CORONER interview (Tommy Vetterli)

0
513
Coroner
Photo by Manuel Schuetz




















Coroner
Photo by Manuel Schuetz

“Renewal of our mind”

Αν δεν υπήρχε ορισμός για την έννοια του αναπάντεχα καλού reunion δίσκου, αυτός θα πήγαινε σίγουρα στο “Dissonance theory” των CORONER. Φυσικά περιμέναμε ένα πολύ καλό άλμπουμ, αυτό όμως που ακούσαμε ήταν πραγματικά ασύλληπτο… Και μάλιστα 32 χρόνια μετά το “Grin” του 1993 και δύο εμφανίσεις στη χώρα μας (Αθήνα και Ηράκλειο Κρήτης). Ο Σάκης Φράγκος, έκανε meeting με τον Κώστα Αλατά, οι λίγες ερωτήσεις του οποίου, γέμισαν δύο σελίδες, κάνοντας το έργο ακόμα πιο εύκολο (;), προσπαθώντας να ρωτήσουμε όσο το δυνατό περισσότερα πράγματα στο μισάωρο που είχαμε στη διάθεσή μας. Κυρίες και κύριοι, ο Tommy Vetterli…

 

Λοιπόν, έχουμε εδώ τον Tommy Vetterli από τους CORONER. Γεια σου Tommy, καλώς ήρθες στο Rock Hard Greece.
Γεια σου, ευχαριστώ για την πρόσκληση, φίλε μου. Είναι χαρά μου.

Είχαμε κάνει μία συνέντευξη πριν από 11 ή 12 χρόνια και τότε συζητούσαμε για την πιθανότητα ενός νέου άλμπουμ των CORONER, λίγο πριν από την προηγούμενη συναυλία σας, την οποία προωθούσα στην Αθήνα. Και να υποθέσουμε ότι αυτό είναι, θεωρητικά, το δικό σας “Hysteria” των DEF LEPPARD, ας πούμε;
Ναι, ίσως να είναι περισσότερο το δικό μας “Chinese Democracy”, ξέρεις. Θέλαμε να το ονομάσουμε “Reborn too Late”.

Και να το συνδέσετε με το παρελθόν. Όπως το “Reborn Through Hate”. Χαχαχα! Οπότε, σκεφτήκατε ποτέ να αφήσετε το παρελθόν ως έχει; Πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση να πάρετε το ρίσκο να επιστρέψετε με ένα νέο άλμπουμ, μετά από τόσα χρόνια που λέγατε ότι δουλεύετε πάνω σε νέο υλικό και τέτοια;
Ναι, εννοώ, όταν ξεκινήσαμε την επανένωση το 2011, απλώς θέλαμε να παίξουμε μερικά live, μερικά φεστιβάλ, μερικές μικρές περιοδείες και τέτοια. Και ο Marky ποτέ δεν ήθελε να κάνουμε άλμπουμ. Πίστευε, “όχι, θα καταστρέψουμε την κληρονομιά μας” και τέτοια. Αλλά μετά από δύο χρόνια με φεστιβάλ και περιοδείες, ο Marky είχε κουραστεί και ήθελε να φύγει από το συγκρότημα έτσι κι αλλιώς. Οπότε μίλησα με τον Ron και του είπα, όχι, δεν θέλω να σταματήσω τώρα. Περνάω πολύ καλά. Αλλά τότε ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να γράψουμε νέο υλικό. Είναι περίεργο να παίζεις τα ίδια παλιά κλασικά για χρόνια.

