ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Rogues en Vogue” – RUNNING WILD ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005 ΕΤΑΙΡΙΑ: GUN Records ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Rolf Kasparek ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: Φωνητικά / Κιθάρες: Rolf Kasparek
Μπάσο: Peter Pichl
Τύμπανα: Matthias Liebetruth
Το “Rogues en Vogue” πρόσθεσε ένα ακόμη κεφάλαιο στη μακρόχρονη ιστορία μιας από τις σταθερές και ιστορικές μπάντες του τευτονικού heavy metal, που σίγουρα όταν κυκλοφόρησε 20 χρόνια πριν, τον μακρινό (πλέον) Φεβρουάριο του 2005, δεν εξέπληξε κανέναν, καθώς η παρέα του Rock and Rolf παρέδωσε αυτό ακριβώς που ανέμενε το φανατικό κοινό του σχήματος: παλιομοδίτικο, παραδοσιακό, δογματικό (μα και κλασικό) 80s heavy metal παιγμένο με το χαρακτηριστικό ύφος της γερμανικής μπάντας. Είναι γνωστό ότι οι RUNNING WILD παρά τις αρκετές αλλαγές στο line-up τους σε όλη την διάρκεια των περασμένων δεκαετιών παραμένουν πιστοί στη φιλοσοφία τους για το τι ακριβώς πρέπει αν περιλαμβάνει ένας metal δίσκος που φέρει το λογότυπο τους, πώς βέβαια θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν ο ιθύνων νους του σχήματος, Rolf Kasparek παρέμεινε μόνιμα στο τιμόνι της μπάντας όλα αυτά τα χρόνια.
Το “Rogues and Vogue” είναι ένας χορταστικός σε τραγούδια και διάρκεια δίσκος που περιέχει καλές τυπικές RUNNING WILD συνθέσεις με δυναμικά riffs, στρωτές πιασάρικες στο πρώτο άκουσμα ιδέες, και φυσικά τη γνωστή παραγωγή που πατάει (με το ενάμιση πόδι) στα 80s. Για στίχους και εξώφυλλο μην ρωτάτε, ξέρετε! Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κομμάτια του δίσκου θα έλεγα ότι δεν έχει νόημα, αφού και τυχαία να πατάς tracks στο playlist θα ακούσεις όλες τις (συγκεκριμένες) RUNNING WILD νόρμες και βέβαια τις εκάστοτε επιρροές που πιάνουν ένα ευρύ φάσμα που παραπέμπει από τους THIN LIZZY και τους AC/DC μέχρι τον… Kai Hansen. Πιάσε για παράδειγμα το πανηγυρικό “Libertalia” με την ταχύτητα και το υμνικό ρεφράιν, το “Canonball Tongue” με την 80s mainstream metal δομή και το singlάτο chorus ή το πιο 90s τραγούδι του δίσκου “Angel of Mercy” (ο Hansen που λέγαμε πριν), όλα θα μπορούσαν εύκολα να βρίσκονται σε οποιοδήποτε από τα κλασικά άλμπουμ του σχήματος, ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στο «έπος» του δίσκου, το 10λεπτο “The War”.
Η μπάντα, ήδη από τότε και παρά την ηλικία της έδειξε ότι παραμένει έτοιμη να προσφέρει νέο υλικό από αυτό που εξαρχής τους έκανε γνωστούς στο metal κοινό, χωρίς να μετακινηθεί από την πυξίδα που ακολουθεί το πειρατικό τους σκαρί από το πρώτο του ταξίδι στις αρχές των 80s μέχρι σήμερα. Νομίζω ότι τόσα χρόνια μετά, καθώς η δισκογραφική τους παρουσία παραμένει μέχρι σήμερα συνεπής, δεν θα μπορέσαμε να ζητήσουμε τίποτα παραπάνω από τους RUNNING WILD (φαντάζεστε πχ μια μέρα να επανερχόταν με νέο δίσκο και να έπαιζαν progressive?!), καθώς συγκαταλέγονται σε ένα από τα λίγα εκείνα σχήματα που έχοντας ένα καθορισμένο δικό τους ύφος που τους ανήκει δεν μετακινούνται από αυτό. Φυσικά αν δεν έχετε ακούσει ποτέ την μπάντα ακούστε πρώτα τα “Under Jolly Roger”, “Port Royal”, “Death or Glory” κ.α. πριν καταλήξετε εδώ.
ΟΝΟΜΑΑΛΜΠΟΥΜ: “Descent into chaos” – NIGHTRAGE ΕΤΟΣΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005 ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Century Media ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Patrik J. Sten ΣΥΝΘΕΣΗΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Tomas “Tompa” Lindberg
Κιθάρες – Gus G
Κιθάρες – Μάριος Ηλιόπουλος
Μπάσο – Henric Carlsson
Drums – Φώτης Bernardo
20 χρόνια “Descent into chaos”. Ένα από τα πρώτα μελωδικά death metal άλμπουμ που άκουσα σε πραγματικό χρόνο, δίπλα στις κλασσικές δυνάμεις του είδους (AT THE GATES, IN FLAMES, DARK TRANQUILLITY). Τότε, που οι NIGHTRAGE ήταν το νέο, φρέσκο supergroup, το οποίο είχε ήδη δώσει τα πρώτα διαπιστευτήρια με το “Sweet vengeance” (2003). Ένα εξαίρετο άλμπουμ για το οποίο σας τα είπε αναλυτικότατα ο Γιώργος ο Κουκουλάκης στο αντίστοιχο κείμενο. Θα προσθέσω μόνο στο κείμενο του συναδέλφου, την θητεία του drummer Per Moller Jensen στους Δανούς death/thrash ήρωες INVOCATOR (“Excursion demise” και τα μυαλά στο μίξερ!), γιατί τέτοιος είμαι! Πίσω στο θέμα μας τώρα, μετά από κάθε ντεμπούτο supergroup, το δεύτερο είναι το πιο κρίσιμο.
Ο λόγος πολύ απλός: είναι άλλο ένα πυροτέχνημα, ή μια μπάντα που αξίζει της προσοχής μας; Η απάντηση δίνεται στο στούντιο, ούτε δύο χρόνια μετά! Ίδιο κιθαριστικό δίδυμο (Μάριος Ηλιόπουλος/Gus G), στο μπάσο μπαίνει ο Henric Carlsson ενώ τα τύμπανα αναλαμβάνει ο δικός μας Φώτης Bernardo. Σταθερός ο Tompa στο μικρόφωνο (που όπως θυμόμαστε, μόνος του γούσταρε και μπήκε στη μπάντα!), σταθερός ο Fredrik Nordström στα πλήκτρα. Μόνο που αλλάζει είναι ότι πλέον εκτελεί χρέη μηχανικού ήχου και τη παραγωγή αναλαμβάνει ο Patrik J Sten. Το εξώφυλλο του “Descent into chaos” θα φιλοτεχνήσει ο Σπύρος Αντωνίου, ενισχύοντας έτι περαιτέρω το ελληνικό στοιχείο της κυκλοφορίας αλλά και της μπάντας.
Μια μέρα σαν τη σημερινή, το “Descent into chaos” κυκλοφορεί και οπλοφορεί! Εδώ το επίπεδο παικτικά αλλά και συνθετικά, ανεβαίνει. Με κομματάρες σαν το “Poems” (κομμάτι γνωριμίας του γράφοντος με τη μπάντα – μέγα κόλλημα!), το “Being nothing” ή το “Phantasma” να δείχνουν το δρόμο, ενώ το “Frozen” (με καλεσμένο τον έτερο θρύλο Mikael Stanne των DARK TRANQUILLITY) με το “Silent solitude” δείχνουν τη πιο mid-tempo φύση της μπάντας. Σοφά τοποθετημένο το instrumental “Solus” σαν διάλειμμα λίγο πριν το τέλος (όμορφη διαφοροποίηση επίσης), μιας και κομμάτια όπως το “Omen”, το ομώνυμο και το “Reality vs truth” δεν χαρίζουν επ’ ουδενί κάστανα και βαράνε στο ψαχνό!
20 χρόνια μετά, τα 43 λεπτά του “Descent into chaos” μας παρέχουν χρήσιμα συμπεράσματα. Το ένα είναι ότι οι NIGHTRAGE δεν είναι απλά ένα πυροτέχνημα του ενός δίσκου, που περισσότερη αξία παίρνει λόγω των συμμετεχόντων σε αυτόν, παρά λόγω των όσων έχει να πει μουσικά. Απεναντίας, πρόκειται για την απτή απόδειξη του οράματος ενός ανθρώπου που θα έπαιρνε σάρκα και οστά δίσκο με δίσκο και αυτή ήταν μόνο η αρχή μιας σπουδαίας καριέρας (κάτι που επιβεβαιώνεται από την σημερινή εικόνα της μπάντας). Επιπλέον, στέκεται αγέρωχο ως μια σπουδαία κυκλοφορία μελωδικού death metal, κοιτάζοντας πολλούς συνοδοιπόρους από Σουηδία μεριά (και όχι μόνο) στα μάτια. Μεγάλο παράσημο, ειδικά τότε.
Did you know that?
– Ο χαρακτήρας του supergroup εδώ θα λέγαμε πως τελειώνει, μια και η σύνθεση θα άλλαζε από το επόμενο άλμπουμ, με μόνα μέλη που θα ξαναβλέπαμε να είναι ο Μάριος Ηλιόπουλος και ο Henric Carlsson.
– Δεύτερος και τελευταίος δίσκος στην Century Media, προτού μεταβούν στην Lifeforce.
– Ο δίσκος επανακυκλοφόρησε σε μια έκδοση διπλού CD μαζί με το “Sweet vengeance” από την Century Media, υπό τον γενικότερο τίτλο “Vengeance descending”, το 2010. Στο μεν “Sweet vengeance”, bonus είχαμε το extended demo version του “Gloomy daydreams”, στο δε “Descent into chaos”, τα “Black skies” και “Gallant deeds” (που ήταν bonus σε άλλες εκδόσεις του δίσκου).
ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Conspiracy in mind” – COMMUNIC ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2005 ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Nuclear Blast ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Jacob Hansen ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ: Φωνητικά/ Κιθάρες – Oddleif Stensland Μπάσο – Erik Mortensen Drums – Tor Atle Andersen
Μεταφερόμαστε νοητά στη Νορβηγία από όπου κατάγονται οι COMMUNIC, και μάλιστα τη χρονολογία που μας έδωσαν το ντεμπούτο τους. Μία μπάντα που όταν πέφτει το όνομα της στο τραπέζι η κουβέντα μπορεί να κυλήσει πολύ εύκολα στους NEVERMORE, αλλά αν μείνει εκεί θα είμαστε πολύ άδικοι μαζί τους. Γιατί αυτό που κατάφεραν οι Νορβηγοί με αυτό το άλμπουμ είναι να παντρέψουν είδη που στην πράξη δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού μέσα από τη μουσική τους παρελαύνει έντονα το Αμερικάνικο Power, το Progressive, το κλασσικό Metal, λίγο Thrash, λίγο Doom όλα τα ωραία δηλαδή.
