CANDLEMASS – “Epicus doomicus metallicus” – Worst to best

0
720

To hatred, bitterness, pain, depressions and hangovers…”

Στη σημερινή εποχή της άκρατης και συνεχούς πληροφόρησης, όπου όλα σχεδόν τα δεδομένα τίθενται σε αμφισβήτηση, μπορείς να μπλέκεις σε αέναους καυγάδες για το οτιδήποτε. Ακόμη και για το αν η Γη είναι σφαιρική ή επίπεδη. Για ελάχιστα πράγματα, δεν μπορείς να διαφωνήσεις-φιλονικήσεις, αφού περί αυτών δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Ένα από αυτά, είναι ότι το πρώτο doom metal τραγούδι που ακούστηκε ποτέ, ήταν το “Black Sabbath”. Κάποιοι, βλέποντας και μελετώντας το παρελθόν από τη δική μας, σημερινή σκοπιά, θα σου έλεγαν πως το doom, γενικότερα ως όρο που υποδήλωνε και υποδηλώνει τη βαρύτητα σε συνδυασμό με την… «αργοπορία» στον σκληρό ήχο, συναντάται έναν χρόνο πριν, στο “I want you (She’s so heavy)” των THE BEATLES. Ή μπορεί να αναφέρουν proto-metal σχήματα όπως IRON CLAW, SIR LORD BALTIMORE, LEAF HOUND, BLUE CHEER, NECROMANDUS ή BUDGIE, ως «σπορείς» του είδους. Η αλήθεια είναι πως όλοι αυτοί, είχαν στοιχεία τα οποία τώρα και μόνο τώρα, αφού γίναμε μάρτυρες της πορείας του doom στον χρόνο, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως “proto-doom” και πως το είδος αυτό καθαυτό χρωστά την υπόστασή του στον Tony Iommi, καθ’ ολοκληρίαν και πέραν πάσης αμφιβολίας. Με το «έμπα» του ‘80 η τράπουλα μοιράστηκε ξανά και νέοι παίκτες μπήκαν στο παιχνίδι, κάποιοι από αυτούς να ερχόμενοι από τη προηγούμενη δεκαετία, άλλοι όντας έτσι κι αλλιώς «καλλιτεχνικά παιδιά» των ‘80s. Άκρως επηρεασμένοι από τους Sabs, οι Αμερικανοί PENTAGRAM, TROUBLE, SAINT VITUS, CIRITH UNGOL αλλά και οι Βρετανοί WITCHFINDER GENERAL και PAGAN ALTAR δικαίως θεωρούνται από τους πρώτους και καλύτερους «μαθητές» της «Iommi σχολής», δάσκαλοι και οι ίδιοι στη πορεία. Ο Sabbath-ικός ήχος πέραν της έμμεσης επιρροής του παντού σχεδόν, πλέον αποκτούσε τους δικούς του ταγμένους συνεχιστές και θα ακουγόταν σχεδόν ατόφιος, όπως ορίστηκε από τη Mk.I.