Photo by Manuel Schuetz

Ποια ήταν τα εμπόδια σε αυτή τη διαδρομή; Γιατί αρχίσατε να γράφετε τραγούδια το 2015.
Σωστά. Υπογράψαμε το δισκογραφικό συμβόλαιο το 2014 και τότε άρχισα να δουλεύω πάνω σε αυτό το 2015, αλλά μετά η ζωή μπήκε στη μέση. Συνέβησαν πολλά πράγματα. Πέθαναν άνθρωποι, όπως ο πατέρας μου, ο πατέρας του Ron, εγώ πέρασα ένα διαζύγιο, ήρθε ο γαμ**ένος COVID. Και νομίζω ότι το βασικό μου πρόβλημα ήταν η καθημερινή δουλειά μου ως παραγωγός — μετά από ολόκληρη μέρα δουλεύοντας με μια άλλη μπάντα, δεν μου έμενε καθόλου δημιουργικότητα. Αυτό ήταν το κύριο πρόβλημά μου. Και ακόμα κι όταν είχα λίγες μέρες ελεύθερες, το να γράψω εδώ ήταν αδύνατο, γιατί με αποσπούσαν όλα. Έβλεπα δουλειές που έπρεπε να γίνουν σε κάθε γωνιά του στούντιο. Οπότε δούλευε μόνο όταν έπαιρνα μια εβδομάδα άδεια και πήγαινα μόνος μου στα βουνά της Ελβετίας — τότε άρχισαν να ρέουν οι ιδέες. Αλλά μπορούσα να το κάνω μόνο για λίγες μέρες ή μια εβδομάδα. Μετά έπρεπε να επιστρέψω στο στούντιο γιατί ερχόταν η επόμενη μπάντα. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Ίσως είχα και ένα μικρό πρόβλημα αναβλητικότητας — κατά τη διάρκεια του COVID, είχα χρόνο να γράψω αλλά δεν είχα διάθεση. Επικεντρώθηκα σε άλλα πράγματα. Έφτιαχνα ένα τεράστιο pedalboard. Ίσως φοβόμουν κιόλας λίγο να κάνω αυτό το άλμπουμ. Και έτσι πήρε πολύ χρόνο το γράψιμο, γιατί βαριέμαι πολύ εύκολα τον εαυτό μου. Έπρεπε πάντα να νιώθω αυτό το ιδιαίτερο συναίσθημα όταν έγραφα ένα riff. Ίσως από 30 ή 50 riffs, μόνο ένα να κατέληγε στο άλμπουμ, κάτι τέτοιο. Ήταν λίγο εμμονικό, ίσως, αλλά νομίζω ότι άξιζε. Τα τραγούδια είχαν χρόνο να ωριμάσουν. Νομίζω ότι αυτό είναι καλό.

Μόλις ανέφερες ότι φοβόσουν να κυκλοφορήσεις νέο υλικό.
Ναι, ίσως.

Πάντα αντιμετώπιζες τον πειραματισμό ως φυσικό κομμάτι της μουσικής σου και όχι ως αυτοσκοπό. Πώς μπορείς, μετά από περισσότερα από 30 χρόνια, να κρατήσεις αυτό το πειραματικό πνεύμα αυθεντικό, όταν ο κόσμος το περιμένει από εσένα; Και ταυτόχρονα να παρουσιάσεις κάτι φρέσκο και διαφορετικό από το παρελθόν σου. Αυτό ήταν που σε φόβισε;
Ναι, πιθανόν. Σκέφτηκα πολύ το πώς έπρεπε να είναι αυτό το άλμπουμ. Περισσότερο σαν συνέχεια του “Grin”, το οποίο αρέσει σε πολλούς, αλλά άλλοι προτιμούν τα τρία πρώτα άλμπουμ. Και κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι δεν έχει νόημα, γιατί είμαι τελείως διαφορετικός άνθρωπος σήμερα. Οπότε απλώς άρχισα να γράφω. Και πάντα έλεγα στον Ron, ή συζητούσαμε, ότι θα γράψουμε αυτό το άλμπουμ για εμάς, όπως κάναμε και στο παρελθόν. Πάντα γράφαμε πρώτα για εμάς, όχι για το κοινό. Ίσως γι’ αυτό η μουσική μας ακούγεται κάπως περίεργη καμιά φορά, υποθέτω.

