ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Deep Purple” – DEEP PURPLE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1969
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Tetragrammaton
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Derek Lawrence
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Rod Evans – Φωνητικά
Nick Simper – Μπάσο
Ian Paice – Τύμπανα
Jon Lord – Hammons, Πιάνο
Ritchie Blackmore – Κιθάρα
Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, έτσι δεν λένε; Μπορεί να λειτουργήσει καθαρτικά, να δώσει νέα λάμψη σε κάτι που μέχρι πρότινος αγνοούνταν, να αναδείξει πτυχές γεγονότων και καταστάσεων που για κάποιο λόγο δεν είχαν φανεί σε ένα πρώτο στάδιο. Για παράδειγμα όταν η εταιρεία των DEEP PURPLE, η Tetragrammaton Records, τους ζήτησε να να ξαναμπούν στο studio για να ηχογραφήσουν ένα νέο δίσκο (τον τρίτο σε διάστημα ενός έτους!), το βρετανικό κουιντέτο ενέδωσε στις απαιτήσεις και ηχογράφησε ίσως τον πιο σκληρό και υποτιμημένο δίσκο της πρώτης περιόδου ή αν προτιμάτε της MK I σύνθεσης της μπάντας.
Το αξιοπερίεργο της όλης υπόθεσης είναι ότι μέσα σε όλο αυτό το πανδαιμόνιο συνεχόμενων συναυλιών και ηχογραφήσεων οι PURPLE κατάφεραν να περιορίσουν στο minimum τις διασκευές (που τόσο εμφανείς ήταν στις δύο πρώτες κυκλοφορίες) και να βάλουν σιγά σιγά μπροστά το σχέδιο πλήρους μεταμόρφωσης σε ένα rock μεγαθήριο. Αλλά για αυτό θα έπρεπε να περιμένουμε ένα ακόμη χρόνο. Προς το παρόν, ο Blackmore ανεβάζει ταχύτητες με αποτέλεσμα το power pop/ψυχεδελικό υβρίδιο της MK I σύνθεσης να είναι ξανά παρόν αλλά αυτή τη φορά η πλάστιγγα να γέρνει σαφέστατα προς τη rock πλευρά έτσι όπως αυτή άρχισε να αχνοφαίνεται σε κομμάτια όπως το “Why didn’t Rosemary?”, το “The Painter” κ.α.
Σίγουρα ο δίσκος δεν είχε τα τρανταχτα αξιομνημόνευτα τραγούδια των δύο περασμένων κυκλοφοριών. Ναι, το “April” ήταν μία εξαιρετική σύνθεση αλλά δεν έφτανε με τίποτα την συνθετική ποιότητα ενός “Wring that neck” ή του “Mandrake root”. Ο Blackmore βλέπει τι συμβαίνει γύρω του και θέλει οπωσδήποτε να κάνει κάτι αντίστοιχο με τον ήχο των LED ZEPPELIN οι οποίοι έχουν ήδη αρχίσει να αφήνουν το στίγμα τους. Ο Evans φαίνεται ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση (κακά τα ψέματα, δεν ήταν ποτέ ένας rock τραγουδιστής) και ύστερα από μία ιντριγκαδόρικη ιστορία όπου πρωταγωνιστούν από τη μία μεριά οι Gillan/Glover και από την άλλη οι Evans/Simper γινόμαστε μάρτυρες της σταδιακής αποσύνθεσης της MK I σύνθεσης και της οριστικής εμφάνισης του MK II line-up που έμελε να καθιερωθεί ως το πλέον κλασικό στην καριέρα των PURPLE. Αυτή η ιστορία όμως δεν είναι επί του παρόντος.
Το ομώνυμο, τρίτο άλμπουμ των DEEP PURPLE δεν ήταν τόσο αποτυχημένο –τουλάχιστον, καλλιτεχνικά- όσο θεωρούνταν μέχρι και τη δεκαετία του ‘90. Με την πάροδο του χρόνου, πολλοί fans της μπάντας έδωσαν μία δεύτερη ευκαιρία στο “Deep Purple” και η δουλειά των Βρετανών επανεκτιμήθηκε αν και δεν θα πρέπει να μιλάμε για ολική επαναφορά. Απλώς, πρόκειται για ένα αξιοπρεπές άλμπουμ το οποίο περισσότερο θυμόμαστε σαν το κύκνειο άσμα της MK I σύνθεσης ή αν προτιμάτε για το τέλος μίας πιο αθώας εποχής για τους DEEP PURPLE. Τα καλύτερα έρχονταν για αυτούς το 1970…
Did you know that:
– Την ίδια εποχή που οι DEEP PURPLE περιόδευαν με τους Evans και Simper, έκαναν πρόβες και ηχογραφούσαν κρυφά με τους Gillan & Glover;
– To εξώφυλλο είναι ένας πίνακας του Hieronymus Bosch με τίτλο The garden of earthly delights;
– To επίσημο αντίο της MK I σύνθεσης ήταν η κυκλοφορία του single “Hallelujah” (με Gillan & Glover) το οποίο είχε σαν b’ side το “April” (με Evans & Simper);
– Την ίδια περίοδο όπου οι Gillan & Glover είχαν γίνει επίσημα μέλη των DEEP PURPLE, ήταν υποχρεωμένοι για ένα διάστημα είκοσι περίπου ημερών να παραμείνουν στο προηγούμενο συγκρότημά τους, τους EPISODE SIX, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι προγραμματισμένες συναυλίες των τελευταίων.
Σάκης Νίκας