τα ινδικά μάντρα και έφερε Ινδούς μουσικούς με τους οποίους είχε γνωριστεί όταν αυτός και ο Plant επισκέφτηκαν την Βομβάη το 1972. Με τον Jones καθοδήγησαν ως μαέστροι session μουσικούς για τα ορχηστρικά μέρη.

Δύσκολο να ακολουθήσεις αυτό το άσμα ασμάτων με το δεύτερο βινύλιο. Κάτι πάει να γίνει με το “In the light”, που είχε ως αρχικό τίτλο “In the morning” (και παλιότερα, “Take Me Home”). Αγαπημένο του Plant και γραμμένο κυρίως από τον Jones, το “In the light” δεν παίχτηκε ποτέ live. Μία πιο βελτιωμένη έκδοση, με τίτλο “Everybody makes it through” υπάρχει στην πολυτελή επανέκδοση του άλμπουμ. Εδώ ο Page παίζει με το δοξάρι την κιθάρα του. Το επόμενο κομμάτι, “Bron-Yr-Aur” λειτουργεί σαν μία folk, χαλαρωτική γέφυρα, με την ακουστική κιθάρα του Page να ζωγραφίζει. Γραμμένο από την εποχή του “III”, στο ομώνυμο αγρόκτημα της Ουαλίας, είναι το πιο σύντομο τους κομμάτι, με διάρκεια μόνο 2:06. Ίσως κάποιοι από εσάς να το αναγνωρίσετε στην διαδρομή των ZEPPELIN μέσα από την Νέα Υόρκη, στην ταινία “The song remains the same”. Το επόμενο “Down by the seaside” έρχεται επίσης από προηγούμενα sessions, που ξεκίνησε ως ένα ακουστικό track για το “IV”, με επιρροές από Neil Young και συγκεκριμένα από το τραγούδι “Down by the river”. Η τρίτη πλευρά κλείνει με την όμορφη μπαλάντα “Ten years gone”, από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ, όπου ο Plant μιλάει για μία παλιά του σχέση, που τον έβαλε να διαλέξει ανάμεσα σε αυτή ή την μουσική του. Στην live εκτέλεση του τραγουδιού, ο Jones έπαιζε μία τριπλή (!) κιθάρα με μαντολίνο, εξάχορδη και δωδεκάχορδη κιθάρα, ενώ ταυτόχρονα έπαιζε μπάσο με…πετάλια!

Στην τελική ευθεία για το κλείσιμο, έχουμε το “Night flight”, επίσης από τα sessions του “IV”, γράφτηκε από τον Jones, με τον Plant να εμπνέεται από ένα πρωτοσέλιδο που έγραφε «Δοκιμή από απειλή πυρηνικής βλάβης» και μιλάει για κάποιον που την κοπανάει από την στρατολόγηση του Βιετνάμ για ένα ταξίδι στο άγνωστο. Επίσης, ακούμε το “Wanton song”, που παρέμενε για πάντα μία εκκρεμότητα στο μυαλό του Plant, καθώς ένιωθε ότι ήταν ημιτελές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ένα εξαιρετικό hard rock τραγούδι.

Το “Boogie with Stu” έχει μία ενδιαφέρουσα ιστορία, και αφορά τους ZEPPELIN και τους ROLLING STONES, που είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν, σε επίπεδο. O Ian Stewart, που έπαιζε πλήκτρα στους ROLLING STONES (εκτός από το ότι ήταν ο road manager τους), βρέθηκε να παίζει σε ένα session με τον Jimmy Page, στο ίδιο session που ηχογραφήθηκε το “Rock and Roll” από το “IV”. Από εκεί προέκυψε το εν λόγω κομμάτι, που ουσιαστικά ήταν μία παραλλαγή του “Ooh My Head” από τον μακαρίτη Ritchie Valens, που με την σειρά του ήταν μία άλλη εκδοχή στο ομώνυμο τραγούδι του Little Richard. Οι ZEPPELIN δεν έδωσαν credit ούτε στον Valens ούτε στον συνέταιρο και manager του Bob Keane. O τελευταίος τους κατήγγειλε, λόγω του ότι ο Plant ταυτίστηκε κάπως στιχουργικά και η μισή αποζημίωση πήγε στην μητέρα του Valens. Μάλλον πρόκειται για το πιο “filler” τραγούδι του άλμπουμ.

