Μια χρονιά που οι πάντες κυκλοφόρησαν τον δίσκο της ζωής τους, δεν θα μπορούσαν να λείπουν κι οι DISILLUSION από τον χορό. Δεν αναφέρομαι στο παρόν, αλλά στο μακρινό (πια) 2006, όπου μαζί με τα μεγαθήρια της σκηνής, από CELTIC FROST έως TOOL κι από τους KATATONIA έως τους AMON AMARTH, οι Γερμανοί melodic deathsters κατάφεραν να βγουν από την αφάνεια με το εξαιρετικό “Gloria”. Ο διάδοχος του εντυπωσιακού τους ντεμπούτου “Back to Times of Splentor”, μπορεί να έφερε αμφιλεγόμενες αντιδράσεις καθώς ώθησε το αμιγώς metal κοινό του σε πιο prog/experimental ακούσματα, ωστόσο η κυκλοφορία έδωσε αυτό το κάτι διαφορετικό που αποζητούσε ο “σκεπτόμενος” ακροατής της εποχής.
Κάπως έτσι φθάνουμε τα δεκατρία χρόνια αναμονής για μια full length κυκλοφορία, και φυσικά όσοι ακολουθούσαν το συγκρότημα δεν έσβησαν την δίψα τους με το ομολογουμένως μικροσκοπικό Ep “Alea” πριν από τρία χρόνια. Και ξέρετε, όπου η αναμονή είναι μεγάλη, οι προσδοκίες γίνονται ακόμα μεγαλύτερες. Για αρχή πρέπει να αναφέρουμε ότι το “The Liberation” βρίσκεται πολύ μακριά από το κινηματογραφικό σύμπαν του “Gloria”, δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν θα ακούσουμε εκρήξεις, ελικόπτερα και πυροβολισμούς να δένουν απόλυτα με τις μουσικές συνθέσεις. Τα κομμάτια παίρνουν την μορφή σωστά δομημένων τραγουδιών, όπου καμία έκπληξη δεν θα περιμένει στην γωνία. Έχουμε όπως φαίνεται μια επιστροφή στην συντηρητική “κανονικότητα”, που όμως καμία σχέση δεν έχει με το εκτόπισμα των συνθέσεων του “Back to Times of Splentor”. Σήμερα οι Γερμανοί παρουσιάζονται λιγότερο αγριεμένοι, με τα γκάζια στα riffs να έχουν μειωθεί αισθητά, ενώ η χρήση των πλήκτρων φαντάζει με βέλο που καλύπτει τις ρυτίδες από το πέρασμα του χρόνου. Διότι οι DISILLUSION δεν έχουν ωριμάσει, όπως θα λέγαμε σε άλλες περιπτώσεις, αλλά βγήκαν στην σύνταξη. Φυσικά δεν είναι κακό να ρίχνεις τους ρυθμούς στη μουσική σου, κακό είναι να το παρουσιάζεις σαν μια “δυναμική επιστροφή”. Αν και η δυναμικότητα του παρελθόντος είναι παρούσα κατά διαστήματα (βλέπε “The Great Unknown”), αυτό που βγαίνει πιο έντονα στο προσκήνιο είναι το prog στοιχείο του συγκροτήματος, που γεμίζει κάθε γωνιά του δίσκου. Τα φωνητικά του Andy Schmidt θάβονται κάτω από τα στρώματα των κιθάρων και των πλήκτρων, καταλήγοντας σε ένα εντελώς αόριστο ηχητικό αποτέλεσμα που ακολουθεί το ίδιο μοτίβο σε όλη την διάρκεια της κυκλοφορίας, φέρνοντας τον ακροατή σε μια επίπεδη κατάσταση ηρεμίας, κάτι σαν το γεωγραφικό μήκος και πλάτος της Γερμανίας.
Θα έλεγα ότι το artwork στο εξώφυλλο αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την μουσική του συγκροτήματος την δεδομένη στιγμή. Οι σκληρές ακατέργαστες πέτρινες αιχμές αποτελούν το μουσικό περίβλημα του δίσκου, όπου, ναι, υπάρχουν σημεία ενδιαφέροντος με ποιοτικά ξεσπάσματα (βλέπε το ομότιτλο κομμάτι), αλλά ωστόσο το κέντρο, παραμένει κενό. Το χάσκον κενό δεν δείχνει προς την έξοδο από το τούνελ, το φως που φαίνεται δεν βρίσκεται στο ουράνιο στερέωμα. Είναι ακόμα ένας αντικατοπτρισμός που ξεγελά το ίδιο, ακροατή και δημιουργό. Δυστυχώς το “The Liberation” δεν κατάφερε να φτάσει τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν (όχι άδικα). Πρόκειται για ένα συμπαθητικό δίσκο, που γρήγορα θα περάσει στη λήθη.
6 / 10
Νίκος Ζέρης