Bruce Dickinson – “Balls to Picasso” – Worst to best

0
841
Dickinson




















Dickinson

Πίσω στο 1994, όταν ο Bruce Dickinson, ακόμη μακριά από την επανένωσή του με το Θηρίο, βυθιζόταν σε μια υπαρξιακή και μουσική αναζήτηση που θα του έδινε νέο καλλιτεχνικό οξυγόνο. Το “Balls to Picasso” είναι το δεύτερο σόλο άλμπουμ του, και αποτελεί μια καθοριστική στιγμή τόσο για τον ίδιο όσο και για το metal γενικότερα. Δεν είναι απλώς μια ηχητική στροφή, αλλά ένα προσωπικό μανιφέστο καλλιτεχνικής ελευθερίας και πειραματισμού, που κουβαλά την απογοήτευση, την τόλμη και την επιθυμία για επαναπροσδιορισμό.

Ο τίτλος από μόνος του είναι ειρωνικός όπως και το εξώφυλλο, που παραπέμπει περισσότερο σε παιδική ζωγραφιά με κολλάζ τον Bruce πάνω στα πλακάκια παρά σε κάτι το υψηλόφρον. Πίσω του όμως κρύβεται μια σαρκαστική διάθεση: η απόφαση του Dickinson να ρίξει το βάρος του όχι στην “τέχνη για την τέχνη”, αλλά στην ωμή έκφραση, στην αμεσότητα. Το άλμπουμ είναι ηχογραφημένο με τον Roy Z και τους TRIBE OF GYPSIES, με τον σπουδαίο κιθαρίστα και παραγωγό Roy Z να κάνει την πρώτη του μεγάλη εμφάνιση στη ζωή του Bruce, δίνει δε ήδη σημάδια για κάποιες από τις μεγαλειώδεις στιγμές που θα ζούσαμε μετά την παρένθεση του “Skunkworks”.

Η μουσική του άλμπουμ απέχει αισθητά από το γνωστό ύφος των IRON MAIDEN. Εδώ βρίσκουμε heavy rock με έντονες alternative αποχρώσεις, ψήγματα blues και funk, ακόμα και world music επιρροές. Η ενορχήστρωση είναι λιτή αλλά καίρια, με έμφαση στη φωνητική ερμηνεία και στον στίχο. Τα “Tears of the dragon” και “Shoot all the clowns” είναι δύο από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές που αποδεικνύουν τα παραπάνω: το πρώτο, ένα βαθιά συναισθηματικό έπος για τον φόβο και την προσωπική απελευθέρωση, και το δεύτερο, ένα πειραματικό κομμάτι με funk ρυθμό και ειρωνικό στίχο που σατιρίζει τα media και τη μαζική κουλτούρα.

Το “Balls to Picasso” είναι επίσης ένας σταθμός αυτογνωσίας. Ο Dickinson βρισκόταν σε μια κρίσιμη περίοδο της καριέρας του, έχοντας μόλις αποχωρήσει από ένα συγκρότημα-θρύλο, αναζητώντας πια το δικό του καλλιτεχνικό μονοπάτι. Αυτός ο δίσκος, αν και σε κάποιους φάνηκε άνισος ή αποπροσανατολισμένος, αποπνέει έντιμη καλλιτεχνική ανάγκη. Οι στίχοι είναι προσωπικοί, στοχαστικοί και συχνά εσωστρεφείς, δίνοντας στον ακροατή την αίσθηση πως εισχωρεί στο μυαλό ενός ανθρώπου που ψάχνει το φως μέσα στο χάος.

Με την πάροδο του χρόνου, το άλμπουμ έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά των οπαδών του Dickinson. Δεν έχει τη στιβαρή θεματική συνοχή ή την ενέργεια των επόμενων σόλο δίσκων του, όμως διατηρεί έναν άμεσο και ανθρώπινο χαρακτήρα που το καθιστά αυθεντικό. Η παραγωγή είναι απλή, σχεδόν “γυμνή” σε σχέση με το metal του τέλους της δεκαετίας του ‘80, και αυτό είναι μέρος της γοητείας του: δεν προσποιείται, δεν φωνάζει, αλλά επιμένει να λέει την αλήθεια του.