Αν ήταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα θα τους αποκαλούσαμε INGERMANLAND αφού από εκεί ξεκίνησαν οι Oddleif και Eric πριν αλλάξουν σε COMMUNIC μετά από μόλις 2 demo. Σκαλοπάτι για να κυκλοφορήσει το “Conspiracy in mind” κάτω από τη στέγη της Nuclear Blast, αποτέλεσε ένα επιπλέον Demo που μοιράζεται τον ίδιο τίτλο (Conspiracy…), είχε τρία τραγούδια και τυπώθηκε σε μόλις 100 αντίτυπα. Η μπάντα που απαρτίζεται στο δίσκο αυτό από τρία μέλη, με τον Oddleif να αναλαμβάνει χρέη φωνητικών και κιθάρας, έχει καταφέρει να κρατήσει αναλλοίωτο το line-up της μέχρι και σήμερα. Να αναφέρουμε πως κάτι τέτοιο το θεωρώ τεράστια επιτυχία και πως σε βάθος χρόνου η εμπειρία λέει ότι κυρίως ευεργετικά λειτουργεί στην ποιότητα της μουσικής που κυκλοφορεί το εκάστοτε συγκρότημα.
Βουτώντας στις πιο ισχυρές ταυτότητες του άλμπουμ αυτού, ξεκινάμε με το progressive που φαίνεται με γυμνό μάτι από μακριά, αφού δεν περιέχει τραγούδι κάτω από εξίμισι λεπτά. Την ίδια στιγμή οι εναλλαγές ρυθμών μέσα στα ίδια τα τραγούδια σε συνδυασμό με το δίδυμο παραμορφωμένου/ καθαρού ήχου στις κιθάρες έρχονται για να κλειδώσουν αυτό το χαρακτηριστικό. Μου έκανε πάντα εντύπωση πως κάνουν τόσο πολύ χρήση ακουστικής κιθάρας και καθαρού παιξίματος στο δίσκο χωρίς να ακούγονται βαρετοί ούτε λεπτό. Από την άλλη να πούμε και για την δυνατή τους πλευρά, με τα τύμπανα του Andersen να κερδίζουν το παιχνίδι των εντυπώσεων κατ εμέ πάντα. Δεν λείπουν οι κιθάρες με τον αρκετά βαρύ ήχο σήμα κατατεθέν πολλών συγκροτημάτων της Δύσης. Φωνητικά σε στιγμές θυμίζουν Warrel Dane (NEVERMORE), άλλοτε την καθαρή και μελωδική πλευρά του James Rivera επί εποχής DESTINY’S END και ενίοτε τον Mike Baker (SHADOW GALLERY).
Το πιο δυνατό χαρτί του “Conspiracy in mind” είναι το πόσο ωραίες είναι οι μελωδίες που σκαρφίστηκε η τριάδα, είτε μουσικά είτε φωνητικά, ειδικά σε συνδυασμό με τον δυναμικό και περιπετειώδη χαρακτήρα των συνθέσεων. Από τη μία το headbanging δίνει και παίρνει και από την άλλη θες να σταματήσεις να απολαύσεις τα τραγουδιστικά μέρη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “The distance” που μετατρέπεται σε piano version και μετονομάζεται σε “Another distance” το οποίο στέκεται μια χαρά ως τραγούδι. Ακολουθεί σε σημασία το πόσο εύκολα αλλάζει κατεύθυνση μία σύνθεση όπως λόγου χάρη γίνεται στο “They feed on our fear”, όπου η μπαλαντοειδής αρχή του δίνει τη θέση της σε ένα Metal χείμαρρο. Με το ίδιο μοτίβο κυλάει όλη η ακρόαση. Μεταβλητό είναι το αν θα βγαίνει από ηχεία κάτι βαρύ και ασήκωτο ή κάτι μελωδικό, ενώ σταθερά είναι τα στοιχεία της εξερεύνησης, ποιότητας και εκτελεστικής ικανότητας.
Η αντιμετώπισή μου ως προς το ντεμπούτο των COMMUNIC είναι συγκρατημένη καθώς δεν θα έβγαινα και στα μπαλκόνια να φώναζα διθύραμβους γι’ αυτό, δεν είναι αυτό που θα αποκαλούσα κλασσικό. Ουδέποτε όμως αυτός είναι ο σκοπός, δεν ακούμε μόνο δεκάρια αλλιώς ο μουσικός μας κατάλογος θα ήταν πολύ πιο φτωχός Από την άλλη 20 χρόνια μετά ακούγεται τόσο ευχάριστα και έχει πάρα πολλά θετικά στοιχεία, έχει δυνατό χαρακτήρα και σου κρατάει το ενδιαφέρον. Για να το βλέπω έτσι σήμερα, είναι σίγουρο ότι το 2005 θα είχε δημιουργήσει εξαιρετικές εντυπώσεις και δικαιολογημένα (δυστυχώς τους έμαθα αρκετά χρόνια μετά οπότε δεν έπιασα το hype της κυκλοφορίας του).
To “Parasomnia” των DREAM THEATER, έχει μόλις κυκλοφορήσει κι έχει κάνει πάταγο, με υψηλότατες θέσεις στα charts πάρα πολλών χωρών. Έχοντας κάνει ήδη μία συνέντευξη με τον Jordan Rudess, κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους, το φθινόπωρο του 2024, η ευκαιρία να μιλήσω με τον Mike Portnoy μετά από αρκετά χρόνια, έχοντας επιστρέψει μάλιστα στο γκρουπ μετά από 13 χρόνια, ήταν no brainer. Μπορεί να έχουμε κάνει πάνω από 15 συνεντεύξεις όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχουν όμως, πλέον, πολλά πράγματα που έμενε να συζητηθούν και αυτά είναι όσα προλάβαμε να πούμε μέσα σε είκοσι λεπτά που ήταν ο διαθέσιμος χρόνος…
Πιστεύεις ότι το “Parasomnia” είναι το νέο “Scenesfromamemory”, εννοώντας ότι μετά από ένα άλμπουμ των LIQUIDTENSIONEXPERIMENT για μία ακόμη φορά μπήκατε σε μία νέα εποχή των DREAMTHEATER; Είδατε το “LTE3” σαν ένα πραγματικό πείραμα για να δείτε πως είναι η χημεία ανάμεσα σε σένα, τον John και τον Jordan μετά από τόσα χρόνια; Ναι, οι ομοιότητες σε σχέση με τη δυναμική και τον χρόνο είναι πολύ μεγάλες. Μπορείς, για παράδειγμα, να πεις ότι το “Liquid tension experiment 2”, ήταν η γέφυρα που έφερε τον Jordan στους DREAM THEATER, ενώ το “LTE3”, ήταν η γέφυρα που έφερε εμένα πίσω στους DREAM THEATER. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η σύγκριση είναι πραγματική. Αλλά όπως έχω πει και σε άλλες συνεντεύξεις, όταν κάναμε το τελευταίο άλμπουμ των LIQUID TENSION EXPERIMENT, είχα τον ίδιο ενθουσιασμό με όταν κάναμε το “Scenes from a memory”, αλλά και το “Images and words”, διότι και στις δύο περιπτώσεις είχαμε να κάνουμε με μία αλλαγή στη σύνθεσή μας. Το “Images…” ήταν το πρώτο άλμπουμ με τον James στο συγκρότημα και το “Scenes…” ήταν το πρώτο άλμπουμ με τον Jordan. Κι αυτή τη φορά είχα αυτό που θα έλεγα «εμπνευσμένη ενέργεια», αφού γύρισα στο συγκρότημα. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές, μπορούσες να νιώσεις την ενέργεια. Είχαμε πολύ έμπνευση και ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση.
Ποιες ήταν οι δυναμικές του να δουλεύεις ξανά με τον James, τους John και τον Jordan μετά από τόσα χρόνια; Για να είμαι ειλικρινής, ήταν σαν να μην είχε περάσει μία μέρα. Νιώσαμε όλοι άνετα και θα έλεγα πως ήταν πιο πολύ σαν να έγινε reunion μιας οικογένειας. Σε ότι αφορά τη δυναμική στο θέμα της δουλειάς και της δημιουργίας, δεν ήταν σε τίποτα διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν. Καμία διαφορά ακόμα και σε σχέση με τα demo των MAJESTY, 40 χρόνια πριν. Ο τρόπος με τον οποίο συνθέτουμε, είναι πολύ σταθερός και συνεπής και ακόμα και σ’ αυτόν το δίσκο, που είναι ο 16ος μας, ακολουθήσαμε την ίδια τακτική. Αν κάτι άλλαξε, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Είμαστε μεγαλύτεροι, σοφότεροι, πιο έμπειροι. Η τελευταία φορά που γράψαμε ένα δίσκο μαζί, ήταν το 2009. Τότε ήμουν στα early 40s μου και τώρα είμαι στα late 50s. Σίγουρα η ηλικία και η εμπειρία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε τώρα.
Θα έλεγα ότι το “Parasomnia” κάνει έναν πλήρη κύκλο και ότι το τέλος του, είναι ταυτόχρονα και η αρχή του… Δεν θα το έλεγα. Θα έλεγα ότι υπάρχει μία σαφής αρχή κι ένα τέλος. Αν ακούσεις το “Octavarium”, αυτό κάνει πραγματικά έναν πλήρη κύκλο. Στην περίπτωσή μας, όμως, το άλμπουμ ξεκινά με τον ακροατή να πέφτει στο κρεβάτι για ύπνο και τελειώνει όταν ξυπνάει…
Με τρόπο παρόμοιο με το “OpenyoureyesNicholas”… Όχι ακριβώς έτσι. Ο ακροατής ξυπνά από τον βραδινό του ύπνο και όλες οι εμπειρίες που είχε, ήταν τα προηγούμενα 70 λεπτά που κοιμόταν. Ουσιαστικά το “Parasomnia” μιλάει για όσα συμβαίνουν όταν κοιμάσαι. Είναι ένα τέλειο θέμα για μία μπάντα που ονομάζεται DREAM THEATER. Ταιριάζει απόλυτα.
Στο “MidnightMessiah” ακούμε κάποιους στίχους που μας είναι οικείοι, όπως το “Strangedéjà vu” και διάφορα άλλα, ακούμε και μία επαναλαμβανόμενη μελωδία, που μου θυμίζει παραλλαγές του “Lovestory”, να σου πω την αλήθεια… Πάμε να τα δούμε ένα-ένα. Το θέμα με τους στίχους, έχει να κάνει περισσότερο με μένα, να κάνω πλάκα, όπου κάνω αναφορά σε κάποιους από τους παλιούς μου στίχους στο “Midnight Messiah”. Οι στιχουργικές αναφορές, είναι πιο πολύ πλάκα και δίνω τροφή στους οπαδούς να ψάξουν να βρουν από ποια τραγούδια προέρχονται. Επιπλέον, οι στίχοι του τραγουδιού αυτού, είναι –θα έλεγα- μεταφορικοί κι έχουν να κάνουν με την επιστροφή μου στους DREAM THEATER. Σε ότι έχει να κάνει με τη μουσική, αυτό που λες έγινε, φυσικά, σκόπιμα. Όταν γράφεις ένα concept άλμπουμ, ακόμα και θεματικό (όχι απαραίτητα να έχει μία ιστορία με χαρακτήρες), χρησιμοποιείς κι επαναλαμβάνεις διάφορες μελωδίες εδώ κι εκεί με διάφορους τρόπους. Είναι ένας πολύ διασκεδαστικός τρόπος να γράφεις μουσική κι έχοντας κάνει πολλά concept άλμπουμ, όχι μόνο με τους DREAM THEATER, αλλά και με τους TRANSATLANTIC και τον Neal Morse, αυτό είναι ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιείς. Αν κοιτάξεις και πιο παλιά στους DREAM THEATER, το “Wait for sleep”, έχει μία μελωδία που χρησιμοποιείται στο “Learning to live”. Στο “Awake”, το “Mirror”, έχει μία από τις μελωδίες του “Space-dye vest”. Είναι ένας διασκεδαστικός τρόπος σύνθεσης.