Το δελτίο τύπου αναφέρει ότι κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων ένιωσες ότι κάτι έλειπε. Κάτι σαν μια φρέσκια ή κριτική ματιά. Τι σε έκανε να ζητήσεις βοήθεια; Και ήταν πρόβλημα αυτή η βοήθεια;
Ένιωθα λίγο μόνος. Έγραψα τα πάντα μόνος μου. Δούλεψα στα drum beats με τον Diego (σ.σ. ντράμερ του σχήματος). Και πάντα του άρεσαν οι ιδέες μου. Είχα την αίσθηση ότι χρειάζομαι να δουλέψω με κάποιον που εμπιστεύομαι 100%, έναν επαγγελματία μουσικό. Έτσι ζήτησα τη βοήθεια του καλού μου φίλου Dennis Russ. Δουλεύουμε μαζί στο στούντιο σχεδόν μια δεκαετία. Τον φέρνω όταν μια μπάντα έχει πρόβλημα με τους στίχους ή τη σύνθεση και εγώ δεν έχω χρόνο γιατί δουλεύω σε άλλο project. Είναι σαν τον Mr. Wolf στο “Pulp Fiction”. Έρχεται, τα ελέγχει όλα και λέει “οκ, αυτό λειτουργεί, αυτό όχι”. Εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον απόλυτα. Ήμουν σίγουρος ότι αν θεωρούσε κάτι όχι καλό, θα μου το έλεγε. Αρχικά τον κάλεσα επειδή είναι Αμερικανός και χρειαζόμουν βοήθεια με τους στίχους. Στο παρελθόν, ο Mark έγραφε όλους τους στίχους, αλλά είχε και τη βοήθεια ενός Αμερικανού φίλου. Γιατί, αν τα αγγλικά δεν είναι η μητρική σου γλώσσα, είναι πολύ δύσκολο να γράψεις κάτι έστω και μισοέξυπνο. Έτσι, όλα τα μέλη της μπάντας άρχισαν να γράφουν λίγο στίχους και δεν ήταν κακοί, ήταν εντάξει. Αλλά για μένα, δεν ταίριαζαν με το βάρος της μουσικής και δεν ταίριαζαν με αυτό που είχα στο μυαλό μου. Ήθελα να υπάρχει μια αφήγηση ανάμεσα στη μουσική και στους στίχους. Όταν συμβαίνει κάτι στη μουσική, να συμβαίνει και στους στίχους, κάτι τέτοιο. Ήθελα απλώς να αλλάξω λίγο τους στίχους προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά με τον Dennis καταλάβαμε ότι δεν είχε νόημα. Έπρεπε να γράψουμε από την αρχή. Υπάρχουν μπάντες με εξαιρετική μουσική που τραγουδούν για σφαγμένους δράκους και μάχες. Οκ, μπορείς να το κάνεις αυτό, είναι διασκέδαση, αλλά δεν είναι για εμάς.

