Στο τρίτο και τελευταίο, φορτωμένο με τις σημαντικότερες και πιο ενδιαφέρουσες (παραδοσιακά) νέες κυκλοφορίες, τετράμηνο του έτους έχουμε και την επιστροφή των DIABOLIC NIGHT, του solo σχήματος του Kevin Heier aka Heavy Steeler εδώ και μια δεκαετία τώρα, με τη συμβολή του Chris Borner (εδώ ως Christhunter) ως session-α στα drums. Έπειτα από ένα κολασμένο ντεμπούτο προ τετραετίας είχα υψηλές προσδοκίες για το άλμπουμ και ήρθα αντιμέτωπος με μια ευχάριστη έκπληξη.
Ενώ τους γνωρίσαμε ως μια μπάντα “σατανικού” -μεν- speed metal -δε-, εδώ υπάρχει ξεκάθαρη μεταβολή στον ήχο, που γίνεται αντιληπτή άμεσα, εάν όχι από την instrumental εισαγωγή, τότε σίγουρα από το πρώτο κανονικό τραγούδι του δίσκου. Οι κραυγές, το riffing, η χρήση των synth, ακόμα και η σποραδική εμφάνιση timpani (μάλλον sample-αρισμένο, προσδίδοντας στην “καλτίλα”), όλα είναι οικεία και θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό τις πρώτες ημέρες του ελληνικού, “Unisound-ικού” black metal ήχου. Όχι όμως ως αναβίωση, αλλά ως επιρροή και μέσα από το φίλτρο των DIABOLIC NIGHT. Και ναι, σαφώς και θ’ ακούσουμε και Τευτονικό thrash και Γερμανικό speed και χωρίς αμφιβολία ο Γερμανός μουσικός είχε δείξει black metal ροπές και στο προηγούμενο άλμπουμ (βλέπε “Descension into Dying Spheres”) αλλά οι αναλογίες εδώ είναι αντίστροφες. Η έμπνευση δηλαδή φαίνεται να είναι περισσότερο ROTTING CHRIST εποχής “Non Serviam” αλλά και DESASTER, με τα “επικομεσαιωνικά” mid tempo τους, παρά πρώιμοι RUNNING WILD και IRON ANGEL. Μου έφεραν στο νου συνειρμικά αρκετά και τους AGATUS (από όλες τις φάσεις τους αλλά κυρίως στα δύο πρώτα άλμπουμ), στο πώς παίρνουν από μεγάλο φάσμα του metal (black, speed/thrash και κλασικό heavy metal), χωρίς όμως τις τόσο μελωδικές τάσεις, δισολίες κλπ.
Όσο περνάει ο δίσκος και φτάνει προς το τέλος του γίνεται ελαφρώς επαναλαμβανόμενος και προβλέψιμος και αυτό είναι μάλλον και το μεγαλύτερο αρνητικό που μπορώ να του προσάψω. Άντε ίσως και το γεγονός ότι σ’ ένα βαθμό λείπει το λυσσασμένο feeling του ντεμπούτου, χάριν μιας πιο “ατμοσφαιρικής” προσέγγισης, αν και μιλάμε για λεπτομέρειες, ο δίσκος παίζει σε υψηλές ταχύτητες και γενικά παίρνει κεφάλια.
Σε τελική ανάλυση, το “Beneath the Crimson Prophecy” είναι ένα εξαιρετικό και πολύ πωρωτικό άλμπουμ με potential να πιάσει μια αρκετά μεγάλη/ευρεία μερίδα ακροατών και όχι μόνο τους genre ακροατές, αποφεύγοντας την παγίδα του υπερβολικού cheesiness. Θεωρώ πως όσοι απολαμβάνουν εν γένει τον επικό metal ήχο, θα βρουν εδώ μεγάλο ενδιαφέρον και για όσους η φετινή επιστροφή των συμπατριωτών τους CRUEL FORCE ήταν από τα μουσικά γεγονότα της χρονιάς στο underground, δεn θα πρέπει να παραλείψουν το άλμπουμ, καθώς μιλάμε για παρόμοια vibes αλλά με πιο εμπνευσμένο song-writing.
7,5 / 10
Νίκος Χασούρας