Βασικά σε ρώτησα, επειδή η βασική μελωδία, μου θύμισε αρκετά το θέμα του “Lovestory” και ήθελα να δω αν υπάρχει κάποια σύνδεση με αυτό. Με το “Love story”; Δεν νομίζω…
Οκ, το ξεχνάμε και πάμε παρακάτω. Από την εποχή του “Scenesfromamemory”, είχες αναλάβει εσύ και ο JohnPetrucci την παραγωγή των δίσκων των DREAMTHEATER μέχρι που έφυγες. Από τότε και μετά, τον τομέα της παραγωγής ανέλαβε αποκλειστικά ο JohnPetrucci, κάτι που δεν άλλαξε τώρα που επέστρεψες. Για ποιον λόγο δεν είσαι στα credit του παραγωγού τώρα; Για να είμαι ειλικρινής, αυτό ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που ο John Petrucci έφερε στο τραπέζι, όταν συζητούσαμε οι δυο μας την πιθανότητα να επιστρέψω. Όσον καιρό έλειπα, είχαν συμβεί διάφορα πράγματα τα οποία δεν ήθελαν να αγγίξουν, να αλλάξουν. Ένα από τα πράγματα που ήθελε οπωσδήποτε ο John, ήταν να κρατήσει το credit ότι εκείνος μόνο θα ήταν ο παραγωγός. Και τι θα μπορούσα να πω; Αν ήθελα να είμαι κι εγώ παραγωγός; Ναι. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι έφερε αυτό το θέμα κι εγώ έπρεπε να το σεβαστώ. Μέχρι να φύγω κάναμε τις παραγωγές μαζί, όταν έφυγα τις έκανε μόνος του. Εδώ και πέντε άλμπουμ, έτσι λειτουργούσε το συγκρότημα. Εάν αυτό είναι πολύ σημαντικό για εκείνον, απλά πρέπει να το σεβαστώ. Δεν μπορώ να γυρίσω στο συγκρότημα και να απαιτήσω να γίνουν τα πράγματα όπως ήταν στο παρελθόν. Αυτό είναι αδύνατο. Δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι και στο μεταξύ έχουν συμβεί διάφορα πράγματα τα οποία έπρεπε να σεβαστώ. Πρέπει όμως να είμαι και ειλικρινής, λέγοντάς σου ότι δεν απέρριψαν τις ιδέες μου, δηλαδή κάποια από αυτά που πρότεινα, όπως το concept για παράδειγμα, που μπορεί να περνάνε ουσιαστικά από το χέρι του παραγωγού, πέρασαν. Αλλά αν ο John θέλει να είναι ο μοναδικός παραγωγός, εγώ είμαι εντάξει. Αυτό που σήμαινε για μένα, ήταν ότι δεν χρειαζόταν να είμαι στο στούντιο 24/7, κι επειδή μένω τρεις ώρες μακριά, μπορούσα να περνάω περισσότερες ώρες με την οικογένειά μου, δίχως να πρέπει να «κάνω babysitting» στα μέρη των πλήκτρων ή του μπάσου. Χαχαχα.
Πιθανολογώ ότι ένα ακόμη ζήτημα που συζητήσατε προτού μπεις στο συγκρότημα, είναι το κομμάτι του setlist των συναυλιών. Παρότι επέστρεψες, παίξατε τα ίδια τραγούδια σε όλες σας τις συναυλίες, κάτι που είναι φυσιολογικό, βέβαια. Το αφύσικο ήταν που αλλάζατε το setlist κάθε φορά! Υπάρχει πιθανότητα να επιστρέψει η παλιά σας συνήθεια; Φυσικά! Όταν έβγαζα διαφορετικά setlist για κάθε μία συναυλία, περιοδεύαμε ήδη για 20 χρόνια μαζί. Με αυτόν τον τρόπο δεν κάναμε κάθε συναυλία μας συναρπαστική μόνο για τους οπαδούς μας, αλλά και για εμάς τους ίδιους. Τώρα που επέστρεψα μετά από τόσον καιρό, χρειαζόμασταν λίγο χρόνο για να είμαστε το ίδιο άνετοι μεταξύ μας όπως παλιά, οπότε είναι καλύτερο να παίζουμε τα ίδια τραγούδια προτού αρχίσουμε να ανακατεύουμε την τράπουλα. Αυτή τη στιγμή το setlist είναι σταθερό και νομίζω ότι βολεύει για την περιοδεία για την 40η μας επέτειο. Νομίζω πως πρόκειται για τραγούδια που όλοι θέλουν να ζήσουν αυτήν την εμπειρία. Όταν τελειώσουμε τα πρώτα μέρη της περιοδείας και παίξουμε παντού από μία φορά σε κάθε χώρα, από τότε και μετά θα αρχίσουμε να αλλάζουμε τα πράγματα. Όσο προχωρά ο χρόνος, το setlist θα αλλάζει ολοένα και περισσότερο.
Για μία ακόμα φορά δουλέψατε με τον HughSyme για το εξώφυλλο του δίσκου. Τι είχατε στο μυαλό σας όταν τον προσεγγίσατε; Είναι το τελικό αποτέλεσμα κάτι που σας ικανοποίησε 100%; Αυτή ήταν άλλη μία ευθύνη που την είχε επωμιστεί ο John Petrucci όταν έφυγα από το συγκρότημα. Πριν από το 2010, πάντα είχα την επίβλεψη των εξωφύλλων κι έκανα τις συνεννοήσεις με τους εξωτερικούς καλλιτέχνες είτε ήταν ο Hugh Syme, είτε ο Storm Thorgerson, είτε οποιοσδήποτε άλλος. Αυτή, λοιπόν, ήταν μία δραστηριότητα την οποία με την απουσία μου, είχε αναλάβει ο John, ήθελε να διατηρήσει αυτό το καθεστώς και όταν επέστρεψα κι έπρεπε να το σεβαστώ. Άρα, αυτή είναι μία ερώτηση που πρέπει να κάνεις σ’ εκείνον. Αν μου αρέσει το εξώφυλλο; Ναι, μου αρέσει και δεν ξέρω αν έχεις δει όλο το artwork κι όχι μόνο το εξώφυλλο, διότι ο Hugh Syme έπιασε το mood του δίσκου, που είναι πολύ σκοτεινός, που ασχολείται με εφιάλτες και τέτοιου είδους πράγματα, νομίζω ότι θα συμφωνήσεις ότι και ο Hugh έκανε καλή δουλειά και ο John έκανε καλή δουλειά στην επίβλεψή του.
Αισθάνεσαι καθόλου περίεργα που παίζεις στις συναυλίες τραγούδια των DREAMTHEATER που τα είχε παίξει άλλος ντράμερ στις στούντιο εκτελέσεις; Με ποια κριτήρια διαλέξατε ως συγκρότημα το “Thisisthelife” και το “Barstoolwarrior”; Πρώτα απ’ όλα δεν διάλεξε η μπάντα τα τραγούδια. Από τη στιγμή που επέστρεψα, εγώ είμαι υπεύθυνος για το setlist σε κάθε του κατηγορία, δηλαδή στα τραγούδια που θα παίξουμε, τη σειρά με την οποία θα τα παίξουμε, τι μουσική θα παίζει πριν και μετά και όλα αυτά. Οπότε λοιπόν, διαλέγοντας τα κομμάτια που θα παίξουμε, είχα να διαλέξω και ανάμεσα σε δίσκους που δεν έπαιζα. Μου έδωσαν πλήρη ελευθερία να ακούσω εκείνους τους δίσκους με την ησυχία μου και να βρω τραγούδια με τα οποία ένιωθα άνετος. Σε ότι αφορά τα κριτήρια, που με ρώτησες, άκουσα αυτά τα άλμπουμ με ανοιχτά αυτιά και προσπαθούσα να συνδέσω τα τραγούδια που με συγκίνησαν, τραγούδια που ένιωσα μία σύνδεση και σε ότι αφορά στο θέμα τους, αλλά και στη μελωδία. Τραγούδια που θα τα παίζαμε και θα ακούγονταν σαν να είχαν γραφτεί από αυτή τη σύνθεση. Δεν κοίταζα ποια τραγούδια ήταν πιο τεχνικά ή πιο δύσκολα, αλλά αυτά που μ’ έκαναν να νιώσω κάτι δυνατό. Τα δύο τραγούδια που επέλεξα, ένιωσα ότι ήταν πολύ καλογραμμένα, μελωδικά και μου «μίλησαν». Θα δούμε στην πορεία ποια τραγούδια θα επιλέξω. Έκανα τη μελέτη μου, άκουσα αυτούς τους πέντε δίσκους, έφτιαξα μια σχετική λίστα με κομμάτια που μου «μίλησαν» όπως σου είπα και θα δούμε ποια απ’ αυτά θα μπουν στο μέλλον στο setlist. Σε ότι αφορά, τώρα στο αν αισθανόμουν περίεργα που έπαιζα αυτά τα τραγούδια, η απάντηση είναι «όχι», επειδή αυτό κάνω σε όλη μου την καριέρα, είτε περιοδεύοντας με τους AVENGED SEVENFOLD, είτε με τους TWISTED SISTER. Έχω κάνει καριέρα μπαίνοντας σε συγκροτήματα και παίζοντας μέρη που είχαν παιχτεί από άλλους ντράμερ κι έπρεπε να μπω εκεί και να τους σεβαστώ. Έπαιξε και τραγούδια των SPOCK’S BEARD με τον Neal Morse. Το κάνω σε όλη την καριέρα μου, λοιπόν, και νιώθω πολύ άνετα.
Η περιοδεία για την 40η σας επέτειο ήταν ένα συναισθηματικό rollercoaster για σένα, περισσότερο από τους υπόλοιπους, αφού έχασες την αδερφή σου και τον Mickey, τον σκύλο σου, συν το γεγονός ότι έπαιζες με τους παλιόφιλούς σου μετά από τόσα πολλά χρόνια. Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο, αλλά νομίζω ότι η αγάπη που έλαβες από τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ και τους οπαδούς, ξεπέρασε τις προσδοκίες σου. Είναι έτσι; Ήταν απίστευτο. Ήταν όντως ένα συναισθηματικό rollercoaster με μερικές από τις καλύτερες στιγμές που είχα ποτέ στην καριέρα μου, αφού κάθε βράδυ, ένιωθα την αγάπη κι έβλεπα το πάθος των οπαδών. Δεν ήταν μόνο στην πρώτη συναυλία στο Λονδίνο, αλλά κυριολεκτικά κάθε βράδυ, όπου και να παίξαμε και θα συνεχίσει να είναι κάπως έτσι μέχρι να φτάσουμε και στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Είχα όμως, όπως είπες και δύο προσωπικές απώλειες, που έκαναν την κατάσταση πάρα πολύ δύσκολη, επίσης. Το είπες πολύ σωστά όμως, ότι η αγάπη και η υποστήριξη των παιδιών στο συγκρότημα, του crew και των οπαδών μας, μ’ έκαναν να μπορέσω να ξεπεράσω αυτές τις δύσκολες στιγμές. Η μουσική και οι οπαδοί μας, μου ανεβάζουν τη διάθεση γι’ αυτές τις 3 ώρες και μπορούσα να δραπετεύσω από τη λύπη που αισθανόμουν τις υπόλοιπες 21, που ήμουν εκτός της σκηνής.