Επέλεξες επίσης να συνεργαστείς με τον Jens Bogren για το τελικό mix και το mastering. Σε οδήγησε εκεί η ίδια ανάγκη ή απλώς ήθελες κάποιον πιο, ας πούμε, σχετικό ή με ουσιαστική εμπειρία στον σύγχρονο metal ήχο; Κάπως όπως έκαναν, για παράδειγμα, οι CELTIC FROST με το “Monotheist” και τον Peter Tägtgren;
Όχι, όχι, όχι, όχι. Δεν με ενδιέφερε καθόλου αυτό. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο να κάνω το mix μόνος μου, κάνω mix για άλλες μπάντες, έχω πολλή εμπειρία. Αλλά όταν έφτασα στο τέλος των ηχογραφήσεων, ξεκινούσα κάθε riff από την αρχή. Είχα ηχογραφήσει τα πάντα, ήταν πραγματικά παραγωγή σε βάθος. Ακουγόταν σχεδόν τελειωμένο χωρίς κανένα plug-in. Ήμουν εμμονικός. Μου πήρε σχεδόν τρεις εβδομάδες να βρω τον ήχο κιθάρας που ήθελα στο στούντιο, γιατί ήθελα κάτι φρέσκο για μένα. Και ναι, στο τέλος σκέφτηκα, οκ, τώρα δεν μπορώ άλλο να ακούω τα τραγούδια. Ήρθε η ώρα να το κάνει κάποιος άλλος. Έψαξα λοιπόν για έναν που να κάνει mix μουσικά, για τη μπάντα και για το τραγούδι, και όχι για τον δικό του ήχο. Είχα συνεργαστεί με τον Jens παλιότερα. Είχε κάνει mix σε δύο άλμπουμ των ELUVEITIE που είχα παράγει και ηχογραφήσει. Οπότε ήξερα ότι θα ήταν η σωστή επιλογή για αυτή τη δουλειά, γιατί ο ήχος ήταν ήδη εκεί, στο 95%. Όταν τον ενημέρωνα, του είπα “καλύτερα να μην αγγίξεις τις κιθάρες μου. Είναι ακριβώς όπως θέλω να είναι”. Αλλά είχα πρόβλημα με τα keyboards, γιατί υπάρχουν πολλά keyboards στο άλμπουμ. Όταν κάναμε το πρόχειρο mix με τον Dennis, λέγαμε, “είναι πολύ δυνατά. Δεν είμαστε καμία γαμ**ένη symphonic metal μπάντα”. Ήταν τρέλα, και ξέρεις, το να το δώσεις σε κάποιον με φρέσκια ματιά όπως ο Jens — το έκανε πολύ μουσικά. Μερικές φορές είναι πολύ δυνατά τη σωστή στιγμή και μερικές φορές τα εξαφάνισε τελείως. Νομίζω ότι ήταν η καλύτερη επιλογή να το δώσουμε στον Jens. Έκανε εξαιρετική δουλειά και ανέβασε όλο το πράγμα σε άλλο επίπεδο. Είμαι υπερβολικά ευχαριστημένος.

Στη συλλογή “The Coroner” του 1995, στα ντραμς ήταν ο Peter Haas, με τον οποίο είχες συνεργαστεί στους CLOCKWORK. Σκέφτηκες να του ζητήσεις να επιστρέψει στα ντραμς μετά την αποχώρηση του Marky;
Όχι, όχι στην πραγματικότητα. Ο Peter Haas είναι φοβερός ντράμερ. Αλλά στο μεταξύ, είχα ήδη δουλέψει πολύ με τον Diego. Ο Diego ήταν session drummer εδώ στο στούντιό μου για πολλά projects. Είναι πολύ ευέλικτος, μπορεί να παίξει κάθε είδος και ήμουν απλώς συνηθισμένος να δουλεύω μαζί του. Παίξαμε επίσης μαζί στους 69 CHAMBERS, και από την πρώτη φορά που παίξαμε, ένιωσα σαν να παίζαμε μαζί χρόνια. Είχαμε αυτή τη μοναδική χημεία. Οπότε ήταν ξεκάθαρο ότι θα τον ρωτούσα πρώτα. Ο Peter Haas θα ήταν κι εκείνος προφανής επιλογή, βέβαια. Είναι φοβερός.

Photo by Grzegorz Golebiowski

Η απουσία του εμβληματικού λογότυπου με το κρανίο από το εξώφυλλο του “Dissonance Theory” είναι πολύ αισθητή. Τι θέλατε να εκφράσετε με αυτή την επιλογή και είχε να κάνει με την απουσία του Marky, δεδομένου ότι το λογότυπο είναι ιστορικά και αισθητικά δεμένο μαζί του;
Ναι, φυσικά. Δηλαδή, στο αρχικό λογότυπο υπάρχουν μέσα τα stage names. Και φυσικά είναι και το όνομα του Marky. Για να είμαι ειλικρινής, ό,τι κι αν δοκιμάσαμε, όπως το “Diego Rapacchietti”, ήταν πολύ μακρύ. Δεν χωρούσε εκεί. Ό,τι κι αν δοκιμάσαμε, φαινόταν χειρότερο από το πρωτότυπο. Αυτός ήταν ένας λόγος που αποφασίσαμε να μην το βάλουμε στο εξώφυλλο. Και ο άλλος λόγος είναι ότι πρόκειται για ένα νέο ξεκίνημα. Κρατήσαμε κάποια στοιχεία, όπως τη μαύρη γραμμή, φυσικά την κρατήσαμε, αλλά το λογότυπο, νομίζω, έχει κάτι λίγο “κιτς”. Είναι πιο καθαρό χωρίς αυτό, και τελικά το προτίμησα έτσι.

Δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι τα σόλο κιθάρας σου είναι το αποκορύφωμα του νέου άλμπουμ.
Ευχαριστώ.

Φαίνεται πως γενικά προτιμάς την προσέγγιση του “less is more”. Τα σόλο σου είναι γεμάτα ένταση, τεχνική και συναίσθημα, αλλά παραμένουν ουσιαστικά. Πώς δουλεύεις τα σόλο σου;
Για να είμαι ειλικρινής, όταν ήρθε η ώρα να ηχογραφήσω τα σόλο, καθόμουν εδώ και σκεφτόμουν, “άντε τώρα, υπάρχουν τόσοι πολλοί κιθαρίστες εκεί έξω τεχνικά απίστευτοι”. Υπάρχουν δεκάχρονα κορίτσια που παίζουν κομμάτια του Yngwie Malmsteen. Οπότε επικεντρώθηκα σε αυτό που πιστεύω πως μπορώ να κάνω καλύτερα· να παίζω με την καρδιά, το στομάχι και τα αρχ**ια μου. Όταν γράφω ένα σόλο, για μένα πρέπει να είναι σαν ένα μικρό τραγούδι μέσα στο τραγούδι. Το ίδιο ισχύει και για τη σειρά των κομματιών σε ένα άλμπουμ· πρέπει να είναι σαν ένα μεγάλο τραγούδι που αποτελείται από όλα τα υπόλοιπα. Αυτή είναι πάντα η οπτική μου.

Μπορείς να μας πεις τι συμβαίνει στο “Transparent Eye”; Έχω την εντύπωση ότι αλλάζει η τονικότητα ή το κούρδισμα μέσα στο κομμάτι. Πώς προέκυψε αυτό;
Ναι. Στην πραγματικότητα, η ιδέα είναι του Jonas Wolf, κιθαρίστα των ELUVEITIE, με τον οποίο δουλέψαμε στα άλμπουμ τους — είναι εξαιρετικός μουσικός. Του έδειξα κάποια από τα τραγούδια, μιλήσαμε γι’ αυτό και σκέφτηκα πως ήταν σπουδαία ιδέα. Παίζω με το δεξί χέρι και με το αριστερό πιάνω το vibrato bar και το κατεβάζω έτσι. Δεν το εφηύρα εγώ, ήταν ιδέα του Jonas, και υπήρχαν κι άλλοι που το έκαναν πριν. Με το μπάσο έπρεπε να το κάνουμε με τα κλειδιά κουρδίσματος… Οπότε ίσως να είναι δύσκολο να το παίξουμε ζωντανά. Πρέπει να δούμε πώς θα το καταφέρουμε.

Photo by Manuel Schuetz

Βλέπουμε ότι το demo “Death Cult” με τον Tom Warrior περιλαμβάνεται σε μία από τις εκδόσεις του “Dissonance Theory”. Θεωρείς το “Dissonance Theory” ως κλείσιμο ενός κεφαλαίου ή ως νέα αρχή;
Νομίζω ότι είναι περισσότερο μια νέα αρχή. Η δισκογραφική ήθελε να υπάρχει κάτι ξεχωριστό για την mediabook έκδοση και δεν είχαμε ηχογραφήσεις για κάποιο live. Οπότε νομίζω είχαν την ιδέα να συμπεριλάβουν το demo σε καλύτερη ποιότητα. Και συνειδητοποιήσαμε ότι είναι ακριβώς 40 χρόνια διαφορά. Το βρήκαμε κάπως αστείο, ξέρεις· ακούς το νέο άλμπουμ και μετά μπορείς να ακούσεις πώς ξεκίνησαν όλα πριν από 40 χρόνια.

