Friday, April 25, 2025
Home Blog Page 3

ROYAL HUNT (Osaka, Umeda Bangboo, 9/4/2025)

0
Royal Hunt

Royal Hunt

Λίγο απρόσμενο, αλλά απόλυτα ευπρόσδεκτο δώρο, το ότι ανακοίνωσαν οι ROYAL HUNT κάποιες εμφανίσεις από το πουθενά, αφού τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ακριβοθώρητοι. Αν δεν κάνω λάθος την περασμένη πενταετία, δεν έχουν δώσει παραπάνω από 5-6 συναυλίες και μάλιστα πέρυσι επανήλθε για δυο από αυτές, ο Mark Boals sτο μικρόφωνο. Ο Αμερικάνος, μετά από την συμμετοχή στην σύνθεση του συγκροτήματος για το “Collision course… Paradox 2” και το “X” επανήλθε λες και δεν έφυγε ποτέ. Ο D.C. Cooper αγνοείται, παρόλο που τραγούδησε στο “Dystopia pt. II”, και κρίνοντας από την απόδοσή του (στο στούντιο μάλιστα), ανησυχώ για την κατάσταση της φωνής του, ενώ όπως μας επιβεβαίωσαν από τους κύκλους του συγκροτήματος, δεν έχει αναρρώσει πλήρως από ένα ατύχημα που είχε.

Σχεδόν την τελευταία στιγμή διαπίστωσα πως οι Δανοί, πριν έρθουν στην Ιαπωνία έκαναν μια εμφάνισης – δεν την λες και «ζέσταμα» – στη χώρα τους. Με το “Dystopia part II” να είναι το πιο πρόσφατο δέιγμα και δίχως σωστή περιοδεία για αυτό, δεν ήξερα τι να περιμένω να ακούσω αυτή την απόλυτα ανοιξιάτικη βραδιά. Το κλαμπ, ήταν αρκετά μικρό και σε μια πολυσύχναστη περιοχή της πόλης, η οποία σφίζει από ζωή το βράδυ (ενώ έχει και το καλύτερο δισκάδικο της πόλης – ψάξτε το Rock Stakk – κοντά). Εκεί, κατά τις 6.30 το βράδυ, πάνω που σουρούπωνε, περπατώντας ανάμεσα σε Ιάπωνες κάθε ηλικίας και λιγοστούς τουρίστες που έψαχναν να βρουν κάπου να φάνε ή να πιουν κάτι, έφτασα στο μικρό αυτό κλαμπ με το καταπληκτικό όνομα Bangboo!. Αφού κατέβηκα στο πρώτο υπόγειο, μετά από τις τυπικές συστάσεις, στριμώχτηκα ανάμεσα στους ακίνητους Ιάπωνες, για να δω τους ROYAL HUNT μετά από πολλά χρόνια. Ο βασικός συνθέτης, πληκτράς και απόλυτος αρχηγός του συγκροτήματος, ο δίμετρος André Andersen, ανέβηκε στη σκηνή (έπρεπε να σκύψει για να περάσει την πόρτα) και για περίπου δυο ώρες φαινόταν να ευχαριστιέται τις αντιδράσεις του κοινού.

Η εμφάνισή τους ήταν ντυμένη με μουσική από την εισαγωγή, σχεδόν μέχρι το τελευταίο τραγούδι του πρώτου μέρους. Ακόμα και στα μεσοδιαστήματα, ανάμεσα στα τραγούδια, αντί για κάποια διαδραστικότητα με το κοινό, επέλεξαν να έχουν προηχογραφημένα μέρη, κυρίως πλήκτρα, χτίζοντας έτσι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, αρκετά διαφορετική από αυτό που έχουμε συνηθίσει σε συναυλίες. Επίσης, μια μεγάλη, μακρόστενη οθόνη, είχε εναλλασσόμενες εικόνες, που έδιναν επιπλέον χρώμα στην σκηνή. Κάπου εδώ αναρωτιέται κανείς: «Γιατί το έκαναν αυτό, τι περιείχε το πρώτο μέρος;» Πολύ απλά, ολόκληρο το “Paradox” του 1997 σε ένα ταξίδι στον πιο όμορφο πλανήτη των ROYAL HUNT. Μπορεί, όπως προείπα να μην δίνουν πολλές εμφανίσεις και να μην τους πετυχαίνεις εύκολα, όμως όταν τους παρακολουθείς να παίζουν μπροστά σου ολόκληρο το αριστούργημά τους, απλά παραδίνεσαι.

Ναι, δεν είναι η ίδια μπάντα και περισσότερο βάρος δίνεται στο ότι ο τραγουδιστής δεν είναι ο D.C. Coopper, ο άνθρωπος που ταίριαξε υπέροχα με τις μελωδίες του αρχηγού André Andersen, για να βγάλουν έναν από τους καλύτερους prog-metal δίσκους. Όμως ο Μark Boals ήταν τόσο καλός απόψε, που απλά μας έκανε να ξεχάσουμε τον συμπατριώτη του, ο οποίος, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν θα μπορούσε να αποδώσει τόσο καλά το αρκετά απαιτητικό αυτό άλμπουμ. Μπορεί να υπολείπεται αρκετά εκατοστά από τον πανύψηλο Cooper, όμως η φωνή του Boals φαίνεται πως διατηρείται καλύτερα από τους περισσότερους συναδέλφους του, ακόμα και στα 66 (ω, ναι) χρόνια του. Πραγματικά καταπληκτικός!

Ανατρίχιασα με το αρχικό “River of pain”, ενώ απανωτά ήρθαν όλοι οι ύμνοι που με συνοδεύουν τόσα χρόνια. Το “Tearing down the world” ακολούθησε το ανεπανάληπτο “Message to God” με το χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό μου για επτά λεπτά, σε σημείο που πονούσα μετά. Όλοι λατρεύουμε το “Time will tell” αλλά μια από τις κορυφαίες στιγμές της βραδιάς, ήταν η εκτέλεση του “Silent scream” με τον Mark Boals να επιβεβαιώνει τη φόρμα του. Η πρώτη ώρα έκλεισε με το “It’s over”, αλλά σίγουρα μόνο… over δεν ήταν. Για σχεδόν άλλη μια ώρα ευχαριστηθήκαμε την αναφορά τους σε άλλα διαμαντάκια της καριέρας τους, με το “Half past loneliness” (πού είσαι Σειρηνάκη;) και το “One minute left to live” να ξεχωρίζουν. Το “Martial arts” εδώ στη χώρα τους Ανατέλλοντος Ηλίου, έχει ξεχωριστή θέση, αφού το χρησιμοποιούσε ένας γνωστός παλαιστής όταν έμπαινε στην αρένα και το κοινό αντέδρασε άμεσα, ενώ το έτερο τραγούδι από το ντεμπούτο τους “Land of the broken hearts” ήταν μια μικρο-έκπληξη. Από όλους τους τραγουδιστές που πέρασαν από τους ROYAL HUNT, ευχαριστήθηκα λιγότερο τον Brockmann, οπότε η αποψινή εκτέλεση με τον Boals, ήταν καλύτερη για μένα. Το δίωρο, ολοκληρώθηκε με το μαγευτικό “A life to die for” από το ομότιτλο άλμπουμ, που μας θύμισε ότι και πιο πρόσφατα, οι Δανοί έχουν δώσει πόνο.

Καταλαβαίνετε πως ευχαριστήθηκα πολύ αυτή την βραδιά. Είναι αλήθεια πως αν ψάξεις να βρεις ψεγάδια, σίγουρα θα τα βρεις. Για ένα συγκρότημα που παίζει ελάχιστα, οι ROYAL HUNT ήταν καλοπροβαρισμένοι. Για ένα συγκρότημα που έχει μόνο τον πληκτρά ως βασικό μέλος, όλοι οι υπόλοιποι ήταν καλοδιαβασμένοι και έδωσαν εξαιρετική παράσταση. Για ένα συγκρότημα με πολλά χορωδιακά φωνητικά στα τραγούδια του, τα οποία αποδίδονται προηχογραφημένα (ευτυχώς μόνο αυτά), καταφέρνει να κάνει τον κόσμο να τα ξεπερνά. Για ένα συγκρότημα που έχει να βγάλει δίσκο κάποια χρόνια και δίχως κάποια επέτειο για να γιορτάσει, μας έδωσαν ένα εξαιρετικό σετ. Τέλος, για ένα συγκρότημα με έναν προσωρινό αντικαταστάτη στο μικρόφωνο, είχαν τον απίστευτο Mark Boals να χτυπά νότες που δεν ήξερα ότι μπορεί, και να τα δίνει όλα επί σκηνής. Οπότε, δικαιολογημένα το ευχαριστήθηκα, νομίζω. Ενώ σε αυτό πρέπει να έπαιξε ρόλο πως τους έβλεπα για πρώτη φορά να παίζουν μεγάλο σετ και μάλιστα στην χώρα που από τα πρώτα τους βήματα έχουν αγαπηθεί.

Να κλείσουμε με το νέο, πως οι ROYAL HUNT όπως μας είπαν οι ίδιοι, ετοιμάζουν την 17η δισκογραφική τους δουλειά αυτή την εποχή και μέχρι στιγμής, δεν γνωρίζουμε ποιος θα τραγουδήσει σε αυτήν.

Κείμενο, φωτογραφίες: Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

MOONSPELL interview (Fernando Ribeiro)

0
Photo by IRENE SERRANO PHOTOGRAPHY
Photo by IRENE SERRANO PHOTOGRAPHY

“Ruin and Misery”

Οι Πορτογάλοι MOONSPELL, θα μας επισκεφτούν ως special guests της περιοδείας των DARK TRANQUILITY και με τους HIRAES ως support το Σάββατο 26 Απριλίου στην Θεσσαλονίκη (Mylos Area) και την επόμενη μέρα στην Αθήνα (Fuzz). O Γιώργος Γκούμας άδραξε την ευκαιρία και μίλησε με τον frontman, όχι μόνο για την περιοδεία αλλά και για πολλά άλλα ενδιαφέροντα που δεν άπτονται της μουσικής.