Το “Black Country woman” (αρχικός τίτλος “ Never ending doubting woman blues”) είχε ηχογραφηθεί δύο χρόνια πριν για το “Houses of the Holy”, στο εξοχικό του Mick Jagger, Stargroves και κάπου ακούγεται ένα αεροπλάνο να περνάει από πάνω, που ο Plant ζήτησε να το κρατήσουν για το εφέ. Μιλάει για μία μοιχαλίδα που προέρχεται από την περιοχή καταγωγής των Plant και Bonham, την “Black Country” που είναι στα Δυτικά Midlands και πήρε το όνομα της από την βαριά βιομηχανία που αναπτύχθηκε στην περιοχή. Κάτι το οποίο έριχνε λάδι στη φωτιά, αναφορικά με τις φήμες που ήθελαν τον Plant να έχει συνάψει εξωσυζυγική σχέση με την αδελφή της συζύγου του, φήμες που κρατούσαν από πριν, διότι ο ξανθός θεός είχε σχέση μαζί της πριν παντρευτεί. Και την παντρεύτηκε μετά που χώρισε την αδελφή της! Όπως λέει και το τραγούδι “That’s alright, I know your sisters, too”. Μάλλον η Maureen Plant δεν άκουγε την μουσική του άντρα της, αλλιώς θα το είχε πιάσει το υπονοούμενο! Το άλμπουμ κλείνει με το “Sick again”, ένα τραγούδι που περιγράφει τις εμπειρίες των Page και Plant κατά την συνάντηση τους με πολύ (όντως) νεαρές groupies του συγκροτήματος στην τελευταία τους περιοδεία, με μία δόση οίκτου για αυτές (και καλά). Μάλλον εμμέσως αναφερόταν και στην ανήλικη Lori Maddox, γνωστή groupie της εποχής και συνοδό του Page (“One day soon you’re gonna reach sixteen”).

Όλα ήταν έτοιμα από την 29η Νοέμβρη 1974 για την κυκλοφορία του “Physical graffiti”, όπως θα ονομαζόταν το νέο διπλό άλμπουμ. O Page πρότεινε το όνομα, θέλοντας να επισημάνει την ενέργεια που κατέβαλε το συγκρότημα για να παράγει αυτή την δουλειά, με το “physical graffiti” να απαντάται ως όρος για τεράστιους γεωγραφικούς σχηματισμούς (π.χ. οροσειρές, πεδιάδες, οροπέδια κλπ.). Είναι το αγαπημένο άλμπουμ του Robert Plant. Κυκλοφόρησε ως το μοναδικό τους διπλό άλμπουμ και το πρώτο από την δική τους εταιρεία (Swan Song) τον Φλεβάρη του 1975, πριν 47 χρόνια. Σημειώνεται πως ότι ξέμεινε από τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ πήγε κατευθείαν στο “Coda” (1982).

