Chuck Schuldiner – Underrated gems

0
249

13 Δεκεμβρίου 2021. Είκοσι (20) χρόνια στρογγυλά συμπληρώνονται σήμερα, από μια από τις πλέον μαύρες ημέρες στην ιστορία του σκληρού ήχου. O Chuck Schuldiner, ο ηγέτης των DEATH, των πιονέρων του ακραίου ήχου (με την όσο πιο ευρεία έννοια μπορούμε να το πούμε αυτό), χάνει τη μάχη με το καρκίνο. Το επίσημο αίτιο θανάτου: πνευμονία, λόγω του πλήρως αποδυναμωμένου από τη φαρμακευτική αγωγή οργανισμού του. Η θλίψη ως και σήμερα, για τους οπαδούς και λάτρεις της μουσικής του, τεράστια. Η κληρονομιά, ωστόσο, που άφησε πίσω του ο μεγάλος αυτός μουσικός, με τους DEATH αλλά και με τους CONTROL DENIED, είναι τόσο πλούσια που έχει κάθε δικαίωμα να θεωρείται «αθάνατη». Τί ήταν όμως ο Chuck Schuldiner;

Ήταν τα χαρακτηριστικά του φωνητικά, σημείο αναφοράς για ένα ολόκληρο είδος, ως και σήμερα. Ήταν οι κιθαριστικές του «γραμμές», τις οποίες ακολούθησε, θέλοντας και μη, η πλειοψηφία όλων όσων θέλησαν να παίξουν ακραία μα και τεχνικά ταυτόχρονα. Ήταν η πεμπτουσία του «ανοικτόμυαλου» καλλιτέχνη. Αυτού που δε γνωρίζει «όρια» και «στεγανά». Του καλλιτέχνη που δεν άφησε το είδος που ο ίδιος δημιούργησε, να τον «καταπιεί» και που ήθελε να παρουσιάζεται κάθε φορά και καλύτερος. Πάρε τους δίσκους από το “Scream bloody gore” ως το “The fragile art of Existence” και βάλτους δίπλα τον έναν με τον άλλον. Τί παρατηρείς; Μα φυσικά, την αποθέωση της ΕΞΕΛΙΞΗΣ. Της ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ. Και εν τέλει, της εν δυνάμει ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ και ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑΣ. Όταν ο Chuck ένιωσε πως έδωσε τα πάντα στον ακραίο ήχο, θέλησε να αλλάξει προφίλ. Και αυτό γιατί ήταν ο ορισμός του «ενωτικού» και «οικουμενικού» ηγέτη, που δε θα δίσταζε να «συμφιλιώσει» επί παραδείγματι τον deathster με τον power metaller, γιατί ήξερε πως έχουν πολλά κοινά, που και οι ίδιοι ακόμη αγνοούν.

Διάβασε το υπέροχο αφιέρωμα του Κώστα Αλατά, και διαπίστωσε μέσω των ονομάτων που τον υμνούν, το μέγεθος του ανδρός. Θεωρούμε πως είναι το καλύτερο επιχείρημα όλων όσων γράφονται σε τούτες τις γραμμές. Ναι, ο Chuck δεν ήταν σπουδαγμένος μουσικός. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο, δεν ήξερε καν νότες, δε μπορούσε να διαβάζει το πεντάγραμμο, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Ένας ακόμη λόγος λοιπόν, να τον θαυμάζουμε ως καλλιτέχνη και ένας ακόμη λόγος να ονειρευόμαστε πού θα είχε φτάσει το άστρο του, αν δεν «έφευγε» τόσο νωρίς. Μα πάνω απ’ όλα, ήταν κάτι ακόμη: ήταν ερωτευμένος με τη μουσική του. Όχι αυτή που ο ίδιος δημιουργούσε, όχι. Αυτή που άκουγε. Αυτή που τον μεγάλωσε. Ήταν ο «υγιής» metalhead, όπως θα έπρεπε να είμαστε όλοι και δυστυχώς δεν είμαστε. Ίσως υπό αυτό το πρίσμα, η απώλειά του να είναι ακόμη μεγαλύτερη απ’ όσο πιστεύουμε πως είναι.