Τα τελευταία νέα που είχα για την μπάντα ήταν σχετικά με την έκδοση του δίσκου “From Down Below” (που βασικά ήταν η επαναηχογράφηση του τελευταίου δίσκου στο στούντιο, “Hermitage”, αλλά ζωντανά μέσα στις σπηλιές Grutas de Mira D’Aire, σε 80 μέτρα βάθος) το 2022, και την συναυλία που δώσατε τον περασμένο Νοέμβριο στην Λισαβόνα μαζί με μια συμφωνική ορχήστρα (“Opus Diabolicum”) μπροστά σε 8.000 άτομα. Έχασα κανένα άλλο επεισόδιο;
Κάναμε και μια πολύ ενδιαφέρουσα και πετυχημένη περιοδεία σε θέατρα της Πορτογαλίας, συνοδευόμενοι από έγχορδα και δύο τραγουδίστριες όπου παίξαμε κομμάτια της μπάντας, ειδικά από τον δίσκο “Sin/Pecado” (1998), σε ακουστικές εκδόσεις. Η βραδιά “Opus Diabolicum”, που πήρε το όνομά της από ένα παλιό τραγούδι της μπάντας (βρίσκεται στο ΕΡ “Under the Moonspell” του 1994), αλλά και μια βραδιά από την ακουστική περιοδεία θα βγουν αμφότερες σε CD/DVD αργότερα μέσα στο 2025.   

Photo by Ivan Santos

Και στο μεταξύ, προετοιμάζετε και τον καινούργιο δίσκο…
Αργά αλλά σταθερά, ναι. Ξέρεις, έχουμε μια φιλοσοφία στην μπάντα η οποία λέει ότι πρώτα πρέπει να περιμένουμε το κάλεσμα της Μούσας. Η αλήθεια είναι ότι επειδή το “Hermitage” συνέπεσε με την πανδημία δεν είχε τον επιθυμητό αντίκτυπο, και για αυτό άλλωστε θελήσαμε να του δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία με το “From Down Below”, οπότε είχαμε αποθαρρυνθεί όσον αφορά την δημιουργία νέου υλικού, αλλά όπως είπα τελικά ακούσαμε το κάλεσμα της Μούσας και ήδη έχουμε το βασικό concept και κάποια demos. Θεωρώ σημαντικό το να μην βγάζει μια μπάντα ένα δίσκο, μόνο και μόνο για να μπορεί να βγαίνει σε περιοδεία· εμείς δεν θέλουμε να ζορίζουμε τα πράγματα. Καμιά φορά ακούω δίσκους από άλλες μπάντες και σκέφτομαι ότι αν είχαν αφιερώσει λίγο περισσότερο χρόνο στην δημιουργία του, ο δίσκος θα ήταν πιο μεστός και ολοκληρωμένος. Ο μόνος λόγος που υπήρχαν μικρά χρονικά διαστήματα μεταξύ των δίσκων στην αρχή της καριέρας μας ήταν επειδή ήμασταν νέοι και πολύ παραγωγικοί. Τώρα που είμαστε μεγαλύτεροι, προτιμούμε να κάνουμε τα πράγματα πιο αργά. Άμα δεν αισθανόμαστε εμπνευσμένοι, απλά περιμένουμε μέχρι να μας ξανάρθει η έμπνευση, αλλά και να είμαστε σίγουροι ότι όντως έχουμε κάτι καλό να δώσουμε στους οπαδούς μας. Νομίζω ότι με την μουσική παρακαταθήκη που έχουμε ήδη αφήσει, έχουμε κερδίσει και το δικαίωμα να δημιουργούμε μουσική στον δικό μας ρυθμό.

Νομίζω ότι ανέφερες την λέξη concept…
Πάντα υπάρχει ένα κεντρικό θέμα στους δίσκους μας. Πάντα μου άρεσαν αυτού του τύπου οι δίσκοι στην ιστορία της ροκ, και νομίζω ότι μαζί με την κλασσική μουσική, το heavy metal είναι το μουσικό είδος που πιο πολύ προσφέρεται για να διηγείται ιστορίες. Έχουμε γράψει δίσκους έχοντας στον νου μας λύκους, την ιδέα του χρόνου, σεισμούς και καταποντισμούς, την Αποκάλυψη… ακόμα και το “Hermitage” είχε να κάνει με τους καιρούς που ζούμε: ο δικαιωματισμός, η τεχνολογία που αντί να μας ενώνει μας απομονώνει, βασικά ήταν ένα γενικό κοινωνικό σχόλιο. Τώρα, αποφάσισα ότι θα ήθελα να γράψω κάτι ρομαντικό, γοτθικό, μυθολογικό, εξωπραγματικό, μεταφυσικό… κάτι που να με κάνει να ξεφύγω από την πραγματικότητα και να ξαναγυρίσω στις ρίζες της μπάντας. Θέλω να γράψω για την αγάπη, τον θάνατο, τον Θεό, τον κόσμο των συναισθημάτων. Ποτέ δεν ήμασταν μια μπάντα με πολιτικό μήνυμα, δεν είναι αυτός ο σκοπός μας. Υπάρχουν μπάντες αξιόλογες που περιγράφουν την πραγματικότητα καλύτερα από εμάς, όπως οι ORPHANED LAND, και για να σου πω την αλήθεια τους έχω βαρεθεί τους πολιτικούς. Θέλουμε να προσφέρουμε στους οπαδούς μας μια φυγή από την δεινή πραγματικότητα, νομίζω ότι το έχουν ανάγκη, τόσο εκείνοι   όσο κι εμείς, για αυτό και θεωρώ ότι θα γίνει ένας δίσκος-κλειδί στην καριέρα μας. Όπως είπα, δεν θα πιέσουμε τους εαυτούς μας να βγάλουμε τον δίσκο μέχρι που να είμαστε σίγουροι ότι αξίζει τον κόπο να τον ακούσετε και γι’ αυτό δεν θα βγει πριν το 2026.

Photo by Ivan Santos

Να υποθέσω ότι τα πήγατε πολύ καλά με τους DARK TRANQUILITY στην πρώτη περιοδεία τον περασμένο Οκτώβριο, έτσι που να σας ξανακαλέσουν γι’ αυτή τη δεύτερη…
Ακριβώς. Αν και είμαστε σε πλήρη φάση προετοιμασίας για τον καινούργιο δίσκο, όταν μας ειδοποίησαν ότι ήθελαν να ξαναβγούν σε περιοδεία μαζί μας, ούτε που το σκεφτήκαμε δεύτερη φορά: αποφασίσαμε να τα αφήσουμε όλα έτσι όπως είναι και να συνεχίσουμε τις διαδικασίες του καινούργιου δίσκου όταν επιστρέψουμε από αυτήν την περιοδεία. Θα παίξουμε ως special guests, γιατί όπως και να το κάνουμε είναι πιο μεγάλη μπάντα από εμάς, τόσο σε πωλήσεις όσο και σε αριθμό οπαδών, κι έχουν βγάλει κι ένα δίσκο, το “Endtime Signals”, που τα σπάει. Για εμάς είναι καλό αυτό το special guest concept γιατί παίζουμε λίγο παραπάνω απ’ ότι θα κάναμε εάν ήμασταν support, και την ίδια στιγμή αφήνουμε τους οπαδούς με την επιθυμία να παίξουμε περισσότερο. Όταν μας λένε ότι είναι κρίμα που δεν παίζουμε πιο πολύ, τους λέω ότι αν αγοράζετε πιο πολλούς δίσκους και πιο πολλά εισιτήρια, τότε ευχαρίστως θα επιστρέψουμε ως headliners, χαχα. Από την άλλη δεν χρειάζεται να φέρουμε την δική μας σκηνική παραγωγή, δεν έχουμε την πίεση που έχουν οι headliners και μπορούμε και παίζουμε και διαφορετικά set lists, οπότε προσωπικά μου αρέσει αυτό το special guest concept (γέλια). Ξέρεις, επειδή εμείς είμαστε από τον Νότο κι εκείνοι από τον Βορρά της Ευρώπης, αλληλοσυμπληρωνόμαστε: εμείς βάζουμε το κρασί και το τυρί κι εκείνοι την μπύρα. Εμείς βάζουμε την νότια νοοτροπία και το χάος κι εκείνοι την βόρεια σοβαρότητα χαχα· είμαστε σαν το αλάτι και το πιπέρι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ξέρει ο καθένας πια είναι η θέση του στην περιοδεία και τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει: όταν είναι η ώρα για πάρτι, παρτάρουμε όλοι μαζί, αλλά όταν πρέπει να υπάρχει ηρεμία, είμαστε ήρεμοι όλοι, κάτι πολύ σημαντικό για όλες τις περιοδείες, όταν οι μπάντες περνάνε σχεδόν όλη την ημέρα μαζί, κάθε μέρα για ένα μήνα σχεδόν.

Έχω πάει κάμποσες φορές στην Πορτογαλία και νομίζω ότι από όλους τους λαούς της νότιας Ευρώπης είστε ο πιο ήσυχος, σοβαρός, μέχρι και ο πιο μελαγχολικός ακόμα…
Ναι, όντως είμαστε μελαγχολικός λαός, στα πρόθυρα της μαζικής κατάθλιψης θα έλεγα (γέλια), ειδικά αν μας συγκρίνεις με τους Ισπανούς, που σε αυτό το θέμα είμαστε η νύχτα με την μέρα, αλλά συγκριτικά με τους βόρειους συνεχίζουμε να είμαστε πιο χύμα στο κύμα από τους Σκανδιναβούς χαχα. Στην Ισπανία έχουν την fiesta και το flamenco ενώ στην Πορτογαλία έχουμε το fado και τον φαταλισμό. Το γεγονός ότι η Πορτογαλία θεωρούνταν το τέλος του κόσμου, πριν τον Κολόμβο, έχει να κάτι να κάνει και με αυτό πιστεύω. Πάντως, είμαστε λίγο παράξενοι σαν λαός. Πριν κάποιες μέρες μιλούσα με μια Βραζιλιάνα που ήρθε να μείνει στην Πορτογαλία, και μου λέει: «Δεν σας καταλαβαίνω εσάς τους Πορτογάλους», και της λέω: «Ούτε εγώ, καλώς ήρθες στο club». Ζω σε αυτήν την χώρα 50 χρόνια και οι Πορτογάλοι συνεχίζουν να είναι ένα μυστήριο για εμένα: μας αρέσει κάτι και δεν μας αρέσει ταυτόχρονα, θέλουμε κάτι και δεν το θέλουμε, είμαστε χαρούμενοι αλλά και θλιμμένοι μαζί. Υπήρξε ένας τραγουδιστής εδώ που λεγόταν António Variações (1944-1984), ένας πρωτοπόρος για την εποχή του, για τα δεδομένα μιας χώρας που μόλις είχε βγει από μια περίοδο 50 χρόνων στρατιωτικής χούντας. Σε ένα από τα τραγούδια του λοιπόν λέει: «Μόνο είμαι ευτυχισμένος στα μέρη που δεν είμαι». Νομίζω ότι περιγράφει στην εντέλεια την Πορτογαλική ψυχή.

Dark Tranquillity

Οι Γαλικιανοί (κάτοικοι της Γαλικίας στην ΒΔ Ισπανία) και οι Πορτογάλοι είναι παρόμοιοι στην νοοτροπία, ακόμα και στην γλώσσα. Οι Γαλικιανοί είναι φημισμένοι στο να απαντούν μια ερώτηση με μια άλλη ερώτηση. Εσύ το κάνεις;
Χαχα. Προσωπικά μισώ αυτήν την συνήθεια αλλά δυστυχώς οι συμπατριώτες μου το κάνουν συχνά κι εκείνοι. Όταν ρωτάς κάποιον «Γιατί;» και σου απαντάει «Γιατί όχι;», για μένα αυτό είναι δείγμα ξεροκεφαλιάς κι έλλειψης τακτ, κι επειδή εγώ προσωπικά είμαι πολύ διπλωματικός άνθρωπος (όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην μπάντα ή μεταξύ συγγενικών προσώπων, εγώ είμαι αυτός που όλοι έρχονται για βοήθεια) με θεωρώ Πορτογάλο αλλά και κοσμοπολίτη ταυτόχρονα. Όταν με ρωτάνε κάτι, δεν απαντώ με άλλη ερώτηση αλλά με κάτι που διάβασα σε ένα βιβλίο. Αυτοί που με γνωρίζουν ξέρουν ότι δεν περνά μια μέρα χωρίς να διαβάζω, είναι το πάθος μου μαζί με την μουσική. Ακόμα και στις περιοδείες βιβλία τόσο σε ηλεκτρονική έκδοση όσο και σε χαρτί, συνήθως μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές, ειδικά από Πορτογάλους ποιητές, αν και βιβλία σχετικά με την πολιτική και την Ιστορία ολοένα μου τραβάνε πιο πολύ το ενδιαφέρον, λόγω των τρελών καιρών που ζούμε. Υπάρχει τόση άγνοια στον κόσμο όπως βλέπω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· μόνο ξέρουν να φωνάζουν ασυναρτησίες και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τις θέσεις του με έστω ένα σοβαρό επιχείρημα. Άμα βρισκόντουσαν στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας δεν θα τους ανέχονταν ούτε για ένα λεπτό (γέλια)

Έχεις ξεκινήσει και μια δεύτερη καριέρα ως συγγραφέας με διάφορες ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα…
Ναι, έχω ήδη εκδώσει τρεις συλλογές, μια ανθολογία με ιστορίες και τώρα γράφω το τρίτο μυθιστόρημά μου. Είναι μια άλλη πτυχή του εαυτού μου που δεν έχει τίποτα το κοινό με την πτυχή μου ως μέλος μιας metal μπάντας, αλλά με γεμίζει σαν άνθρωπο και όπως καταλαβαίνεις άλλο το να παίζεις σε ένα φεστιβάλ σαν το Wacken, ας πούμε, κι άλλο να συμμετέχεις σε φεστιβάλ βιβλίων. Είναι δύο τελείως διαφορετικές μορφές έκφρασης που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Παρεμπιπτόντως, έχω μεταφράσει εγώ προσωπικά στα αγγλικά, κάποια από τα έργα μου και οι οπαδοί θα μπορέσουν να τα βρουν στο merchandising της περιοδείας, εάν τους ενδιαφέρει κι αυτή η πτυχή μου.

Photo by Rui Vasco

Όταν ακούω πολιτικές αναλύσεις σχετικά με τα εθνικά μας θέματα, πολλοί λένε ότι δυστυχώς δεν συνορεύουμε με το Λουξεμβούργο, ούτε είμαστε σαν την Πορτογαλία που το μόνο που φοβάται είναι μήπως τους κάνουν εισβολή οι μπακαλιάροι…
Καταλαβαίνω τι εννοείς αλλά δυστυχώς έχουμε κι εμείς τώρα να αντιμετωπίσουμε μια εισβολή από ανθρώπους με μια συγκεκριμένη θρησκευτική και κοινωνική ατζέντα. Οι Πορτογάλοι και οι Έλληνες είμαστε λαοί με μεταναστευτική παράδοση αλλά πάντα ξέραμε πώς να προσαρμοστούμε εκεί που πηγαίναμε. Πάντως, πέρα από αυτό, τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι πρώτον, οι πολιτικοί, οι οποίοι αδιαφορούν τελείως για τα θέματα που απασχολούν τους πολίτες και μόνο νοιάζονται για το πώς θα τσεπώσουν περισσότερα και δεύτερο, η οικονομική ανισότητα, γιατί ποτέ άλλοτε στην Ιστορία, δεν υπήρξε τόσο χρήμα στα χέρια τόσο λίγων. Μας κυβερνάνε λύκοι, αλλά όχι αυτοί για τους οποίους τραγουδάω στους δίσκους των MOONSPELL.   
Γιώργος Γκούμας   

GRAVEYARD (FLOYD, Σάββατο 12 Απριλίου 2025)

0
Graveyard

Graveyard

Πολυαγαπημένοι του ελληνικού κοινού οι Σουηδοί GRAVEYARD. Αρκετές οι συναυλίες τους στη χώρα μας και όλες τους τουλάχιστον αξιόλογες. Ακόμη και στην χειρότερή τους φάση, το 2016, ένα βήμα πριν την, προσωρινή ευτυχώς, διάλυσή τους, η απόδοσή τους την πέρασε τη βάση και με άνεση μάλιστα. Τώρα βέβαια, οι συνθήκες ήταν κατά πολύ καλύτερες, η μπάντα τα τελευταία χρόνια έχει μπει για τα καλά σε σταθερή τροχιά και αυτό φάνηκε πεντακάθαρα σ’ αυτήν τους την εμφάνιση.

Στις 20:00 άνοιγαν οι πόρτες, στις 22:00 θα έβγαινε το group. Ούτε support, ούτε τίποτα. Να πω πως δε μου άρεσε αυτό; Ψέματα θα πω! Είχα επιθυμήσει μια συναυλία όπου θα πήγαινα να παρακολουθήσω μία (1) μπάντα, χωρίς να στέκομαι ώρες ολόκληρες «κλαρίνο». Συνήθισα πια και το FLOYD. Στην αρχή με μπέρδευε, με αποπροσανατόλιζε όλη αυτή η ριζική αλλαγή του χώρου, αλλά τώρα μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι πρόκειται περί αρίστου venue. Βλέπεις από παντού το ίδιο, ακούς το ίδιο, κινείσαι άνετα, το προσωπικό ευγενέστατο και επαρκέστατο, ο εξαερισμός είναι πολύ καλός και οι συνθήκες γενικά άψογες. Μπράβο και στο κοινό που δεν άναψε τσιγάρο (κάθε είδους) ούτε για δείγμα.

Το κοινό. Δεν έχω παρευρεθεί και σε λίγες αντίστοιχες συναυλίες! Όλο αυτό το vintage rock κίνημα το αγαπώ πολύ και το παρακολουθώ στενά. Ενώ λοιπόν όπου η πλάστιγγα γέρνει προς το 70s proto metal και το occult, με τους παραδοσιακούς metalheads είναι η πλειοψηφία, ο ηλικιακός μέσος όρος ανεβαίνει πολύ, σε σχήματα σαν τους GRAVEYARD, όπου η πλάστιγγα γέρνει προς το garage, τα blues, τη ψυχεδέλεια, ο μέσος όρος «βουτά» κατακόρυφα! Κάτι σημαίνει αυτό, όπως και να το κάνουμε! H αρένα που λες, ήταν γεμάτη από νεαρά παιδιά, από Λυκειόπαιδα και φοιτητόκοσμο, γεγονός που με γέμισε αισιοδοξία! Πολύ ωραίο θέαμα!

Σαν έδειξε το ρολόι 22:00, τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν και μετά να «παιχνιδίζουν» επάνω στο εξώφυλλο του πιο πρόσφατου “6”, που είχε τον ρόλο του background. Οι τέσσερεις Σουηδοί πήραν τις θέσεις τους και με το «καλημέρα», φάνηκε πως η βραδιά θα κυλούσε πανέμορφα. Ο ήχος; Τέλειος. Πολλά τα παράπονα που έχουν ακουστεί κατά καιρούς για το FLOYD, όσον αφορά τον ήχο του. Λοιπόν, να σας ενημερώσω, όλους εσάς που κάποια στιγμή παραπονεθήκατε (δικαίως, γιατί ξέρω για ποια live μιλάτε), πως δεν ευθύνεται ο χώρος, αλλά οι μπάντες που είδατε. Όσο πιο «πλούσια» η μουσική, όσο περισσότερα τα προηχογραφημένα και οι «πλάτες», τόσο μεγαλύτερο το ρίσκο. Εδώ, που δεν υπήρχαν τέτοια «φτιασίδια» κι όλα θύμιζαν 60s και 70s rock δίχως «φανφάρες», ο ήχος βγήκε… λουκούμι!

Σε μεγάλα κέφια λοιπόν οι GRAVEYARD (μεγάλα για τους ίδιους, δεν τους λες και “party” τύπους), έδωσαν ένα έξοχο live με μεγάλο (πάλι για τους ίδιους) set 90 λεπτών, με τον δικό τους κόσμο να τους αποθεώνει και με μουσικόφιλους που δεν τους ήξεραν και τους είδαν πρώτη φορά να μιλούν με κολακευτικά λόγια στο τέλος (είχα σχετική συζήτηση, χαιρετισμούς στην παρέα μου κι από δω). Ήταν παραπάνω από καλοπροβαρισμένοι, απείχαν από το να χαρακτηριστούν «ρομποτάκια» και είχαν πολύ έντονη την τάση του επιτόπιου jamming (στο “Walk on” μείναμε άλαλοι), κάτι που ανέκαθεν μου άρεσε σε τέτοιου είδους μπάντες.

Ο κιθαρίστας/τραγουδιστής/αρχηγός Joakim Nilsson είναι μια γνήσια rock φιγούρα. Το ίδιο και οι υπόλοιποι βέβαια. Ο μπασίστας/τραγουδιστής Truls Mörck, του οποίου η μπασαδούρα εκεί που στεκόμουν με πήρε και με σήκωσε, ο Jonatan Larocca-Ramm στη lead κιθάρα και φυσικά, αυτός που για μένα πάντα, έκλεψε όλες τις εντυπώσεις, ο μικρός θεός των τυμπάνων Oskar Bergenheim. Πίσω από το λιτό και απέριττο drum kit του, να σείει τον χώρο με τη γκρούβα του και να φτάνει να παίζει μέχρι και blastbeats (!) επάνω σε καθαρά heavy rock φόρμες! Θα έπρεπε να τον παρακολουθήσουν αρκετοί drummers, που νομίζουν πως «φορτώνοντας» με «πλαστικό», τριγκαρισμένο ήχο τη μουσική, ακούγονται εντυπωσιακοί. Να τον παρακολουθήσουν για να καταλάβουν γιατί ακούγονται αστείοι και γιατί εμείς γελάμε.

Δεν πρέπει να έχουμε παράπονο για τα τραγούδια. Ήταν λογική η εστίαση στα δύο τελευταία τους άλμπουμ “Peace” και “6”, το πρότερο υλικό το έχουν τιμήσει και με το παραπάνω στο παρελθόν. Μου άρεσε που τα πιο γρήγορα κομμάτια δεν είχαν τη μερίδα του λέοντος έναντι των αργών (μπορείς να πεις και το αντίστροφο) και έτσι το set δεν «κρέμασε» πουθενά. Σε διαμαντάκια σαν τα “Bird of paradise”, “Slow motion countdown” και “Sad song”, το συναίσθημα περίσσεψε, για να έχουμε και για του χρόνου! Όσο για τα “Uncomfortably numb” και “The Siren” που απολαμβάνουν των περισσοτέρων αποθεωτικών αντιδράσεων, μπορεί να «εκνευρίζουν», όπως «εκνευρίζει» πχ το “I want out”, το “Fear of the dark” ή το “Breaking the law”, αλλά έχουν πια και με τη βούλα το status των κλασσικών rock συνθέσεων. Θα μείνουν στον Χρόνο, δίπλα στα μεγάλα έπη του παρελθόντος, χωρίς αυτό να αποτελεί ύβρη.

Καταληκτικά, ήταν μια εξαίσια βραδιά, ευγενική χορηγία ενός από τα καλύτερα συγκροτήματα της γενιάς του. Το παρελθόν ενώθηκε με το παρόν και μαζί, ατενίζουν το μέλλον με μεγάλη αισιοδοξία. Γιατί αυτό το rock, φίλε μου, είναι προορισμένο να θάψει ακόμη και τον… Highlander. Κι αν δε με πιστεύεις, ρώτα τα πιτσιρίκια στην αρένα. Αυτά, θα στα πουν καλύτερα.

Ανταπόκριση: Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη

JUDAS PRIEST: Πέθανε ο πρώην ντράμερ τους, Les Binks σε ηλικία 73 ετών

0
Les Binks

Les Binks

Την τελευταία του πνοή, άφησε σε ηλικία 73 ετών, ο πρώην ντράμερ των JUDAS PRIEST, Les Binks.

Ο Binks, είχε παίξει στους PRIEST από το 1977 έως το 1979 και ηχογράφησε μαζί τους το “Stained class”, το “Hell bent for leather” (ή “Killing machine” όπως ονομαζόταν στη Μ. Βρετανία) και το live “Unleashed in the East”. Από το 2019 έως το 2021, έπαιζε με τον KK Downing στους KK’S PRIEST.

Οι JUDAS PRIEST εξέδωσαν την ακόλουθη ανακοίνωση:

“Είμαστε βαθιά λυπημένοι για την απώλεια του Les και στέλνουμε την αγάπη μας στην οικογένειά του, τους φίλους και τους θαυμαστές του.

Το εξαιρετικό του παίξιμο στα τύμπανα ήταν πρώτης κλάσης — αποδεικνύοντας τις μοναδικές του τεχνικές, το πάθος, το στυλ και την ακρίβειά του.

Ευχαριστούμε Les — η αναγνώρισή σου θα ζει για πάντα…”

NIGHTSTALKER – VULCAN ITCH (Gagarin205, 11/4/2025)

0
Nightstalker

Nightstalker

Όντας πρώην μόνιμος κάτοικος εξωτερικού για 25 χρόνια, είχα χάσει την καριέρα των NIGHTSTALKER από την αρχή της και γι’ αυτό εκείνη η βραδιά Παρασκευής ήταν η πρώτη φορά που θα τους έβλεπα ζωντανά. Εντωμεταξύ συνάντησα ένα παιδί ο οποίος μου είπε ότι τους είχε δει ζωντανά σχεδόν είκοσι φορές και, έτσι (κι αφού μετά είδα ιδίοις όμμασι, την συμπεριφορά του κοινού που γέμισε την αίθουσα), συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει για τόσα χρόνια μια σημαντική σελίδα στην ιστορία της Ελληνικής ροκ σκηνής.

Η πλάκα ήταν ότι, αφού μιλάμε για ένα live stoner μουσικής, οι υπεύθυνοι της αίθουσας την είδαν την δουλειά και ανακοίνωσαν λίγο πριν την έναρξη, μέσω μεγάφωνων, ότι απαγορευόταν το… «κάπνισμα»· στο τέλος της αναγγελίας, ένα ζευγάρι μπροστά μου άρχισε να στρίβει ένα… «τσιγάρο» επειδή “fuck you”!

Την live τελετή την ξεκίνησαν οι VULCAN ITCH, ένα Αθηναϊκό power trio, των οποίων η φιλοσοφία είναι απλή: noise, alternative, garage, punk ή stoner, δεν έχει σημασία· πάτα το γκάζι μέχρι τέρμα και μην κοιτάς προς τα πίσω. Και γι’ αυτό, για πρώτη φορά έβλεπα μια support μπάντα να παίζει 13 κομμάτια. Yπάρχουν κομμάτια όπως το “Liars and Betrayers”, “So Cold”, “Now or Never”, “Addicted to the Dark” και “The Way” που θυμίζουν αντίστοιχα τους BILLY TALENT, FOO FIGHTERS, QUEENS OF THE STONE AGE, ROYAL BLOOD και ALICE IN CHAINS ενώ στο “Is it Happening” φαίνεται ότι κλείνουν το μάτι και στο power pop των BEATLES. Με αυτό θέλω να πω ότι υπάρχει μια κάποια ποικιλία στον ήχο και ρυθμό τους αλλά εκείνη την βραδιά, ο ήχος δεν ήταν μαζί τους γιατί το μπάσο ακούγονταν πάνω από όλα και όλους, το οποίο μείωσε κατά πολύ, για μένα τουλάχιστον, την αποτελεσματικότητά τους επί σκηνής. Αυτό όμως δεν φαίνεται να πείραξε και πολύ το κοινό που τους επευφήμησε και με το παραπάνω.

Kατά τις 22:45, βγήκαν και οι NIGHTSTALKER με την αποστολή να μας παρουσιάσουν τον ένατο δίσκο της καριέρας τους, ‘Return from the Point of No Return’. Λοιπόν, δεν είμαι τέλειος γνώστης της μπάντας αλλά ξέρω ότι μου αρέσει κάτι εάν ακούσω ένα δίσκο από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να κοιτάω την ώρα ή να σκέφτομαι τι θα δειπνήσω μετά και μετά από αυτά που διάβασα και αυτά που μου είπαν κάποιοι οπαδοί, παίζει να είναι από τους καλύτερους, εάν όχι ο καλύτερός τους δίσκος, οπότε δεν χρειάστηκε να μας πείσουν και πολύ· μας είχαν ήδη στο τσεπάκι πριν καν βγουν επί σκηνής και τα πρώτα mosh pits και crowd surf δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Η μπάντα ήταν σε μεγάλα κέφια, με τον ντράμερ, Ντίνο Ρούλο, σαν master of ceremonies, να μας προτρέπει με τις μπαγκέτες του να φέρνουμε το συνεχές χάος στην αίθουσα. Ο Αντρέας Λάγιος στο μπάσο και ο Τόλης Μότσιος στην κιθάρα, είναι η ήρεμη δύναμη της μπάντας, αφήνοντας έτσι να πέφτει όλη η προσοχή πάνω στον Argy ο οποίος προτιμά να επικοινωνεί με το κοινό μέσω των κινήσεων του σώματος παρά με τα λόγια (το μόνο που θυμάμαι να μας είπε, ήταν μετά το τέλος του “Forever Stoned” που μας χαρακτήρισε όλους ως «σέξυ κοινό»).

Στο “Shallow Grave”, μάλιστα, ανέβηκε και η μικρή Δανάη Λάγιου, κόρη του Ανδρέα, αλλά δεν θα σας πω ψέματα: το κοινό σεκόνταρε τόσο δυνατά όλα τα τραγούδια τους που ίσα ίσα διακρίνονταν κάπως οι φωνές των κοριτσιών. Τα καινούργια κομμάτια συμπλέκονταν με τα παλιά σε μια αλληλουχία που ξετρέλαινε το κοινό, κι ο Argy καμιά φορά έβγαζε και το ντέφι όπως στο “Falling Inside” ή τις μαράκες (“Just A Burn”) ενώ για το τελευταίο κομμάτι, “Children of the Sun”, έπαιξε λίγο και την κόνγκα με μπαγκέτες.

21 κομμάτια συνολικά και με τον καινούργιο δίσκο παιγμένο ολόκληρο, ξέροντας και αυτοί ότι όντως, μετά από έξι χρόνια δισκογραφικής απουσίας και μ’ ένα προηγούμενο δίσκο όχι στο ύψος των περιστάσεων, κατά γενική παραδοχή, όντως έχουν επιστρέψει από το σημείο της μη επιστροφής αν και ποτέ τους δεν είχαν εξαφανιστεί από την καρδιά των οπαδών. Καλώς ήρθατε πίσω μπαντάρα.

Γιώργος Γκούμας
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας

SETLIST
Dust
Heavy Trippin’
Uncut
Forever Stoned
Just A Burn
Return From the Point of No Return
Use
Never Know (Supersonic)
Shipwrecked Powder Monkey
Shallow Grave
Falling Inside
Sweet Knife
Cursed
The Dog That No-One Wanted
Zombie Hour
Baby, God is Dead
Trigger Happy
Flying Mode
Go Get Some
Dead Rock Commandos
Children of the Sun

MESSA – “The spin” (Metal Blade)

0
Messa

Messa

Είσαι οι MESSA. Έχεις βγάλει ένα δίσκο σαν το “Close” πριν από τρία χρόνια που έκανε όλη την μεταλλική κοινότητα όχι μόνο να μιλά για εσένα αλλά και να μένει άναυδη από την ποιότητα της μουσικής σου και να τοποθετεί την κυκλοφορία σου αυτή στα top της χρονιάς σε κάθε σοβαρό έντυπο, site κτλ και εκεί που περιφερόσουν στο underground με τα δύο σου πρώτα άλμπουμ, πλέον το όνομα σου γίνεται οικείο και συζητείται έντονα και με θαυμασμό για το πρόσφατο επίτευγμά σου.

Έρχεσαι επίσης έπειτα και από τα μέρη μας για ένα τρομερό (αλλά κάπως σύντομο) live και εκεί καταλαβαίνουμε ότι αυτή η μπάντα ήρθε για να μείνει.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το “Close” στον “The spin” το σχήμα έπαιξε παντού και καθιέρωσε το όνομά της σε έναν έντονα ανταγωνιστικό χώρο και επιπλέον πραγματοποίησε την μεγάλη μεταγραφή, αφού πλέον από την “μικρή” Svart μεταπήδησαν στα σαλόνια της Metal Blade Records. Ένα λογικό και απολύτως φυσιολογικό βήμα που θα βοηθήσει την δημοτικότητα και αναγνωσιμότητα τους στο παρόν και στο μέλλον.

Το ερώτημα που άτυπα τίθεται όταν κυκλοφορείς έναν μαγευτικό δίσκο σαν τον “Close” είναι πως το ξεπερνάς και πως προχωράς στην επόμενη σελίδα. Η μπάντα από την Ιταλία φαίνεται ότι είναι και πολύ μελετημένη αλλά και έχει τρομερή αυτοπεποίθηση ώστε να καταφέρει να απαντήσει πολύ ξεκάθαρα στο νέο τους δίσκο.

Οι ανατολίτικες ατμόσφαιρες, ο μυστικισμός, ο μεσαίωνας, τα ξόρκια και οι μάγισσες δεν έχουν θέση στον νέο δίσκο, πλέον χαράζουν ρότα για διαφορετικές κατευθύνσεις και με το πρώτο κομμάτι που δίνουν στην δημοσιότητα το κάνουν σχεδόν ξεκάθαρο. Το “At races” έχει μια post punk αύρα που θυμίζει ΚΙLLING JOKE αλλά είναι απόλυτα ενσωματωμένη στην μουσική ταυτότητα του σχήματος που μεταλλάσσεται σταδιακά σε μια doom rock κατάσταση, γνώριμη πλέον και χαρακτηριστική με τα φωνητικά της Sara να σε ταξιδεύουν Όταν ακούσεις πλέον τον δίσκο θα δεις ότι το κομμάτι αυτό που είναι το δεύτερο στην αρίθμηση του tracklisting ακολουθεί το “Void Meridian” που ξεκινά με μια post punk μελωδία για να εξελιχθεί σε μια εξαιρετική doom rock σύνθεση από την μέση και μετά με φοβερά solos και πάλι άριστη ατμόσφαιρα. Η σύνδεση είναι προφανής και ιδεατή.

Η συνέχεια με το “Fire through the roof” όπου o χαρακτηριστικός occult doom χαρακτήρας τους κάνει πλέον αισθητή την παρουσία του, επίσης πρέπει όλοι να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή και σημασία στον Αlberto που βάζει φωτιά στα τάστα της κιθάρας του. Το “Immolation” είναι μια μπαλάντα που ξεκινά με πιάνο και ξεδιπλώνει με μαεστρία τον λυρισμό της για να κλείσει ατμοσφαιρικά την πρώτη πλευρά του δίσκου.

Το “The dress” που ανοίγει την δεύτερη πλευρά του δίσκου είναι το δεύτερο κατά σειρά δείγμα που είχαμε ακούσει. Αυτό το οκτάλεπτο track κατακλύζεται από την ατμοσφαιρική ασπίδα του σχήματος που εδώ απογυμνώνεται, αφήνοντας το συναίσθημα να ξεχειλίσει. Η απόρριψη μέσω της ερμηνείας της Sara εκφράζεται σπαρακτικά και επιπλέον το jazz noir πέρασμα στην μέση και το ροκάδικο λυρικό solo προς το τέλος θα έρθουν για να δώσουν πληρότητα στην εξαιρετική αυτή σύνθεση.

Στο “Reveal” που αποτελεί από τα πιο αγαπημένα μου στον δίσκο δεν μπορώ παρά να θαυμάσω την ευρηματικότητα του group να γράψει μια garage-o- doom σύνθεση με blues/ ZEPPELIN αναφορές αλλά προσαρμοσμένη στον doom ήχο τους. Καταπληκτικό κομμάτι που θα έβαζα στον Jack White να το ακούσει με την πρώτη ευκαιρία αν είχα μου δινόταν η δυνατότητα.

Τέλος η αυλαία θα πέσει με τον ιδανικό τρόπο με άλλο ένα οκτάλεπτο κομμάτι το “Thicker blood” που ξεκινά μέσω πλήκτρων για να οδηγηθεί σε μια μοναδική doom κατάσταση που μέσα της περνούν και καταγράφονται όλα τα στοιχεία που κάνουν τους MΕSSA μοναδικούς, ο λυρισμός, η σκοτεινή ατμόσφαιρα, η ερμηνεία. Ένα πραγματικό αριστούργημα που έχει τοποθετηθεί καίρια εδώ ώστε η αυλαία να πέσει μεταφέροντας σου το αίσθημα της λύτρωσης και της κάθαρσης.

H μπάντα δηλώνει ότι δεν τους αρέσει να επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους και συνεχώς προσπαθούν να βρουν μια νέα γλώσσα για να εκφράσουν τον εαυτό τους καθώς κρατούν την μουσική τους ταυτότητα τους ακέραιη και ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΥΤΟ κάνουν στο “The spin”. Xαράσουν νέα μονοπάτια σε έναν ολοδικό τους δρόμο, δρόμο που άνοιξαν με την αξία τους και την ικανότητά τους. Ένα μουσικό έργο που ακούγεται με τα αυτιά ορθάνοιχτα και τις αισθήσεις σε ετοιμότητα.

Μοναδικό σχήμα, άλλο ένα καταληκτικό άλμπουμ, άλλο ένα top για το τέλος της χρονιάς!

9 / 10

Γιάννης Παπαευθυμίου

LUCIFER’S CHILD – “The illuminant” (Agonia Records)

0
Lucifer

Lucifer

Πέρασαν 7 ολόκληρα χρόνια από το “The order” για να κυκλοφορήσουν το τρίτο τους άλμπουμ. Στο μεσοδιάστημα, όμως, κυκλοφόρησαν ένα τρομερό split LP με τους θρύλους του black metal, MYSTIFIER. Στο “Under Satan’s wrath” (2022) οι LUCIFER’S CHILD έδειξαν στοιχεία που τους διαφοροποιούσαν από τις δύο πρώτες τους κυκλοφορίες την προηγούμενη δεκαετία. Αυτά τα στοιχεία έχουν ολοκληρωθεί στο έπακρο με αυτόν τον δίσκο, του οποίου η διαμόρφωση κράτησε όλα αυτά τα χρόνια.

Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το “The illuminant” ξεκινούν από την πομπώδη του ατμόσφαιρα, που αγγίζει την ηχητική μεγαλοπρέπεια του “Hammerheart” των BATHORY. Μόνο που η αρμάδα του Γιώργου Εμμανουήλ τη χρησιμοποιεί ως ηχητικό σχεδιασμό και όχι ως τρόπο σύνθεσης όπως συνηθίζεται, απομακρύνοντας τους το επικό στοιχείο, όπως συμβαίνει στο κλείσιμο του δίσκου με το “All is prelude”. Το “Ichor” με τα υμνικά φωνητικά και την τελετουργική του mid tempo μουσική επένδυση είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του τι είναι οι LUCIFER’S CHILD εν έτει 2025. Είναι η μπάντα που ξεχωρίζει από τις μυριάδες νέες black metal μπάντες που αναλώνονται σε νεωτερισμούς και δάνεια από τα 90s για να προσεγγίσουν κοινό που αρέσκεται σε φόρμες και συγκεκριμένο ήχο. Ακόμα και όταν γίνονται καταιγιστικοί όπως στο “Righteous flama” καταφέρνουν να ακούγονται ιδιότυποι τόσο ηχητικά, όσο και εκτελεστικά, γεγονός σπάνιο στις νέες μπάντες των τελευταίων πολλών ετών.

Κάθε κομμάτι του δίσκου στέκεται αυτόνομα, δημιουργώντας ένα σύνολο που διαπνέεται από διαφορετική προσέγγιση στη δομή, στη riffολογία, όσο και στους ρυθμούς και τις ταχύτητες. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα κομμάτια δουλεύτηκαν για αρκετό χρονικό διάστημα με γνώμονα να είναι ολοκληρωμένα, έχοντας φωνητικές γραμμές που δένουν άψογα στο mid tempo “Curse”.

Για να πετύχει ένα συγκρότημα να ακούγεται ιδιότυπο στις μέρες μας στο μαυρομεταλλικό χώρο απαιτείται βιωματική σχέση με τον χώρο. Ο Γιώργος Εμμανουήλ ως συνθέτης αξίζει τα εύσημα για τη συνθετική ευφυία του “The heavens die”, στο οποίο ενώνεται η 90s black metal ατμόσφαιρα με τον σύγχρονο ήχο, που υπογράφει ως παραγωγός.