Είναι ένα ταξίδι των CORONER από την αρχή έως σήμερα. Οι στίχοι του άλμπουμ γράφτηκαν από την Kriscinda Lee Everitt, η οποία εργάζεται και στη βιογραφία των CORONER που είχε ανακοινωθεί πριν μερικά χρόνια. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και μπορείς να μας ενημερώσεις για την πορεία του βιβλίου;
Ναι, όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι στίχοι είναι δικοί της, βασισμένοι στις ιδέες μας. Δύο κομμάτια γράφτηκαν από τον Dennis Russ, τον συμπαραγωγό. Μας είχε προσεγγίσει πριν από μερικά χρόνια, θέλοντας να γράψει ένα βιβλίο για τη μπάντα. Δεν ξέρω γιατί, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν “μα, γιατί;” Αλλά εκείνη πίστευε πως η ιστορία είναι αρκετά ενδιαφέρουσα για να γραφτεί. Κάναμε ώρες συνεντεύξεων μέσω Zoom, πράγματα από το παρελθόν. Το έκανε αυτό με όλα τα μέλη. Την έχω συναντήσει τρεις φορές. Ήρθε και στην Ελβετία μία φορά και την είδα στις δύο τελευταίες αμερικανικές περιοδείες. Είναι πολύ έξυπνη. Σκέφτηκα λοιπόν, τι καλύτερο από το να γράφει τους στίχους κάποιος που γράφει βιβλία; Ήταν εξαιρετικό. Αλλά δεν ήταν συνηθισμένη στο να γράφει στίχους, γράφει βιβλία και οι στίχοι είναι λίγο διαφορετικοί. Έπρεπε να της εξηγήσουμε ότι μια λέξη που έχει μεγάλη σημασία σε μια πρόταση, μπορεί να μην ακούγεται καθόλου καλά σε εκείνο το σημείο του τραγουδιού. Είχαμε τα demo και βάλαμε νότες πιάνου εκεί που θα ήταν τα φωνητικά, ρυθμικά και τα λοιπά. Μετά ο Ron προσπάθησε να τα τραγουδήσει και διαπιστώσαμε ότι χρειαζόταν άλλες λέξεις εδώ κι εκεί ή ότι κάποια φράση ήταν πολύ μεγάλη. Πήρε πολύ χρόνο, αλλά άξιζε κάθε δευτερόλεπτο. Τώρα έχω αυτό που είχα στο μυαλό μου.

Πέρα από τη συμμετοχή σου στους KREATOR, σου έχει προταθεί ποτέ να μπεις σε άλλη γνωστή metal μπάντα;
Ναι, έχω παίξει σε πολλές άλλες μπάντες. Πριν από τους KREATOR έπαιζα με έναν τραγουδοποιό, τον Stefan Eicher. Δεν είναι metal, αλλά ήταν τεράστιος στη Γαλλία τότε — και εξακολουθεί να είναι. Κάποτε μου έγινε πρόταση από μια γερμανική μπάντα που δεν μου άρεσε και την απέρριψα. Ήθελαν να μου πληρώσουν πολλά λεφτά, αλλά δεν μου άρεσε καθόλου το ύφος και φορούσαν περίεργες στολές στη σκηνή. Οπότε ήμουν σε φάση “όχι, ευχαριστώ”. Έπαιξα στους VOODOOCULT. Στην πραγματικότητα, σταμάτησα να παίζω κιθάρα όταν έφυγα από τους KREATOR. Είχα βαρεθεί την κιθάρα, ήθελα να επικεντρωθώ στην παραγωγή και αγόρασα πολλά αναλογικά συνθεσάιζερ. Ήθελα να μάθω πώς λειτουργούν. Μου φαινόταν πολύ πιο ενδιαφέρον από το να παίζω κιθάρα, που με είχε κουράσει λίγο. Οπότε δεν έπαιξα σχεδόν για 10 χρόνια.

Πώς θα περιέγραφες την εξέλιξη των CORONER μέσα στα χρόνια; Θα ήθελα ένα σύντομο σχόλιο, μια φράση για κάθε ένα από τα στούντιο άλμπουμ, ξεκινώντας από το “R.I.P.”.
Το “R.I.P.” ήταν το πρώτο άλμπουμ και φυσικά θέλαμε να δείξουμε ότι είχαμε εξασκηθεί πολύ. Είναι πολύ τεχνικό. Προσπαθήσαμε να παίξουμε όσες περισσότερες νότες μπορούσαμε — ίσως λίγο αφελές, αλλά έτσι ήταν.

