CORROSION OF CONFORMITY: America’s Unholy Stonebreakers

0
155

Για κάτι παραπάνω από τρεις δεκαετίες, οι CORROSION OF CONFORMITY ανήκουν στην συνομοταξία εκείνων των συγκροτημάτων που παρότι ουδέποτε σάρωσαν τα charts από τις υπέρογκες πωλήσεις δίσκων, κατάφεραν να διατηρήσουν τον ποιοτικό πήχη της δισκογραφικής όσο και της συναυλιακής τους παρουσίας αρκετά ψηλά ώστε να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του άκρως φανατικού κοινού τους. Με αφορμή την πρόσφατη επανένωσή τους με τον εμβληματικό Pepper Keenan αλλά και την επικείμενη επίσκεψή τους στην Αθήνα, το αφιέρωμα που ακολουθεί ρίχνει φως στους κυριότερους σταθμούς της ιστορίας του συγκροτήματος από την North Carolina όσο και στα πρόσωπα που συνέβαλαν στην διαμόρφωση της.

 

The Four Horsemen: An introduction

Woody Weatherman
Ο λόγος που το όνομα του κιθαρίστα Woody Weatherman μπαίνει πρώτο-πρώτο στο κάδρο είναι προφανής όσο και κατηγορηματικός. Από την γένεση του συγκροτήματος μέχρι και σήμερα είναι άλλωστε το πρόσωπο που ήταν πάντα εκεί ως πιστός θεματοφύλακας του ήχου και των επιτευγμάτων των CORROSION OF CONFORMITY. Και ναι, όσο κι αν ο Pepper Keenan είναι το αλατοπίπερο της μπάντας και ο απόλυτος star που όλοι λατρεύουν να βλέπουν επί σκηνής, η riffολογία αλλά και ο δυναμισμός του κατά τα άλλα σεμνού και ταπεινού Weatherman αποτελεί δίχως αμφιβολία το Α και το Ω των CORROSION OF CONFORMITY. Και μόνο το γεγονός ότι μονάχα μια φορά κυκλοφόρησε κάτι εκτός C.O.C. και αυτή ήταν το 1989 όταν μαζί με τον Mike Dean και τον comic artist-ντράμερ Brian Walsby σχημάτισε τους SNAKE NATION για συνεχίσει το hardcore punk κρεσέντο του “Animosity”, αρκεί για να τον κατατάξουμε ως μια από τις σεβαστές φυσιογνωμίες στην ιστορία του southern metal και του heavy ήχου γενικότερα.

Pepper Keenan
Έφτασε η πολυπόθητη ώρα της επιστροφής του ασώτου. Σχεδόν μια δεκαετία από την αποχώρησή του ήρθε επιτέλους η στιγμή της επανένωσης των αιώνιων αυτών εφήβων. Λένε πως η αξία κάποιου αποτιμάται καλύτερα όταν αυτός εξαφανίζεται από την ζωή σου. Όταν όλα αυτά τα μοναδικά στοιχεία που ανεβάζουν το επίπεδο κάθε σου προσπάθειας παύουν να υπάρχουν στην (κατά τα άλλα ρουτινιασμένη) καθημερινότητά  σου, αποκαλύπτεται η αληθινή σου όψη. Κάτι τέτοιο συνέβη τόσο με τους C.O.C. με το ομότιτλο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 2012, όσο και με την προ διετίας σόλο προσπάθεια του Phil Anselmo “Walk Through Exits Only”. Και στις δύο περιπτώσεις δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη απόδειξη ότι C.O.C. και DOWN δεν υφίστανται χωρίς τον Pepper Keenan. Και ενώ τόση ώρα του πλέκουμε το εγκώμιο για την πορεία των C.O.C. ας ρίξουμε μια ματιά την πορεία του με τους λατρεμένους από το ελληνικό κοινό DOWN. Οι συστάσεις είναι φυσικά περιττές. Μιλάμε για την μεγαλύτερη συνομοταξία αλιγατόρων που γέννησαν οι ιεροί βάλτοι του νότου. Για τους ιδρυτές της NOLA heavy metal σκηνής. Έτσι λοιπόν, το 1995 με κεκτημένη ταχύτητα από το “Deliverance”, κυκλοφορεί το θεάρεστο “Nola”. Όπως και να ‘χει, τέτοια  βόμβα μεγατόνων δεν εκτοξεύθηκε ξανά από το στρατόπεδο των DOWN. Το εσωστρεφές “Down II: A Bustle in Your Hedgerow” του 2002, βγήκε σε μια εποχή όπου και στην αντίπερα όχθη οι C.O.C. το γύρισαν στο alternative, ενώ το 2007 με το “Down III: Over the Under” μπορεί Keenan να έβγαζε τα απωθημένα που κράταγε μέσα του, παρόλα αυτά η τριπλέτα “Blind”-“Deliverance”-“Nola” είχε περάσει για πάντα στην ιστορία.