Όλα αυτά μέχρι ο μπασίστας και τραγουδιστής Leif Edling, να πάρει τις στάχτες των NEMESIS, να τις σκορπίσει σαν τον μυθικό Κάδμο και από αυτές να «γεννηθούν» οι CANDLEMASS. Ήμασταν ήδη στο 1985 και στο πλευρό του είχε τον κιθαρίστα Kristian Weberyd (όχι, ο πιστός συνοδοιπόρος Mats Björkman δεν έπαιξε τις κιθάρες των δύο demos εκείνης της χρονιάς) και τον drummer Matz Ekström. Η αναζήτηση εταιρείας ήταν το επόμενο βήμα. Το demos στέλνονται σε δέκα εταιρείες και ο Brian Ross, τραγουδιστής των SATAN που σκόπευε να ξεκινήσει τη δική του δισκογραφική, δείχνει ένα πρώτο θεωρητικό ενδιαφέρον. Η γαλλική Black Dragon από την άλλη, έχοντας ήδη ακούσει εκτός των demos και το υλικό των NEMESIS, τους προσφέρει απευθείας συμβόλαιο χιλίων οκτακοσίων δολαρίων, τριών χιλιάδων μαζί με τα λοιπά έξοδα. Ψίχουλα, αλλά στη Black Dragon υπήρχαν συγκροτήματα και καλλιτέχνες όπως οι CHASTAIN, SAVAGE GRACE, LIEGE LORD, EXXPLORER και πάνω απ’ όλους οι MANILLA ROAD του Mark Shelton. Ο Leif θεωρούσε άκρως τιμητικό να ανήκουν στο ίδιο roster, οπότε και δέχτηκε. Η συνέχεια απαιτούσε την ολοκλήρωση του line up. Ο Johan Längquist, γνωστός του Matz Ekström και τραγουδιστής των JONAH QUIZZ, ανέλαβε τα φωνητικά χωρίς να έχει ακούσει νότα και ο φίλος του Leif, Klas Bergwall (μέλος των pop-aorsters GRACE και NIGHT ARROW, με μηδενικό μεταλλικό παρελθόν), τη lead κιθάρα.

Κανείς όμως δεν είχε αντιληφθεί τη σπουδαιότητα εκείνων των στιγμών, μέχρι το ημερολόγιο να δείξει 1986 και τα βήματα των πέντε νεαρών να τους οδηγήσουν στα Thunderload Studios των αδελφών Wahlquist, βασικών πυλώνων των HEAVY LOAD, που φάνταζαν παραπάνω από ελκυστικά. «Θέλαμε να ηχογραφήσουμε σε εκείνα τα studios», θα έλεγε ο Edling χρόνια αργότερα, «γιατί είχαμε ακούσει ένα demo του Yngwie Malmsteen που είχε ηχογραφηθεί εκεί και ακουγόταν καταπληκτικό». Τρεις ορόφους κάτω από το έδαφος, κοντά στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, υπό συνθήκες πολικού ψύχους, ντυμένοι λες και βρίσκονται στην Ανταρκτική και πίνοντας vodka για να ζεσταθούν (ο Längquist «έπαιζε» με τα χνώτα του και έκανε επιτόπια αλματάκια μεταξύ των takes για να ζεσταθεί), οι CANDLEMASS ξεκίνησαν τη πορεία τους προς τη δόξα. Ήταν πια πεπεισμένοι πως είχαν ηχογραφήσει ένα αριστούργημα, κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πρωτόγνωρο με τα μέχρι τότε δεδομένα. Δεν έπεσαν έξω. Ηχογράφησαν τον δίσκο «θεμέλιο λίθο» ενός ολόκληρου ιδιώματος, που λίγοι μπορούν να σταθούν δίπλα του σε επιδραστικότητα και επιρροή, απ’ όλο το metal φάσμα. Χίλια μπράβο στον Ekström, τον «νονό» του album, αφού σε αυτόν πιστώνεται ο τίτλος και στον πατέρα του, για το σχέδιο του εξωφύλλου. Αυτός ο τόσο χαρακτηριστικός τίτλος, που δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά χρήση των λεγόμενων “dog latins”, της δημιουργίας δηλαδή λατινοπρεπών λέξεων οι οποίες δεν έχουν κανένα νόημα. “Epicus” στα Λατινικά βέβαια σημαίνει όντως «επικός». Απαράδεκτος, ντροπιαστικός τίτλος, σύμφωνα με τον Leif, αλλά δες τι πέτυχε. Την απόλυτη (από)μνημόνευση!