Τιμώντας λοιπόν τη μνήμη του, ο Δημήτρης Τσέλλος παρέα με τον Γιάννη Σαββίδη, προσπαθούν να βρουν και να ρίξουν από κοινού φως στα κρυφά διαμαντάκια της πορείας τόσο των DEATH, όσο και των CONTROL DENIED. Θα σας ταξιδέψουν λοιπόν μέσα στο χρόνο, στα έργα και τις ημέρες ενός μυαλού που ώρες – ώρες ήταν πιο κοφτερό και από αυτά ακόμη τα riffs που σκάρωνε…

Αναπαύσου εν ειρήνη, Chuck.

Baptized in blood (“Scream bloody gore”, 1987)

Ένας δίσκος – μίξη των “Hell awaits” (SLAYER) και “Seven churches” (POSSESSED), και ευθεία εξέλιξη τους. Ο δίσκος που εν τέλει προσδιόρισε μια και καλή το death metal (μιας και κατά δήλωση του ίδιου του Chuck, την αρχή την έκαναν οι POSSESSED). Εδώ έχουμε ένα από τα πιο πολυποίκιλα κομμάτια του δίσκου, με τον Chris Reifert των αρχόντων του τάφου AUTOPSY στα τύμπανα, να πηγαίνει το κομμάτι όπου θέλει. Από το ανατριχιαστικό εισαγωγικό riff, στο μαρσάρισμα SLAYER-ικής υφής, στο ρυθμικό “μοίρασμα” στο ρεφρέν, στο σχεδόν grindcore πέρασμα πριν το δεύτερο κουπλέ, στο ελαφρύ mid-tempo “σπάσιμο” πριν το solo, οι DEATH δίνουν από το ντεμπούτο διαπιστευτήρια ποιότητας, και ποικιλίας. Στιχουργικά, πρόκειται για ωμή βία βγαλμένη από 70’s – 80’s gore/splatter ταινίες: το νεογνό παιδί βαπτίζεται σε αίμα και οι νεκροί το μαθαίνουν να σκοτώνει ό,τι βρεθεί στο διάβα του. Ωραία πράγματα, αυτά μου αρέσουν! Ένα κομμάτι, που υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να βρίσκεται στο “Leprosy”.

(Γ.Σ.)

Torn to pieces (“Scream bloody gore”, 1987)

Άλλο ένα κομμάτι, που έρχεται καπάκια στο δίσκο, που θα μπορούσε να βρεθεί στο “Leprosy” συνδέοντας έτσι τα δύο άλμπουμ μεταξύ τους υφολογικά, παρότι το line up είναι διαφορετικό στο καθένα. Το ala CELTIC FROST εισαγωγικό ρυθμικό μοτίβο, κάνει τη μπάντα να ακούγεται διαφορετική, μα εξίσου απειλητική και λειτουργεί σαν οιωνός/πρόδρομος κομματιών όπως το “Forgotten past”, σαν δομή. Η επιτάχυνση στο σύνθημα του Reifert αγκαζέ με τον Schuldiner είναι δεδομένη, με το riff στο 2:38 να έρχεται από το κοντινό μέλλον, αγκαζέ με το χτίσιμο του solo γύρω από αυτό. Ένα χτίσιμο τόσο περίτεχνο που το κάνει να ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα. Θα χρειαστεί ωστόσο ένας κατάλληλος κιθαριστικός “παρτενέρ” για να τα κάνει αυτά ακόμα καλύτερα. Υπομονή 3 χρόνια Chuck…υπομονή. Αξίζει να σημειωθεί πως το κομμάτι είναι στιχουργικά εμπνευσμένο από την gore ταινία “Cannibal ferox” (1981 – γνωστή και με το τίτλο “Make them die slowly”) σκηνοθετημένη από τον Umberto Lenzi.

(Γ.Σ.)