1987, όλα καλά. Μετά ήρθε το “Punishment for Decadence”.
Το “Punishment…” μας έμαθε λίγα πράγματα, γιατί όταν ηχογραφήσαμε το “R.I.P.” δεν είχαμε παίξει ποτέ live. Έτσι μάθαμε τι λειτουργεί ζωντανά. Όταν παίζεις συνέχεια γρήγορα, γίνεται βαρετό. Οπότε λίγος ρυθμός, λίγο groove και πιο αργά μέρη λειτουργούν καλύτερα live, και σε αυτό εστιάσαμε περισσότερο. Αυτό μάθαμε μέσα από τις συναυλίες και τις περιοδείες.

Και το “No More Colour”;
Το “No More Colour” το πήγε παραπέρα. Για μένα, είναι το πρώτο άλμπουμ που πραγματικά καθορίζει τη μπάντα. Μου αρέσει πολύ ο ήχος του. Ήταν ο πρώτος δίσκος που πήγαμε στις ΗΠΑ για μίξη. Το μίξαρα με τον Scott Burns και νομίζω ότι βγήκε εξαιρετικό.

Και μετά είχαμε το “Mental Vortex”.
Στο “Mental Vortex” έκανε παραγωγή ο Tom Morris. Πέταξε από τη Florida στο Βερολίνο για να ηχογραφήσει μαζί μας. Ήταν ο πρώτος μας πραγματικός παραγωγός. Πριν πάμε στο στούντιο, περάσαμε χρόνο σε μια αίθουσα πρόβας για να δουλέψουμε τα τραγούδια μαζί του. Ήταν η πρώτη φορά. Μέχρι τότε απλώς πηγαίναμε στο στούντιο και ηχογραφούσαμε ό,τι είχαμε γράψει. Αλλά εκείνη τη φορά δουλέψαμε πραγματικά με έναν παραγωγό και έφερε πολλές σπουδαίες ιδέες. Έμαθα πολλά από εκείνη τη συνεργασία.

Και μετά ήρθε το “Grin”, ένα άλμπουμ που ο κόσμος είτε αγαπά είτε μισεί.
Ναι, σωστά. Και αυτό είναι καλό. Ήταν μια ιδιαίτερη εποχή. Το heavy metal έπεφτε. Είχα κουραστεί με αυτά που έκαναν οι άλλες μπάντες και τότε ήρθε η grunge σκηνή από το Σιάτλ. Στην Ελβετία, η techno σκηνή άρχισε να γίνεται μεγάλη και ήταν κάτι νέο, φρέσκο και συναρπαστικό, οπότε όλοι προσπαθούσαν να είναι λίγο πιο πειραματικοί, υποθέτω. Και αυτό βγήκε. Είμαι περήφανος για αυτό το άλμπουμ. Αν οι παλιοί thrash οπαδοί ήταν λίγο πιο ανοιχτόμυαλοι και το άκουγαν χωρίς προκατάληψη…

Νομίζω ότι το “Grin” εκτιμήθηκε περισσότερο μετά από αρκετά χρόνια.
Αλήθεια.

Όταν το άκουσα πρώτη φορά σε βινύλιο, είπα “μα τι είναι αυτό; Είναι CORONER; Μήπως μου έδωσαν λάθος δίσκο;” Χαχαχα!
Αλήθεια; Για μένα δεν είναι τόσο διαφορετικό. Υπάρχουν γρήγορα κομμάτια μέσα. Πάντα βαριόμασταν να κάνουμε τα ίδια. Οπότε δοκιμάζαμε πράγματα. Όπως είπα και πριν, γράφαμε για εμάς, όχι για το κοινό.

Σάκης Φράγκος (βασισμένος στις ερωτήσεις του Κώστα Αλατά)

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here