Καθετί το νεωτεριστικό, συνήθως ο – εκπαιδευμένος σε συγκεκριμένα πράγματα κόσμος – δεν το καταλαβαίνει. Το “Epicus…” δεν είχε κανένα προηγούμενο σημείο αναφοράς, ώστε να συγκριθεί μαζί του, έτσι δημιούργησε σύγχυση σχετικά με το «τι είναι». Επιπροσθέτως, γνώρισε ως και τη χλεύη από τη συντριπτική πλειοψηφία του mainstream μουσικού Τύπου, με συνέπεια να πουλήσει ελάχιστα. Λογικό (ίσως) για την εποχή. Εδώ πήρε ένα ωραιότατο 0/100 το “Into the pandemonium” των CELTIC FROST. Οι «μεγάλοι» της βιομηχανίας αυτής ζούσαν ακόμη στον δικό τους κόσμο. «Τι είναι αυτό το επικό doom metal που μας λένε πως παίζουν τούτοι δω; Doom λογίζονται οι TROUBLE και οι SAINT VITUS, επικοί είναι οι MANOWAR. Γίνεται να τα μπλέξεις;», θα αναρωτήθηκαν με ύφος σκωπτικό. Μη τα βλέπουμε λοιπόν με τα μάτια του 2021 τα τότε δεδομένα, ας προσπαθήσουμε να τα δούμε με τα αντίστοιχα του 1986. Εμπορική αποτυχία κατά τους πρώτους μήνες, έξωση από τη Black Dragon, αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Τα μικρά fanzines, των ανθρώπων που ήταν πρώτα οπαδοί και μετά γραφιάδες, «έπιασαν» το νόημα. Το underground είχε κάνει τη δουλειά του και τα αποτελέσματα αυτής άρχισαν ήδη να φαίνονται, προς το τέλος της χρονιάς. Στόμα με στόμα, βινύλιο με βινύλιο, κασέτα με κασέτα, το album άλλαζε χέρια και η φήμη των CANDLEMASS είχε εξαπλωθεί παντού. Η Black Dragon το επανακυκλοφόρησε και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά, αλλά είχε χάσει το δυνατότερο και καλύτερό της «χαρτί». Προσπάθησε να επαναφέρει τη μπάντα στις τάξεις της, αλλά εις μάτην. Η νεοσύστατη Active Records θα ήταν το νέο της «σπίτι». Όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Πρώτος θα ερχόταν στη θέση του Längquist ο Messiah Marcolin, θα ακολουθούσαν σε πολύ μικρό διάστημα ο Lars Johansson με τον Jan Lindh και οι CANDLEMASS θα έχτιζαν τον δικό τους μύθο, πάντα όμως με οδηγό τούτο το μεγαλούργημα.

Τι ήταν, καθαρά μουσικά, το “Epicus Doomicus Metallicus”; Ήταν το φιλτράρισμα το προσωπικού γούστου του Edling, ο οποίος ξεκινούσε από τους BLACK SABBATH, περνούσε στους MANOWAR, MANILLA ROAD και γενικά στον επικό US metal ήχο του πρώτου μισού των 80s και τελείωνε στους RAINBOW, με τα δύο «άκρα» να έχουν τη μερίδα του λέοντος. Σε μια εποχή που όλοι σχεδόν ήταν θιασώτες του “Citius, Altius, Fortius” (πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά) των Ολυμπιακών Αγώνων και διαγωνίζονταν για το ποιος θα σοκάρει περισσότερο και θα τραβήξει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας μπορεί και για ΟΧΙ καλλιτεχνικούς λόγους, οι CANDLEMASS απέδειξαν πως μπορείς να είσαι απίστευτα επικός, χωρίς να μιλάς για τη Valhalla και χωρίς να φοράς γούνινα ρούχα ή να κραδαίνεις σπαθιά (μη χαίρεσαι, δεν είναι μπηχτή για τους MANOWAR αυτή), «επεκτείνοντας» τα μέχρι τότε «σύνορα» του επικού metal με τον νέο, θεόρατο, μεγαλειώδη ήχο τους. Ότι μπορείς να είσαι το πιο HEAVY συγκρότημα στον κόσμο και οι φαινομενικά απαισιόδοξοι ως και καταθλιπτικοί σου στίχοι, να δημιουργούν, αντιθέτως, συναισθήματα ψυχικής ανάτασης. Ακόμη και αν δεν το εξέλαβαν έτσι όλοι οι ANATHEMA, PARADISE LOST και MY DYING BRIDE αυτού του κόσμου, που, γοητευμένοι από αυτό το manifesto θλίψης, αγωνίας και θανάτου, ξεκίνησαν τη δική τους καριέρα πάνω του. Ρώτησε τον Aaron Stainthorpe, αν δεν με πιστεύεις.