Born dead (“Leprosy”, 1988)

Ευθύς απόγονος του “Torn to pieces” είναι και τούτο εδώ βεβαίως βεβαίως. CELTIC FROST-ική αρχή, κόψιμο για διάλυση νοικοκυριού και αντίο ζωή! Το line up έχει αλλάξει βεβαίως βεβαίως, ρίχνοντας μέσα τα 3/5 των θρυλικών συνοδοιπόρων MASSACRE: Bill Andrews (drums), Rick Rozz (κιθάρες), Terry Butler (μπάσο – στο στούντιο το ηχογράφησε ο Chuck) και το επίπεδο σαφώς ανεβαίνει. Και πόσο απλά μπορεί να φανεί αυτό; Μα φυσικά, παρατηρώντας το κομμάτι σε “καρέ”. Πρώτο “καρέ”: το κιθαριστικό μέρος με το διπλό tapping μετά το πρώτο ρεφρέν (άλλο ένα πράγμα που θα βλέπαμε στο “Spiritual healing” – λίγη ακόμα υπομονή). Δεύτερο “καρέ”: το απότομο ρυθμικό κόψιμο για πιο mid-tempo ταχύτητες. Τρίτο “καρέ”: κόντρα κόψιμο οδηγώντας στο solo του Rozz. Τέταρτο “καρέ”: ο βρυχηθμός του Chuck: “RELIEF DOES NOT EXIST, WHEN YOU ARE BORN TO DIE” προτού τα δάχτυλα του, πλάσουν ένα τόσο χαρακτηριστικό solo για τον ίδιο, δείγμα της φυσικής μελωδικότητας του ως κιθαρίστα. Όπως καταλάβατε, στιχουργικά σοβαρεύουμε, στα όρια του φιλοσοφικού: άνθρωποι που γεννήθηκαν απλά για να πεθάνουν, να πεινάσουν και να σαπίσουν…πως να νιώσουν ανακούφιση από κάτι τέτοιο; Ρητορικό το ερώτημα.

(Γ.Σ.)

Primitive ways (“Leprosy”, 1988)

Οδοστρωτήρας πρώτης τάξεως από τούτο το δεύτερο πόνημα των DEATH, με το ρολάρισμα του Bill Andrews να δίνει το σύνθημα: πίσω και σας φάγαμε! Και όντως το πρώτο λεπτό πάει κάπως έτσι, μέχρι που ο ίδιος ο Andrews, “σπάει” το ρυθμό με ένα φοβερά ευρηματικό ρυθμό, μετά το ρεφρέν. Το κομμάτι αποκτά ποικιλία, δεν χάνει γραμμάριο επιθετικότητας, καθώς ακούγεται σαν καλπασμός, και μη σας πω, ακούγεται απειλητικότερο. Δίνοντας στον Chuck την ευκαιρία να μας πει, για τι πράγμα ακριβώς μιλάει το κομμάτι: “CANNIBALS PRACTICING, THE ART OF BUTCHERY”. Θα σας φάνε ζωντανούς οι κανίβαλοι και θα κάνουν τελετουργική γιορτή πάνω στα κουφάρια σας, τι δε καταλαβαίνετε; Εδώ έχουμε το ελαφρώς αντίστροφο μοτίβο από τα κομμάτια του ντεμπούτου που παρουσιάσαμε πιο πάνω: αυτό θα μπορούσε να βρίσκεται στο “Scream bloody gore” στιχουργικά, δένοντας έτσι το προκάτοχο του με το υπόλοιπο πιο εξελιγμένο υλικό της μπάντας στο “Leprosy”. Ακόμα και το solo, μαρτυράει την εξέλιξη που αναπόφευκτα έρχεται όταν παίζεις και έχεις τη τάση να βελτιώνεσαι διαρκώς.

(Γ.Σ.)

