
Η αγάπη μου για τους GREY RIVER AND THE SMOKY MOUNTAIN είναι θαρρώ πια γνωστή τόσο στα υπόλοιπα παιδιά του περιοδικού, όσο και σε αρκετούς από τους αναγνώστες μας. Γιατί, παρόλο που φαινομενικά δεν έχουν σχέση με τον «σκληρό ήχο», δεν αποτελούν κάποιου είδους «ένοχη απόλαυση» αλλά το εντελώς αντίθετο. Για το ίδιο ακριβώς πράγμα, μπορούν βέβαια να σε διαβεβαιώσουν και οι ουκ ολίγοι μεταλλάδες που έχουν κι αυτοί αγαπήσει τα τραγούδια τους.
Ο ήχος τους περιγράφεται ως “Americana” (όχι του Μπουγά του Πλανητάρχη ρε συ…). Μια περιγραφή η οποία σε μένα τουλάχιστον δείχνει πολύ φτωχή και που χρησιμοποιείται, θεωρώ, καθαρά για λόγους αμεσότητας και συντομίας. Με μια πιο εξονυχιστική και αναγκαία, ίσως, ματιά, αυτό το μοναδικό στη χώρα μας σχήμα συνδυάζει την αμερικανική, ιρλανδική και βορειοευρωπαϊκή folk μουσική, τα blues του Δέλτα, την country, τo rock και το bluegrass.

Στο Gazarte Roof Stage, που λες, βρεθήκαμε για έναν ιδιαίτερο λόγο: Οι GREY RIVER AND THE SMOKY MOUNTAIN έφτασαν αισίως στον τρίτο δίσκο τους, από το 2016 που πρωτακούσαμε τη μουσική τους. Ο τίτλος του; “Wake me when I’m home” και η ανοικτή σκηνή του Gazarte, ήταν το καταλληλότερο μέρος ώστε να τον ακούσουμε «ζωντανά» στην ολότητά του, μαζί με άλλες αγαπημένες τους στιγμές, εκείνο το γλυκό, Σαββατιάτικο βράδυ. Κόσμος πολύς λοιπόν γέμισε τον χώρο, με αρκετούς metalheads μάλιστα να δίνουν το «παρών», σε μέρα μάλιστα που είχε και κάποια πολύ δυνατά metal lives στην πόλη!
Η δισκογραφία των Αθηναίων είναι σαν μια συρραφή από ιστορίες. Δικές τους ιστορίες, που όπως λένε οι ίδιοι, μιλούν «για την σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, τη διχασμένη φύση του, την ισορροπία των αντιθέτων, τη φθορά, την απόγνωση μα και την ελπίδα, την αναγέννηση από τις στάχτες»… Ιστορίες αλληγορικές μα και αληθινές, παραμύθια, θρύλους, μύθους, ιστορίες για έρωτες που χάνονται, αδέλφια που σμίγουν, μέρη σκοτεινά, ανθρώπους πληγωμένους, ναυτικούς που τρέφονται από τους κινδύνους της θάλασσας, τέρατα, ήρωες που τζογάρουν με τον Θάνατο και νεκροζώντανους που περπατούν ανάμεσα μας, νοσταλγώντας τις μέρες που ζεστό αίμα κυλούσε στις φλέβες τους (μπρρρ…).

Πιάνοντας το νήμα από εκεί που έμεινε το “Live to tell the tale”, το “Wake me when I’m home” περιέχει έντεκα υπέροχες συνθέσεις, που θα ενθουσιάσουν τους φίλους της μπάντας και θα μεγαλώσουν τον «πονοκέφαλο» των δημιουργών τους, κάθε φορά που θα φτάνει η ώρα κατάρτισης της εκάστοτε setlist. Τί να προσθέσεις και τί να αφαιρέσεις, ώστε να πλαισιωθούν τα όποια στανταράκια; Άσε που συν τοις άλλοις, κάποια από τα τραγούδια του νέου δίσκου, είναι προορισμένα από τώρα να γίνουν κι αυτά με την σειρά τους στανταράκια.
Όπως ήταν λογικό, η συναυλία χωρίστηκε στα τρία: Στο πρώτο μέρος, ακούσαμε όπως προείπαμε όλο το “Wake me when I’m home”, ακριβώς με την σειρά που ακούγεται στο cd και στο βινύλιο. Ξεχώρισα λοιπόν από εδώ καταρχάς τον κεφάτο ομώνυμο ύμνο, ιδανικό για άκρατη μπυροποσία (ok και το ρούμι ταιριάζει) στα δυόμισι μόλις λεπτά που διαρκεί. Με στίχους όπως “Now I spend my evening with my brother’s ghost/Talk about the things we left and all the things we’ve lost/Come and sit right next to me I’ll fill this jug with rum/I’ll keep drinking while I sleep so wake me when I’m drunk” κανείς δεν έχασε, ποτέ!
Έπειτα, το ταξιδιάρικο, κελτικό “Eliza”, τη βαριά blues-ιά του “Jack”, το σπαραχτικό “Unlovable” με τους στίχους – μαχαιριά, το “Dirty road” που άνετα θα έμπαινε στο “Oui avant garde a chance” των SKYCLAD (σε έπιασα για τα καλά εδώ, το ξέρω, τέτοια κάνω και αναγκάζω τον κόσμο να ακούει αυτά που γράφω, με λες και «απατεώνα») και το βαρύ, σκοτεινό, ατμοσφαιρικό δίδυμο των “The storm” και “Dark land”. Ειδικά του πρώτου, που είναι ο άτυπος διάδοχος του πειρατικού “Devil’s reef” από το προηγούμενο άλμπουμ, του έχω δώσει ήδη αρκετές ακροάσεις!
Στο δεύτερο μέρος, παίχτηκαν ακόμη δεκαεννιά (19) τραγούδια από τις προηγούμενες δουλειές της μπάντας, όπως και διασκευές σε παραδοσιακά κομμάτια. Εντάξει, τα ΑΠΟΛΥΤΑ highlights εδώ δεν ήταν δύσκολο να τα επισημάνω: Το πρώτο ήταν η «ηλεκτροδοτούμενη», με drums, εκδοχή του έπους “Devil’s reef”, ανώτερη (ναι!) της αντίστοιχης του studio. Πεντέμισι λεπτά μας πήρε να πάμε ως την Tortuga, να στρατολογήσουμε πλιατσικολόγους και να ανοιχτούμε στο πέλαγος της Καραϊβικής, αναζητώντας το πρώτο κατάφορτο εμπορικό πλοίο των Ανατολικών Ινδιών.
Το δεύτερο, το παραμυθένιο “The king and the crow” από το ντεμπούτο “Captain Death”. Για πότε από την Tortuga βρέθηκα στα βουνά της Montana και του Colorado μαζί με υλοτόμους, χρυσοθήρες και μεταλλωρύχους, ούτε που το κατάλαβα! Η διασκευή στο παραδοσιακό “Leave her Johnnie” (αν έχεις παίξει “Assassin’s Creed 4: Black Flag”, το ξέρεις ήδη) ήταν παραπάνω από συγκινητική. Σαφώς όταν λέμε “her” δε μιλάμε για κάποια «κοπέλα» που πρέπει να αφήσει ο «Γιαννάκης», αλλά για πλοίο. Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαν οι θαλασσοπόροι όταν έκαναν το τελευταίο τους «μπάρκο». Ένα γλυκόπικρο τραγούδι, που από τη μια θέλει τον ναυτικό να χαίρεται που αφήνει τις κακουχίες της θάλασσας και από την άλλη να λυπάται, γιατί η θάλασσα με τα ταξίδια της έχει ομορφιές πολλές και γιατί, το κέρατό μου (συγγνώμη), σαν να «δέθηκε» με τούτο το σκαρί!

Φυσικά, το ομότιτλο από το “Live to tell the tale” είναι και με τη βούλα το αγαπημένο κομμάτι των φίλων του group και σε άλλα νέα, άκουσα ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ και το δικό μου πολύ αγαπημένο “Lay with me”! Στο τρίτο μέρος, στο encore δηλαδή, παίχτηκε μεταξύ άλλων για δεύτερη φορά το “Wake me when I’m home”. Τι να πω… Μάλλον δεν ήπιαμε αρκετά και έπρεπε να πιούμε κι άλλο! Πόσα κομμάτια παίχτηκαν τώρα, σε πάνω από δύο ώρες; Συνολικά 32! Τι άλλο να κάνουν οι άνθρωποι, να καταπιούν σπαθιά;
Μαζί με τη μπάντα, απέδωσαν τα μέγιστα και αρκετοί φίλοι και συνεργάτες της: Στα τύμπανα ο Ορφέας Σιέρρας, στο βιολί ο Κώστας “Violijesus” Νικολάου (τον οποίο θυμάμαι από τους εξαιρετικούς SMALL CHANTER του Γρηγόρη Ψαλτάκου), ο Μιχάλης Παντελούς στο washboard (αλήθεια, δεν ξέρω ποια είναι η ελληνική του ονομασία και σίγουρα δεν είναι «σανίδα μπουγάδας»), ο Θοδωρής Αλεξίου στην ηλεκτρική κιθάρα, η Μάρτζη Τρίκκα, η Νικολέττα Κοκοσιούλη και η Αφροδίτη Παπαγρηγοράκη στα φωνητικά. Άριστα πήρε και ο Μιχάλης Σκαράκης στον ήχο, να τα λέμε κι αυτά.

Καταληκτικά, αν ξέρεις τι εστί GREY RIVER AND THE SMOKY MOUNTAIN, ξέρεις και τι πρέπει να κάνεις. Αν δεν ήξερες ως τώρα και τα παραπάνω σε «έψησαν», μπες στο επίσημο site τους και στο Bandcamp τους και γνώρισε καλύτερα τη Ρένα Παπαγεωργίου (φωνή, μαντολίνο), τον Σαράντο Γκουμάκο (φωνή, κιθάρα), τον Τάσο Γουσέτη (βιολί), τον Μελέτη Πόγκα (μπάντζο, φωνή) και τον Γιάννη Βουτσινά (κοντραμπάσο), ακούγοντας τη μουσική τους. Έχουν και Spotify!
Αυτά. Ραντεβού τώρα στο επόμενο live. Καλοτάξιδο το “Wake me when I’m home”, παίδες!
ΥΓ 1: Καταπληκτικό το artwork του Γιάννη Τούσσα, ευτυχώς δεν αμέλησα να το αναφέρω, έστω και την τελευταία στιγμή.
ΥΓ 2: Ο γιός του Μελέτη, παίζει κιθάρα στους ETERNAL, κάτι καψωμένα πιτσιρίκια που αναβιώνουν τις ένδοξες 80s μέρες του αμερικανικού thrash. Τσεκάρετε!
ΥΓ 3: Ότι θα συνδύαζα από country και thrash μέχρι Μπουγά και video games σε ένα κείμενο, δεν το περίμενα.
ΥΓ 4: Σάκηδες του περιοδικού, την επόμενη φορά, θα πάμε παρέα.
Κείμενο: Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Νώντας Εμμανουήλ