Νοέμβρης του 1974 και οι ZEPPELIN λογάριαζαν χωρίς τον … ξενοδόχο, που ήταν ο γραφίστας Peter Corriston. Πιστοί στην επιθυμία τους για ένα χαρακτηριστικό εξώφυλλο και θέλοντας να συνδυάσουν τα κινούμενα μέρη με φωτογραφία, όπως στο “III”, οι ZEPPELIN δεν θα συμβιβαζόντουσαν με τίποτα λιγότερο από το εξαιρετικό. Ο Corriston βάλθηκε να ψάχνει για να βρει το ιδανικό κτίριο να φωτογραφήσει, ένα κτίριο συμμετρικό με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, που θα είχε απρόσκοπτη πρόσοψη και θα ταίριαζε στο τετράγωνο εξώφυλλο του άλμπουμ. Στη συνέχεια σκέφτηκε το υπόλοιπο εξώφυλλο με βάση τους ανθρώπους που μετακινούνται μέσα και έξω από την κατοικία, με διάφορα εσώφυλλα που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν κάτω από το εξώφυλλο και να γεμίσουν τα παράθυρα με διάφορες πληροφορίες ή μορφές. Τα δύο πενταόροφα κτίρια που φωτογραφήθηκαν βρίσκονται στους αρ. 96 και 98 της St. Mark’s Place στο Manhattan της Νέας Υόρκης και παραμένουν εκεί. Η αρχική φωτογραφία υποβλήθηκε σε διάφορες τροποποιήσεις. Ο τέταρτος όροφος του κτιρίου έπρεπε να περικοπεί για να ταιριάζει στο τετράγωνο σχήμα του εξωφύλλου του άλμπουμ. Αποφεύγοντας το συνηθισμένο σχέδιο της πόρτας για χάρη ενός ειδικά κομμένου εξωφύλλου, η αρχική συσκευασία του άλμπουμ περιλάμβανε τέσσερα εξώφυλλα που αποτελούνταν από δύο εσωτερικά (για κάθε δίσκο ), ένα μεσαίο ένθετο κάλυμμα και ένα εξωτερικό κάλυμμα. Το μεσαίο ένθετο εξώφυλλο είναι λευκό και αναγράφει τα τραγούδια του άλμπουμ με τα σχετικά credit. Το εξωτερικό εξώφυλλο έχει κομμένα παράθυρα στο κτίριο, έτσι ώστε όταν το μεσαίο κάλυμμα τυλιχθεί γύρω από τα εσωτερικά καλύμματα και γλιστρήσει στο εξωτερικό, ο τίτλος του άλμπουμ εμφανίζεται στο μπροστινό εξώφυλλο. Οι εικόνες στα παράθυρα έδειχναν διάσημους Αμερικάνους και μια σειρά από εφήμερα του Χόλυγουντ. Οι φωτογραφίες του W. C. Fields και του Buzz Aldrin εναλλάσσονταν με αυτές των ZEPPELIN. Παρουσιάζονται επίσης φωτογραφίες του Lee Harvey Oswald, του Marcel Duchamp και του Πάπα Λέoντα ΙΓ΄. Ήταν τόσο πολύπλοκο να δημιουργηθεί και να κατασκευαστεί ο μηχανισμός των συρόμενων εξώ- και εσώφυλλων, που καθυστέρησε την κυκλοφορία ολόκληρου του άλμπουμ!

Τελικά ο νέος δίσκος των LED ZEPPELIN κυκλοφόρησε την 24η Φεβρουαρίου 1975, ακριβώς 5 δεκαετίες πριν. Η αξία του “Physical graffiti” αναγνωρίστηκε άμεσα, τόσο από τον μουσικό τύπο (το περιοδικό “Rolling Stone” χαρακτήρισε το άλμπουμ ως το άθροισμα των “Tommy”, “Beggar’s banquet” και “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” για τους ZEPPELIN) όσο και από τους fans που το έστειλαν στην κορυφή των charts (αναμενόμενο) σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδά. Έπιασε τα 8 εκατομμύρια αντίτυπα στις ΗΠΑ (και έγινε 16 φορές πλατινένιο, λόγω του ότι ήταν διπλό άλμπουμ), καθιστώντας το ως το 4ο πιο πετυχημένο τους άλμπουμ εκεί (μετά τα “IV”, “II” και “Houses of the Holy”). Τα τελευταία 20 χρόνια φιγουράρει στις λίστες του μουσικού τύπου με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών.

Λίγο μετά την κυκλοφορία του “Physical graffiti”, όλα τα προηγούμενα άλμπουμ των ZEPPELIN επανήλθαν ταυτόχρονα στο αμερικάνικο Billboard 200 και το συγκρότημα ξεκίνησε μια άλλη περιοδεία στη Βόρεια Αμερική, χρησιμοποιώντας εξελιγμένα συστήματα ήχου και φωτισμού, με μία επιγραφή νέον με το όνομα του συγκροτήματος και εφέ με laser. 18 μήνες είχαν να βγουν σε περιοδεία, το μεγαλύτερο τους διάλλειμα έως τότε. Βέβαια δεν έλειψαν οι ατυχίες. Πριν την περιοδεία, ο Page μάγκωσε το δάχτυλο του σε μία πόρτα, με αποτέλεσμα να παίζει με ένα δάχτυλο λιγότερο στην αρχή, παίρνοντας παυσίπονα. Ο Plant κόλλησε γρίπη την ίδια περίοδο και είχε πρόβλημα με την φωνή για όλη την υπόλοιπη περιοδεία. Ευτυχώς το έσωσαν προς το τέλος. Από την περιοδεία δεν έλειψαν και οι ακυρώσεις, όπως στην Βοστώνη, που οι υπεύθυνοι του χώρου της συναυλίας άφησαν τον κόσμο να μπει για να μην ξεπαγιάσουν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί γενικευμένη ταραχή και ο όχλος να διαλύσει το στάδιο. Στην διάρκεια της περιοδείας, οι ZEPPELIN ενοικίασαν, για δεύτερη και τελευταία φορά, το διάσημο “Stasrhip”,  ένα Boeing 720B, για να τους μεταφέρει μεταξύ των σταθμών της περιοδείας τους. Τον Μάιο του 1975, το συγκρότημα έπαιξε πέντε sold-out βραδιές στο Earls Court Arena του Λονδίνου, με τα εισιτήρια να εξαφανίζονται μέσα σε λίγες …ώρες. Υπήρχαν και άλλες προγραμματισμένες ημερομηνίες από τέλη Αυγούστου σε Β. Αμερική και Ευρώπη, που δεν έγιναν ποτέ, καθώς ο Robert Plant είχε ένα πολύ σοβαρό τροχαίο ατύχημα στην Ρόδο τον  Αύγουστο του 1975, κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών με την οικογένεια του.

Συνταξίδεψαν οικογενειακά με τον Page στο Μαρόκο, εν συνεχεία πήγαν στο Montreux της Ελβετίας και αφού συναντήθηκε με τον γνωστό διοργανωτή Claude Knobs, ο τραγουδιστής αποφάσισε να πάει στην Ρόδο για λίγες extra διακοπές. Στο νησί κανόνισε να συναντήσει το φίλο του, τραγουδιστή των PRETTY THINGS, Phil May και τη σύζυγό του, που έμεναν στο σπίτι του Roger Waters των PINK FLOYD. Το απόγευμα της 4ης Αυγούστου, πίσω από το αυτοκίνητο του Plant, ακολουθούσε ένα άλλο αυτοκίνητο όπου επέβαινε η σύντροφος του Jimmy Page, Charlotte κι η αδελφή της Maureen Plant με το σύζυγό της. Εκεί έγινε το μοιραίο. Σε κάποια φάση η Maureen, σύζυγος του Plant, έχασε τον έλεγχο και το αυτοκίνητο έπεσε σε ένα δέντρο με αποτέλεσμα ο frontman των ZEPPELIN να υποστεί κατάγματα στον αστράγαλο και στον αγκώνα, ενώ η Maureen έπαθε κάταγμα στη λεκάνη και στο πόδι της και γέμισε αίματα, με τον Plant να νομίζει ότι ήταν νεκρή! Οι υπόλοιποι που ακολουθούσαν αναζήτησαν βοήθεια, όμως δεν βρέθηκε ασθενοφόρο κι οι δύο τραυματίες (Robert και Maureen) μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο με ένα φορτηγάκι που μετέφερε φρούτα! Στο νοσοκομείο, διαπιστώθηκε ότι η Maureen είχε κάταγμα και στο κεφάλι, ενώ ο μικρός Karac είχε σπάσει το πόδι του κι η Carmen το χέρι της. Η μόνη που τη γλύτωσε με μώλωπες ήταν η κόρη του Page, Scarlett. H κατάσταση της Maureen ήταν ιδιαίτερα κακή αφού είχε χάσει αίμα και χρειάστηκε μετάγγιση από την σπάνια ομάδα αίματος της, που ευτυχώς είχε η αδελφή της. H Charlotte Page κάλεσε τον Peter Grant και αυτός ανέθεσε στον συνεργάτη του Richard Cole με δύο δικούς του γιατρούς να μεταβούν άμεσα στην Ρόδο και να επιληφθούν της κατάστασης, αφού είχε ξεσηκώσει την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο. Φτάνοντας στην Ρόδο, κατέστη αδύνατο από τον Cole να αποσπάσει τους τραυματίες, διότι το νοσοκομείο δεν έδινε εξιτήριο για κανένα λόγο μέχρι να αποκαλυφθούν τα αίτια του δυστυχήματος, τα οποία η αστυνομία έπρεπε να διερευνήσει μέσω ανακρίσεων. O Cole έφερε δύο οχήματα παραπλεύρως του νοσοκομείου και κυριολεκτικά φυγάδευσε τον κόσμο, πηγαίνοντας τους σε ιδιωτικό αεροπλάνο, με αποτέλεσμα να πετάνε πάω από το Λονδίνο μέσα σε ελάχιστες ώρες. Η Οδύσσεια τους συνεχίστηκε στον αέρα, με το γραφείο που διαχειριζόταν τα οικονομικά θέματα των ZEPPELIN να τους ζητάει να μην προσγειωθούν (!) μέχρι να τακτοποιηθούν κάποιες εκκρεμότητες με την εφορία! Τελικά ο Cole τους γείωσε όλους και κατέβασε το αεροσκάφος, με την συνέχεια να εκτυλίσσεται στο νοσοκομείο, όπου μετέβησαν άμεσα σε χειρουργείο. Το ζευγάρι έμεινε στο νοσοκομείο για κάμποσο καιρό ενώ οι γιατροί είπαν στον Plant ότι πιθανόν να χρειαστούν κι 6 μήνες για να αποκατασταθεί η υγεία του. Ήταν τόσο άσχημα σπασμένα ο αγκώνας κι ο αστράγαλός του που χρειάστηκαν 2 χρόνια θεραπείας για να επανέλθει, ενώ για 7 περίπου μήνες ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Μέσα από όλο αυτό αναδύθηκε και μία τραγική εικόνα για την χώρα μας, με το σχετικό άρθρο της “Melody Maker” να μην μας αφήνει σε χλωρό κλαρί!