Όταν έπαιζες παλιότερα στους DREAMTHEATER συμμετείχες σε πολλά άλλα projects. Θα σε δούμε σε κάποιο/α από αυτά στο μέλλον; Αν είχες να επιλέξεις ένα από αυτά, ποιο θα διάλεγες; Ο χρόνος θα δείξει ποιο γκρουπ ή project απ’ όλα αυτά θα επιβιώσει. Αυτή τη στιγμή επικεντρώνομαι μόνο στους DREAM THEATER και θα συνεχίσει να είναι για πολύ καιρό, αφού δεν προβλέπεται η παγκόσμια περιοδεία που κάνουμε να τελειώσει σύντομα. Θα μπορούσε να συνεχιστεί και το 2026. Αν υπάρξει καθόλου χρόνος μετά, θα δούμε ποια από αυτά τα projects συνεχίζουν να υπάρχουν. Αν ήταν να διαλέξω ένα γκρουπ αυτό θα ήταν ο Neal Morse, με τον οποίο έχω τη μεγαλύτερη δέσμευση, αφού εκείνος κι εγώ έχουμε τρία γκρουπ μαζί και πιο πολύ θα έλεγα ότι έχω δέσμευση με τη Neal Morse Band, όπου κυριολεκτικά λατρεύουμε να γράφουμε μουσική κι έχουμε εκπληκτική προσωπική σχέση όλα τα μέλη μεταξύ μας. Θα δούμε. Ο χρόνος θα δείξει.
ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “The killer instinct” – BLACK STAR RIDERS ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2015 ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Nuclear Blast ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Nick Raskulinecz ΣΥΝΘΕΣΗΜΠΑΝΤΑΣ:
Ricky Warwick – Φωνητικά, κιθάρα
Scott Gorham – Κιθάρες
Damon Johnson – Κιθάρες, β’ φωνητικά
Robbie Crane – Μπάσο
Jimmy DeGrasso – Τύμπανα, κρουστά ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Nick Raskulinecz – Mellotron και Taurus πετάλια
Mark Gemini Thwaite – Ακουστικές κιθάρες
Θα είμαι ειλικρινής, όπως πάντα. Για μένα, οι THIN LIZZY του μακαρίτη πια John Sykes, με όσους συμμετείχαν από την αυθεντική παρέα του Phil Lynott, κακώς υπήρξαν. Όλο το εγχείρημα ήταν ΛΑΘΟΣ από την αρχή και επηρέασε, ευτυχώς όχι σε μη αναστρέψιμο βαθμό, και τους BLACK STAR RIDERS (BSR από τούδε και στο εξής). Οι αλλαγές στην σύνθεση με το «πήγαινε-έλα» ονομάτων, από το 1996 ως το 2012, ακόμη κι αν η μπάντα δεν κυκλοφόρησε νέο υλικό αλλά ήταν ένας «περιοδεύων φόρος τιμής» (εξαιρετικός βέβαια, να σημειωθεί εδώ, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος επάνω στην σκηνή), σε συνδυασμό με την διατήρηση του ονόματος, δημιούργησαν πολλές αντιδράσεις, πικρόχολα σχόλια και αρνητική στάση, από πάμπολλους οπαδούς των αυθεντικών THIN LIZZY.
Δικαίως, ψέματα να πούμε; Έπρεπε η μπάντα αυτή να ονομαζόταν κάπως αλλιώς, με ένα όνομα που να παραπέμπει στους THIN LIZZY και να τονίζει το “tribute” της όλης φάσης. Γνώμη μου, ξαναλέω. Όπως όμως συμβαίνει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εξίσου πολύς κόσμος δεν έδωσε και ιδιαίτερη σημασία σε τέτοια ζητήματα «ηθικής τάξεως» και τους στήριξε. Έτσι, όταν οι BSR έγιναν η εξελιγμένη, «επίσημη» μορφή των ΤΗΙΝ LIZZY, είχαν έτοιμη… μαγιά. Και μαγκιά, αφού το “All Hell breaks loose”, που κυκλοφόρησε το 2013, όσο και να θες να το δεις ως ένα “Lizzytributealbum”, σου έδειξε πως ναι μεν τιμά το ένδοξο παρελθόν αλλά έχει τον δικό του χαρακτήρα, τον χαρακτήρα των BSR.
Δυο χρόνια μετά, ήρθε το “The killer instinct”. Ο αρχικός σχεδιασμός, ήθελε τη μπάντα να ηχογραφεί στο Δουβλίνο και στη θέση του παραγωγού τον Joe Elliott των DEF LEPPARD, ωστόσο η συνεργασία δεν προχώρησε λόγω του βεβαρημένου προγράμματος του Elliott με την «Κουφή Λεοπάρδαλη». Έτσι, από το Δουβλίνο οι BSR βρέθηκαν στο Rock Falcon Studio, στο Tennessee, με παραγωγό τον «πολύ» Nick Raskulinecz, ο οποίος εννοείται έκανε καταπληκτική δουλειά. Μια ακόμη αλλαγή θα είχαμε στο μπάσο, όπου τη θέση του Marco Mendoza θα έπαιρνε ο Robbie Crane των RATT, LYNCH MOB, TUFF και VINCE NEIL BAND.
Σύμφωνα με τον Warwick, ο τίτλος δηλώνει το ένστικτο που πρέπει να έχεις, ώστε να πετύχεις τους στόχους σου και να ζεις πραγματικά ευτυχισμένος. «Η ζωή δεν είναι δίκαια, ποτέ δεν ήταν ποτέ δεν θα είναι. Μερικές φορές πρέπει να διαθέτεις ένστικτο δολοφόνου απλά για να επιβιώσεις, στο ‘κυνήγι’ της ευτυχίας. Επειδή κανένας δεν μπορεί να κάνει για σένα, αυτό που θα πρέπει να κάνεις εσύ». Δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για «εκπτώσεις», όταν μιλάμε για τα «θέλω» και τις «ανάγκες» μας. Αρκεί, βέβαια, αυτά να μην έρχονται σε σύγκρουση με βασικές αξίες της ανθρώπινης ύπαρξης και να μην προκαλούν κακό στον διπλανό μας, έτσι; Τσαγανό είπαμε να έχουμε, όχι να είμαστε καθίκια!
Στο «ζουμί» τώρα της υπόθεσης, αν δούμε το “The killer instinct” ως νέο δίσκο και υποθέσουμε ότι κυκλοφορούσε φέτος, όλοι οι hard rockers θα σκίζαμε τα ρούχα μας από ενθουσιασμό. Οι THIN LIZZY είναι παραπάνω από απλά «παρόντες» σε τούτο το διαμάντι, με στοιχεία από όλες τις περιόδους τους ως κουαρτέτο/κουιντέτο, όπως είναι «παρόντες» και οι THE ALMIGHTY, λόγω Ricky Warwick. Οι κέλτικες δισολίες, ο bluesy χαρακτήρας και τα «πολεμικά» τύμπανα των πρώτων ταίριαξαν τόσο ιδανικά με το sleaze συναίσθημα των δευτέρων που ακούγοντάς το ξανά, έτσι, για να το «φρεσκάρω» λίγο έστω κι αν δεν χρειαζόταν, άφησα πάλι το θαύμα μου!
Πόσο ταλέντο μαζεμένο σε ένα σχήμα… Το δίδυμο Warwick/Johnson συνθετικά έχει και πάλι συνεργαστεί άψογα, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από το ντεμπούτο. Σχεδόν ολόκληρο το άλμπουμ του «ανήκει» και εκτός από αυτό, οι δυο μουσικοί βάζουν τα γυαλιά σε όποιον τολμά να αμφισβητήσει τις ικανότητες και τις προθέσεις τους. Ο Scott Gorham έχει μια πιο διακριτική παρουσία σε σχέση με τις μέρες του στους THIN LIZZY, τον «ακούς» όμως, δεν είναι ότι είναι αμελητέος, κάθε άλλο! Ο Robbie Crane με τον Jimmy DeGrasso (πόσο υποτιμημένος drummer, γαμώτο…), το τέλειο rhythm section.
Κάποια στιγμή, σε ανύποπτο χρόνο, είχα περιγράψει τον ήχο του “The killer instinct” ως «οι THINLIZZY αποφασίζουν να παίξουν μουσική στην Άγρια Δύση». Ακόμη το πιστεύω αυτό! Σίγουρα ισάξιο, μην σου πω και καλύτερο του “All Hell breaks loose”, έχει τραγουδάρες που αν τις άκουγε ο Phil θα τις εκτιμούσε δεόντως και μα την αλήθεια, ποιος μου λέει εμένα πως αν υπήρχε ακόμη ο Μαύρος Πάνθηρας και είχε την Αδύνατη Σαυρούλα, δεν θα σκάρωνε έναν τέτοιο δίσκο;
Από τα καλύτερα hard rock επιτεύγματα της μετά-millenium εποχής.
Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 5 χρόνια για να ξαναβρεθώ στον πανέμορφο χώρο του Μεγάρου Μουσικής προκειμένου να απολαύσω μία συναυλία. Κοινός παρανομαστής και στις δύο παρουσίες μου υπήρξε ο τεράστιος Jon Lord μιας και την πρώτη φορά είχε παρουσιαστεί από την Καμεράτα Ορχήστρα των φίλων της μουσικής το θρυλικό “Concerto for group and orchestra” των DEEP PURPLE ενώ τώρα την τιμητική του θα είχε το σόλο άλμπουμ του Lord που κυκλοφόρησε το 1976 με τίτλο “Sarabande”. Και μπορεί το “Sarabande” να μην κουβαλάει τη φήμη του “Concerto for group and orchestra” αλλά αυτό δεν πτόησε τον κόσμο από τα να εξαντλήσει τα εισιτήρια του Μεγάρου μιας και η παρουσία του Gus G. στην κιθάρα αλλά και του μαέστρου Γιώργου Πέτρου αποτέλεσαν ισχυρό δέλεαρ για μαζική προσέλευση παρά το τσουχτερό κρύο που επικρατούσε στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Πιο πριν θα παρουσιαζόταν το σπουδαίο έργο του Philip Glass “Heroes” που βασίζεται στο ομώνυμο άλμπουμ των David Bowie/Brian Eno. Το πρώτο πράγμα που έκανε σε όλους τρομερή εντύπωση -και αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς στις εκδηλώσεις του Μεγάρου- ήταν η τρομερή ακουστική αφού η κάθε λεπτομέρεια ακουγόταν με ιδιαίτερη ευκρίνεια. Στα πρώτα αυτά 45 λεπτά στη σκηνή βρίσκονταν μονάχα οι 50 περίπου μουσικοί της Καμεράτας οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Γιώργου Πέτρου μάγεψαν πραγματικά το ακροατήριο.
Η ώρα όμως είχε έρθει για τον Gus G. και το “Sarabande” του Jon Lord. Από τα έντονα χειροκροτήματα και τις επευφημίες του κόσμου, καταλάβαινες αμέσως ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου είχε έρθει για τον Gus ο οποίος συνοδευόταν από τους εξαιρετικούς Γιώργο Φακανά στο μπάσο και Στέφανο Δημητρίου στα τύμπανα. Για όσους δεν έχουν ακούσει ποτέ το “Sarabande” αξίζει να αναφέρουμε ότι είναι πιθανότατα -τουλάχιστον αυτή είναι η προσωπική μου άποψη- το πιο «προσβάσιμο» και προσιτό προσωπικό άλμπουμ του Lord με συνθέσεις που όχι μόνο δεν κουράζουν αλλά είναι και πολύ ευχάριστες στο άκουσμα. Προσθέστε στην εξίσωση όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες και το αποτέλεσμα ήταν, θα λέγαμε, εκ προοιμίου επιτυχημένο.
Ωστόσο, όλοι μας θα θέλαμε να ακούγαμε πιο δυνατά την κιθάρα του Gus καθώς αυτή καλυπτόταν από τα υπόλοιπα όργανα της Καμεράτας ενώ χάθηκε και μια ιδανική ευκαιρία στο encore να ακούσουμε έναν αυτοσχεδιασμό με τραγούδια των DEEP PURPLE μιας και ανέβηκε η ένταση της κιθάρας του Gus ενώ και ο ίδιος ο Φακανάς σε ένα solo του νωρίτερα είχε παίξει λίγο από το αθάνατο riff του “Smoke on the water”.