Σε τελική ανάλυση, το “Balls to Picasso” είναι ένα άλμπουμ μετάβασης. Όχι μόνο για τον Bruce Dickinson, αλλά και για το ευρύτερο hard rock και heavy metal της εποχής, που άρχιζε να αναμετράται με τα φαντάσματα του grunge και της εσωστρέφειας των 90s. Είναι ένα έργο που αξίζει να ακουστεί ξανά και ξανά, με καθαρό μυαλό και ανοιχτά αυτιά, όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να μιλήσει. Και εκεί βρίσκεται η δύναμή του: στην ειλικρίνεια της στροφής.

Ας δούμε αναλυτικότερα τον δίσκο, σε μια αναμέτρηση μεταξύ των τραγουδιών που το απαρτίζουν.

The “Balls to Picasso” countdown:

  1. Fire” – (04:30)

Το “Fire” είναι συμπαγές κομμάτι, αλλά η αίσθηση που αφήνει είναι οτι μοιάζει περισσότερο με «ενδιάμεσο πέρασμα» παρά με ολοκληρωμένη ιδέα. Η ερμηνεία του Bruce είναι γεμάτη ένταση, όμως το κομμάτι είναι πιο πολύ ένα δυνατό «ξέσπασμα», χωρίς όμως να αφήνει ιδιαίτερο αποτύπωμα.

  1. “Gods of war” – (05:02)

Ένα τραγούδι που δεν συζητιέται όσο θα έπρεπε. Μυσταγωγικό, σχεδόν υποβλητικό, με στιχουργική απελπισία που γίνεται ποίηση. Εδώ ο Bruce μεταμορφώνεται από performer σε αφηγητή υπαρξιακού θρίλερ. Το minimal στήσιμο το κάνει ακόμα πιο έντονο. Είναι ένα κομμάτι που έρχεται σιγά σιγά, αλλά έρχεται.

  1. “Shoot all the clowns” – (04:24)

Εδώ έχουμε μια ξεκάθαρα πειραματική στιγμή με funk metal βάσεις και έντονο groove, κάτι που δεν θα περίμενε κανείς από τον Bruce. Το κομμάτι είναι ιδιόρρυθμο, με στιχουργική ειρωνεία και έναν παράξενο σχεδόν ασυντόνιστο ρυθμό, που όμως λειτουργεί. Μπορεί να διχάσει, αλλά για όσους είναι ανοιχτοί σε κάτι εκτός MAIDEN-κανονικότητας, είναι μια αναπάντεχα ενδιαφέρουσα στιγμή.

  1. “Hell no” – (05:12)

Αντισυμβατικό και πεισματάρικο, το “Hell no” διαθέτει μια σφιχτή δομή, mid-tempo ρυθμό και μια στιβαρή ερμηνεία, μα παραμένει σχετικά επίπεδο μουσικά. Το ρεφρέν δεν απογειώνεται και η παραγωγή ακούγεται ελαφρώς «στεγνή». Παρόλα αυτά, το attitude του τραγουδιού ταιριάζει απόλυτα στο ύφος του Bruce εκείνης της εποχής – ανεξάρτητος και προκλητικός.

  1. “1000 points of light” – (04:25)

Μια από τις πιο πολιτικές στιγμές του δίσκου, με δυναμικό riffing και εξαιρετική ερμηνεία. Το κομμάτι ξεχωρίζει για τη δομή του και τον “οργισμένο” Bruce που ξεσπάει χωρίς φανφάρες, με ειλικρίνεια. Είναι ένα από τα τραγούδια που έχει αντέξει στον χρόνο, λόγω της θεματολογίας του και της ενέργειάς του.

  1. Change of heart” – (04:59)

Μια δυναμική μπαλάντα που αποκαλύπτει την πιο ευαίσθητη πλευρά του Bruce χωρίς να γίνεται μελό. Η μελωδία του refrain είναι από τις πιο έντονες του άλμπουμ, και το κιθαριστικό σόλο προσθέτει συναίσθημα χωρίς να παρασύρεται σε επιδεικτικότητες. Είναι από τα τραγούδια που κερδίζουν ακροάσεις ξανά και ξανά.