Οι fans των ZEPPELIN έχουν πολλά επιχειρήματα για να υποστηρίξουν την ανωτερότητα σχεδόν κάθε ξεχωριστού άλμπουμ τους, μέχρι το 1975. Ωστόσο, υπάρχει η ευρεία πεποίθηση μεταξύ τους πως ένα εξ’ αυτών αντιπροσωπεύει την κορυφή των επιτευγμάτων τους, το διπλό “Physical graffiti”. Όλα όσα ήταν ποτέ οι LED ZEPPELIN μπορείτε να τα βρείτε εδώ, στην τελευταία μεγάλη στιγμή δόξας τους, πριν τον κατήφορο που οδήγησε στην διάλυση τους το 1980.

Κώστας Τσιρανίδης

MAJESTICA – “Power train” (Nuclear Blast)

0
Majestica

Majestica

Τον Tommy Johansson πιθανόν τον έχετε δει από κοντά σε κάποιο από τα πρόσφατα live των SABATON στη χώρα μας. Δεν ξέρω σε τι βαθμό συμμετείχε συνθετικά στους πασίγνωστους Σουηδούς, αλλά πιο πολύ χάρηκα με την αποχώρησή του καθώς θεωρώ πως παραείναι μελωδικός γι’ αυτούς. Από την άλλη μου άρεσε πάρα πολύ στο μοναδικό μέχρι τώρα δίσκο των MEMORIES OF OLD όπου περιοριζόταν στα φωνητικά καθήκοντα. Πόσο μάλλον όταν φτάνουμε στο δικό του σχήμα, τους MAJESTICA, όπου ξεδιπλώνει πλήρως τα ταλέντα του σε κιθάρα και φωνή.    

Τρίτο άλμπουμ, λοιπόν, κάτω από αυτό το όνομα, με την λεπτομέρεια αυτή να είναι σημαντική γιατί μην ξεχνάμε πως οι MAJESTICA είναι ουσιαστικά η συνέχεια των REINXEED που είχαν ήδη κυκλοφορήσει έξι δίσκους, με τον μπασίστα Chris David να παραμένει από τότε στη σύνθεση παρέα με τον Tommy. Στο “Power train” έχουμε να κάνουμε με europower, τέρμα ευχάριστο και εύθυμο, άκρως μελωδικό, αυτό ακριβώς που περιμέναμε δηλαδή. Το εξώφυλλο υπόσχεται πως όποιος ανέβει στο τραίνο των MAJESTICA τον περιμένει ένα μαγικό μουσικό ταξίδι, κάτι που μεταφράζεται στα τραγούδια με επιτυχία ως επί το πλείστον, ενώ δεν λείπουν κάποιοι μικροί εκτροχιασμοί. 