Όπως και να έχει, η βραδιά ήταν πραγματικά καλή και ο Gus το ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα πετώντας μάλιστα πένες στο κοινό κατά την αποχώρησή του! Φαντάζομαι ότι το φιλόμουσο κοινό του Μεγάρου σπάνια βλέπει τέτοια έξοδο από μουσικό! Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί να περάσουν ξανά 5 χρόνια για μία νέα σύμπραξη rock με κλασική μουσική. Μια καλή ιδέα θα ήταν η παρουσίαση του “Gemini Suite” και γιατί όχι του “Windows” δύο από τα σπουδαιότερα έργα του Lord. Συγχαρητήρια σε όλους που συνετέλεσαν για αυτό το επιτυχημένο εγχείρημα.
Η πιο δύσκολη κριτική που έπρεπε να κάνω. Όχι μόνο στα 6 χρόνια που είμαι συντάκτης στο Rock Hard. Αλλά στα 12 χρόνια που είμαι συντάκτης γενικά στη ζωή μου. To γιατί, θα αναλυθεί ενδελεχώς παρακάτω. Εσύ που άνοιξες να δεις το άρθρο αυτό, ήδη ξέρεις για τι πράγμα θα μιλήσουμε. Όποιος δεν ξέρει (πράγμα κατά τι δύσκολο), ακολουθεί μια μικρή παράγραφος για να πάρει μια γεύση. Το όνομα αυτού, Steffen Kummerer. Το πρόσωπο των Γερμανών tech-deathsters OBSCURA, ο ιθύνοντας νους, ο βασικός συνθέτης, ακόμα και παραγωγός εν προκειμένω, στο πλευρό του Fredrik Nordstrom.
Δυστυχώς για το όνομα της μπάντας, για τον ίδιο και τα πάντα όλα, εμπλέκεται σε ιστορία κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας για το “Evenfall” (μέχρι τώρα, μόνο γι’ αυτό υπάρχουν στοιχεία – ήταν και από τα πρώτα single, τρομάρα του!) από πρώην συμπαίκτες του στους OBSCURA, παρόλο που είχε υπογραφεί ρητό συμβόλαιο που έλεγε ότι οι ιδέες τους, δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση αποχώρησης. Άρα, εδώ μιλάμε για μια ανήθικη πράξη (σε προσωπικούς όρους) και αθέτηση επαγγελματικής συμφωνίας (σε επαγγελματικούς όρους). Σε κάθε περίπτωση, λάθος καριέρας. Τελεία και παύλα. Πάντα σε περίπτωση που κάτι τέτοιο αληθεύει.
Το χειρότερο όλων είναι πως γι’ αυτή την ιστορία (και το πως αυτή θα εξελιχθεί – δεν έχουμε δει ακόμα το τέλος αυτής της ιστορίας), την πληρώνει το “A sonication” σε εκ των προτέρων φήμη (και σε εκ των υστέρων φήμη, όπως εξελίσσονται τα πράγματα). Το οποίο είναι το κρίμα του κρίματος, διότι ΑΥΣΤΗΡΑ σαν υλικό, είχε την συνταγή της επιτυχίας στο τσεπάκι του. Εξώφυλλο Eliran Kantor (δεν βάζει όπου να ναι την υπογραφή του ο εν λόγω κύριος!), παραγωγή Nordstrom, μέχρι και συμμετοχή Sami Yli-Sirnio από KREATOR στο ομώνυμο κομμάτι έχουμε (που δεν αναγράφεται πουθενά στο δελτίο τύπου να σημειωθεί εδώ – άλλο φάουλ από κει!).
Τι υλικό έχουμε ρωτάτε; Έχουμε το “Beyond the seventh sun”, που είναι ένα εξαίρετο instrumental, έχουμε το “Stardust” και το “Evenfall” (η πέτρα του σκανδάλου) τα οποία έχουν ένα ταξιδιάρικο συναίσθημα που τα κολακεύει καθώς και μια καλώς εννοούμενη “ραδιοφωνική” χροιά. Τα δε “The sun eater”, “Silver linings” και “In solitude” τονίζουν την φουλ επιθετική φύση των OBSCURA, με ακόμα πιο προσβάσιμα αλλά συνάμα τεχνικά riffs. Εν κατακλείδι, ναι, το αυστηρά μουσικό είναι εξαίρετο, σε κάθε επίπεδο και υπό άλλες εξωμουσικές συνθήκες θα παραμιλούσαμε για τη φυσική συνέχεια του “A valediction”.
Αλλά τι να το κάνω άμα ο άνθρωπος που παίρνει τα εύσημα γι’ αυτό, όχι μόνο αποδεδειγμένα δεν έγραψε το ένα από τα singles (μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ξαναλέω), αλλά δεν έδωσε και credit σε αυτούς που πρέπει; Πως πρέπει εγώ δηλαδή να διαχειριστώ το συναίσθημα του να θέλω να αποθεώσω το “A sonication” σαν φυσικό διάδοχο του “A valediction”, αλλά ο Steffen Kummerer, να με κάνει να εύχομαι να μην το είχα ακούσει ποτέ, έτσι όπως χειρίστηκε τα πάντα όλα γύρω από τη κυκλοφορία του; Και εδώ αλλάζω παράγραφο για να απαντήσω σε μια μόνιμη επωδό.
Την επωδό του “έλα ρε βλάκα Σαββίδη, μουσική ακούμε από αυτούς τους τύπους, δεν θα βγούμε για καφέ μαζί τους, ούτε θα τους προξενέψουμε την αδερφή μας”. Στο οποίο η απάντηση μου είναι η ακόλουθη. «Ναι, δεν περιμένω να “κολλάω” με καλλιτέχνες που θαυμάζω λες και είναι φιλαράκια μου. Ωστόσο, σαν άνθρωπος/μουσικόφιλος/ό,τι άλλο θέλετε, τραβάω ορισμένες γραμμές. Κυρίως ηθικές. Εν προκειμένω, θα συμφωνούσα, αν δεν ήταν ΌΛΑ τόσο αναθεματισμένα λάθος, σε ένα άλμπουμ που προοριζόταν για έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς (και έναν από αυτούς για τους οποίους ανυπομονούσα) και κατάντησε να χαντακωθεί από τους παραδειγματικά λάθος χειρισμούς του ιθύνοντα νου».
Και επειδή, το 0/10 θα ήταν εμπαθές χαντάκωμα βαθμολογικά (δεν συνάδει με εμένα) και το 10/10 επιβράβευση του πιθανού «εγκλήματος» μέσω ποιότητας του υλικού (επίσης δεν συνάδει με εμένα), το “A sonication” δεν παίρνει καν βαθμό. Ας πρόσεχε.
– / 10
Υ.Γ.: Και αφού σας έκανα τη καρδιά περιβόλι με τις αράδες μου, ορισμένες προτάσεις για να έρθετε στα ίσια σας: να ακούσετε το “Voracious streams” των CONCRETE ICON, το “Excessive escalation of cruelty” των TORMENTOR TYRANT και το “Swarming angels & flies” των SARCATOR.
Δεύτερη φορά, μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, που βρίσκω μπροστά μου τον τραγουδιστή και κιθαρίστα Lögan Heads. Η πρώτη ήταν όταν άκουσα το πάρα πολύ καλό “Livin’ on the bad side” των CRIMSON STORM, το οποίο και παρουσιάσαμε στο 195ο Vol. των Underground Halls. Τώρα, o Ιταλός φίλος μας επανέρχεται με τους LÖANSHARK και με τους Aless Oppossed (επίσης μαζί με τον Heads στους CRIMSON STORM) και Angel Smolski (RAPTORE) να τον πλαισιώνουν.
Την πορεία τους τη ξεκίνησαν το 2017 και το 2018 κυκλοφόρησε ένα πρώτο EP με τίτλο “The warning session”, ακολουθούμενο από δύο singles, τα “Midnight shooter/Red light blues” και “Fast, heavy, loud ‘n’ proud”. Το υλικό ακούστηκε στους underground κύκλους, άρεσε και να τώρα οι LÖANSHARK στην RPM/ROAR, να κάνουν πολύ γρήγορα το μεγάλο βήμα και να κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους “No sins to confess”.
Power trio λοιπόν οι LÖANSHARK. Γενικά, τα βλέπω με μεγάλη συμπάθεια τα power trios. Μου δίνουν την αίσθηση και την εντύπωση του απλού, του λιτού και απέριττου, που δεν θέλει και εν τέλει δεν χρειάζεται πολλά φτιασίδια για να ξεχωρίσει και να εκτιμηθεί. Πάντως, στο καθαρό heavy metal που παίζει η τριάδα, αυτό είναι εύκολο να επιτευχθεί και το “No sins to confess” είναι δίσκος – λουκουμάκι για όλους όσους θέλουν το heavy metal τους να κοιτά μονίμως «πίσω» και να θυμίζει συγκεκριμένα συγκροτήματα του παρελθόντος.
Η μουσική των LÖANSHARK έχει μέσα της πολύ από RUNNING WILD, MALICE (υποτιμημένοι μικροί θεοί), JUDAS PRIEST ενώ κάπου – κάπου θα σου έρθουν στο νου και οι πρώιμοι (μέχρι το 1984 δηλαδή) RIOT. Πουθενά δεν τίθεται θέμα αντιγραφής, να τονιστεί αυτό, αλλά η έμπνευση είναι δεδομένο ότι προέρχεται από αυτές τις μπάντες και επ’ αυτού δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαφορετικής άποψης. Έτσι, «δημοκρατικά». Οι ίδιοι, θέτουν στο τραπέζι και θρυλικά ονόματα της ισπανικής metal σκηνής όπως οι MURO, BARON ROJO ή PANZER. Δεκτόν!
Ο Lögan Heads δεν έχει καμιά σπουδαία φωνή, είναι σαφέστατα καλύτερος ως κιθαρίστας αλλά τραγουδά ok, με στυλ και σε «χωράφια» που τα πάει καλά. Το rhythm section ομοίως, κάνει αυτό που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και όλα κυλούν πανέμορφα. Όντως, η ροή του άλμπουμ είναι πολύ καλή και υπάρχουν αρκετά τραγούδια, κυρίως στο πρώτο μισό του, που θα σε κάνουν να πατήσεις το “repeat”. Εγώ θα έδινα μάλιστα τον τίτλο των κορυφαίων στα “Machine gunner”, “Midnight shooter” και “Wet ‘n’ wild”. Ή μήπως… “Wet ‘n’ running wild”; (για όποιον κατάλαβε)
Το artwork του Stanislav Atanasov, μιλά από μόνο του. Όπως και στο αντίστοιχο των CRIMSON STORM, έτσι κι εδώ έχουμε μια αναβίωση της ατμόσφαιρας των 80s ταινιών δράσης: Ένα αμάξι, neon φώτα, πολύβουοι ουρανοξύστες, τα πάντα ταιριαστά σέξι γυναικεία πόδια να φορούν τις απαραίτητες γόβες, ένα περίστροφο έτοιμο να «κελαηδήσει»… Εντελώς old school καταστάσεις, για old school οπαδούς ανεξαρτήτου ηλικίας. Ενδεικτικότατη προθέσεων και η διασκευή στο “Open fire” των cult metallers MARSAILLE.
Ο βαθμός που ακολουθεί, αφορά όπως πάντα ακροατές που συγκινούνται από τέτοιου είδους ακούσματα. Μη λέμε τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά, ακόμη και οι ίδιοι μεταξύ τους βαθμοί μπορεί να έχουν τεράστια διαφορά, όταν πρόκειται για δίσκους και συγκροτήματα που έχουν μεταξύ τους τόση σχέση, όση έχω εγώ με την αεροναυπηγική. Μόνο να διαχειριστεί σωστά το πάθος του για τη μουσική ο Lögan Heads, γιατί αν συνεχίσει να βγάζει δίσκους κάθε χρόνο ή και δυο μέσα στη χρονιά, το «κάψιμο» (αγγλιστί, “burn out”) είναι πιο δεδομένο και από μποτιλιάρισμα στον Κηφισό.
Μουσικά ξεκινάμε το 2025 πολύ δυναμικά καθώς εδώ έχουμε το νέο άλμπουμ των θρυλικών Καναδών thrashers SACRIFICE, το έκτο κατά σειρά στη δισκογραφία τους, όπως φανερώνει και ο τίτλος του.
Είναι γνωστή η προσφορά του Καναδά στον ακραίο ήχο και όχι μόνο σε αυτόν. Όσον αφορά το thrash, οι SACRIFICE αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο του, ακόμα και να είχαν κυκλοφορήσει μόνο τα δύο πρώτα άλμπουμ τους, τα “Torment in fire” και “Forward to termination” , θα ήταν αρκετά. Όμως και οι υπόλοιπες δουλειές τους διακρίνονται από συνέπεια, σταθερότητα και ποιότητα.
Πριν προχωρήσουμε όμως στην παρουσίαση του “Volume six”, αξίζει να επισημάνουμε ότι οι SACRIFICE ηχογραφούν δίσκους σταθερά με το ίδιο line up από το πρώτο τους άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1986 μέχρι και σήμερα! Προσωπικά, δεν μου έρχεται στο μυαλό άλλη thrash μπάντα που να έχει καταφέρει κάτι τέτοιο και αυτό από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα. Βέβαια, όλα αυτά μικρή σημασία έχουν, αφού σε τελική ανάλυση, αυτό που πάντα θα μετράει, είναι η μουσική. Και κάπου εδώ έρχεται το “Volume six”…
Οι SACRIFICE ποτέ δεν έκρυψαν την αδυναμία τους στους συμπατριώτες τους RAZOR αλλά και στους Βασιλειάδες SLAYER. Με βάση αυτές τις δύο σταθερές, το “Volume six” είναι ένας δίσκος που έχει ό,τι χρειάζεται ένας οπαδός των SACRIFICE, αλλά και ακόμα περισσότερα! Προφανώς στον δίσκο κυριαρχούν οι φρενιασμένες ταχύτητες, τα riffs ξυράφια και τα κλασικά SACRIFICE solos, όμως υπάρχουν και άλλα στοιχεία που κάνουν το “Volume six” ξεχωριστό. Το “Underneath millennia” για παράδειγμα, το μοναδικό κομμάτι που πέφτουν οι ταχύτητες, ξεχωρίζει για τον όγκο και την τραχύτητα του.
Από εκεί και πέρα, οι SACRIFICE τολμούν και συμπεριλαμβάνουν στον δίσκο όχι ένα, αλλά δύο instrumental, τα “Lunar eclipse” και “Black hashish” που όχι μόνο δεν αφαιρούν, αλλά προσθέτουν κύρος στο τελικό αποτέλεσμα με το βάρος τους και την ιδιαίτερη τεχνική τους. Στα υπόλοιπα κομμάτια γίνεται του μακελάρη με το ξύλο να πέφτει ανελέητο σε κομματάρες όπως τα “Comatose”, “Antidote of poison” και κυρίως στο “Your hunger for war” με το άκρως πωρωτικό και εθιστικό riff του. Εξαιρετικός και ο επίλογος με το σχεδόν hardcore / crossover “Trapped in a world” όπου τα φωνητικά αναλαμβάνει ο Brian Taylor, punk τραγουδιστής αλλά και παραγωγός στα τρία πρώτα άλμπουμ των SACRIFICE.
Σε γενικές γραμμές, το άλμπουμ είναι άρτια δομημένο, ίσως το πιο τεχνικό που έχουν κυκλοφορήσει οι SACRIFICE. To μεγάλο πλεονέκτημα του “Volume six” είναι ότι ακούγεται πολυδιάστατο και συνάμα στιβαρό, στα πλαίσια του παλιού ορθόδοξου thrash metal βέβαια, κάτι που κάνει την ακρόαση του ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κάθε φορά καθώς υπάρχουν εδώ και εκεί διάφορες πινελιές που εκπλήσσουν ευχάριστα.
Περίμενα ότι το “Volume six” θα ήταν πολύ καλό, το πόσο όμως, ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες μου. Αρκετά καινοτόμο, τολμηρό σε σημεία, χωρίς να παρεκκλίνει στο ελάχιστο από τις ρίζες των SACRIFICE, θεωρώ, χωρίς ίχνος υπερβολής, ότι μιλάμε για το καλύτερο άλμπουμ των Καναδών μετά τα δύο πρώτα. Δίσκος που από τώρα θέτει υποψηφιότητα για το καλύτερο thrash άλμπουμ της νέας χρονιάς.
«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το άλμπουμ; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα bestseller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: MEAN MISTREATER ΤΙΤΛΟΣΔΙΣΚΟΥ: “Do or die” ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Dying Victims Productions ΣΥΝΘΕΣΗ:
Janiece Gonzalez – Φωνητικά
Quinten Lawson – Κιθάρα
Alex Wein – Κιθάρα
Theron Rhoten – Μπάσο
Terry Irwin – Τύμπανα ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ: Bandcamp Facebook Spotify Deezer Tidal YouTube
Δύο χρόνια μετά το “Razor wire”, οι Τεξανοί MEANMISTREATER επανέρχονται με το “Do or die” και συνεχίζουν από εκεί που σταμάτησαν… σαν να μην σταμάτησαν ποτέ! Τι κι αν άλλαξαν δύο μέλη, δεν υπάρχει ουδεμία αλλαγή στην φιλοσοφία τους και κατ’επέκταση στη μουσική τους. Η έκφραση «κουκιά μετρημένα», είναι η πλέον ταιριαστή για το συγκρότημα αυτό, καθώς αν βάλεις τα τραγούδια του “Razor wire” και του “Do or die” σε μια σειρά, δηλαδή φτιάξεις μια συλλογή με συνολικά δεκάξι κομμάτια, το ότι κάποια στιγμή θα έχεις περάσει από τον έναν δίσκο στον άλλον, θα το καταλάβεις μόνο από τη μικρή αλλαγή στην παραγωγή!
80s f@ckin’ heavy metal, το παλιό, το ορθόδοξο. JUDAS PRIEST, W.A.S.P στα δύο πρώτα, NWOBHM, metal του δρόμου και όχι του σαλονιού, που ακούγεται πριν από ποδοσφαιρικό αγώνα για «προθέρμανση» μα και μετά, για να γιορτάσεις τη νίκη της ομάδος σου και το κυνηγητό που έριξες στους αντίπαλους hooligans (εννοείται λέμε όχι στη βία, αλλά εντάξει, για early 80s μιλάμε, καταλαβαίνεις το ύφος των λεγομένων μου). Γρήγοροι κατά βάση ρυθμοί, σολίδια ό,τι πρέπει για air guitar μπροστά σε καθρέπτη, δυναμικά φωνητικά από μια κυρία που βάζει κάτω πολλούς άνδρες, refrains για να τα τραγουδά όλη η παρέα σύσσωμη…
Το μεγαλύτερο ατού όμως του “Do or die”, είναι άλλο, πέραν των πολύ καλών του συνθέσεων: Είναι η ομοιογένεια και η ροή του. Δεν πρόκειται να βαρεθείς σε καμία φάση της ακρόασης, άπαξ και πατήσεις το “play”. Τώρα θα μου πεις, πως γίνεται να βαρεθεί κάποιος ακούγοντας έναν δίσκο με διάρκεια 26 (ναι, δεν είναι τυπογραφικό λάθος) λεπτά… Γίνεται. Ας ήταν γεμάτος μέτρια ή κακά κομμάτια, θα μου έλεγες το ίδιο;
MEAN MISTREATER και “Do or die”. “Heavy metal is the law”, “bang that head that doesn’t bang”, “heavy metal mania” και τα λοιπά. Με τα κλισέ του και τα όλα του! Θα σου βγάλει τον έφηβο που κρύβεις μέσα σου, το οπαδιλίκι σου, θα σε κάνει να αναπολήσεις τις ημέρες που σχεδίαζες στην σχολική σου σάκα τα λογότυπα των αγαπημένων σου συγκροτημάτων και καρφίτσωνες κονκάρδες στο jacket σου και εν τέλει… θα σε τεστάρει αν είσαι ακόμη metalhead! Υποκειμενικά, δίσκος – ΥΜΝΟΣ. Αντικειμενικά και αυστηρά όμως, γιατί κάνουμε και μια δουλειά…
(7,5 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
Photo by Alicia Ratti
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: VULTURES VENGEANCE ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Dust Age” ΕΤΑΙΡΕΙΑ: High Roller Records ΣΥΝΘΕΣΗ:
Tony T. Steele – Κιθάρα, φωνητικά
Tony L.A. Scelzi – Κιθάρα
Matt Savage – Μπάσο
Damian Rage – Τύμπανα ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ: Bandcamp Deezer Spotify
Γνώριμοι της στήλης οι Ιταλοί VULTURESVENGEANCE. Γνώριμοι στους Έλληνες φίλους του underground και πέραν της δισκογραφικής τους παρουσίας, μέσω των εμφανίσεών τους στα φεστιβάλ Up the Hammers και Into battle. Με το “The Knightlore” άλμπουμ, που ακολούθησε των δύο eps “Wherethetimedweltin” και “Lyrids: Warningfromthereignoftheuntold”), έκαναν παραπάνω από γνωστές και ξεκάθαρες τις προθέσεις τους. Τότε, ακούγονταν ως το αποτέλεσμα μιας πρόσθεσης “IRON MAIDEN + RUNNING WILD”, με τα πολύ ιδιαίτερα φωνητικά του Tony T. Steele να είναι ο ορισμός του “love ‘morhate ‘em” και την obscure αισθητική να κυριαρχεί.
Τώρα, έχουν σαφώς αναπτύξει περισσότερο την ηχητική τους παλέτα και την συνθετική τους αντίληψη, έχουν «καθαρίσει» τον ήχο τους, έχουν βελτιώσει αισθητά την παραγωγή και γενικά, σε αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν, δείχνουν πως ανέβηκαν επίπεδο ως μπάντα που επιδιώκει να δουλέψει επαγγελματικά. Διαφωνώ με όσους υποβαθμίζουν αυτά τα χαρακτηριστικά, εμμένοντας μόνο «στα τραγούδια» και «στις αγνές προθέσεις». Μια μπάντα για να σταθεί σωστά, οφείλει να προσέχει κάθε πτυχή της εικόνας της.
Μουσικά τώρα, το “Dust Age” ίσως να εκπλήξει όσους έχουν ακούσει τους VULTURES VENGEANCE. Ναι μεν χρονολογικά το group παραμένει προσηλωμένο στη δεκαετία του ’80, αλλά από το πρώτο μισό αυτής, περνά στο δεύτερο. Οι IRON MAIDEN επιρροές υποχωρούν σχετικά, οι RUNNING WILD παραμένουν και έρχονται οι BLIND GUARDIAN και HELLOWEEN να κάνουν την εμφάνισή τους. Άρα, είναι περισσότερο power/speed metal το νέο άλμπουμ, παρά heavy και έχει ποτιστεί και με την αντίστοιχη ατμόσφαιρα, εκείνων των συγκροτημάτων.