Πως τελικά, το doom είναι ΑΚΡΑΙΟ metal υπο-είδος. Και λόγω αυτού, έφτασες λίαν συντόμως να αποτελείς φωτεινό φάρο για το death και το black metal. Όχι μόνο στη πατρίδα σου, όπου το σουηδικό death metal προσκυνά τη χάρη σου αλλά και στη γείτονα Νορβηγία. «Είμαι έκπληκτος ακόμη και σήμερα, όσον αφορά το black metal, πόσα συγκροτήματα από τη σκηνή της Νορβηγίας αναφέρουν το δίσκο ως τεράστια επιρροή τους», ομολογεί ο Leif. Τέλος, μη ξεχνάμε κάτι ακόμη, εξίσου σημαντικό: Οι CANDLEMASS το 1986 έβαλαν για τα καλά τη Σουηδία στον metal χάρτη. «Πριν από μας, τα heavy metal συγκροτήματα στη χώρα μας δεν είχαν καμία ελπίδα. Aν δεν ήσουν EUROPE, οι σουηδικές εταιρίες δεν ήθελαν να ασχοληθούν μαζί σου. Αποδείξαμε ότι ήταν δυνατό ένα metal συγκρότημα από τη Σουηδία να υπογράψει σε ξένη εταιρεία και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ανοίξει ο δρόμος και για άλλα συγκροτήματα». Όπως τα λες αγαπητέ Leif. Και αν δεν ήσουν EUROPE, με τον Malmsteen να παίζει σε άλλο γήπεδο μόνος του, θα έπρεπε να είσαι τουλάχιστον TREAT, 220 VOLT ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, για να δεις προκοπή. Εσύ με τη τότε παρέα σου άλλαξες ολόκληρο τον χάρτη.

Τα έξι τραγούδια αυτού του ΑΙΩΝΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ, θα πρέπει να μπουν τώρα σε υποκειμενική σειρά. Δεν ήταν δύσκολο. Καθόλου, μπορώ να πω. Στον δικό μου κόσμο, το “Epicus…” χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: η πρώτη περιέχει τα “Crystal ball”, “Black stone wielder”, “Under the oak”, η δεύτερη το “Solitude” και το “Demon’s gate”, με το “A sorcerer’s pledge” να είναι μια κατηγορία μόνο του. Κάθε σύνθεση ξεχωριστά αγγίζει τη τελειότητα, μιλάμε για απέθαντα μνημεία του μεταλλικού ήχου, αλλά μεταξύ τους, ε, όλο και κάποιες λεπτομέρειες υπάρχουν ώστε να «βοηθούν» στο να γίνει αυτή η διαλογή. Ασφαλώς με υποκειμενικά κριτήρια πάντα. Πραγματικό countdown to perfection λοιπόν, για έναν από τους καλύτερους δίσκους στην ιστορία της heavy metal μουσικής. Για έναν δίσκο ο οποίος δεν ξεπεράστηκε ποτέ, ούτε από τους ιδίους τους CANDLEMASS, ούτε από κάποιον άλλον καλλιτέχνη που προήλθε από τα δικά τους «σπάργανα». Για έναν εκπρόσωπο του δικού μου, προσωπικού “top of the tops”, διάολε!

 

The “Epicus Doomicus Metallicus” countdown

 

  1. “Under the oak”

Το concept της καταστροφής και αναδημιουργίας του κόσμου, προϋπήρχε στο μυαλό του Leif ΠΡΙΝ κυκλοφορήσει το “Tales of Creation”. Γι’ αυτό και συναντάς το “Under the oak” και στους δύο δίσκους. Όσο για τη βελανιδιά, αυτή ανέκαθεν κατείχε σπουδαία θέση στη παράδοση των λαών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Πότε ως σύμβολο εξουσίας και δύναμης, πότε ως ιερό φυτό. Αλλά και εμείς δεν έχουμε μια παροιμία που χρησιμοποιούμε μέχρι τώρα και που λέει «Δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται»; Όταν τη πρωτοείπε ο Μέναδρος, δεν ήταν τυχαίο το γεγονός πως χρησιμοποίησε ως παράδειγμα τη βελανιδιά, για να δείξει πως όταν κάποιος ισχυρός χάσει τη δύναμή του, τότε όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν, να κερδίσουν κάτι καλό από την εξασθένισή του. Έτσι κι ο ήρωας του τραγουδιού, μοναδικός επιζών της Ανθρώπινης Φυλής η οποία εξαφανίστηκε από το χέρι του Κυρίου ως τιμωρία για τις αμαρτίες της, ψάχνει κάτω από τον κορμό της βελανιδιάς να βρει καταφύγιο προσωρινό και δύναμη ώστε να συνεχίσει τον πνευματικό του αγώνα ενάντια στον Διάβολο που θέλει να κατακτήσει τη ψυχή του. “Still the wind was blowing soft and gentle here under the oak/which gave me shelter and rest in for my trial/I’m not strong, weak is my mind/a new beginning, where to find?/I’m the last one on earth, please forgive us our crime”. Στο αριστουργηματικό μεσαίο μέρος, όταν ο ρυθμός «ξεψυχά», αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο η ακουστική κιθάρα με τα πλήκτρα και ο Längquist θρηνεί τραγουδώντας “My heart, bleeding for my race/the traces of mankind sweeped out, by the hands of our Lord”, νιώθεις πως μόνο κάπως έτσι θα επέλθει η Λύτρωση. Με την ειλικρινή μετάνοια του Ενός.

  1. Black stone wielder

Η Γέννηση του Χριστού, μέσα από τη σεναριακή ματιά του Leif. Ένας μεγάλος αστέρας στέκεται πάνω από τη μικρή Βηθλεέμ, φανερώνοντας την έλευση του Βασιλέα των Βασιλέων. Άγγελοι ψέλνουν το Ωσαννά και κατεβαίνουν στη Γη, οι ποιμένες ήδη Τον προσκυνούν. Μα δεν είναι μόνον ο Ηρώδης που τον έχει δει, ανησυχώντας για την επίγεια βασιλεία του, ούτε οι Πέρσες Μάγοι που τον έχουν οδηγό στο ταξίδι τους προς Αυτόν. Υπάρχουν και κάποιες μυστηριώδεις μαυροφορεμένες φιγούρες, που έρχονται πέρα από τη δυτική θάλασσα για να αποδώσουν τιμές στον νεογέννητο Σωτήρα κρατώντας μια μαύρη πέτρα…”Take this stone and use it well, don’t do as I did long ago”, είναι τα λόγια του συντετριμμένου και γεμάτου δάκρυα αρχηγού τους. Ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι; Τι είδους πέτρα είναι αυτή; Θα τα μάθεις όλα διαβάζοντας τους στίχους. Το “Black stone wielder” είναι το πρώτο τραγούδι του δίσκου που ανεβάζει σχετικά tempo, διανθισμένο και με τη μελωδία του, προερχόμενου από τον 19ο αιώνα, παραδοσιακού “Gläns över sjö och strand”. Η NEMESIS εκδοχή του, όσο καλή και να είναι μουσικά, αποδεικνύει την ορθότητα της επιλογής του Edling να φέρει στη μπάντα κανονικό τραγουδιστή, παρά τη θέληση της Black Dragon να παραμείνει…διπλοθεσίτης.

  1. “Crystal ball”

“Visions and dreams you can see in the crystal ball”… Άλλο ένα χιλιοτραγουδισμένο και χιλιοαφηγημένο, σε ιστορίες και παραμύθια, στοιχείο της λαογραφίας. Η κρυστάλλινη σφαίρα και η δυνατότητα που δίνει στον καθένα να δει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Κάτι που εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους, αφού δεν είναι όλοι ικανοί να κοιτάξουν μέσα από αυτή. Ο ήρωας το πράττει, γνωρίζει πλέον μεγάλα μυστικά όπως το πώς ήταν και πού βρίσκεται πλέον η βυθισμένη Ατλαντίδα, βλέπει το μυθικό Φυλαχτό του προκατακλυσμιαίου θεού Seth αλλά έχει χάσει τη καρδιά του, έχει γίνει ένα πιόνι του Απόλυτου Κακού που φωλιάζει μέσα στη σφαίρα. Σε αντίθεση με το ευχάριστο μήνυμα του Dio και του Blackmore, για τον Johan η άκρη του Ουράνιου Τόξου δεν κρύβει χαρά και πλούτη. Κρύβει μόνο μαρτύριο…

  1. Solitude

Ξέρω πως πολλοί θα ήθελαν το κομμάτι αυτό δεύτερο ή ακόμη και στη κορυφή. Δεκτόν. Κάποιοι έχουν δώσει στο “Solitude” τον χαρακτηρισμό «απόλυτο doom metal τραγούδι». Δεκτό και αυτό. Αφιερωμένο από τον ίδιο τον Leif στον εαυτό του, το “Solitude” είναι η προσωποποίηση, η αποτύπωση σε νότες, μιας ακόμη πορείας, ενός οποιουδήποτε φέροντα τον σταυρό του μαρτυρίου του, σε κάποιον Γολγοθά. Αργό, κάτι περισσότερο από πένθιμο, μετά από τόσα χρόνια ελάχιστα τραγούδια μπορούν να το συναγωνιστούν στο πεδίο αυτό. Κανείς δεν κατάφερε να το ερμηνεύσει όπως ο Johan. Ουδείς μπόρεσε να αναπαράξει το αρχέτυπο συναίσθημα θανατικής καταδίκης που το πλημμυρίζει. Ακόμη και αυτές οι λέξεις, που γράφτηκαν εδώ, είναι πολλές και ίσως περιττές… γιατί εγώ δεν έχω καμία χρησιμότητα, για να το περιγράψω. “Earth to earth, ashes to ashes, dust to dust…and please let me die in solitude…”. Doom or be doomed.