Altering the future (“Spiritual healing”, 1990)

Λέμε για αλλαγή επιπέδου, η οποία μετουσιώνεται σε κάτι μεγαλύτερο και σπουδαιότερο σε κάθε δίσκο στη περίπτωση αυτής της μπάντας. Έξω ο Rozz, μέσα ο James Murphy, στο πρώτο του δίσκο με την οποιαδήποτε μπάντα (άμα δε μετρήσουμε το ελαφρύ πέρασμα από τους AGENT STEEL), και πριν κάνει πράγματα και θαύματα με OBITUARY, CANCER και DISINCARNATE. Αργόσυρτο ξεκίνημα, με τη ρυθμική βάση της μπάντας ίδια με του “Leprosy” και το ξεκίνημα αναλόγου φύσεως, αλλά τα riffs που κεντάνε οι Chuck Schuldiner/James Murphy, να ανοίγουν δρόμους αλλόκοτους, μια και ήταν αντισυμβατικά για την εποχή. To κομμάτι μας χαρίζει τα γκάζια που θυμόμασταν από το προκάτοχο του στο δεύτερο μισό του κουπλέ, με το κόντρα κόψιμο και το “μέτρημα” στη μπότα από τον Andrews να μαρτυρά τη γέννηση ενός παρακλαδιού του death metal που ούτε ο Chuck ο ίδιος οραματιζόταν σε εκείνο το σημείο (οι αλλόκοτοι δρόμοι που είπαμε…). Τα solos του James Murphy βρίσκουν ιδανικά τη θέση τους δίπλα στον ολοένα και εξελισσόμενο ηγέτη της μπάντας. Εξελισσόμενο και στιχουργικά φυσικά, μια και εδώ πραγματεύεται το ζήτημα της ανθρώπινης ζωής και πως αλλάζουμε το ρου των πραγμάτων που θα λάβουν χώρα εντός αυτής όταν τη τερματίζουμε (έκτρωση, θανατική ποινή). Φιλοσοφικό, ηθικό, κοινωνικό…ίσως και όλα μαζί. Ο εγκέφαλος του Chuck Schuldiner, εδώ στροφάρει και θέτει σοβαρά ζητήματα επί τάπητος, αναζητώντας απαντήσεις.

(Γ.Σ.)

Defensive personalities (“Spiritual healing”, 1990)

Να και η ψυχολογία που συναντάει το death metal! Καιρός ήταν! Θέμα μας εδώ, οι διχασμένες προσωπικότητες, η γνωστή σε όλους μας διαταραχή, ακόμα και σε εκείνους που είναι άσχετοι με το αντικείμενο. Πιο συγκεκριμένα, η υποσυνείδητη άμυνα του μυαλού, οι Αμυνόμενες Προσωπικότητες. Εκείνες που όπως εύγλωττα και εύστοχα τονίζει ο ίδιος ο Schuldiner “προστατεύουν τα αδύναμα σημεία του μυαλού”. Εκεί που είναι ευάλωτο το μυαλό, και εύκολα αλλοιώνεται η αντίληψη αυτού. Αν είναι δυνατόν να πέρασε, σκέφτεστε, από τα ξαντεριάσματα προ τριετίας σε τέτοιου είδους ανάλυση ε; Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός το πέτυχε. Η δε συνθετική αντίληψη έφυγε μπροστά από όλους και από όλα. Tα φανταστικά riffs, τα τεχνικά κοψίματα που οριακά μπορούσε να ακολουθήσει το rhythm section των Bill Andrews/Terry Butler σε αυτό το σημείο (γιατί ίσως, δεν είχε ξεφύγει ακόμα το συνθετικό επίπεδο) και τα πρώτης γραμμής solos από έναν James Murphy που σαν να “προκαλούσε” τον ηγέτη της μπάντας να ανεβάσει το πήχη έτι περισσότερο με τα τόσο τεχνικά και μελωδικά συνάμα παιξίματα του. Ένα κομμάτι με γερά γκάζια, με ένα σαρωτικό κύριο riff, και ένα έτερο riff-όλεθρο κάτω από τη δίκαση του Bill Andrews εθιστικό όσο λίγα, να παίζεται με δύο τρόπους πρώτα κάτω από ρεφρέν και μετά από αυτό σε μια ελαφρά παραλλαγή. Δείγμα κλάσης μεγάλων παικτών.

(Γ.Σ.)

