Λίγο απρόσμενο, αλλά απόλυτα ευπρόσδεκτο δώρο, το ότι ανακοίνωσαν οι ROYAL HUNT κάποιες εμφανίσεις από το πουθενά, αφού τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ακριβοθώρητοι. Αν δεν κάνω λάθος την περασμένη πενταετία, δεν έχουν δώσει παραπάνω από 5-6 συναυλίες και μάλιστα πέρυσι επανήλθε για δυο από αυτές, ο Mark Boals sτο μικρόφωνο. Ο Αμερικάνος, μετά από την συμμετοχή στην σύνθεση του συγκροτήματος για το “Collision course… Paradox 2” και το “X” επανήλθε λες και δεν έφυγε ποτέ. Ο D.C. Cooper αγνοείται, παρόλο που τραγούδησε στο “Dystopia pt. II”, και κρίνοντας από την απόδοσή του (στο στούντιο μάλιστα), ανησυχώ για την κατάσταση της φωνής του, ενώ όπως μας επιβεβαίωσαν από τους κύκλους του συγκροτήματος, δεν έχει αναρρώσει πλήρως από ένα ατύχημα που είχε.
Σχεδόν την τελευταία στιγμή διαπίστωσα πως οι Δανοί, πριν έρθουν στην Ιαπωνία έκαναν μια εμφάνισης – δεν την λες και «ζέσταμα» – στη χώρα τους. Με το “Dystopia part II” να είναι το πιο πρόσφατο δέιγμα και δίχως σωστή περιοδεία για αυτό, δεν ήξερα τι να περιμένω να ακούσω αυτή την απόλυτα ανοιξιάτικη βραδιά. Το κλαμπ, ήταν αρκετά μικρό και σε μια πολυσύχναστη περιοχή της πόλης, η οποία σφίζει από ζωή το βράδυ (ενώ έχει και το καλύτερο δισκάδικο της πόλης – ψάξτε το Rock Stakk – κοντά). Εκεί, κατά τις 6.30 το βράδυ, πάνω που σουρούπωνε, περπατώντας ανάμεσα σε Ιάπωνες κάθε ηλικίας και λιγοστούς τουρίστες που έψαχναν να βρουν κάπου να φάνε ή να πιουν κάτι, έφτασα στο μικρό αυτό κλαμπ με το καταπληκτικό όνομα Bangboo!. Αφού κατέβηκα στο πρώτο υπόγειο, μετά από τις τυπικές συστάσεις, στριμώχτηκα ανάμεσα στους ακίνητους Ιάπωνες, για να δω τους ROYAL HUNT μετά από πολλά χρόνια. Ο βασικός συνθέτης, πληκτράς και απόλυτος αρχηγός του συγκροτήματος, ο δίμετρος André Andersen, ανέβηκε στη σκηνή (έπρεπε να σκύψει για να περάσει την πόρτα) και για περίπου δυο ώρες φαινόταν να ευχαριστιέται τις αντιδράσεις του κοινού.
Η εμφάνισή τους ήταν ντυμένη με μουσική από την εισαγωγή, σχεδόν μέχρι το τελευταίο τραγούδι του πρώτου μέρους. Ακόμα και στα μεσοδιαστήματα, ανάμεσα στα τραγούδια, αντί για κάποια διαδραστικότητα με το κοινό, επέλεξαν να έχουν προηχογραφημένα μέρη, κυρίως πλήκτρα, χτίζοντας έτσι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, αρκετά διαφορετική από αυτό που έχουμε συνηθίσει σε συναυλίες. Επίσης, μια μεγάλη, μακρόστενη οθόνη, είχε εναλλασσόμενες εικόνες, που έδιναν επιπλέον χρώμα στην σκηνή. Κάπου εδώ αναρωτιέται κανείς: «Γιατί το έκαναν αυτό, τι περιείχε το πρώτο μέρος;» Πολύ απλά, ολόκληρο το “Paradox” του 1997 σε ένα ταξίδι στον πιο όμορφο πλανήτη των ROYAL HUNT. Μπορεί, όπως προείπα να μην δίνουν πολλές εμφανίσεις και να μην τους πετυχαίνεις εύκολα, όμως όταν τους παρακολουθείς να παίζουν μπροστά σου ολόκληρο το αριστούργημά τους, απλά παραδίνεσαι.