Υπάρχουν όμως διάφορα θέματα, που δεν γίνεται να μην επισημανθούν. Ξεκινάμε από τη φωνή. Υπάρχουν αρκετά συγκροτήματα με φωνές που ή τις λατρεύεις, ή δεν τις αντέχεις. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί και πλεονέκτημα, να δώσει έξτρα χαρακτήρα στο γκρουπ. Εδώ όμως, δεν ισχύει αυτό. Ο Tony T. Steele τραγουδά με φωνή που θέλει να μοιάσει σε αυτήν του Hansi των BLIND GUARDIAN, ενώ έχει και δόσεις από αυτήν του Tim Baker των CIRITH UNGOL. Πράγμα που άλλοι θα εκτιμήσουν, άλλοι όχι. Εγώ σαν ακροατής που δεν είχε ποτέ πρόβλημα με τις περίεργες φωνές (για όνομα του Θεού, κάποιοι λατρεύουμε MANILLA ROAD, CIRITH UNGOL και FATES WARNING με John Arch, δεν ανησυχούμε με τέτοια πράγματα), θεωρώ τα φωνητικά του Steele άκρως κουραστικά και τις ερμηνείες του υπέρ το δέον υπερβολικές.
Η δεύτερη επισήμανση, έχει να κάνει με τις ιδέες και πως αυτές ενώνονται, ώστε να φτιάξουν ένα τραγούδι. Εδώ, οι VULTURES VENGEANCE ακολουθούν μια νοοτροπία SLOUGH FEG/HAMMERS OF MISFORTUNE, ADRAMELCH και πρώιμων FATES WARNING. Όπως όμως έχω πει και για άλλους που μαγεύτηκαν από αυτό το άναρχο και “out of the box” στυλ συνθέσεως, γι’ αυτό είναι μοναδικοί για παράδειγμα οι SLOUGH FEG και πολύ λίγοι αυτοί που τους ακολούθησαν πιστά και σωστά. Τα τραγούδια λοιπόν «πάσχουν» από συνοχή και ροή. Πολλές καλές ως και πολύ καλές ιδέες υπάρχουν δω και κει, αλλά στην προσπάθειά της να τις «δέσει» σωστά η μπάντα, κατ’ εμέ πάντα, αποτυγχάνει και μου αφήνει την αίσθηση του ανικανοποίητου και του ημιτελούς. Ωστόσο, ξαναλέω, οι πολλοί πόντοι στο τελικό αποτέλεσμα δεν κόβονται τόσο από τη μεγαλομανία του group, όσο από τα φωνητικά.
Δεν είναι κακό το “Dust Age”. Δεν είναι όμως αυτό για το οποίο προετοιμάστηκα με την όλη «φιλολογία» και την όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί «αριστουργήματος», πριν λάβω στα χέρια μου το promo. Πάντως, κάποια τραγούδια ξεχωρίζουν παραπάνω από τα υπόλοιπα και στα έχω εδώ να τα ακούσεις. Από την στιγμή αυτή, είμαι σε αναμονή για το επόμενο άλμπουμ. Εσύ, κάνε ό,τι νομίζεις…
Houston, Texas, WARLUNG. Μια μπάντα που δημιουργήθηκε το 2016, από αδέρφια και «αδέρφια». Ξεκίνησαν ως “stoner”, αν και δε μου αρέσει και δεν υιοθετώ τον όρο γιατί πολύ απλά δεν στέκει, γίνονταν ολοένα πιο vintage rock και metal, όσο «μεγάλωναν» και «ωρίμαζαν». Και μαζί με την «ωρίμανση», ερχόταν και η βελτίωση, φορά με τη φορά, δίσκο με τον δίσκο. Έτσι, από το άγουρο αλλά ενδεικτικό της εποχής ντεμπούτο “Sleepwalker” (2017), φτάσαμε στο φετινό “The poison touch”, να μιλήσουμε για τον καλύτερο, ίσως, WARLUNG δίσκο, σίγουρα ισάξιο του αρκετά καλού “Vulture’s paradise” (2022) που προηγήθηκε.
H βελτίωση αυτή δεν ήρθε «από το πουθενά». Είναι προϊόν της συνεχούς «τριβής» της μπάντας με το συναυλιακό σανίδι. Έτσι είναι ρε φίλε, πώς να το κάνουμε; Οι πολλές συναυλίες, από την μικρότερη τρώγλη μέχρι ένα μεγάλο φεστιβάλ, απαιτούν συνεχείς πρόβες και όλα αυτά με την σειρά τους δίνουν, εκτός από «δέσιμο», έμπνευση στιχουργική. Ξέρεις πόσα τεράστια άλμπουμ του rock και του heavy metal «γεννήθηκαν» μέσα από μια τέτοια διαδικασία; Άπειρα! Ok, το “The poison touch” δεν έχει τα φόντα να αποδειχθεί τεράστιο, αλλά είναι ικανό να πάει τους WARLUNG ένα βήμα παραπέρα.
Κλασσικό rock, 70s heavy metal, βαριά riffs, πιασάρικες μελωδίες, ψυχεδέλεια, φωνητικά στρωτά και σωστά, που δε φαλτσάρουν αλλά ούτε και διεκδικούν δάφνες «εντυπωσιασμού», παραγωγή αυτή ακριβώς που πρέπει. Μπορεί και πάλι να μην υπάρχει η σύνθεση που θα ξεχωρίσει με την πρώτη ακρόαση και θα αναδειχθεί σε ύμνο, ωστόσο το σύνολο των τραγουδιών αποκαλύπτει ένα άλμπουμ καλοδουλεμένο, με τραγούδια που απαιτούν την προσοχή σου. Καλύτερες στιγμές, σίγουρα το BLACK SABBATH-ικό “29th scroll, 6th verse” και το “Spell speaker”, που κρατώντας τις περγαμηνές του Birmingham, σε πηγαίνει βόλτα μέχρι την έρημο της California.
Το Heavy Psych Sounds Fest «προσγειώνεται» για πρώτη φορά στην Αθήνα στις 7 & 8 Μαρτίου. Εκεί, θα δεις φυσικά και τους WARLUNG. Δώσε τους τα χαιρετίσματά μου, πες τους πως τα πήγαν πολύ καλά με το “The poison touch” και να μην σταματήσουν να δουλεύουν.
Το ντεμπούτο άλμπουμ των DEUSSABAOTH, με τίτλο “CycleofDeath“, κυκλοφόρησε στις 17 Ιανουαρίου 2025. Το όνομα του συγκροτήματος, προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη και μεταφράζεται από τα λατινικά ως “Θεός των Στρατευμάτων”. Συνδέεται με την εποχή των Βασιλέων και Προφητών του Ισραήλ, παρόλο που οι σύγχρονοι (προτεστάντες κυρίως) θεολόγοι εξηγούν το νόημά του αναφερόμενοι σε αγγελικές υπάρξεις, τον ήλιο και τα αστέρια, αποφεύγοντας οποιαδήποτε σχέση με τη βία και τον πόλεμο.
Το συγκρότημα από την Ουκρανία παρουσιάζει έναν μοναδικό συνδυασμό μελωδικού black metal με στοιχεία doom, εμπνευσμένο από την κλασική μουσική της εποχής του Μπαρόκ, ιδιαίτερα τα έργα του J.S. Bach. Το άλμπουμ περιλαμβάνει επτά κομμάτια όπου τα βαριά κιθαριστικά riffs εναλλάσσονται με πιάνο και βιολιά, δημιουργώντας εντυπωσιακές αντιθέσεις που τονίζουν τις διαφορές μεταξύ του μουσικού χαρακτήρων των τραγουδιών και το συναισθηματικό και νοητικό τους υπόβαθρο. Κομμάτια που εξερευνούν διαφορετικές προοπτικές σχετικά με τη θρησκεία και τις υπαρξιακές ανησυχίες εκείνων που αντιμετωπίζουν τη θνητότητά τους, απορρίπτοντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Το άλμπουμ ανοίγει με το “The priest”, το οποίο από την αρχή φροντίζει να δημιουργήσει μια βαριά ατμόσφαιρα, συνδυαζόμενη με δαιμονικά φωνητικά που προσδίδουν μια κακόβουλη χροιά στο κομμάτι. Στη συνέχεια, το “Mercenary seer” ξεκινά με ήρεμες νότες πριν εξελιχθεί σε ένα βίαιο black metal κομμάτι, με όλα τα όργανα να ενισχύουν τη δύναμη των riff. Το ομώνυμο κομμάτι, “Cycle of Death”, συνδυάζει μελωδικότητα με μια τρομακτική ατμόσφαιρα, ενώ το “Executioner” διατηρεί τον αργό και ζοφερό ρυθμό που βρίσκει κανείς σε διάφορα σημεία του άλμπουμ.
Στο “The blind”, το συγκρότημα παρουσιάζει μια σύγχρονη μελωδική black metal σύνθεση με διάχυτα τα ατμοσφαιρικά στοιχεία. Το “Faceless warrior” ξεχωρίζει για τις λεπτομερείς συνθέσεις του, με τα σκληρά φωνητικά να προσδίδουν σκοτάδι στη μουσική, ενώ οι πιανιστικές νότες ενισχύουν τη μεγαλοπρέπεια του κομματιού. Το άλμπουμ κλείνει με το “Beginning of new war”, ένα κομμάτι που συνδυάζει black metal με doom και ατμοσφαιρικότητα, προσφέροντας ένα απόκοσμο τέλος στο άλμπουμ.
Θεματικά, το “Cycle of Death” εστιάζει στις αντιθέσεις μεταξύ των «εκπροσώπων» της πίστης και των αφοσιωμένων οπαδών της, αποκαλύπτοντας την σκοτεινή αλληλεπίδραση μεταξύ πίστης, χειραγώγησης και απελπισίας. Το συγκρότημα προσκαλεί τους ακροατές να αντιμετωπίσουν την ιδέα ότι, στον θάνατο, η ανθρωπότητα είναι τελικά απομονωμένη, ανεξάρτητα από την «ψευδαίσθηση» της πίστης.
Με το “Cycle of Death”, οι DEUS SABAOTH παρουσιάζουν ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο που συνδυάζει μελωδικό black metal με doom επιρροές και πάμπολλα κλασικά στοιχεία, δημιουργώντας ένα ηχητικό ταξίδι που εξερευνά βαθιά φιλοσοφικά και υπαρξιακά θέματα. Το άλμπουμ αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στη σύγχρονη metal σκηνή και αναδεικνύει το συγκρότημα ως μια ανερχόμενη δύναμη με πολλά υποσχόμενο μέλλον.
(9 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Σε συνέχεια της παρουσίασης του “Cycle of Death”, ο Φανούρης Εξηνταβελόνης συνομιλεί με την Alyona Neith και μαθαίνει τα πάντα σχετικά με τη μπάντα και τα σχέδιά της.
Καλημέρα Alyona, καλώς ήρθες στο RockHard και στα UndergroundHalls! Αρχικά, ας σας συστήσουμε στους αναγνώστες μας. Θέλεις να μας πεις κάποια πράγματα για τους DEUS SABAOTH; Γεια σου Φανούρη, ευχαριστώ που αφιερώσατε χρόνο για εμάς! Είμαστε ένα μελωδικό black metal συγκρότημα από την Ουκρανία, που δημιουργήθηκε το 2023. Η μουσική που παίζουμε ενσωματώνει κλασικά μπαρόκ μοτίβα τα οποία δεν «συμμορφώνονται» με τις συμβάσεις του «παραδοσιακού» black metal. Ωστόσο, ποτέ δεν είχα στόχο να τηρήσω κανένα συγκεκριμένο είδος. Για μένα, η μουσική είναι η αντανάκλαση προσωπικών συναισθημάτων και εμπειριών, τα οποία είναι πάντα μοναδικά και φυσικά καταλήγουν σε κάτι αντισυμβατικό. Στιχουργικά το σχήμα πραγματεύεται υπαρξιακά θέματα και ασκεί κριτική στη θρησκεία.