See through dreams (“Human”, 1991)

Εδώ αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες, έχουμε ένα κομμάτι που συνοψίζει όλες τις αρετές του death metal κατά τον γράφοντα, σε ένα δίσκο που έχει συγκεντρωθεί μια dream team παικτών: Paul Masvidal (κιθάρα) και Sean Reinert (drums) από τους CYNIC, με το κερασάκι στη τούρτα να είναι ο Steve DiGiorgio (μπάσο). Αυτά τα 3 μεγαθήρια, καθηγητές ο καθείς στο όργανο του, υπό τον Chuck Schuldiner. Τον άνθρωπο με το όραμα. Αν η κλάση είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα στον προκάτοχο, εδώ δε τη βλέπεις ούτε με τηλεσκόπιο. Γιατί όμως, συνοψίζει τις αρετές του λέτε; Είναι γρήγορο, είναι ογκώδες, είναι τεχνικό (ο Sean Reinert χορεύει πάνω στα τύμπανα του σε αυτό το δίσκο!), είναι μελωδικό (η μελωδία στο ρεφρέν στοιχειώνει τα όνειρα μου ως και σήμερα!) και είναι εν τέλει, άκρως σκεπτόμενο και προβληματισμένο. Πως περνάνε τη ζωή τους τα άτομα που γεννήθηκαν τυφλά, χωρίς να απολαμβάνουν το πιο δεδομένο πράγμα για όλους τους υπόλοιπους; Μα φυσικά, ζωντανεύοντας τις εικόνες μέσω του ήχου, “βλέποντας” έτσι, μέσα από τα όνειρα τους! Συναρπαστική σύλληψη, στιχουργικά και μουσικά. Αξεπέραστο μεγαλείο.

(Γ.Σ.)

Vacant planets (“Human”, 1991)

Το μεγάλο φινάλε του “Human”. Αφού πλεύσαμε με τους 4 τους σε Κοσμικές Θάλασσες (σε ένα ταξίδι χωρίς λόγια, χωρίς χάρτη επιστροφής, χωρίς τίποτα – μόνο δέος) έπρεπε να επιστρέψουμε με το διαστημόπλοιο που τυπικά ονομάστηκε DEATH, στη Γη. Όπου τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Οι άνθρωποι τα έχουν καταστρέψει όλα, με την απληστία και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Γης. και έρχονται οι εξωγήινοι για να μας εξορίσουν κάτω από τη Γη, ως τα ανώτερα όντα πλέον του πλανήτη στον οποίο μέχρι πρότινος ζούσαμε. Κάπως έτσι, μπαίνει και η sci-fi αισθητική στο παιχνίδι. Ο Chuck εδώ, μας θυμίζει πόσο “περαστικοί” είμαστε από αυτό το πλανήτη σε ένα από τα πλέον σαρωτικά κομμάτια του δίσκου, όπου τα υπερτεχνικά θέματα των Masvidal/Schuldiner υπαγορεύουν στον Reinert τι θα παίξει από κάτω, και τούμπαλιν, σε ένα αέναο γαϊτανάκι αστείρευτης έμπνευσης και ανείπωτης χημείας, που σπάνια συναντάται σε οποιοδήποτε δίσκο ανεξαρτήτως ιδιώματος. Ο θρόνος του προοδευτικού death metal, πλέον τους ανήκει δικαιωματικά, με μόνο τους ATHEIST και CYNIC να στέκονται από κοντά.

(Γ.Σ.)

Overactive Imagination (“Individual thought patterns”, 1993)

Το “Human” φανέρωσε τις πρώτες προοδευτικές ανησυχίες του δημιουργού του, αλλά κακά τα ψέματα, αυτό που άνοιξε τις πύλες του τεχνοκρατικού – προοδευτικού στρατοπέδου ώστε να παρελάσει νικητής και τροπαιοφόρος ο Chuck, ήταν το “Individual thought patterns”, του οποίου το εναρκτήριο κομμάτι, μάλλον στέκει ολίγον παραγκωνισμένο. “Mastering the art of deception” λοιπόν, και οι παραλήπτες του μηνύματος, πολλοί και καθόλα διεφθαρμένοι. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, όργανα της Τάξης, ιερωμένοι, καθηγητές… Η διαφθορά και η υποκρισία που την κρύβει, δυστυχώς, δε γνωρίζει όρια και υπάρχει παντού. Εκκίνηση της σύνθεσης σε ταχύτατους ρυθμούς, με εξοντωτικό drumming από τον Gene Hoglan, για να αλλάξει εντελώς ο ρυθμός προς την ολοκλήρωση του πρώτου λεπτού με ένα αριστοτεχνικό breakdown, όπου οι κιθάρες των La Rocque/Schuldiner αναλαμβάνουν τα ηνία. Οι εναλλαγές θα συνεχιστούν και στα επόμενα δυόμισι λεπτά, δίνοντας σ’ αυτά τα συνολικά τριάμισι τέτοια πληρότητα, που ούτε σε 15λεπτα έπη δε βρίσκουμε, κάποιες φορές.

(Δ.Τ)

Mentally blind (“Individual thought patterns”, 1993)

Επίκεντρο πάλι ο άνθρωπος στους στίχους και στο διάδοχο του “Human”, οι οποίοι άγγιξαν τα όρια της ψυχολογικής ανάλυσης των κινήτρων του, των μοτίβων συμπεριφοράς του και λοιπών θεμάτων που ο γράφων δεν είναι επ’ ουδενί αρμόδιος να θίξει! Κι όμως, τα θίγει ένας τύπος από τη Florida, με ευρεία αντίληψη, και δυστυχώς, πολλά και διάφορα βιώματα για να στηρίξει τις δικές του απόψεις/οπτικές. Εδώ, έχουμε τον άνθρωπο, που νομίζει ότι έχει πάντα δίκιο, που χλευάζει ειρωνεύεται τους συνομιλητές του, που τους “σταυρώνει” βασισμένος σε μηδαμινά στοιχεία και που χαρακτηρίζεται εν γένει από ασέβεια και έπαρση. Πνευματικά Τυφλός λοιπόν, κατονομάζεται σε αυτό το κομμάτι, ο χαρακτήρας μας. Σαρωτικό κομμάτι μουσικά κατά το ήμισυ του, με την εισαγωγή να είναι χορηγία της δίκασης του νέου της μπάντας Gene Hoglan (DARK ANGEL τότε, μόνο – προτού γίνει επιεικώς περιζήτητος), ο οποίος κούμπωσε ιδανικά με τον ήδη υπάρχοντα Di Giorgio και με τον παιδικό ήρωα του Chuck, Andy La Rocque (KING DIAMOND) στις κιθάρες. Άσε που στο ρεφρέν, οι ψαρωτικές μελωδίες και το σχεδόν αιθέριο της σύνθεσης σε εκείνο το σημείο, προλογίζοντας το solo, συγκλονίζουν ακόμα και ανθρώπους που δεν ακούνε death metal. Και τι solo…τι μουσικότητα…τι να πω εδώ, δε περιγράφω άλλο! Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι από τούδε και στο εξής στη δισκογραφία τους (από το “Human” για την ακρίβεια), οι DEATH θα απασχολούν όλο και πιο ευρύ κοινό, έξω από τα όρια του ακραίου ήχου.

(Γ.Σ.)

Destiny (“Individual thought patterns”, 1993)

Ο Chuck γράφει για το Πεπρωμένο, και πως αυτό επηρεάζει με αστάθμητους (και μη) φαινομενικά παράγοντες τη ζωή μας, αναφερόμενος παράλληλα και στην προσπάθεια να βρεθεί το άλλο μισό του καθενός. H ακουστική εισαγωγή και η καθαρά τεχνοκρατική εξέλιξη, διαμορφώνουν ένα κομμάτι που θα μπορούσε να βρίσκεται άνετα σε οποιοδήποτε tech/progressive αφιέρωμα, προσθέτοντας παράλληλα ένα ακόμη βέλος στη φαρέτρα όλων όσων ισχυρίζονται πως, από ένα σημείο και μετά, ο Chuck δημιουργούσε πολύπλευρο metal χωρίς συγκεκριμένη ταμπέλα, και απλά προσέθετε σε αυτό ακραία φωνητικά. Είμαι ένας από αυτούς, ξέρεις…

(Δ.Τ)

Misanthrope (“Symbolic”, 1995)

Πολύ υποτιμημένο τραγούδι… Ο ίδιος ο Chuck ξεκαθάρισε πως πρόκειται για μια αναφορά του σε εξωγήινους πολιτισμούς, και συγκεκριμένα σε κάποιους εξωγήινους που παρακολουθούν τη Γη, το πώς ζουν οι άνθρωποι και το χάος που φέρνουν στην ισορροπία του πλανήτη με πολλές από τις πράξεις τους. Η καθαρά προσωπική μου άποψη πάντως, είναι πως θα μπορούσε άνετα να έχει και φιλοσοφικό χαρακτήρα το κομμάτι αυτό, και τον ρόλο του «παρατηρητή» να τον έχει ένας ψυχίατρος με φιλοσοφικές ανησυχίες. Μια διασταύρωση Φρόιντ/Νίτσε, για παράδειγμα. Νομίζω θα του δίναμε μπόλικο «φαγητό». Μουσικά τώρα, πέραν του γνωστού ύφους της μπάντας το οποίο και αποθεώνεται, σε κάποιο σημείο (θα καταλάβεις ποιο είναι αυτό, δεν έχεις ανάγκη εμένα να στο πω), θα νομίσεις πως το «πνεύμα» του “Night of the Stormrider” έκανε κατάληψη στο studio. Πήγαινε τώρα στη δεύτερη παράγραφο του προλόγου. Κατάλαβες τι εννοούσαμε;

(Δ.Τ)

Perennial quest (“Symbolic”, 1995)

Η πολυετής αναζήτηση της ευτυχίας στη ζωή, και τα διάφορα εμπόδια που παρουσιάζονται στο διάβα μας: Ζήλια, δόλος, φιλονικίες, εχθρότητες. Ο Chuck δε ζητούσε, όπως έλεγε, τίποτα περισσότερο από μια ήσυχη ζωή, χωρίς να ενοχλεί και να τον ενοχλούν. Δυστυχώς, δεν την έζησε και «έφυγε» μόλις στα 34 του χρόνια. Μας έδωσε όμως πολλούς λόγους να τον αγαπήσουμε και να τον κατατάξουμε τόσο ψηλά στο πάνθεον των αγαπημένων μας καλλιτεχνών, τόσο με τη μουσική του ιδιοφυία, όσο και με το ήθος και τον χαρακτήρα του. Και νομίζω πως, το magnum opus “Perennial quest”, αντικατοπτρίζει όλα τα παραπάνω. Τούτος ο επίλογος, δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρά «ιδανικός». Οκτώ και κάτι λεπτά πολυσχιδούς death metal γεμάτο αλλαγές στον ρυθμό, ευρηματικότητα, αναζήτηση του τέλειου riff και της ιδανικής μελωδίας, ακουστικά μέρη, ευφάνταστα leads… “Those that stood beside me, I’m glad you understand/behind these written words, I share the simple plan – to hang on the way that we feel”. Το καταλάβαμε. Όλοι.

Story to tell (“The sound of perseverance”, 1998)

Ένα συγκλονιστικό prog έπος, όπου ο δημιουργός διηγείται την ιστορία του αιωνίως παρεξηγημένου ανθρώπου, ο οποίος, λόγω της προσωπικότητάς του, βρίσκεται εν τω μέσω ύπουλων συμπεριφορών. Το μήνυμα εδώ είναι ένα: δες ΠΙΣΩ από το πρόσωπο τι υπάρχει. “Drifting into the lives, seep into the soul where emotions hide/Dark skies were beating me down, with shadows of deceit slashing at”. H δεύτερη στροφή του κομματιού όμως, είναι μια καθαρή αναφορά του Chuck στον ίδιο του τον εαυτό. “When you think of me in your multidimensional mind, try and wash the “evil” from your mind and open it/When you taste the truth you will see like others before me, to you I am past, a story to tell – Tell it”. Δεν είναι «εύκολο» γενικά τραγούδι, κι ας έχει σημεία που σε πιάνουν αμέσως. Θέλει τον χρόνο του, αλλά στο τέλος έχει πολλές πιθανότητες να γίνει από τα αγαπημένα σου. Κάτι που κατά βάση, θα το οφείλεις στις κιθάρες του.

(Δ.Τ)

To forgive is to suffer (“The sound of perseverance”, 1998)

Αν πρέπει, για κάποιον παλαβό λόγο, να σβήσουμε τη μουσική από το “The sound of perseverance”, πάλι θα το μνημονεύουμε, γιατί ήταν η επίσημη «μεγάλη» πρώτη του Thomas Richard Christy, πρώην drummer των blacksters ACHERON. Και κομμάτια σαν αυτό, φανερώνουν τις αδιαμφισβήτητα τεράστιες δυνατότητές του. Από κοντά ο μάστορας των έξι χορδών Shannon Hamm, όπως και ο συγχωρεμένος Scott Clendenin στο μπάσο, ακριβώς ίδιες περιπτώσεις. Εντελώς άγνωστοι πριν, στην elite άμεσα με τούτο το άλμπουμ. Η συγχώρεση πολλές φορές φέρνει πόνο (“To accept another day, we choose to give away another piece of life, to forgive is to suffer”), αλλά από την άλλη, κάπου καταντά και αηδία όλο αυτό με τον «αιωνίως καλό άνθρωπο» (“Once or twice is kind, three or four is blind”). Καλοί είμαστε, όχι ηλίθιοι. Για τους ήχους που βγαίνουν από τούτο το μικρό αριστούργημα, τι να γράψει κανείς… ας αναφέρουμε έτσι, για τυπικούς λόγους, το χαοτικό finale με το διπλό tapping στις κιθάρες, το αντίστοιχο από πίσω του μπάσου και τα τύμπανα που ακόμη και σήμερα, προκαλούν τον θαυμασμό.

The fragile art of existence (“The fragile art of existence”, 1999)

Είναι γνωστό πως ο Chuck δεν ήθελε να συνεχίσει να ηγείται του ακραίου ήχου. Όνειρό του ήταν να δημιουργήσει ένα project που θα έμενε στην ιστορία ως ένα από τα καλύτερα US metal acts όλων των εποχών. Και αν το “The sound of perseverance” κυκλοφόρησε τελικά υπό το όνομα των DEATH και του «χάλασε» το ντεμπουτάρισμα, το “The fragile art of Existence” θα ερχόταν έναν μόλις χρόνο μετά, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να μας δημιουργήσει τεράστιες προσδοκίες, που δυστυχώς έμειναν…προσδοκίες. Αν τώρα παραξενεύεσαι και διαφωνείς με τον όρο “US metal act”, άκουσε εδώ το ομότιτλο κομμάτι, που ξεκινά από τους SANCTUARY και NEVERMORE και τελειώνει στους HELSTAR και αν έχεις ενστάσεις, εδώ θα είμαι να το ξανασυζητήσουμε. Για το μόνο που δε δέχομαι συζήτηση, είναι για το πόσο θεός είναι πίσω από το μικρόφωνο ο Tim Aymar των PHARAOH, ο άνθρωπος με τις 1000 φωνές, όπως τον έλεγαν τότε.

(Δ.Τ)

When the link becomes missing (“The fragile art of existence”, 1999)

Όταν πρωτάκουσα την αλλαγή στο δεύτερο λεπτό, νόμιζα πως το cd ήταν χαλασμένο και άλλαξε το κομμάτι! Φυσικά, κανένα cd δεν ήταν χαλασμένο, αλλά η αίσθηση δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Το πρώτο και το τρίτο μέρος του τραγουδιού είναι κάτι «άλλο» από το μεσαίο δεύτερο! “A tool to do good has gone bad, electric altar for a new religion/A new way to link, a new way to think/Individual thoughts that have become missing”. Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια, δηλαδή. Ο Chuck αφουγκράζεται την αρχή της παντοκρατορίας του Διαδικτύου και πως αυτό επιδρά στον τρόπο που ο άνθρωπος σκέφτεται και πράττει. Δυστυχώς, τίποτα δεν έχει αλλάξει μετά από τόσα χρόνια, η κατάσταση γίνεται όσο πάει και χειρότερη και νομίζω πως αν ο θανών ήταν εν ζωή, θα είχε γράψει δίσκο ολόκληρο για όσα βιώνουμε.

(Δ.Τ)

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here