Θαρρώ πως με αυτός ο δίσκος είναι ένα statement του πως είναι το black metal εν έτει 2025 και λειτουργεί όχι ως οδηγός για τις νέες μπάντες, αλλά ως σημείο έμπνευσης και συνένωσης ιδεών με τα στοιχεία που έκαναν ιδιαίτερο το black metal διαχρονικά. Πολύπλευρο και με μια υποβλητική εσωτερική δύναμη, το “The illuminant” στέκεται άξια στις κορυφαίες κυκλοφορίες της τρέχουσας δεκαετίας, καθιστώντας τους LUCIFER’S CHILD leaders and not followers!

9 / 10

Λευτέρης Τσουρέας

STEVEN WILSON – “The overview” (Virgin)

0
Wilson

Wilson

Κάθε νέα κυκλοφορία από τον Steven Wilson μετά από τον πάταγο των “The raven that refused to sing” και “Hand cannot erase” θα διχάζει και δημιουργεί ανάμικτες εντυπώσεις κυμαινόμενες από ενθουσιασμό σε πλήρη απογοήτευση. Αλλά το χαβά του αυτός. Κάνει αυτό που τον εκφράζει στην εκάστοτε φάση της καριέρας του. Με το “To the bone” ήθελε να κάνει κάτι πιο pop/rock και να αρχίσει να πειραματίζεται (όπως έκανε στα πρώτα PORCUPINE TREE άλμπουμ) με την ηλεκτρονική μουσική και την τεχνολογία κάτι που κορυφώθηκε με το electro pop/ambient “The future bites”. Βλέπετε, ο Wilson είναι πάνω απ’ όλα οπαδός σχεδόν κάθε είδους μουσικής – από τους OPETH μέχρι και μινιμαλιστική drone μουσική, κάτι που θα διαπιστώσετε αν ακούτε το podcast the album years που κάνει με τον συμπαίκτη στους NO-MAN Tim Bowness.

Πολλοί ακόμα ισχυρίζονται πως ο Wilson είναι ένας μοντέρνος David Bowie, δηλαδή ένας καλλιτέχνης με ευρεία γκάμα ταλέντων που αψηφά κατηγοριοποίηση κάτι με το οποίο συμφωνώ. Με το “The harmony codex”, φαινόταν να συνοψίζει όλες τις μέχρι τότε τάσεις του δίνοντας μας μερικά ηλεκτρονικά κομμάτια, μερικά fusion/prog, ambient, FLOYDικές ακουστικές prog μπαλάντες και πιο heavy/rock ψυχεδελικά κομμάτια. Προσωπικά μου άρεσε πολύ, αλλά έπασχε από μια έλλειψη συνοχής σαν δίσκος αλλά και στις επιμέρους συνθέσεις καθώς δεν είχε ακόμα βρει τον τρόπο να τελειοποιήσει μια ενορχήστρωση που να εγκολπώνει όλες τις διάφορες τάσεις που συχνά αναμειγνύει. Με τον νέο του δίσκο, “The overview”, επιτέλους το καταφέρνει και μας προσφέρει μια λιτή μεν, αλλά απολύτως ολοκληρωμένη σύνοψη όλων όσων κάνουν τον Steven Wilson μουσικό, συνθέτη, καλλιτέχνη και σκεπτόμενο άνθρωπο.

Αναφέρθηκα στο podcast του Wilson. Εκεί φαίνεται να έχει μια νοσταλγία για ένα album format πίσω στα 70s όταν είχες μία πλευρά ενός δίσκου με κομμάτια που έφταναν στα 25 λεπτά περίπου και μια δεύτερη με ισόποση διάρκεια. Το σκεπτικό του side α και side b βρίσκεται πίσω από την συνάμα ρηξικέλευθη και retro επιλογή του να γράψει μονάχα δύο κομμάτια, αντίστοιχα 23 και 18 λεπτών με τη συνολική διάρκεια να φτάνει τα 41 λεπτά. Προσωπικά, το βρίσκω ανανεωτικό και ευχάριστο να έχεις τόση μουσική σε μια μικρή αλλά μεστή συσκευασία.

Με το “The overview” γίνεται σίγουρα μια επιστροφή στο prog rock που μας έμαθε ο Wilson, κάτι που μαρτυράται μεν από τις επικές διάρκειες αλλά περισσότερο δε από το περιεχόμενο των δύο συνθέσεων που κοσμούν τις δύο όψεις του δίσκου. Το πρώτο, με τον τρομερό τίτλο “Objects outlive us”, έχει περισσότερες κιθάρες και τύμπανα απ’ ότι μας έχει συνηθίσει ο καλλιτέχνης τα τελευταία χρόνια και περιέχει τρομερές εναλλαγές στο ύφος, το μέτρο, τον ήχο και τις εντάσεις. Είναι σε φάσεις βαρύ και ογκώδες, απαλό, ταξιδιάρικο και ατμοσφαιρικό. Περιέχει σαφέστατες νύξεις στο “raven” αλλά αναμειγνύει με τρομερή μαεστρία το ambient και τους PINK FLOYD του “Dark side of the moon” που αποτελεί κοινή συνιστώσα στο άλμπουμ. Ναι μεν ακούμε τις κλασσικές αναφορές σε 70s prog γίγαντες και μάλιστα χωρίς πολλά έξαλα σόλο, αλλά το παιχνίδι με την τεχνολογία και την ηχοληψία μας πάει σίγουρα πίσω στο “Dark side”. Και ο Wilson είναι μάστορας σ’ αυτό.

Το κομμάτι διηγείται το concept του δίσκου που έχει να κάνει με την αίσθηση δέους που νιώθει ο άνθρωπος βλέποντας τη Γη από το διάστημα και τούμπαλιν. Οι στίχοι φανερώνουν τις σκέψεις ενός καλλιτέχνη που προσπαθεί να περάσει νοήματα μέσα και από τη μουσική, κάτι που ο Wilson κατάφερε με την προώθηση του δίσκου καθώς δεν υπήρξαν singles αλλά μια ταινία με τον τίτλο “The overview” που παίχτηκε σε επιλεγμένους κινηματογράφους. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ πάνω στο overview effect που βιώνουν αστροναύτες όταν βλέπουν τη Γη. Ο Wilson μπορεί και το κάνει να μην ακολουθεί την πεπατημένη και να δρα ολιστικά σαν καλλιτέχνης. Το “Objects outlive us” σηματοδοτεί μια απρόσμενη επιστροφή στο ύφος του “raven” αλλά είναι πάνω απ’ όλα η ατμόσφαιρα του που με κερδίζει μιας και θα μπορούσε να συνοδεύει το soundtrack μιας ταινίας όπως το «2001 Οδύσσεια του Διαστήματος». Το κομμάτι σε ταξιδεύει, σε ξεσηκώνει, προκαλεί μελαγχολία αλλά και αγαλλίαση. Και με τους μουσικούς που τον πλαισιώνουν, Theo Travis, Craig Blundell, Adam Holzman, Randy McStine, πώς να μην σε συνεπαίρνει.

Στη δεύτερη όψη, ακούμε την πιο μεστή και άρτια ανάμιξη του prog rock με την ηλεκτρονική/ambient μουσική στη μέχρι τώρα δισκογραφία του Wilson. Το ομώνυμο κομμάτι είναι σαφώς πιο ματζόρε, σαν να μας διηγείται ένα αίσθημα χαράς βλέποντας το μεγαλείο του κόσμου από το διάστημα. Ακούγεται σαν το “To the bone” να συναντά όλη τη πρώιμη δισκογραφία των PORCUPINE TREE μέχρι και το “Lightbulb sun” με πολλές ξεκάθαρες νύξεις στο “Dark side of the moon”. Η απαγγελία της συζύγου της Rotem Wilson στα πρώτα ambient λεπτά λειτουργεί σαν ένα ηχητικό χαλί με μια ευφάνταστη πολύχρωμη παλέτα. Στα πιο rock μέρη του, θυμίζει πολύ πρώιμους PORCUPINE TREE ενώ στο ορχηστρικό μέρος, ο Adam Holzman οργιάζει στα πλήκτρα σαν άλλος Richard Wright ενώ το κλείσιμο με το σαξόφωνο του Travis είναι ανατριχιαστικό. Το κομμάτι είναι περισσότερο ambient/ατμοσφαιρικό και το μόνο σίγουρο είναι πως στη ερχόμενη περιοδεία, όπου θα παρουσιαστεί ολόκληρος ο δίσκος, το κομμάτι θα προκαλέσει πολλά έντονα συναισθήματα γνωρίζοντας ειδικά πως ο ήχος στις ζωντανές εμφανίσεις του Wilson είναι καθηλωτικός. Φυσικά για την παραγωγή και μίξη του δίσκου, τι να σας πω; Εξοπλιστείτε με καλά ακουστικά και αφήστε τους εαυτούς σας να χαθεί στο υπερπέραν.

Αν τα καταφέρατε να φτάσετε μέχρι εδώ, μπορεί να αναρωτιέστε γιατί τόσο κείμενο για έναν τόσο σύντομο δίσκο; Μα φυσικά γιατί με το “The overview” ο Steven Wilson ολοκληρώνει έναν κύκλο και μας προσφέρει την πιο μεστή του δουλειά μέχρι το παρόν, ένα άλμπουμ γεμάτο απαιτητική και εκλεπτυσμένη μουσική που αψηφά ταμπέλες, ένα γνήσιο έργο τέχνης που μελλοντικά θα μνημονεύεται ως κλασσικός.

9 / 10

Φίλιππος Φίλης

WARBRINGER – “Wrath and ruin” (Napalm Records)

0
Warbringer

Warbringer

Δεν ξέρω για εσάς αλλά για μένα τουλάχιστον, η χρονιά εξελίσσεται σε μια από τις πιο συναρπαστικές στον ακραίο ήχο, με τη μία φοβερή κυκλοφορία να διαδέχεται την άλλη, κάθε μήνα! Και όλα αυτά ενώ αναμένονται και νέες κυκλοφορίες από θρυλικές μπάντες του χώρου όπως οι DARK ANGEL και οι CORONER. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και νεότερες μπάντες που αφήνουν και αυτές το στίγμα τους με πυρακτωμένα γράμματα στο thrash βιβλίο που διαβάζουμε.

Μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι και οι Αμερικανοί WARBRINGER που, ακόμα και από το άγουρο ντεμπούτο τους το “War without end” του 2008, έδειξαν ότι προορίζονται για μεγάλα πράγματα. Η πορεία τους δικαίωσε τις προσδοκίες του κόσμου καθώς οι WARBRINGER ανέβαιναν επίπεδο σε κάθε κυκλοφορία τους, με αποκορύφωμα τα δύο τελευταία τους άλμπουμ “Woe to the vanquished” και “Weapons of tomorrow” του 2017 και 2020  αντίστοιχα, και με τα οποία έφτασαν στο peak τους… ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα!

Βλέπετε, το νέο, έβδομο άλμπουμ των WARBRINGER, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες με τον τίτλο “Wrath and ruin”, φιλοδοξεί να εδραιώσει για τα καλά τους Αμερικανούς στην thrash metal ελίτ, και τα καταφέρνει περίφημα. Από το φανταστικό εξώφυλλο δια χειρός Andreas Marschall καταλαβαίνει κανείς ότι τα πράγματα εδώ είναι επικίνδυνα.  Όταν μάλιστα σκάει η riffάρα του εναρκτήριου “The sword and the cross” τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Οι λεβέντες δεν αστειεύονται καθόλου, μα καθόλου όμως.

Το ξύλο πέφτει ανελέητο σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, ενώ οι συνθέσεις ακούγονται πιο άρτια δομημένες από ποτέ. Κιθάρες που παραπέμπουν άμεσα στους EXODUS και λιγότερο στους TESTAMENT, χωρίς όμως να μπαίνουν στην παγίδα του ξεπατικώματος, εξάλλου οι WARBRINGER έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν τη δική τους ταυτότητα όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχουν κομμάτια όπως τα “Neuromancer”, ”Through a glass, darkly” που φανερώνουν μια πιο σκοτεινή αλλά και ελκυστική πτυχή των Αμερικανών και από την άλλη έχουμε headbanging μέχρι λιποθυμίας σε κομμάτια όπως το “The jackhammer” (μόνο εγώ βλέποντας τον τίτλο σκέφτηκα τον Goldberg από το WWE;), “A better world” και κυρίως το πορωτικό “Strike from the sky” με το φανταστικό old school riff του.

Τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια όμως είναι αυτά που κλείνουν τον δίσκο, το “Cage of air” με τις καταπληκτικές εναλλαγές του και τη σχεδόν black metal χροιά του με τα blastbeats στο τέλος του να σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό, και το “The last of my kind”,το πιο (ας μου επιτραπεί η έκφραση) επικό τραγούδι του δίσκου, ένα κομμάτι που είμαι σίγουρος ότι θα “μιλήσει” στις καρδιές πολλών. Μικρή παύση…

On the path I tread
There are none but I
I raised a clenched fist to an unconquered sky
And each step I walk
I walk it alone
I defy the lords, I spit on their thrones

Η μπάντα ακούγεται κυριολεκτικά φρενιασμένη, με την κιθαριστική δουλειά να κλέβει τις εντυπώσεις, πράγμα άδικο για την φοβερή απόδοση των υπολοίπων μελών και κυρίως του τραγουδιστή John Kevill αλλά πραγματικά, τα riffs και τα solos που ακούγονται σε αυτόν τον δίσκο θα έκαναν τον Gary Holt πολύ υπερήφανο!

Αξίζει, τέλος, να αναφέρουμε ότι στην limited edition του δίσκου υπάρχει και ένα bonus CD με τίτλο “Ravaging Europe 2023” με επιλεγμένα live κομμάτια από την Ευρωπαϊκή περιοδεία των WARBRINGER εκείνη τη χρονιά, που αξίζει και με το παραπάνω να επενδύσετε σε αυτήν καθώς οι λεβέντες είναι καταιγιστικοί επί σκηνής.

Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν το “Wrath and ruin” είναι ο καλύτερος δίσκος των WARBRINGER μέχρι στιγμής, αν και όλα τα σημάδια οδηγούν σε αυτήν την επιλογή. Το σίγουρο είναι ότι μιλάμε για έναν δίσκο αστείρευτης έμπνευσης που δείχνει ξεκάθαρα ότι οι WARBRINGER έχουν ακόμη πολλά να μας δώσουν στο μέλλον. Αν νομίζατε ότι με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους έπιασαν ταβάνι, το “Wrath and ruin” οδηγεί τους Αμερικανούς ακόμα ψηλότερα, Sky is the limit!

8,5 / 10

Θοδωρής Κλώνης

NIGHTFALL STUDIO INTERVIEW (Fotis Benardo, Efthimis Karadimas)

0
Nightfall

Nightfall

Συναντηθήκαμε με τον Ευθύμη Καραδήμα και τον Φώτη Benardo στα Devasoundz studios για να συζητήσουμε τη διαδικασία ηχογράφησης του νέου δίσκου των NIGHTFALL, “Children of Eve”, το οποίο κυκλοφορεί στις 2 Μαΐου από τη Season Of Mist.

Ευθύμης: Έγραψα ένα demo με 10 κομμάτια με μια κιθάρα Gibson flying V που έχω πριν τρία χρόνια. Λόγω της πανδημίας δεν μπορούσαμε να πάμε σε περιοδεία και καθόμουν σπίτι και έγραφα. Με το demo ξεκίνησα το πρώτο μέρος της προπαραγωγής το 2023, η οποία έγινε με τον Θύμιο Κρίκο. Εκεί έβαλα τα riffs σωστά παιγμένα με τον μετρονόμο και οδηγούς τύμπανα, μπάσο και με φωνές για να δω τι ταιριάζει που. Μετά το τέλος της πανδημίας πήρα το demo και ήρθαμε στα Devasoundz studios και συνεχίσαμε την προπαραγωγή, με όλα τα όργανα παιγμένα κανονικά. Το πρώτο μέρος της προπαραγωγής ήταν να μπουν τα κομμάτια σε μια σειρά για να καταλάβουμε τι έχουμε στα χέρια μας. Το δεύτερο μέρος άρχισε να μετουσιώνεται σε ηχογράφηση. Λέγαμε «κράτα αυτό, κράτα εκείνο», οπότε το θεωρούμε ως αρχή της ηχογράφησης.
Φώτης: Χρειαζόταν η δεύτερη προπαραγωγή για να δούμε τι ταιριάζει και τι όχι. Φαίνεται να είναι φλυαρία στο demo και να μην είναι ή το αντίθετο. Δεν έγινε με τα ίδια όργανα που έγινε η τελική ηχογράφηση. Στην ηχογράφηση ψάξαμε τον ήχο και με τις 7 κιθάρες που είχαμε στη διάθεσή μας.
Eυθύμης: Παίζαμε το ίδιο riff με κάθε κιθάρα και ακούγαμε μετά για να δούμε με ποια κιθάρα ακούγεται καλύτερα στο ύφος που έχουμε. Στον προηγούμενο δίσκο είχαμε χρησιμοποιήσει μια Gibson και μια Ibanez, που ήταν συγκεκριμένο μοντέλο που μεσουρανούσε στα 80s.
Φώτης: Διαλέξαμε τις συγκεκριμένες γιατί ταιριάζανε μεταξύ τους, αλλά και με τους ενισχυτές που είχαμε. Χρησιμοποιήσαμε δύο Gibson explorer, η μια δική μου και η άλλη του κιθαρίστα μας, Κώστα Κυριακόπουλου και ήταν τέλειες για πάντρεμα στον ήχο τους σε επίπεδο συχνοτήτων. Χρησιμοποιήσαμε ως κεφαλές τον Engle και τον EVH (Eddie Van Halen).

Οι κιθάρες ηχογραφήθηκαν όλες από τον Κώστα Κυριακόπουλο;
Φώτης: Ναι, κυρίως ο Κώστας. Έχει σταθερό και δυνατό δεξί στα ρυθμικά.
Ευθύμης: Οι κιθάρες συγκριτικά με το “At night we prey” χαρακτηρίζονται από τον όγκο τους και από το σφιχτό δυνατό παίξιμο του Κώστα. Αυτή είναι μια βασική διαφορά με το νέο δίσκο.

Πώς διαμορφώθηκαν και ηχογραφήθηκαν τα τύμπανα;
Φώτης: Τα αρχικά τύμπανα ήταν απλά οδηγοί για να καταλάβω την ιδέα. Από εκεί και πέρα βάζω και εγώ τις ιδέες μου στα τύμπανα. Αλλάξαμε πολλά κατόπιν. Αφού κλείσουμε την προπαραγωγή κάναμε αρκετά rearrangements για να καταλήξουμε πως θα ακουστούν τα κομμάτια. Κάποια σημεία κρατούσαν παραπάνω, άλλα λιγότερο. Αυτό που γίνεται εδώ είναι που κάνει τη διαφορά του home recording από το studio recording. Έχεις αυτή τη δημιουργία και έχει μεγάλη διαφορά. Και μόλις μου είχε έρθει το καινούριο μου drum set από την Mapex, το οποίο λέγεται Evo. Τα κύμβαλα που χρησιμοποιώ είναι της Instanbul.

Ως εξωτερικός κριτής ποια πιστεύεις ότι είναι η διαφορά της Βασιλικής Μπίζα από τον Ευθύμη ως μπασίστες;
Φώτης: Η Βασιλική είναι πιο μελετημένη, ενώ ο Ευθύμης είναι πιο αλήτης στο παίξιμο του όπως ήταν και στο προηγούμενο άλμπουμ. Της Βασιλικής είναι πιο καθαρό, πιο κλινικό και πιο ακριβές και ροκάδικο. Είναι πιο σωστό με τα τύμπανα και έχει δέσει άψογα σαν rhythm section. Χρησιμοποιήσαμε το Sam zam για την ηχογράφηση του.
Ευθύμης: Εμένα μου αρέσει το μπάσο να είναι σαν μπασοκίθαρο, γι’ αυτό και έχω και τους THE SLAYERKING. Άμα είσαι μουσικός πρέπει να δέχεσαι το στυλ παιξίματος του μουσικού που έχεις διαλέξει να συμπορευτείς. Αλλιώς παίρνεις ένα hired gun, κάτι που συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια. Έφερα τα κομμάτια και τα δουλεύουμε όλοι μαζί. Ο καθένας μπορεί να βάλει μια πινελιά εδώ κι εκεί, να δουλέψουμε κάτι, να αλλάξουμε κάτι. Γίνεται ομαδική δουλειά, κάτι που γινόταν πάντα στους NIGHTFALL. Γι’ αυτό με διαφορετικά line up, αλλάζουν οι προσεγγίσεις, τα ηχοχρώματα και το τελικό αποτέλεσμα που ακούς σε ένα δίσκο. Το μόνο κοινό είναι η ιδέα, το riffing, το στυλ, που όλα αυτά είναι σταθερά μετά από τόσα χρόνια.

