Η τιμή και χαρά του να γράφω για σπουδαίες εγχώριες κυκλοφορίες είναι πάντα μεγάλη. Κυρίως γιατί αποδεικνύει το εξής, απλό και διαχρονικό (όπως αποδεικνύεται) σκεπτικό. Μια μπάντα που στέκει ψηλά από συνθετικής άποψης και ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες, δεν χρειάζεται (ούτε τη βοηθάνε στο φινάλε του πράγματος, κατά την άποψη μου) φτηνές ελεημοσύνες και σπρωξιματάκια (λεκτικά, βαθμολογικά και πάει λέγοντας) για να διαπρέψει, απλά και μόνο επειδή μπορεί να πετύχεις τα μέλη της στο δρόμο όταν θα πηγαίνεις για κοψίδια. Χρειάζεται απλώς να πεις τα πράγματα ως έχουν, χωρίς φόβο και πάθος. Μια τέτοια περίπτωση “κανένα λάθος, μόνο πάθος” είναι φυσικά οι Αθηναίοι FULL HOUSE BREW CREW, για την οποία θα σας μιλήσουμε ευθύς αμέσως σήμερα.
Η μπάντα – κύριο συνθετικό όχημα του κιθαρίστα/τραγουδιστή Βαγγέλη Καρζή (γνωστός επίσης, ως πάλαι ποτέ μπασίστας στους ROTTING CHRIST, ενώ πλέον είναι κιθαρίστας και στους Φινλανδούς WOLFHEART), μετράει αισίως 15 χρόνια ύπαρξης. Το ύφος τους για όσους δεν τους γνωρίζουν; Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως είναι φουλ Αμερικάνικο. Στο ντεμπούτο “Bet it all”, ήταν μια πιο metal εκδοχή των BLACK LABEL SOCIETY με μια γερή δόση από METALLICA και PANTERA, στο “Me against you” (εκεί τους έπιασα λίγο πολύ) σιγά σιγά κάνουν την εμφάνιση τους και οι SLIPKNOT με τον χαρακτήρα να παίρνει μορφή ενώ στο τελευταίο “Bare knuckle”, έχουμε έντονη την επιρροή μπαντών όπως οι FIVE FINGER DEATH PUNCH, για το έξτρα “ραδιοφωνικό” του πράγματος, βαραίνοντας παράλληλα.
Το “Bare knuckle” το αγάπησα περισσότερο από όλα. Και τσαμπουκαλίδικο και πιασάρικο και μπαμ-μπαμ σε διάρκεια για ακροάσεις επί ακροάσεων. Οριακά μετάνιωσα που δεν χώρεσε τότε στη λίστα αλλά αυτά είναι τα σταθερά προβλήματα του “επαγγέλματος” ούτως ειπείν. Στο θέμα μας τώρα. Δίσκος νούμερο τέσσερα για τους FULL HOUSE BREW CREW, με τίτλο “Rise of the underdogs”. Από το μπάσιμο του “Fake” και του “When violence meets the art” (μπουνιά Rocky Balboa!), βλέπουμε να κάνουν την εμφάνιση τους στο ηχητικό μείγμα του συγκροτήματος μπάντες όπως οι ύστεροι MACHINE HEAD, κάνοντας πιο τσαμπουκαλεμένο το υλικό από ποτέ άλλοτε. Το δεύτερο, ήταν και το single που πρωτοβγήκε για τη προώθηση του δίσκου, κατεβάζοντάς μου το σαγόνι.
Παράλληλα, παρουσιάζεται ένα στοιχείο που κάπως μου έκανε εντύπωση και δίνει σίγουρα το στίγμα του δίσκου. Αυτά τα ηλεκτρονικά στοιχεία, που ειδικά σε συνδυασμό με κοφτά ή γκρουβάτα riffs θύμιζαν FEAR FACTORY, θύμιζαν MESHUGGAH, μη σας πω πως άκουσα και κάτι σημεία τύπου MASSIVE ATTACK. Ειδικά στο “Nightmare” – το πιο ενδιαφέρον πείραμα του δίσκου, κατά τη γνώμη μου. Τα εξαίρετα πιασάρικα ρεφρέν φυσικά, δεν λείπουν, ούτε στο “Flaws of guilt”, ούτε από το φοβερό ομώνυμο ή το “Downfall”. Ξεχωριστά στέκεται το κομμένο και ραμμένο για ραδιόφωνο “Bleed” (έχει και μια “Βόρεια” μελαγχολία αυτό εδώ το ρεφρέν – αν δε το έλεγα θα έσκαγα!).
Ξεχωριστά θέλω να μιλήσω για το μεγάλο φινάλε “Leaving home” που εκτός του ότι κλείνει εμφατικά το άλμπουμ, έχει κρυμμένο και ένα reprise του “Nightmare” προς το τέλος των 6 λεπτών του. Εμένα μου έκανε εντύπωση που μια μπάντα το έκανε εν έτει 2024 αυτό. Παλιότερα, ήταν πιο συνηθισμένο να έκρυβε μια μπάντα κάτι επιπλέον στο τέλος του τελευταίου κομματιού μετά από κάποια δεύτερα σιωπής. Είτε ένα κομμάτι ακόμα, είτε μέρος αυτού, είτε ακόμα και αστεία ηχητικά ντοκουμέντα. Οπότε έξτρα χαρά για κάτι βλαμμένους σαν εμένα, η ύπαρξη τέτοιων λεπτομερειών!
Κλείνοντας, μόλις σε 37 λεπτά, έχουμε ένα δίσκο όπου οι FULL HOUSE BREW CREW πειραματίζονται και τους βγαίνει, ενώ βαραίνουν κι άλλο ταυτόχρονα. Κάτι που μόνο κέρδος είναι για τους ίδιους, που κοιτάζουν μπροστά με αισιοδοξία. Και εις ανώτερα!
8 / 10
Γιάννης Σαββίδης