Mike Dean
Μετά τον Pepper Keenan ο Mike Dean αποτελεί ίσως την πιο cult φιγούρα του συγκροτήματος από την North Carolina. Ήρεμη δύναμη πίσω από τον μπάσο, είναι ο άνθρωπος που με το παίξιμο και την σταθερότητα του έδωσε αποφασιστική ώθηση σε όλες τις μεγάλες στιγμές των C.O.C. και ειδικά στα αξεπέραστα “Deliverance” και “Wiseblood”. Πλην των C.O.C., ο Dean δημιούργησε το 1996 τους NINEFINGER με τους οποίους κυκλοφόρησε (μόλις) ένα δίσκο-επιτομή του λασπωμένου sludge, το 2010 μαζί με τον Reed Mullin σχημάτισε τους RIGHTEOUS FOOL ενώ το 2013 συμμετείχε στο κομμάτι “As you wish” που περιλαμβανόταν στο ντεμπούτο άλμπουμ των VISTA CHINO, “Peace”. Παράλληλα έχει αναλάβει κατά καιρούς την παραγωγή δίσκων για συγκροτήματα σαν τους WEEDEATER, SOURVEIN και EARTHRIDE.

Reed Mullin
Πίσω από τον στιβαρό, δυναμικό όσο και ογκώδη ήχο των drums στους C.O.C. κρύβεται η προσωπικότητα του Reed Mullin. Με την εξαίρεση του “In the arms of God” όπου αυτή ήταν και η μοναδική φορά που οι δρόμοι του χώρισαν με το συγκρότημα, ο Mullin μαζί με τον Weatherman αποτελούν τους δυο θεμελιώδεις πυλώνες της μουσικής προσωπικότητας των C.O.C. Αρκεί και μόνο να ακούσει κανείς προσεκτικά τα επιτεύγματα του στα “Blind” και “Wiseblood” και θα καταλάβει γιατί μετά την κοινή περιοδεία τους με τους IRON MAIDEN το 1992 ο ίδιος ο Nicko McBrain όχι μόνο τον επαίνεσε για το παίξιμο του αλλά του χάρισε και ένα ζευγάρι ακριβά πιατίνια προκείμενου να ακούγεται ακόμα καλύτερος στις συναυλίες των C.O.C.

The Band: A brief history

The Hardcore Punk Years
Σωτήριο έτος 1982. Προτού σκάσει το κύμα του thrash metal στο Los Angeles και στα πέριξ αυτού και παρασύρει μαζί με τον μουσικό θίασο του glam τα πάντα στον διάβα του, προτού καν η τρέλα του Buzz Osborne βρει την απόλυτη έκφραση της στους MELVINS και λίγο πριν οι SUICIDAL TENDENCIES και οι D.R.I. εξαπολύσουν το πρώτο τους δισκογραφικό χτύπημα που έμελλε να ταρακουνήσει για τα καλά τα θεμέλια του underground, στο Raleigh της North Carolina ο κιθαρίστας Woody Weatherman και ο ντράμερ Reed Mullin, παράλληλα με την δραστηριότητα τους στους NO LABELS, δημιούργησαν μαζί με τον μπασίστα Mike Dean τους CORROSION OF CONFORMITY. O σκοπός τους ήταν από την αρχή απλοϊκός. Να συνδυάσουν την κάψα τους για το νιχιλιστικό punk με ό,τι πιο φρέσκο και οργισμένο υπήρχε στον σκληρό ήχο εκείνη την εποχή. Η συγκεκριμένη θέληση εκφράστηκε εμπράκτως μέσα από την συμμετοχή του συγκροτήματος σε δυο split άλμπουμ το 1982 και το 1983 καθώς και την δημιουργία ενός demo τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, το πρώτο σοβαρό δείγμα γραφής δεν άργησε να έρθει τον Μάιο του 1984 με την κυκλοφορία του “Eye for an eye”, στο οποίο συμμετείχε επίσης και ο τραγουδιστής Eric Eycke. Αν λάβουμε υπόψη το ύφος κομματιών όπως τα “Minds are controlled” και “Dark thoughts”, ουσιαστικά το “Eye for an eye” δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα εκρηκτικό μίγμα ακατέργαστου punk και hardcore που βάδιζε στα χνάρια των BLACK FLAG, BAD BRAINS και THE MISFITS. Η απειρία των μελών του συγκροτήματος όσο και η κακή παραγωγή ήταν σαφώς τα στοιχεία που χαντάκωσαν το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο η παρουσία κομματιών σαν τα “Coexist”, “What?” καθώς και η διασκευή στο “Green Manalishi” των FLEETWOOD MAC (!) καταδείκνυε πως τα περιθώρια για βελτίωση ήταν ακόμα μεγάλα.

 

 

corrosion of conformity animosityΠαρόλα αυτά, το “Eye for an eye” δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητο. Το συγκρότημα είχε ήδη πραγματοποιήσει κάποιες συναυλίες σε μεγάλες πόλεις όπως στη Νέα Υόρκη και στο San Francisco και η κυκλοφορία του ντεμπούτου του σε συνδυασμό με το περίφημο tape-trading της εποχής συνέβαλε έτσι ώστε η φήμη του να εξαπλωθεί εκτός από τις τοπικές σκηνές του hardcore punk/crossover και στα αυτιά ανερχόμενων metal ονομάτων σαν τους METALLICA και SLAYER. Η εξέλιξη αυτή στάθηκε αρκετή για να του δώσει την ευκαιρία να εμφανιστεί ως support στην συναυλία των SLAYER στην Βαλτιμόρη για τις ανάγκες της προώθησης του “Haunting the chapel” EP, με τους Tom Araya και Dave Lombardo να μεσολαβούν μάλιστα προκειμένου οι C.O.C. να κλείσουν συμφωνία με την Death Records που ήταν ουσιαστικά θυγατρική της Metal Blade του Brian Slagel. Εκμεταλλευόμενοι αυτό το ιδιαίτερο ευνοϊκό momentum, οι C.O.C. δεν άργησαν να επανέλθουν τον Οκτώβριο του 1985 με το δεύτερο τους άλμπουμ, “Animosity”. Μπορεί εν συγκρίσει με το “Eye for an eye” οι ταχύτητες  του “Animosity” να ήταν μεν πιο συγκρατημένες, όχι όμως τόσο αισθητά ώστε να υπερκαλύψουν τις οργισμένες punk τάσεις όσο και τις πολιτικοκοινωνικές ανησυχίες στην θεματολογία των στίχων που και πάλι είχαν την μερίδα του λέοντος. Το ενθαρρυντικό στοιχείο είχε να κάνει σαφώς με το γεγονός ότι η μπάντα παρουσίαζε για πρώτη φόρα ένα αρκετά βελτιωμένο και πιο σφιχτοδεμένο πρόσωπο παύοντας ταυτόχρονα να λειτουργεί ως ένα σύνολο που ήξερε απλά να βγάζει ενέργεια και βρωμιά στο παίξιμο του. Και μόνο άλλωστε από τις κιθαριστικές επιδόσεις του Weatherman στα “Holier”, “Kiss of death” και “Mad world” αλλά και την επιβλητική παρουσία του Mike Dean τόσο στο μπάσο όσο και στο μικρόφωνο ως frontman μετά την αποχώρηση του Eycke, καταλαβαίνει κανείς πως η μπάντα έχει κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός σχεδόν σε όλους τους τομείς.

 

 

CorrosionofConformity TechnocracyΜαζί λοιπόν με το “Dealing with it!” των D.R.I. και το “Speak English or Die” από τους S.O.D. που κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά, το “Animosity” ήταν ένα σαφές δείγμα πως το ρεύμα του hardcore punk/crossover δεν ήταν απλά και μόνο μια αντίδραση απέναντι στις mainstream μουσικές φόρμες της εποχής αλλά κάτι που άρχιζε πλέον να αποκτά γερές ρίζες όσο και φανατικό κοινό εκτός των στενών πλαισίων του underground. Για αρκετούς ο συγκεκριμένος δίσκος μαζί με το “Technocracy” EP του 1987 ήταν η ιδανική επισφράγιση της πιο αγνής και ανεπιτήδευτης περιόδου του συγκροτήματος. Όπως όμως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν ήταν παρά μονάχα το μεταβατικό στάδιο για τα χρυσά επιτεύγματα που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια.

 

 

The Great Purification
Όσο κι αν με τα δυο πρώτα της άλμπουμ οι C.O.C. έμοιαζαν να βρίσκουν τα πατήματα όσο και τον προσωπικό τους ήχο δίχως να αποστασιοποιούνται υπερβολικά από τις punk καταβολές τους, δεν θα μπορούσαν να μείνουν εντελώς ανεπηρέαστοι από τις τάσεις στον σκληρό ήχο του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ‘80. Το thrash ήταν άλλωστε στα φόρτε του ενώ η πορεία των SUICIDAL TENDENCIES έδειχνε ξεκάθαρα πως υπήρχε τρόπος να συμβιβαστεί το hardcore punk με το καινούργιο αυτό μουσικό ρεύμα που χρόνο με το χρόνο ανέβαζε συνεχώς την δημοτικότητα του. Η μετάβαση όμως προς τις αμιγώς πιο μεταλλικές φόρμες συνέπεσε και με ορισμένες άκρως σημαντικές μεταβολές στο line-up του συγκροτήματος. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Technocracy” EP ο Mike Dean μαζί με τον τραγουδιστή Simon Bob αποχώρησαν με συνέπεια το συγκρότημα να ξοδέψει δύο χρόνια μέχρι να βρει τους ιδανικούς αντικαταστάτες τους στα πρόσωπα των Phil Swisher και Karl Agell. Ο αέρας ανανέωσης λειτούργησε ευεργετικά καθώς η κυκλοφορία του “Blind” το 1991 έθεσε σε νέες βάσεις το μουσικό μέγεθος των C.O.C. Το “Blind” κυριολεκτικά τα είχε όλα. Ροή, ποικιλία μα πάνω απ’ όλα ξεχείλιζε από τόση δύναμη που δεν σε άφηνε να πάρεις ανάσα. Αυτή άλλωστε ήταν και η πρώτη cocblindcdφορά που ο ήχος του συγκροτήματος αποκτούσε τόσο ξεκάθαρο μεταλλικό προσανατολισμό, με τα riffs του Weatherman μαζί με το metal-on-metal βομβάρδισμα του Reed Mullin στα drums να συμβιβάζουν με τον πιο μαεστρικό τρόπο τις ταχύτητες του thrash και του sludge σε επικές στιγμές του δίσκου όπως τα “Painted smiling face”, “Great purification” και “Damned for all time”. Για να είμαστε ειλικρινείς βέβαια, η έλευση του Pepper Keenan ως δεύτερου κιθαρίστα αποδείχθηκε ως η χρυσή μεταγραφή του δίσκου. Μπορεί η συνθετική συμμετοχή του να μην απέκτησε μονομιάς βαρύτητα ανάλογη με εκείνη των υπολοίπων, παρόλα αυτά οι southern πινελιές που κατάφερε να βάλει στα “Dance of the dead” και “Buried” καθώς και οι φωνητικές ικανότητες του στο “Vote with a bullet” που επισκίασαν το thrash-ιάρικο γρέζι του Agell, ήταν μια επαρκή πιστοποίηση πως μπορούσε να αποτελέσει μεγάλο κεφάλαιο για την μελλοντική πορεία του συγκροτήματος. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν συν το γεγονός ότι το “Blind” προσέλκυσε για πρώτη φορά το ενδιαφέρον του mainstream κοινού, δεν φαντάζει καθόλου παράλογο το πως το συγκρότημα κατάφερε να κλείσει θέση μαζί με τους TESTAMENT στο αμερικανικό σκέλος της “Fear of the Dark Tour” των IRON MAIDEN τον φθινόπωρο του 1992.

 

 

Discarding the Albatross
Το 1994 ήταν σημαδιακή χρονιά για τους CORROSION OF CONFORMITY. Έχοντας κάνει το πρώτο τους δειλό άνοιγμα προς το mainstream μεταλλικό κοινό με το εκπληκτικό “Blind” το 1991, συμφώνησαν να υπογράψουν στην πολυεθνική Columbia Records (η οποία μάλιστα την ίδια χρονιά είχε υπογράψει και τους THE OBSESSED του Scott “Wino” Weinrich), σε μια εποχή όπου η δημοτικότητα του grunge άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί και να αφήνει χώρο για ανερχόμενα ρεύματα όπως αυτό του stoner rock καθώς και των πιο extreme metal ιδιωμάτων. Η εξέλιξη αυτή έμελε να συμπέσει και με ορισμένες αλλαγές στο εσωτερικό της μπάντας. Το κενό που δημιούργησαν το 1993 στη θέση του frontman και του μπάσου αντίστοιχα οι αποχωρήσεις των Karl Agell και Phil Swisher, καλύφθηκε από την επιστροφή του Mike Dean και την ανάληψη των φωνητικών από τον ρυθμικό κιθαρίστα του σχήματος, Pepper Keenan.
COC deliveranceΗ κυκλοφορία του “Deliverance” ήρθε να επισφραγίσει μια σειρά μεταβολών και στο μουσικό ύφος του σχήματος. Το hardcore punk/πρώιμο sludge μοτίβο των προηγούμενων τριών δίσκων εγκαταλείπεται σχεδόν οριστικά, καθώς στη μουσική εξίσωση υπεισέρχονται για τα καλά πλέον στοιχεία που φλερτάρουν ανοιχτά με το southern όσο και το stoner rock, ενώ από την άλλη πλευρά τα riffs αποκτούν έναν αμιγώς πιο groovy και Sabbath-ικό τόνο. Η σπουδαιότητα όμως του “Deliverance” έγκειται στο γεγονός ότι μέσα από αυτό αναδεικνύεται για πρώτη φορά τόσο έντονα η μουσική προσωπικότητα του Pepper Keenan. Δεν ήταν μόνο η χαρακτηριστική χροιά της φωνής του, η οποία επρόκειτο να βάλει την σφραγίδα της και στις επόμενες τρεις δουλειές των C.O.C. αλλά κυρίως η μεγαλύτερη συνεισφορά του στον κιθαριστικό όσο και τον συνθετικό τομέα, που ανεβάζει κατακόρυφα το ποιοτικό επίπεδο του δίσκου και κάνει συγχρόνως τους υπόλοιπους και ειδικά τον έτερο κιθαρίστα του σχήματος, Woody Weatherman, να βγάλουν κυριολεκτικά τον καλύτερο τους εαυτό. Κομμάτια άλλωστε σαν τα “Albatross”, “Clean my wounds”, “Seven Days” ή το fuzz-ιάρικο “Senor Limpio”, όχι μόνο επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές αλλά μέχρι και σήμερα συγκαταλέγονται στις κορυφαίες στιγμές του συγκροτήματος από την North Carolina.

 

 

COC WISEBLOODΌταν όμως ο προηγούμενος δίσκος σου είναι η αιτία της απογείωσης σου, σίγουρα δε θες με τίποτα ο διάδοχός του να είναι αυτός που θα σε προσγειώσει ανώμαλα στο έδαφος. Έχοντας συμβόλαιο για ένα ακόμα άλμπουμ με την θρυλική Columbia, το συγκρότημα αποβάλει κάθε μορφή άγχους που μπορεί να του δημιουργεί η επιβεβλημένη επιτυχία, και απλά μπαίνει στο στούντιο με τους οπαδούς να τρέφουν τις μεγαλύτερες προσδοκίες. Όμως ο πήχης είχε ανέβει υπερβολικά ψηλά, ακόμα και για τους ίδιους. Το “Wiseblood” παρά το γεγονός ότι ακολουθεί την συνταγή του “Deliverance”, δεν καταφέρνει σε καμιά περίπτωση να ξεφύγει από την σκιά του. Και μπορεί στα κιτάπια του να βρίσκουμε μια σύμπραξη τιτάνων, με την φωνή του James Hetfiled να συμμετέχει στο “Man or Ash”, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου φαντάζει να ξεθωριάζει μετά από μερικές ακροάσεις. Προσοχή, αν δεν υπήρχε το “Deliverance” θα μιλάγαμε για μία από τις καλύτερες στιγμές της μπάντας, αφού ο ήχος, το heavy riffing, ο τσαμπουκάς και τα επάλληλα κοψίματα που κυριαρχούν σε συνθέσεις όπως τα “Long whip/Big America”, “The snake has no head” ή το επικό instrumental του “Bottom feeder” δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης ακόμα και από τους πιο δύσπιστους. Άλλωστε, παρότι δεν κατάφερε να σημειώσει την εμπορική επιτυχία του προκατόχου του, το “Wiseblood” δεν οδήγησε άδικα το συγκρότημα σε ένα πολύ επιτυχημένο τουρνέ ως support των METALLICA στην “Poor Touring Me” των τελευταίων το 1996. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το σημαντικότερο ήταν πως μέσα από την τελειοποίηση της νέας μουσικής τους προσέγγισης, οι C.O.C. κατάφεραν μέσω αυτού του δίσκου να εξελιχθούν και να καθιερωθούν σε αυτό που όλοι αναγνωρίζουν μέχρι και σήμερα. Ως μια από τις σημαντικότερες μπάντες-εκφραστές του southern metal.

 

 

America in the arms of God
americas volume dealerΗ αλλαγή της χιλιετίας δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την παρέα από την North Carolina. Στα απόνερα της κυριαρχίας της alternative/grunge σκηνής, η μπάντα εξαλείφει σχεδόν πλήρως τον τραχύ ήχο και με το “America’s Volume Dealer” γυρίζει σελίδα σε μια πιο ζεστή stoner χροιά. Οι ιδέες, το αλήτικο attitude και ο γρήγορος ρυθμός παραμένουν αμετάβλητοι, με τις μεγαλύτερες αλλαγές να τις παρατηρούμε στα φωνητικά που χάνουν πολύ από το οξύ αυτό γρέζι στις καταλήξεις που χαρακτήρισε μια ολόκληρη γενιά συγκροτημάτων. Επίσης την επιστροφή του κάνει ο σκονισμένος αέρας τους “Deliverance”, με τις catchy μελωδίες και τα χτυπητά ρεφρέν, στοιχεία που γνωρίζουν να μεταχειρίζονται καλά ο Keenan κι η παρέα του. Ταυτόχρονα η μπάντα αλλάζει εταιρεία, μετακομίζοντας δισκογραφικά στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, και συγκεκριμένα στη Μ. Βρετανία και την Sanctuary. Φαίνεται πως τα γυρίσματα του “Drowning in a Daydream” που πραγματοποιήθηκαν εκεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα αποδείχθηκαν προφητικά.

 

 

In the arms of godΌχι άδικα το “In The Arms of God” θεωρείται από πολλούς η καλύτερη στιγμή της μπάντας από την “Deliverance” εποχή, μέχρι σήμερα. Οι C.O.C. συγκεντρώνουν με ευλάβεια το απόσταγμα όλων αυτών των χρόνων που οργώνουν με τις μουσικές τους τις ηπείρους για να μας το προσφέρουν στην πιο καθαρή και αγνή του εκδοχή. Ο δίσκος αποτελεί την φυσική συνέχεια του προκατόχου του, με τον ήχο να αποτελεί ουσιαστικά τον κοινό παρανομαστή και οι μεγάλες αλλαγές να παρατηρούνται  στον βαθμό “αυθεντικότητας” των συνθέσεων. Η μπάντα ξεφεύγει από τον χλιαρό χαρακτήρα που κράτησε στον προηγούμενο δίσκο. Στο “In the arms of god” τα δυνατά σημεία γίνονται δυνατότερα, ενώ τα χαλαρά πιο ταξιδιάρικα. Μεγάλη απώλεια για τον δίσκο η απουσία του Reed Mullin που είχε ήδη αποχωρήσει μετά το τέλος του προηγούμενου δίσκου, ενώ και για τον Keenan αυτός θα είναι ο τελευταίος σταθμός στην μακρόχρονη πορεία του με τους C.O.C. .

 

 

Born again for the last time
Όπως είχαμε γράψει και το 2012… «βλέποντας το εξώφυλλο του δίσκου, με τη νεκροκεφαλή του “Eye for an Eye” να επιστρέφει, και το όνομά τους να είναι και ο τίτλος του, δύο πράγματα μπορούμε να συμπεράνουμε. Πρώτον, ότι το ραντεβού με την έμπνευση πάτωσε, αυτή δεν εμφανίστηκε ποτέ, και έτσι έχουμε το επανασυνδεδεμένο τρίο εποχής “Animosity” να μας τα πρήζει για επιστροφή στον ήχο του τότε και κουραφέξαλα! Ή δεύτερον πως η κίνηση αυτή, αποτελεί μια δήλωση της μπάντας ότι ο δίσκος είναι ο πλέον χαρακτηριστικός και ειλικρινής που μπορούσαν να βγάλουν αυτή τη χρονική στιγμή, και τους αντικατοπτρίζει πλήρως (CLUTCH, METALLICA, AUDREY HORNE μερικά παραδείγματα)» (εκτενέστερα όλη η παρουσίαση). Η αλήθεια βέβαια βρίσκεται κάπου στην μέση, αφού στις φλέβες των Weatherman, Mike Dean και Reed Mullin, το πικρό αίμα της hardcore έχει μπολιαστεί με την ζεστασιά της southern σκηνής που πρεσβεύει ο (απών πλέον) Keenan. Κάπως έτσι, τόσο το ομότιτλο album όσο και το “Megalodon” EP, περιέχει αναμνήσεις από την αλλοτινή τους νιότη, χωρίς όμως να ξεχνάνε πόσα κεράκια σβήνουν στην τούρτα τους. Ώριμοι πια, ακομπλεξάριστοι και πάνω απ’ όλα γνώστες των ορίων τους, φέρνουν στο φως έναν τίμιο δίσκο που άξια φέρει το όνομα της μπάντας.

 

 

Δύο χρόνια μετά, το “IX” ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη ότι η επιστροφή των C.O.C. δεν ήταν μια ακόμη συναυλιακή αρπαχτή. Αρνούμενοι να μάθουν από τα λάθη που τους προσδίδουν στην πρώτη τους απόπειρα ως τρίο μετά από (πάρα) πολλά χρόνια, ακολουθούν τον ίδιο old school δρόμο μεταξύ thrash (πως;;) και doom/southern-ιάς που τους αρμόζει. Ναι, τα φωνητικά παραμένουν ο αδύναμος κρίκος της μετά-Keenan εποχής, ωστόσο το συγκρότημα βρίσκει τα πατήματά του και αποδεικνύει ότι πάντα και παντού υπάρχει χώρος για εξέλιξη. Ειδικά ο Woody Weatherman φαίνεται πως είναι η μεγαλύτερη έκπληξη αυτής της νέας προσπάθειας, αφού όντας πλέον ο μοναδικός κιθαρίστας βγαίνει μπροστά (πιο μπροστά και από τον Mike Dean στα φωνητικά) αποδεικνύοντας ότι όχι μόνο μπορεί να σηκώσει το δημιουργικό-συνθετικό βάρος της μπάντας, αλλά κι ότι δεν κρύβεται πίσω από καμιά σκιά του παρελθόντος.

 

 

Είναι λοιπόν μεγάλη η πρόκληση που πρόκειται να δεχθούμε το ερχόμενο Σάββατο (27/6), αφού θα δούμε επί σκηνής να ξετυλίγεται ένα κουβάρι 30 περίπου χρόνων, με μια πορεία που πέρασε από πολλά και πανύψηλα κύματα. Με μεγάλη περιέργεια περιμένουμε πως θα ανταποκριθεί ο Keenan στο νέο υλικό και το πώς θα δέσει με τον Weatherman. Βέβαια αυτά θα είναι ψιλά γράμματα μπροστά στους ύμνους του παρελθόντος. Κοντοζυγώνουν οι μέρες, ξετρυπώστε καρό πουκάμισα και ελάτε στο Fuzz.
Επιμέλεια αφιερώματος: Πάνος Δρόλιας – Νίκος Ζέρης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here