  1. “Laughing in the hiding bush” – (04:21)

Γραμμένο για τον γιο του, το κομμάτι κουβαλάει μια συναισθηματική ένταση που σπάνια εμφανίζεται τόσο ωμά σε δίσκους του Bruce. Η μελωδία είναι μελαγχολική, με στιγμές έκρηξης που καθρεφτίζουν την εσωτερική πάλη και την ανάγκη προστασίας. Είναι από τα πιο προσωπικά τραγούδια του άλμπουμ, και η σύνθεση του ισορροπεί άψογα ανάμεσα σε ευαισθησία και δύναμη. Ο Bruce εδώ δοκιμάζει έναν πιο προσωπικό τόνο, με πιο αφηγηματική δομή. (σ.σ. – Σύμφωνα με τον Bruce, όταν ο γιος του ήταν μικρός, έλεγε ότι «γελούσε στον κρυμμένο θάμνο» αντί ότι ήταν «κρυμμένος στον γελαστό θάμνο». Ως αποτέλεσμα, το «γελαστός θάμνος» ήταν το παρατσούκλι για έναν θάμνο στο σπίτι τους).

  1. “Cyclops” – (07:57)

To εναρκτήριο κομμάτι του άλμπουμ ανοίγει με βαριά riff, εσωτερική ένταση και έναν Bruce να φωνάζει «Εσείς είστε οι Κύκλωπες που σας τυραννάτε». Μια δήλωση, μια επανάσταση, μια προσπάθεια αφύπνισης. Η διάρκεια είναι μεγάλη, αλλά δικαιολογείται από την ατμοσφαιρική του εξέλιξη. Είναι σκοτεινό και επιβλητικό, και δίνει το στίγμα του δίσκου, ικανό για να μείνει αξέχαστο.

  1. “Sacred cowboys” – (03:54)

Μια ιδιόρρυθμη στιγμή του άλμπουμ και παράλληλα η μικρότερη σε διάρκεια, με καυστικό ύφος και ειρωνική διάθεση. Το στιχουργικό περιεχόμενο είναι ενδιαφέρον. Κοινωνική σάτιρα και πολιτικό σχόλιο. Σκοτεινό, ρυθμικό, με σχεδόν spoken word ερμηνεία στην αρχή και υπόγεια ένταση που κλιμακώνεται. Το “Sacred cowboys” ξεφεύγει από την κλασικά φόρμα του heavy rock, βυθίζεται σε μια σχεδόν western-noir ατμόσφαιρα και παίζει με τον τόνο του σαρκασμού. Είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια του άλμπουμ, αφήνοντας τον ακροατή με μια περίεργη αίσθηση ευχάριστης έκπληξης. (σ.σ. Κάποιοι το είχαν χαρακτηρίσει «συνέχεια του “Run to the hills”» λόγω της παρεμφερούς θεματολογίας. Αν και μουσικά δεν έχουν καμία συνάφεια, δεν τους αδικείς για την σκέψη τους).

  1. “Tears of the dragon” – (06:20)

Η μπαλάντα-έπος του δίσκου και ίσως η πιο αναγνωρίσιμη σόλο στιγμή του Dickinson. Το “Tears of the dragon” είναι καθαρτικό, στιχουργικά βαθύ και μουσικά καλοδουλεμένο, με μια ερμηνεία που ξεχειλίζει από ψυχή. Η δομή του κομματιού ακολουθεί ένα συνεχή δραματικό τόξο, που κορυφώνεται στο τελευταίο λεπτό. Ένα αληθινό highlight — τόσο καλλιτεχνικά όσο και συναισθηματικά. Το αδιαφιλονίκητο έπος του δίσκου, και ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια της solo καριέρας του Bruce. Συγκινητικό, λυρικό, δομημένο με άψογη συναισθηματική καμπύλη, με ερμηνεία-σεμινάριο. Μιλάει για την αποχώρηση του Bruce από το Θηρίο; Είναι μια προσωπική εξομολόγηση του πως ένιωθε ο Bruce τα τελευταία χρόνια του στην Σιδηρά Παρθένο; Είναι η ανάγκη της δημιουργίας μακριά από νόρμες μη ανταποκρινόμενες στις προσωπικές αγωνίες της εποχής; Είναι όλα τα παραπάνω ή και τίποτα από αυτά; Σίγουρα όμως στον καθένα γεννά συναισθήματα. Ας τα μεταφράσει όπως θέλει, κάνοντας το δικό του.

Φανούρης Εξηνταβελόνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here