  1. Demons gate

Ο Edling το προόριζε για εναρκτήρια σύνθεση του album, αλλά τελικά αποφασίστηκε αυτή να είναι το “Solitude”, καθαρά λόγω της διάρκειάς του. Τί υπάρχει άραγε στη μετά θάνατον ζωή; Τους ενάρετους περιμένει ο Παράδεισος, τους αμαρτωλούς το βασίλειο του Άδου. “Beyond all nightmares I met my fate…”, αφηγείται στην αρχή του, με «πειραγμένη» φωνή, ο Leif, αντλώντας έμπνευση από το film “E tu vivrai nel terrore! L’aldilà” ή αλλιώς “The Beyond” και στα Ελληνικά «Η έβδομη πύλη της Κολάσεως», του Lucio Fulci… Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το μαρτύριο της Κόλασης. Η θέα του τρομερού Στύγιου Ποταμού, με τα θανατηφόρα, αναμεμειγμένα με θειάφι, νερά, σε αυτά που η Θέτις βάπτισε τον νεογέννητο Αχιλλέα, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που υπάρχει πίσω από τη πέτρινη, κατασκευασμένη από μαύρη μαγεία και αγνό μίσος, Πύλη… “Across the Styx among the mists of Hades, a gate of stone marks the path to soul’s damnation and Hell’s wrath…”. Όταν η καταραμένη ψυχή περνά τον ποταμό, σε κάθε της βήμα το Φως χάνεται, το Σκότος τη περιβάλλει. Δεν υπάρχει γυρισμός, το βιβλίο του Eibon άνοιξε τη πρώτη του σελίδα. Ελληνική μυθολογία, Χριστιανική παράδοση και Lovecraft μπλέκονται στιχουργικά σε ένα τεράστιο δημιούργημα με καθαρά μεσογειακή και ανατολίτικη αισθητική, ένα κατάμαυρο “Gates of Babylon”. Το απόλυτο soundtrack της καθόδου στον Άλλο Κόσμο. ΑΥΤΟ το μπάσο… μέχρι και τον Βαρκάρη συγκλονίζει. Και εκεί στο πέμπτο λεπτό… πόσο WARLORD. Όχι, δεν είμαι επηρεασμένος από το «φευγιό» του Τσάμη. Άκου λίγο πιο προσεκτικά, αναλογίσου όσα αναφέραμε για ακούσματα, πιο πάνω και θα καταλάβεις.

  1. A sorcerers pledge

Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά, με status που έχει αγγίξει ήδη τα επίπεδα του «θρυλικού» και βαδίζει ολοταχώς προς αυτό του «μυθικού», τραγούδια ενός ολόκληρου ιδιώματος και κατ’επέκταση του μεταλλικού ήχου στην ολότητά του. Το αδιαμφισβήτητο Νο1 του δίσκου, ένα λαμπρό δείγμα του ανεπανάληπτου συνθετικού ταλέντου του Leif Edling. Μια τριλογία που αφηγείται μια κοινότυπη, ίσως, ιστορία, για έναν μοχθηρό, σατανικό μάγο που κοιμάται για χίλια χρόνια και περιμένει τη στιγμή που θα εγερθεί δυνατότερος από ποτέ. Το πρώτο μέρος καλύπτει η ήρεμη, ατμοσφαιρική εισαγωγή με την ακουστική κιθάρα, τα πλήκτρα και τη λυρική ερμηνεία του Längquist. Στο δεύτερο ο Edling αλλάζει εντελώς το τοπίο, παίρνει μια ακόμη μεγάλη του αγάπη, τους πρώιμους SAVATAGE και τους προσδίδει doom χαρακτηριστικά, με πρώτο βιολί τον εξαίρετο Klas Bergwall. Ογκωδέστατες κιθάρες, ανεβασμένες ταχύτητες, εντυπωσιακό power drumming με κυριαρχική δίκαση από τον Matz Ekström, θεϊκά φωνητικά, απουσία solo. Κατά το τελευταίο δίλεπτο, ρίχνει ξανά τους τόνους και το αρχέτυπο doom επανέρχεται, εμπλουτισμένο σε ατμόσφαιρα και με κυρίαρχα την αιθέρια φωνή της Cille Svenson, η οποία με λίγα μόλις δευτερόλεπτα τραγουδιού, έγινε αναπόσπαστο στοιχείο της CANDLEMASS «κληρονομιάς». Αν το “Stargazer” έχει ένα μαύρο αδερφάκι, είναι τούτο το τραγούδι. Αν ο Blackmore και ο Dio πίστευαν πως η άκρη του Ουράνιου Τόξου δεν κρύβει τίποτα και είναι μια αυταπάτη, ένα τέτοιο τραγούδι θα συνέθεταν για το δικό τους μάγο. Και εσύ, αν ποτέ δεις λίστα με τα καλύτερα τραγούδια στην ιστορία του επικού metal και δεν είναι μέσα, πες του συντάκτη εκ μέρους μου πως είναι απλά ηλίθιος. End of story.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here