Ναι, δεν είναι η ίδια μπάντα και περισσότερο βάρος δίνεται στο ότι ο τραγουδιστής δεν είναι ο D.C. Coopper, ο άνθρωπος που ταίριαξε υπέροχα με τις μελωδίες του αρχηγού André Andersen, για να βγάλουν έναν από τους καλύτερους prog-metal δίσκους. Όμως ο Μark Boals ήταν τόσο καλός απόψε, που απλά μας έκανε να ξεχάσουμε τον συμπατριώτη του, ο οποίος, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν θα μπορούσε να αποδώσει τόσο καλά το αρκετά απαιτητικό αυτό άλμπουμ. Μπορεί να υπολείπεται αρκετά εκατοστά από τον πανύψηλο Cooper, όμως η φωνή του Boals φαίνεται πως διατηρείται καλύτερα από τους περισσότερους συναδέλφους του, ακόμα και στα 66 (ω, ναι) χρόνια του. Πραγματικά καταπληκτικός!
Ανατρίχιασα με το αρχικό “River of pain”, ενώ απανωτά ήρθαν όλοι οι ύμνοι που με συνοδεύουν τόσα χρόνια. Το “Tearing down the world” ακολούθησε το ανεπανάληπτο “Message to God” με το χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό μου για επτά λεπτά, σε σημείο που πονούσα μετά. Όλοι λατρεύουμε το “Time will tell” αλλά μια από τις κορυφαίες στιγμές της βραδιάς, ήταν η εκτέλεση του “Silent scream” με τον Mark Boals να επιβεβαιώνει τη φόρμα του. Η πρώτη ώρα έκλεισε με το “It’s over”, αλλά σίγουρα μόνο… over δεν ήταν. Για σχεδόν άλλη μια ώρα ευχαριστηθήκαμε την αναφορά τους σε άλλα διαμαντάκια της καριέρας τους, με το “Half past loneliness” (πού είσαι Σειρηνάκη;) και το “One minute left to live” να ξεχωρίζουν. Το “Martial arts” εδώ στη χώρα τους Ανατέλλοντος Ηλίου, έχει ξεχωριστή θέση, αφού το χρησιμοποιούσε ένας γνωστός παλαιστής όταν έμπαινε στην αρένα και το κοινό αντέδρασε άμεσα, ενώ το έτερο τραγούδι από το ντεμπούτο τους “Land of the broken hearts” ήταν μια μικρο-έκπληξη. Από όλους τους τραγουδιστές που πέρασαν από τους ROYAL HUNT, ευχαριστήθηκα λιγότερο τον Brockmann, οπότε η αποψινή εκτέλεση με τον Boals, ήταν καλύτερη για μένα. Το δίωρο, ολοκληρώθηκε με το μαγευτικό “A life to die for” από το ομότιτλο άλμπουμ, που μας θύμισε ότι και πιο πρόσφατα, οι Δανοί έχουν δώσει πόνο.
Καταλαβαίνετε πως ευχαριστήθηκα πολύ αυτή την βραδιά. Είναι αλήθεια πως αν ψάξεις να βρεις ψεγάδια, σίγουρα θα τα βρεις. Για ένα συγκρότημα που παίζει ελάχιστα, οι ROYAL HUNT ήταν καλοπροβαρισμένοι. Για ένα συγκρότημα που έχει μόνο τον πληκτρά ως βασικό μέλος, όλοι οι υπόλοιποι ήταν καλοδιαβασμένοι και έδωσαν εξαιρετική παράσταση. Για ένα συγκρότημα με πολλά χορωδιακά φωνητικά στα τραγούδια του, τα οποία αποδίδονται προηχογραφημένα (ευτυχώς μόνο αυτά), καταφέρνει να κάνει τον κόσμο να τα ξεπερνά. Για ένα συγκρότημα που έχει να βγάλει δίσκο κάποια χρόνια και δίχως κάποια επέτειο για να γιορτάσει, μας έδωσαν ένα εξαιρετικό σετ. Τέλος, για ένα συγκρότημα με έναν προσωρινό αντικαταστάτη στο μικρόφωνο, είχαν τον απίστευτο Mark Boals να χτυπά νότες που δεν ήξερα ότι μπορεί, και να τα δίνει όλα επί σκηνής. Οπότε, δικαιολογημένα το ευχαριστήθηκα, νομίζω. Ενώ σε αυτό πρέπει να έπαιξε ρόλο πως τους έβλεπα για πρώτη φορά να παίζουν μεγάλο σετ και μάλιστα στην χώρα που από τα πρώτα τους βήματα έχουν αγαπηθεί.
Να κλείσουμε με το νέο, πως οι ROYAL HUNT όπως μας είπαν οι ίδιοι, ετοιμάζουν την 17η δισκογραφική τους δουλειά αυτή την εποχή και μέχρι στιγμής, δεν γνωρίζουμε ποιος θα τραγουδήσει σε αυτήν.
Κείμενο, φωτογραφίες: Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης