ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Metropolis pt. 2: Scenes from a memory” – DREAM THEATER
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1999
ΕΤΑΙΡΙΑ: Elektra
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Mike Portnoy, John Petrucci
ΣΥΝΘΕΣΗ:
James LaBrie – φωνητικά
John Petrucci – κιθάρες
Mike Portnoy – ντραμς
John Myung – μπάσο
Jordan Rudess – πλήκτρα
Το μόνο θέμα που έχω μ’ αυτόν τον δίσκο, είναι ότι δυσκολεύομαι να αποφασίσω αν αυτός ή το “Images and words”, είναι ο αγαπημένος μου δίσκος όλων των εποχών… Αυτό που σίγουρα γνωρίζω είναι πως το “Metropolis Pt. 2: Scenes from a memory”, είναι ο δίσκος που έχω ακούσει περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον στη ζωή μου κι αυτό νομίζω ότι δεν θα ξεπεραστεί ποτέ…
Εδώ και πολλά χρόνια, συνειδητοποιώ πως γράφω στο Rock Hard για δίσκους που είχα γράψει και την περίοδο που είχαν βγει, στο περιοδικό Metal Invader, που τότε ήμουν συντάκτης. Γι’ αυτό το άλμπουμ όμως, υπάρχει μία ιστορία που έχει ενδιαφέρον και πλάκα, κυρίως επειδή την μοιράστηκα live μέσα από το ραδιόφωνο. Αρχές φθινοπώρου (ίσως και τέλος Αυγούστου) του 1999, δύο μήνες πριν κυκλοφορήσει το “Scenes from a memory” κι ετοιμαζόμουν να πάμε στη ραδιοφωνική μας εκπομπή με τον Αντρέα Στασινόπουλο, έχοντας μια κουβέντα, ότι δεν μας είχε έρθει ακόμα το “Q2K” των QUEENSRYCHE, που έβγαινε στις 14/9 και ότι μπορεί να μη μας έδιναν στην ώρα του και το “Scenes…” παρόλο που έβγαινε στις 26/10. Ο Αντρέας, παραδόξως, ήταν πάρα πολύ καθησυχαστικός και μου έλεγε «είμαι βέβαιος ότι και τα δύο άλμπουμ θα τα έχουμε στην ώρα μας, μην ανησυχείς». Φτάνουμε στο στούντιο τα μεσάνυχτα και ξεκινάμε εκπομπή. 12-2. Μεταμεσονύχτια. Κάποια στιγμή μου λέει: «Δεν θέλω να σε βασανίζω άλλο. Πρέπει να σου πω ότι έχω το “Scenes from a memory” μαζί μου. Έφτασε στα γραφεία του περιοδικού πριν λίγη ώρα». Ακολούθησαν 2 λεπτά σιωπής, σε συνδυασμό με ελαφριά κρίση ταυτότητας, όπου έδειχνα να έχω ξεχάσει να μιλάω και το μόνο που ήθελα, ήταν να φύγω από το στούντιο για να πάω να ακούσω τον δίσκο με την ησυχία μου. Η απόφαση ήταν να παίξουμε randomly ένα τραγούδι –σε πρώτη μετάδοση στην Ελλάδα, φυσικά- που θα μου έκανε κλικ από τον τίτλο. Διαβάζω προσεχτικά, κοιτάω και τις διάρκειες και αποφασίζω να βάλουμε το “Dance of eternity”, επειδή ο τίτλος του μου έφερε στο μυαλό το “Metropolis Pt. 1”. Αποδείχθηκε instrumental, αλλά για πάρα πολλά παιδιά, αυτή ήταν η πρώτη επαφή με τον δίσκο, αφού ΠΑΡΑ πολύς κόσμος άκουγε την εκπομπή και πρόλαβε να το γράψει σε κασέτα (ήταν φοβερές οι εποχές αυτές, αφού δεν μιλούσαμε καθόλου πάνω από τα κομμάτια, για να τα γράφουν οι ακροατές σε κασέτες). Συγκινούμαι πολύ, όταν βρίσκω, είκοσι χρόνια μετά, φίλους, αναγνώστες, ακροατές, που μου θυμίζουν αυτήν τη βραδιά, όπου συνεχίστηκε μέχρι να ξημερώσει στο σπίτι μου, ακούγοντας το άλμπουμ πολλές φορές στο repeat μέχρι να έχω μάθει σχεδόν όλους τους στίχους απ’ έξω. Χαρακτηριστικό ήταν ότι το promo CD που είχε φτάσει, δεν είχε καμία πληροφορία, ούτε φυσικά το γεγονός ότι επρόκειτο για το δεύτερο μέρος του “Metropolis”. Ο τίτλος που είχε το χαρτί που μας είχαν μοιράσει, ήταν “Scenes from a memory” και ακολουθούσε το tracklisting. Στη συνέντευξη που κάναμε με τον Mike Portnoy αρκετές εβδομάδες πριν την κυκλοφορία, θυμάμαι ακριβώς τον διάλογο:
«- Να σου πω κάτι; Πιστεύω ότι ολόκληρος ο δίσκος είναι το “Metropolis Pt. 2”, όχι μόνο ένα κομμάτι».
«- Να σου πω κι εγώ κάτι άλλο; Φρόντισε να κρατήσεις το στόμα σου καλά κλειστό και να μη δημοσιεύσεις τη συνέντευξη πριν την κυκλοφορία του δίσκου, γιατί είσαι ο πρώτος που το κατάλαβε»!!!
Πάμε να δούμε συνοπτικά ποια γεγονότα οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του κορυφαίου δίσκου για ολόκληρη την μουσική, καθώς μιλάμε για ένα ολοκληρωμένο rock αριστούργημα πάνω από οποιεσδήποτε ταμπέλες. Ήταν καλοκαίρι του 1998 και η κατάσταση ήταν τεταμένη στο στρατόπεδο των DREAM THEATER, κυρίως από το γεγονός ότι η εταιρία τους είχε «καλουπώσει» το συγκρότημα στο “Falling into infinity” και οι σχέσεις των μελών είχαν φτάσει στα άκρα, με τον Mike Portnoy ουσιαστικά να παραιτείται από το γκρουπ!!! Ο λόγος για τον οποίο πείστηκε να παραμείνει, ήταν ότι δόθηκαν στον απόλυτο βαθμό στον ίδιο και τον John Petrucci τα κλειδιά του συγκροτήματος, να παίρνουν μαζί όλες τις αποφάσεις για το σχήμα και να κάνουν μόνοι τους την παραγωγή των δίσκων τους, χωρίς να εξαρτώνται από εξωτερικούς παράγοντες. Η επόμενη απόφαση ήταν να φύγει ο Derek Sherinian. Το σχήμα έβλεπε ότι ο κόσμος ήταν σχετικά «παγωμένος» με τον «νέο» τους πληκτρά, ο οποίος είχε μία εκ διαμέτρου αντίθετη περσόνα από τον Kevin Moore και το σκληροπυρηνικό fanbase δεν τον είχε δεχτεί με θέρμη. Εκτός αυτού όμως, το γεγονός ότι το υπόλοιπο σχήμα περιόδευε με τις οικογένειές του κι ο Derek όντας ο μόνος ανύπαντρος, είχε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής, οδήγησε στην ομόφωνη αυτή απόφαση. Ταυτόχρονα, από το 1997, έτρεχαν οι LIQUID TENSION EXPERIMENT, όπου οι Portnoy και Petrucci, πέραν του Tony Levin στο μπάσο, είχαν τον Jordan Rudess στα πλήκτρα, τον άνθρωπο που ήταν η πρώτη τους επιλογή για αντικαταστάτης του Kevin Moore και είχε παίξει μία συναυλία μαζί τους, λίγα χρόνια πριν, στο Foundations Forum (που είχαμε δει μικρό μέρος της στο MTV κιόλας τω καιρώ εκείνω). Το δέσιμο που είχαν, μουσικό και ανθρώπινο, έκανε την πρόσληψή του μία πανεύκολη απόφαση.
Οι DREAM THEATER, κλείστηκαν στα BearTracks Studios, όπου είχαν γράψει το “Images…” και το “A change of seasons” και το αποτέλεσμα ήταν αποστομωτικό. Έχοντας ως βάση ένα demo του “Metropolis pt. 2”, το οποίο και είχα την τύχη να βρεθεί στην κατοχή μου από τον Sherinian μερικά χρόνια ύστερα από την κυκλοφορία του δίσκου, άρχισε να χτίζεται το κορυφαίο αυτό άλμπουμ. Στο demo, διάρκειας περίπου 20 λεπτών, που ήταν instrumental, με τύμπανα, κιθάρα και πλήκτρα, υπήρχαν μέρη από το “Overture 1928”, “Dance of eternity”, “One last time” και το “Strange déjà vu”. Η απόφαση είχε παρθεί. Το άλμπουμ θα ήταν ουσιαστικά ένα concept που θα περιέκλειε το “Metropolis Pt. 2”. O John Petrucci, που είχε ψάξει διεξοδικά θέματα όπως τη μεταθανάτια ζωή και την μετεμψύχωση, έκατσε κι έγραψε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον concept, που θα μπορούσαμε να το συνοψίζαμε ως εξής:
Υπάρχουν δύο αδέρφια, ο Γερουσιαστής Edward Baines (Miracle από το πρώτο Metropolis) κι ο Julian Baines (Sleeper, πάλι από το πρώτο Metropolis) και ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Nicholas, που βλέπει συνεχώς όνειρα από το παρελθόν κι επισκέπτεται έναν υπνοθεραπευτή. Σε μία από τις αναδρομές που κάνει κατά τις συνεδρίες, συνειδητοποιεί πως είναι η μετεμψύχωση της Victoria Page, μιας κοπέλας που δολοφονήθηκε στα 20’s. Ο Julian και η Victoria, ήταν εραστές, μέχρι που η Victoria τα έφτιαξε με τον αδερφό του, Edward. Στην πορεία, η Victoria ήθελε να ξεκόψει από τον Edward και να επιστρέψει στον Julian. Ο μοναδικός μάρτυρας της ιστορίας, ο Edward, είδε τον αδερφό του να σκοτώνει τη Victoria και να στρέφει το όπλο στον εαυτό του και να αυτοκτονεί. Στην πραγματικότητα όμως, αποδείχθηκε ότι ο Edward είχε σκοτώσει το ζευγάρι κι έβαλε ένα ψεύτικο σημείωμα αυτοκτονίας για να φανεί η ιστορία όπως ήθελε εκείνος. Όλο το μυστήριο στο τέλος του δίσκου, λύθηκε στις συναυλίες για την τεράστια περιοδεία που είχε γίνει, αφού ο Nicholas, ανακάλυψε την αλήθεια και σκοτώθηκε από τον υπνοθεραπευτή του, που ήταν η μετεμψύχωση του Edward!
Από μουσικής πλευράς, δεν υπάρχει ούτε νότα που να πάει χαμένη. Κάθε στίχος, κάθε μελωδία, κάθε ντα, είναι τόσο μαεστρικά τοποθετημένα, προϊόν απόλυτης έμπνευσης. Το να προσπαθήσει κανείς να εμβαθύνει στα τραγούδια, είναι κάτι ανώφελο, αφού μιλάμε για τον ορισμό της τελειότητας. Μετά από εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες ακροάσεις, δεν μπορώ να συγκρατήσω τον θαυμασμό μου για τον τρόπο που αποδίδονται οι στίχοι στο “Beyond this life”, για τον συνδυασμό τεχνικής και έμπνευσης στο “Dance of eternity”, για τις μελωδίες και τις εναλλαγές συναισθημάτων στο “Fatal tragedy” (που για χρόνια ήταν το soundtrack των γενεθλίων μου, ως το αγαπημένο μου τραγούδι), τα μεθυστικά 3,5 λεπτά του “One last time” που πρέπει να είναι το πιο χιλιοτραγουδισμένο κομμάτι με τους κολλητούς μου φίλους, η κολλητική μελωδία του “The spirit carries on” και η μαγεία του “Finally free” με το τελείωμα που στις ζωντανές εμφανίσεις σ’ έκανε να θέλεις να γκρεμίσεις το σύμπαν με την κορύφωσή του.
Υπάρχουν άπειρες λεπτομέρειες για τον δίσκο που χρήζουν αναφοράς, θα έχανε το νόημά της όμως, η μεγάλη συνέντευξη που έκανα με τον Jordan Rudess, όπου μιλάμε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για το “Scenes from a memory”, παρότι, μετά από σχεδόν 50’ συνομιλίας, έπρεπε να κλείσουμε και δεν ολοκληρώσαμε το κομμάτι των ζωντανών εμφανίσεων. Κλείνοντας λοιπόν, να πω ότι η περιοδεία που έκαναν και είχα την χαρά να την παρακολουθήσω στο Λονδίνο, όπου μαζί με τους SPOCK’S BEARD, έκαναν κι ένα πέρασμα παίζοντας για πρώτη φορά ως TRANSATLANTIC, ανεβάζοντας τον Pete Trewawas στην σκηνή (μου είχε στείλει σκονάκι ο Portnoy, λέγοντάς μου ότι αν ήθελα να τους δω στην Ευρώπη, έπρεπε να πάω στο Shepherd’s Bush Empire. Κι αυτό έκανα!), ήταν η πιο μεγάλη τους μέχρι τότε. Το κλείσιμό της, ηχογραφήθηκε για τις ανάγκες του “Live scenes from New York”, με τον Mike Portnoy να καταρρέει από την ένταση, την κούραση το 4ωρο σετ και το άγχος των ετοιμασιών και να καταλήγει στο νοσοκομείο. Αυτό δεν ήταν τίποτα όμως, μπροστά στο γεγονός ότι το εξώφυλλο του δίσκου, έδειχνε ένα κόκκινο μήλο να παίρνει φωτιά, υπονοώντας τη Νέα Υόρκη, που έχει το προσωνύμιο Big Apple. Η σύμπτωση; Το live κυκλοφόρησε την 11η Σεπτεμβρίου 2001, τη μέρα που έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους και το εν λόγω εξώφυλλο αποσύρθηκε…
Αν θεωρείτε ότι οι μπαφόπληκτοι και-καλά-ψαγμένοι-ψυχεδέλες του σήμερα, μπορούν να αλλάξουν την άποψή σας για την μουσική, δεν ζήσατε το “Scenes from a memory”. Αν θεωρείτε ότι οι DREAM THEATER έχουν πτωτική πορεία από τότε επειδή δεν κατάφεραν να γράψουν κάτι ισάξιο με το “Scenes…”, θα πρέπει να ψάχνετε να βρείτε και ψηλότερο βουνό από το Έβερεστ. Διότι υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι δίσκοι στην μουσική, απέναντί τους όμως καμαρώνει αγέρωχο το “Scenes from a memory”. Μία κατηγορία μόνο του. Ο δίσκος που καθόρισε και στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά οπαδών, ο πιο ολοκληρωμένος δίσκος των τελευταίων 25 ετών. Οπαδικά, όμορφα και μουσικά.
Σάκης Φράγκος