Αλίμονο αν η εξήγηση για την κάτω βόλτα που έχουν πάρει οι αυτοπροσδιοριζόμενες ως επικές πολεμικές ταινίες εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στον ορυμαγδό των κονσερβοποιημένων films που κατακλύζουν τις κινηματογραφικές αίθουσες την τελευταία δεκαετία. Τα δομικά υλικά της «επιτυχίας» είναι εκείνα που παραέχουν γίνει συμβατικά και εύπεπτα: υπερβολικά γεμίσματα με ανούσια οπτικά εφέ, υπολογισμένες δόσεις μολυβιού και αίματος, τροφοδοτούμενες συχνά από μια υποτυπώδη πλοκή και σαλτιμπάγκοι πρωταγωνιστές που κρύβουν καλά την μετριότητα τους πίσω από ευφάνταστες ατάκες και μορφασμούς.
Το δύσκολο και συνάμα το πιο μεγαλειώδες είναι αυτό που κάνει ο Christopher Nolan στο “Dunkirk”. Χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη ένα ιστορικό γεγονός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σαν την δραματική εκκένωση περίπου 350.000 Βρετανών στρατιωτών (γνωστή και ως επιχείρηση «Dynamo») από το γαλλικό λιμάνι της Δουνκέρκης, η οποία έλαβε χώρα στο διάστημα 29-30 Μαΐου του 1940, και πάνω του χτίζει ένα πολεμικό θρίλερ επικών διαστάσεων, με σημείο αναφοράς ένα ανεξάντλητο σπιράλ εικόνων που δεν κάνουν εκπτώσεις πουθενά και σε τίποτα όσο και ζοφερών συναισθημάτων. Προφανώς και η έννοια του ηρωισμού κατέχει κεντρικό όσο και ουσιαστικό ρόλο στο συναισθηματικά φορτισμένο περιβάλλον του “Dunkirk”. Από την στιγμή όμως που ο (γερμανικός) εχθρός οπτικά δεν είναι πάντοτε παρών και η έλευση του περισσότερο υπονοείται παρά έρχεται στην τελική, το παραδοσιακό μοτίβο της σωματικής κατατρόπωσης του αντιπάλου κλειδαμπαρώνεται στην απομόνωση και σε πρώτο πλάνο μπαίνει η απεγνωσμένη απόπειρα επιβίωσης και διαφυγής από έναν κινούμενο βούρκο ψυχολογικής ισοπέδωσης.
Η σκηνοθετική στόχευση του Nolan στο συγκεκριμένο κομμάτι είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη. Αφενός μεν αποφεύγει την μονοδιάστατη λούμπα ενός “Save Private Ryan” και την στερεοτυπική auteur-ική προσέγγιση, ρίχνοντας εσκεμμένα βάρος στον διάλογο μόνο στα σημεία όπου η εικόνα δεν καταφέρνει να μιλήσει από μόνη της, αφετέρου δε η επιλογή της διαρκούς εναλλαγής οπτικών γωνιών ανάμεσα στο τρίπτυχο ξηρά, θάλασσα και αέρα λειτουργεί επιτυχημένα ως καθρέφτης του συγκινησιακού μεγέθους της ταινίας. Παράλληλα, την ρεαλιστική απεικόνιση ενισχύουν τόσο τα σεμιναριακού επιπέδου κινηματογραφικά καρέ (οι IMAX κάμερες κάνουν πάλι το θαύμα τους) όσο και η μουσική συνεισφορά του τεράστιου Hans Zimmer, η οποία χρωματίζει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο τις αμήχανες σιωπές των χαρακτήρων όπου το ένστικτο της αυτοσυντήρησης γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο.
Προέκταση της συγκεκριμένης προσέγγισης αποτελούν και οι επιλογές στην δόμηση του cast. Οι Mark Rylance και Kenneth Branagh εκπροσωπούν με μεστότητα την παλιά φρουρά, ο rookie Fionn Whitehead στον ρόλο της παράτολμης φιγούρας του στρατιώτη Tommy μαζί με τον Barry Keoghan αποτελούν αναμφισβήτητα τις ευχάριστες εκπλήξεις του film, ενώ ο Tom Hardy είναι ο κλασικός πλέον… ποιοτικός Tom Hardy που χωρίς να πιεστεί ιδιαίτερα, παρά μόνο όταν το film φτάνει στο κλείσιμο του, ανταποκρίνεται με επιτυχία στα καθήκοντα του πιλότου Farrier. Στην πραγματικότητα όμως κανείς από τους παραπάνω δεν βγαίνει τόσο μπροστά ώστε να επισκιάσει τους υπόλοιπους. Για να το θέσω πιο απλά: το “Dunkirk” είναι κατά τέτοιο τρόπο δομημένο ώστε οι χαρακτήρες να υπηρετούν με ακρίβεια και πειθήνια τον δραματικό του τόνο και όχι το αντίστροφο.
Εν τέλει, το πιο λαμπρό παράσημο του “Dunkirk” δεν είναι μονάχα η υψηλή κινηματογραφική ποιότητα που εκπέμπει σε κάθε του σκηνή, όσο το γεγονός ότι επαναφέρει τον χαμένο ρομαντισμό και τον σεβασμό για ένα κινηματογραφικό είδος που φαίνεται πως εδώ και πολύ καιρό πνέει τα λοίσθια. Σαφώς και υπάρχουν στοιχεία που ενδέχεται να προκαλέσουν συζήτηση όπως ο αργός ρυθμός και οι όχι και τόσο προσιτοί χαρακτήρες, ωστόσο, με κίνδυνο να θεωρηθώ ιερόσυλος ή φρενοβλαβής προσωπικά θα το χαρακτήριζα ως την Nolan-ική εκδοχή του “Platoon”. Και με την ένδεια που επικρατεί φέτος από πλευράς ανταγωνισμού, είναι δεδομένο ότι θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για καλύτερη ταινία της χρονιάς.
Η ταινία θα προβάλλεται από την Πέμπτη 24/8 στους κινηματογράφους από την Tanweer.
Πάνος Δρόλιας