Πώς ηχογραφήσατε τα φωνητικά μέρη;
Φώτης: Ο Ευθύμης ήρθε πανέτοιμος και σε σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ είναι δέκα βήματα καλύτερος. Λόγω των συναυλιών βρήκε καλύτερα πατήματα. Η χροιά ταιριάζει καλύτερα στη νέα εποχή των NIGHTFALL. Γράψαμε one take τα φωνητικά σε sections, δηλαδή το πρώτο τετράστιχο μονοκοπανιά. Στα ρεφραίν βάλαμε τρία κανάλια, δηλαδή τρεις φωνές – κέντρο, δεξιά, αριστερά. Αυτό γίνεται στις σύγχρονες παραγωγές για να «ανοίγει» το ρεφραίν.

Αντίστοιχα πως επιλέξατε την εισαγωγή των γυναικείων φωνητικών;
Φώτης: Τα έχει κάνει η Μάγια Μαργαρίτη, που έχει φανταστική φωνή. Την ξέρω εδώ και πολύ καιρό και την γνώρισα στα παιδιά και ταίριαξε πολύ καλά. Είχε αυτή τη 90s αίσθηση που χρειαζόταν το άλμπουμ.
Ευθύμης: Είναι πραγματικά ιδιαίτερη προσωπικότητα. Ήρθε και μας κέρδισε.

Δεν σκεφτήκατε να κάνει και ο Φώτης καθαρά φωνητικά στον δίσκο;
Ευθύμης: Του είπα να κάνει και έτσι έπεσε η ιδέα για τη Μάγια.
Φώτης: Σκέψου ότι η αρχή του “Seeking Revenge” ας πούμε, δεν θα είχε την ίδια αίσθηση αν έκανα εγώ τα φωνητικά.

Πραγματικά η φωνή της είναι σαν να ακούς ένα επιπλέον όργανο.
Φώτης: Ναι, βέβαια σαν να ακούς κιθάρα.
Ευθύμης: Η εισαγωγή στο κομμάτι αυτό είναι από ένα ριφ που είχα γράψει το 2002 σε ένα Yamaha synthesizer. Το βρήκα και λέω, ενδιαφέρον, ας το δοκιμάσουμε.

Τι διαφορετικό κάνατε συγκριτικά με το προηγούμενο σας άλμπουμ, “At night we prey”;
Ευθύμης: Στην τέταρτη περίοδό μας, έχουμε αποφασίσει η μπάντα να γίνει πολύ ενεργή συναυλιακά. Ξεκίνησα από την αρχή σκεπτόμενος τα κομμάτια ζωντανά.  Μετά ψάχνοντας να βρω κάποιον παραγωγό άκουσα την ιδέα του Θύμιου για τον Jacob Hansen, με τον οποίο είδα στην πορεία ότι έχουμε κοινά σημεία όσον αφορά αρχικά την σύνθεση και μετά τον τρόπο που δουλεύει αυτός τη μίξη. Αυτό που επέλεξα στη σύνθεση ήταν άγριο riffing – πομπώδες ρεφραίν με λιγότερο layering από ό,τι στους προηγούμενους δίσκους. Δηλαδή τώρα δόθηκε μεγάλη βάση στο rhythm section, τις ρυθμικές κιθάρες ενώ η lead κιθάρα  που οδηγεί είναι μία. Όχι δηλαδή το multilayering με πολλά lead όργανα. Εν τέλει τα κομμάτια βγήκανε όλα έτσι που να εξυπηρετούν τους στίχους, την ατμόσφαιρα και την ενέργεια σε μια συναυλία.
Φώτης: Θεωρώ ότι ακούγεται όλη η μπάντα μέσα σε αυτό το άλμπουμ. Έχω παραπάνω πράγματα στο studio, έχοντας κάνει upgrade gear και έχω γνώση περισσότερη από τον προηγούμενο δίσκο.

Πώς μπήκανε οι υπόλοιποι στην συνδιαμόρφωση του αρχικού υλικού που είχε ετοιμάσει ο Ευθύμης;
Φώτης: Θεωρώ ότι ο Ευθύμης είχε το όραμα από την αρχή και εγώ μπορούσα να το καταλάβω, όπως και ο Θύμιος. Είμαι άνθρωπος που δεν ικανοποιούμαι εύκολα και θέλω όλα να είναι στην εντέλεια. Όταν άρχισε να χτίζεται αυτό το οικοδόμημα κατάλαβα το όραμα που είχε και αποδόθηκε στο τέλος, κάτι που είναι πολύ δύσκολο.
Ευθύμης: Ας πούμε στα τύμπανα όταν παίζει ο Φώτης τελείως διαφορετικά από το demo καταλαβαίνεις ότι το πάει αλλού και πρέπει να το ακολουθήσεις. Έτσι προσθέτει ο καθένας με τον τρόπο του στο τελικό αποτέλεσμα. Καταλαβαίνεις ότι ένα κομμάτι ή ένα άλμπουμ είναι ολοκληρωμένο στο 99% όταν το γράψεις και το ακούσεις μετά από κάποιο χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει και τους δύο μήνες. Αν δεν το κάνεις αυτό κινδυνεύεις να πεις μετά «εδώ θα άλλαζα αυτό».
Φώτης: Ενώ αν του δώσεις λίγο χρόνο και μπορείς να κρίνεις το τραγούδι που ακούς μετά από ένα, ενάμιση μήνα γιατί το ακούς με καθαρά αυτιά. Οπότε μπορείς να καταλάβεις κατευθείαν τι σου φταίει.

Το διάστημα ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη προπαραγωγή σας βοήθησε να το καταλάβετε;
Φώτης: Ακριβώς και καταλάβαμε που είμασταν και τι θα έπρεπε να αλλάξουμε. Αλλάξαμε και στο τέλος κάποια πράγματα.

Σε στιχουργικό επίπεδο είναι concept ο δίσκος. Πως δούλεψες τις ιδέες σου πάνω στη μουσική που είχες γράψει;
Ευθύμης: Ξεκίνησα με τη μουσική και έβαζα κάποια στοιχεία των πραγμάτων που ήθελα να θίξω στιχουργικά. Αυτά μετουσιώθηκαν σε κομμάτια και βρήκαν τη θέση τους στο tracklist. Δεν ξεκίνησα λέγοντας αυτό θα είναι το πρώτο και αυτό θα είναι το τρίτο. Αυτό βγήκε στην πορεία. Ήταν οριακό γιατί ήθελα αυτή τη φορά να κάνω κάτι που είχα στο μυαλό μου χρόνια πριν και δεν τα είχα καταφέρει. Ήθελα να κάνω τους τίτλους να είναι μέρος μιας φράσης και η φράση αυτή να είναι το νόημα των στίχων. Αυτό δεν δουλεύεται! Ή βγαίνει ή δεν βγαίνει! Όταν βγήκε ήμουν ελαφρά συγκρατημένος γιατί κάποιο κομμάτι μπορεί στο τέλος να μην κάθεται καλά στη θέση που εξυπηρετεί την φράση. Άλλες φορές δεν το είχα καταφέρει, αλλά τώρα τα κατάφερα! Είχα πειραματιστεί πολύ σε αυτό και με τους THE SLAYERKING. Το θέμα είναι να βγει φυσικά.

Πως ήταν η συνεργασία σας με τον Jacob Hansen που ανέλαβε την μίξη και το mastering;
Ευθύμης: Παίζει πάρα πολύ ωραία με τον χώρο μέσα στα κομμάτια. Δεν θα τον προτιμούσα για να κάνουμε μαζί το προηγούμενο άλμπουμ μας, “At night we prey”. Γι’ αυτό το άλμπουμ είναι ιδανικός. Μπήκε στο μυαλό του καλλιτέχνη και ανέδειξε τα ηχητικά σημεία, που πρέπει να αναδειχτούν σε κάθε κομμάτι.
Φώτης: Μου αρέσει πάρα πολύ ως παραγωγός. Είχαμε ακούσει την τελευταία δουλειά που είχε κάνει με τους ARCH ENEMY και μας άρεσε πάρα πολύ ο ήχος του. Τον γνωρίζω και έχουμε μιλήσει από πάρα πολύ παλιά. Μας έστειλε την πρώτη μίξη και του στείλαμε λίγες σημειώσεις για να φέρουμε το τελικό αποτέλεσμα όπως το είχαμε στα αυτιά μας. Με την επικοινωνία που είχαμε ήρθε το τελικό αποτέλεσμα που δεν ακούγεται ψεύτικο και πλαστικό, αλλά είναι οργανικό και πομπώδες. Είναι ακριβώς αυτό που θέλαμε!

Υπηρέτησε το κομμάτι δηλαδή.
Ευθύμης: Ακριβώς! Τα ρεφραίν είναι τεράστια, ανοίγουν! Είναι έτσι γραμμένα και στη μίξη έτσι θα έβγαιναν, αλλά είναι κάποιοι άνθρωποι που δίνουν το κάτι παραπάνω που χρειάζεται. Είναι πολύ σημαντικό ότι ήξερε τους NIGHTFALL από τα 90s, οπότε ήξερε τι να κάνει. Αντίθετα με τη μίξη του “At night we prey” ταλαιπωρηθήκαμε πάρα πολύ.

Λευτέρης Τσουρέας
Φωτογραφίες: Marios Theologis / Math Studio

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece
Noise
Nightwish
Rock Hard Radio