Αρκετά θέματα των τραγουδιών σας, καθώς και το ίδιο το έμβλημα που χρησιμοποιεί το συγκρότημα, παραπέμπουν στον Χριστιανισμό. Τι σας οδήγησε να επιλέξετε τόσο βιβλική θεματολογία; Καθώς ζούμε σε μια πολύ θρησκευόμενη περιοχή, ο Χριστιανισμός είναι βαθιά ενσωματωμένος σε πολλές πτυχές της ζωής. Η επιρροή του δεν περιορίζεται στην ιδιωτική ζωή και τις κοινωνικές παραδόσεις, αλλά τον βιώνουμε και στην πολιτική αλλά και σε άλλους θεσμούς. Η θρησκεία χρησιμοποιείται συχνά ως εργαλείο χειραγώγησης. Λοιπόν, αυτό το θέμα φυσικά και έγινε σημαντικό μέρος των στίχων μας.
Για την ώρα είστε μία τριμελής μπάντα, όμως το συγκρότημα χρησιμοποιεί και άλλα πολλά όργανα, όπως πλήκτρα και βιολιά, θα ήθελες να το δεις να γίνεται ένα μεγαλύτερο σε μέλη σχήμα; Λοιπόν, είναι λίγο δύσκολο. Το να έχεις όλα τα όργανα ζωντανά στη σκηνή επιτρέπει ένα υπέροχο σόου. Αλλά όσο περισσότεροι άνθρωποι υπάρχουν σε ένα συγκρότημα, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να το διαχειριστείς. Και οι μουσικοί δεν είναι πάντα από τους πιο εύκολους ανθρώπους να ασχοληθείς, χαχα! Θα έλεγα ότι, αν γνωρίσουμε κάποιον που να μοιράζεται πραγματικά τα δικά μας οράματα και ιδέες, θα τον καλωσορίζαμε στην ομάδα μας.
Την μουσική που παίζετε, την χαρακτηρίζεις baroque black metal. Ποιες άλλες μπάντες θα κατέτασσες στην κατηγορία αυτή και ποιες μπάντες λειτούργησαν ως επιρροή για την δημιουργία της δικής σας μουσικής; Εφηύρα αυτόν τον όρο για να ταξινομήσω το είδος μας γιατί δεν υπήρχε τίποτα παρόμοιο για να αναφερθώ. Οπότε, προς το παρόν, δεν ξέρω κανένα συγκρότημα που θα μπορούσε να μπει στην ίδια κατηγορία. Το παραδοσιακό συμφωνικό black metal χρησιμοποιεί πολύ διαφορετικά μέρη πιάνου και εγχόρδων. Θυμάμαι κάποιος είχε συγκρίνει τη μουσική μας με των GRAVEWORM. Ίσως υπάρχουν κάποιες ομοιότητες, αλλά εξακολουθεί να μου φαίνεται πολύ διαφορετικό. Η επιρροή που αναφέρω συχνά σε σχέση με την μουσική μας είναι το αυστριακό συγκρότημα DORNENREICH, ειδικά τα πρώτα τους άλμπουμ. Αν και ποτέ δεν είχα στόχο να παίξω κάτι αντίστοιχο με το είδος τους. Τους θεωρώ εντελώς μοναδικούς και ελπίζω να παραμείνουν πάντα έτσι. Ωστόσο, με ενέπνευσαν πολύ και νιώθω ότι μερικά από τα τραγούδια μας είναι δομημένα με παρόμοιο τρόπο με τα δικό τους.
Πολλές οι μουσικές αναφορές σας σε κλασικούς δημιουργούς, τουλάχιστον στο τρόπο παρουσίασης των κλασσικών θεμάτων. Εκτός από τον Bach, ποιόν άλλον συνθέτη μπορεί κανείς να βρει στους DEUS SABBAOTH; Δεν μπορώ να πω ότι προσπάθησα συνειδητά να κάνω τα συμφωνικά μέρη μας να ακούγονται σαν κάποιον συγκεκριμένο Μπαρόκ συνθέτη. Είναι περισσότερο το στυλ και η πολυπλοκότητά του Μπαρόκ που με έχει εμπνεύσει. Αν θα έπρεπε να αναφερθώ σε κάποιος συγκεκριμένους συνθέτες που με επηρέασαν περισσότερο, εκτός από τον J.S. Bach, θα αναφέρω επίσης τους Jean – Philippe Rameau, Tomaso Albinoni, και Arcangelo Corelli. Ωστόσο, οι συνθετικές μου ικανότητες είναι μακριά από το να δημιουργήσουν κάτι τόσο εκπληκτικό όσο έκαναν αυτοί.
Είστε ένα συγκρότημα, το οποίο ετοίμασε το άλμπουμ και το κυκλοφόρησε χωρίς κάποια δισκογραφική από πίσω του να το υποστηρίζει. Αυτό είναι κάτι το οποίο το βλέπουμε αρκετά συχνά, συνέβαινε παλιότερα, πολύ πιο έντονα πλέον στην εποχή του διαδικτύου. Πόσο δύσκολο είναι όμως για ένα συγκρότημα να φτάσει σε περισσότερα αυτιά, να παρουσιάσει την μουσική του σε περισσότερο κόσμο υπό αυτές τις συνθήκες; Παρόλο που σήμερα υπάρχουν όλα τα είδη εργαλείων και πλατφορμών διαθέσιμα στους μουσικούς, μάλλον είναι πιο δύσκολο από ποτέ να ανακαλύψει κανείς ένα νέο σχήμα. Είναι σαν να γεννιέται ένα νέο black metal συγκρότημα κάθε μέρα. Εάν δεν κάνει το ίδιο το σχήμα κάποια προώθηση, η μουσική του μπορεί απλώς να θαφτεί κάτω από σωρούς νέων κυκλοφοριών. Και ακόμη και η προώθηση δεν εγγυάται την επιτυχία. Υπάρχουν τόσα πολλά καταπληκτικά συγκροτήματα που μόλις έχω ανακαλύψει και που δραστηριοποιούνται για περισσότερα από 10-15 χρόνια. Ως αποτέλεσμα, πρέπει να ξοδέψει κανείς πολύ χρόνο, όχι μόνο στο στούντιο αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε διάφορες πλατφόρμες που προωθούν την μουσική. Δεν λειτουργεί πια πραγματικά να είσαι ένα ωραίο, εσωστρεφές συγκρότημα όπως είναι οι DRUDKH αυτές τις μέρες. Σίγουρα είναι απογοητευτικό για πολλούς μουσικούς, όπως και για μένα. Αλλά αυτό θα πρέπει επίσης να λειτουργεί ως ένα καλό κίνητρο για κάθε συγκρότημα, να δημιουργήσει κάτι διαφορετικό και να ξεπεράσει τα «όρια» των ειδών για να ξεχωρίσει.
Μέσω των bandcamp, του YouTube, των social media, μέχρι τώρα τι εισπράττεις από το κοινό για την μουσική σας; Πως υποδέχεται το κοινό τους DEUS SABAOTH; Λάβαμε πολλά θετικά σχόλια από θαυμαστές και πολύ ωραίες κριτικές από διαφορετικούς bloggers και ιστοσελίδες. Στον κόσμο φαίνεται να αρέσει πολύ το στυλ που επιλέξαμε και το καταλαβαίνει ως κάτι ιδιαίτερο. Είμαστε πολύ ευγνώμονες για την υποστήριξη που λαμβάνουμε και ελπίζουμε οτιδήποτε κάνουμε στο μέλλον, να έχει επίσης απήχηση στους ακροατές μας.
Με το ντεμπούτο άλμπουμ σας στις αποσκευές σας, προετοιμάζεται κάποιες εμφανίσεις για την προώθηση του δίσκου σας; Πιστεύεις ότι μπορεί να παρουσιαστεί ζωντανά αυτό το πολύ ωραίο σύνολο που ακούμε στο “Cycle of death”; Λόγω της κατάστασης στη χώρα μας, αυτή τη στιγμή είμαστε ένα στούντιο project. Άρα, δεν υπάρχουν σχέδια για συναυλίες ώστε να παρουσιάσουμε το άλμπουμ μας ζωντανά στο κοινό. Ωστόσο, αυτό μας δίνει περισσότερο χρόνο να δουλέψουμε το επόμενο άλμπουμ μας και να δώσουμε στους ακροατές μας την ευκαιρία να ακούσουν νέο υλικό νωρίτερα. Έχει και κάτι καλό ο συμβιβασμός. 🙂
Κάθε αρχή και δύσκολη λέμε στην Ελλάδα, η αρχή έγινε για τους DEUS SABAOTH. Από εδώ και στο εξής τι έχει το μενού για το συγκρότημα; Τι να περιμένουμε από εσάς για το κοντινό μέλλον; Έχετε ήδη κάποια σχέδια; Αυτή τη στιγμή εργαζόμαστε για το δεύτερο άλμπουμ μας, το οποίο θα αποτελείται επίσης από επτά κομμάτια και θα συνεχίζουν να εξερευνούν θέματα θρησκείας και υπαρξισμού. Η νέα μας δουλειά περιέχει λίγο λιγότερα συμφωνικά μέρη και δίνει μεγαλύτερη έμφαση σε έναν βαρύτερο και πιο έντονο black metal ήχο. Ωστόσο, τα μπαρόκ μοτίβα θα εξακολουθήσουν να είναι ένα σημαντικό συστατικό αυτού του μείγματος.
Ιδανικά, πες μου ένα συγκρότημα με το οποίο θα ήθελες να συνεργαστείς. Με ποιους θα ήθελες να δεις τους DEUS SABAOTH μαζί; Υπάρχουν πολλές μεγάλες μπάντες με τις οποίες θα ήθελα να συνεργαστώ. Αν έπρεπε να διαλέξω μία αυτή τη στιγμή, θα έλεγα τους PANZERFAUST. Το τελευταίο τους άλμπουμ με έχει ενθουσιάσει πραγματικά – ένα πραγματικό αριστούργημα. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον για μένα να δημιουργήσω κάτι μαζί με αυτό το συγκρότημα, συνδυάζοντας τον επιθετικό τους ήχο και τους εκπληκτικούς τους ρυθμούς, με τη συναισθηματική μας μορφή αφήγησης.
Πάντα το κλείσιμο, συνηθίζω να το αφήνω στον καλλιτέχνη, οπότε, θα ήθελα να μας πεις κάτι, οτιδήποτε, το οποίο θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας. Καταρχάς, σας ευχαριστώ για αυτή τη συνέντευξη και την υποστήριξή σας. Είναι ωραίο να φέρνουμε λίγη από τη μουσική μας Ελλάδα – έδρα πολλών εξαιρετικών black metal συγκροτημάτων. Ελπίζουμε να απολαύσετε τη μουσική μας και να έχετε την ευκαιρία να σκεφτείτε μαζί μας τα θέματα που τέθηκαν στον «Κύκλο του Θανάτου». Επισκεφτείτε τα μέσα κοινωνικής μας δικτύωσης και ακούστε το πλήρες άλμπουμ μας, στο Bandcamp, το Spotify και άλλες πλατφόρμες.