Ας το πάρουμε από τα φωνητικά που είναι και η μεγαλύτερη ειδοποιός διαφορά της μπάντας. Ο Tommy τραγουδάει σε πολύ ψηλές οκτάβες ενώ η φωνή του είναι κρύσταλλο χωρίς ίχνος γρεζιού, κάτι σαν τον Kotipelto στα νιάτα του αλλά πιο έξαλλο. Σε κάποια σημεία ίσως το παρακάνει, αλλά δεν με ενοχλεί. Αντικειμενικά έχει φωνάρα και προτιμώ να ακούω κάποιον να τραγουδάει έτσι και ας ξεφεύγει λίγο, παρά να ήταν συγκρατημένος και μέτριος σε όλα του. Στην τελική υπάρχει κάποιος που ακούει αυτό το είδος μουσικής χωρίς να γουστάρει κατά βάθος λίγο τυρίλα; 

Στα τραγούδια τώρα οι επιρροές είναι οι κλασικές, δεν χρειάζεται να λέμε τα ίδια συγκροτήματα σε κάθε κριτική που αφορά δίσκο Ευρωπαϊκού power. Ας αναφέρουμε απλά ότι εδώ δικαιολογείται να SABATON-ίζουν λίγο κάποια κομμάτια λόγω του πρόσφατου ιστορικού του Tommy, χωρίς όμως να φαίνεται πρόθεση να θέλει να μείνει κολλημένος στο  παρελθόν. Πέρα από το τίγκα HAMMERFALL “Megatrue” και το “Victorious” που μου φάνηκαν αδιάφορα, βρήκα τις υπόλοιπες συνθέσεις από καλές έως εξαιρετικές. Τραγούδια όπως το “A story in the night” είναι όχι απλά ο ορισμός, αλλά και ο λόγος που μου αρέσει αυτό το υποείδος του Metal. Αναφορά θα πάρει και το “My epic dragon” με το όσο δεν πάει Disney ηχόχρωμά του, σε μία συσχέτιση που πάντα μου αρέσει όταν γίνεται.

Παρά τα καλά λόγια που έχω να πω για το “Power train”, σαν σύνολο νομίζω καταλήγει ένα σκαλί κάτω από το προηγούμενο άλμπουμ “A Christmas carol” που ήταν concept και αφορούσε την γνωστή ιστορία του Εμπενίζερ Σκρουτζ. Είχε πιο καλή συνοχή, διατηρούσε τη μαγεία χωρίς παύσεις, ήταν ενδιαφέρον το θέμα, γενικά ήταν μια κυκλοφορία ξεχωριστή που θα την θυμάμαι μετά από αρκετά χρόνια. Μπορεί ο νέος δίσκος των MAJESTICA να μην έχει το ίδιο εκτόπισμα σαν σύνολο με τον προκάτοχό του, αλλά περιέχει όλα τα συστατικά ενός Power Metal δίσκου Α’ κατηγορίας που σέβεται τον εαυτό του, με τα καλά ή και τα όχι τόσο καλά. 

Θα βρεις εντυπωσιακά φωνητικά, ανεβαστική μουσική με μόνιμα θετική αύρα, ένα με δύο τραγούδια που ρίχνουν σαγόνια, θα ξεχάσεις στιγμιαία κάθε πρόβλημα και θα περάσεις τέλεια. Έχει και λίγο κιτς, μερικές στιγμές που οι επιρροές πνίγουν την ταυτότητα του ίδιου του συγκροτήματος, στίχους που δεν θέλουν και πολύ επεξεργασία. Πιστεύω όμως πως θα ικανοποιήσει αρκετά του φίλους της μπάντας και όχι μόνο. Οι MAJESTICA είναι ένα συγκρότημα με τα όλα του, θα πήγαινα κάλλιστα να δω συναυλία τους, ενώ η πρόσφατη μουσική τους συνεισφορά τους κλειδώνει στα ραντάρ μου ώστε να μην χάσω καμία μελλοντική μουσική τους κίνηση. Όχι γιατί είναι καμία αποκάλυψη. Αλλά γιατί κάθε φορά που τους ακούω περνάω τέλεια. Τόσο απλά. 

8 / 10

Παύλος Παυλάκης

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece