Κάποτε, το US heavy/power/progressive/κατάλαβες ποιο εννοώ metal κυριαρχούσε στην παγκόσμια σκηνή. Οι μεγάλοι δίσκοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τα μεγάλα συγκροτήματα δεν «χαλάρωναν» ούτε λεπτό, δεν επαναπαύονταν στο καλό ντεμπούτο, φρόντιζαν να έχουν συνέχεια και συνέπεια. Έτσι, δημιουργήθηκαν μερικά σπουδαία σερί, που ακόμη μνημονεύονται και κερδίζουν τον σεβασμό. Εκτός όμως από τις μπάντες αυτές, υπήρξαν και εκείνες με τις – σπουδαίας σημασίας – “one-off” κυκλοφορίες. Ξέρεις, αυτές που όταν τις ακούς λες «καταπληκτικός δίσκος, γιατί να μην είχε συνέχεια αυτή η προσπάθεια;». Μία τρίτη κατηγορία, είναι αυτή όπου ένα συγκρότημα κυκλοφορεί ένα μεγαλειώδες ντεμπούτο και παρόλο που ο διάδοχος αυτού είναι επίσης πολύ καλός, κάτι συμβαίνει και κάπου εκεί σταματά η όποια φιλόδοξη πορεία έχει ξεκινήσει. Σε αυτήν ανήκουν και οι HITTMAN…
…οι οποίοι κυκλοφορούν τον πρώτο τους δίσκο μετά από 27 ολόκληρα χρόνια! Τι είχε προηγηθεί; Ένα εξαιρετικό παρθενικό άλμπουμ, το ομότιτλό τους και ένα ποιοτικότατο δεύτερο, το “Vivas machina” του 1993. Καθαρόαιμο μελωδικότατο power metal το πρώτο, πιο πειραματικό, πιο hard rock και πιο «θαρραλέο» το δεύτερο. Πως και μας θυμούνται ξανά, θα ρωτήσεις τώρα… μα, όλοι δεν έχουν δικαίωμα σε μία δεύτερη ευκαιρία; Μία δεύτερη προσπάθεια; Έχουν. Επίσης, ζούμε εδώ και αρκετά χρόνια στον «πυρετό» των επανασυνδέσεων. Άξιοι και υπεράξιοι, τυχαίοι και ανάξιοι, όλοι όσοι νιώθουν πως έχουν αφήσει πίσω τους «ανοικτούς λογαριασμούς», ή θέλουν απλά να εκμεταλλευτούν κάποιο trend (έχουμε και αυτά βλέπεις), επανέρχονται. Ευτυχώς που στην περίπτωση “HITTMAN” έχουμε το πρώτο. Επόμενη λογική ερώτηση: «Τι τους έδωσε ώθηση;». Η απάντηση έχει δύο σκέλη: πρώτον, η ανταπόκριση του κόσμου στην επανακυκλοφορία του κλασσικού πλέον “Hittman” και δεύτερον οι εμφανίσεις τους σε Keep It True και Up the Hammers, όπου φάνηκε πως εδώ δεν υπάρχει ούτε καν υπόνοια περί «αρπαχτής». Οι Αμερικανοί αποφάσισαν να τιμήσουν την ιστορία τους, το όνομά τους και να παρουσιάσουν ένα σοβαρό πρόσωπο.
Και πως το έκαναν αυτό, πέραν των καταπληκτικών εμφανίσεών τους επί σκηνής; Μα, φυσικά, με τούτο εδώ το άλμπουμ. Το “Destroy all humans” περιέχει οκτώ κομμάτια, εκ των οποίων τα δύο (το “Out in the cold” και το “Code of honour”) ανάγονται στις προ του “Hittman” ημέρες τους. Οκτώ κομμάτια που «αγνοούν» το “Vivas machina” και πιάνουν το νήμα από εκεί που το άφησαν το 1988-1989. Ο βασικός «πυρήνας» του group, δηλαδή οι Dirk Kennedy (φωνητικά, πλήκτρα), Jim Bacchi (κιθάρες, πλήκτρα) και Greg Bier (μπάσο), πλαισιώνεται από τον John Kristen (κιθάρα) και δύο drummers, τους Jai ‘Es και Joe Fugazi, ο οποίος μάλλον θα προηγηθεί για τη μόνιμη θέση. Όλοι τους αποδίδουν ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ, αλλά δεν μπορώ να μην αναφερθώ ξεχωριστά στον Kennedy, ο οποίος είναι ουσιαστικότερος και ωριμότερος (άρα καλύτερος) από τον προ 27ετίας εαυτό του, κάτι για το οποίο όπως και να ’χει, αξίζει συγχαρητήρια. Χαίρομαι ρε παιδί μου όταν βλέπω μουσικούς οι οποίοι δεν έχουν παρατήσει τον εαυτό τους και δεν έχουν αφεθεί, γιατί με αυτόν τον τρόπο σέβονται και τον εαυτό τους και τους οπαδούς.
Ο κλασσικός, αγαπημένος ήχος του USPM είναι και πάλι εδώ, με πολλές αναφορές σε μπάντες όπως οι QUEENSRYCHE και FIFTH ANGEL. Ο ομώνυμος ύμνος (instant classic Νo 1) μπαίνει εντυπωσιακά με ένα oriental riff συγγενικό με αυτό του “The dungeons are calling” των SAVATAGE, για να συνεχιστεί στο γνωστό λυρικό ύφος της μπάντας, με εξαιρετικές εναλλαγές από mid σε up tempo. Φεύγει «νεράκι» και ας έχει πάνω από επτά λεπτά διάρκεια, όπως και το άλλο μεγάλο σε χρόνους κομμάτι, το “Love, the assassin”. Το “Breathe” (instant classic Νo 2) θυμίζει τις πιο progressive μπάντες του US power και έχει πραγματικά υπέροχα couple, όπως και το “The ledge” (instant classic Νo 3). Αχ και να είχαν βγει στα late 80s αυτά τα τραγούδια… πόσο θετικό αντίκτυπο θα είχαν τότε, τι ιστορία θα είχαν γράψει! Αυτό που ξεχώρισα όμως περισσότερο σαν το πλέον «παλαιομοδίτικο» (με την καλή έννοια του όρου εννοείται) είναι το “Out in the cold”, που πολύ εύκολα θα μπορούσε να αποτελεί μέρος του “Hittman”. Εξίσου πολύ καλά και τα “Code of honour”, “Total amnesia” και “1000 souls”.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του “Destroy all humans”, είναι αναμφισβήτητα ο πηγαίος λυρισμός του και τα υπέροχα κουπλέ και ρεφρέν του. Η μπάντα πρέπει να είχε μέγα οίστρο όταν τα έγραφε. Το μειονέκτημά του; Θα το ήθελα σχετικά πιο «ογκώδες» στο τελικό στάδιο της παραγωγής. Προσοχή, δεν εννοώ πως η παραγωγή είναι κατώτερη των οποιωνδήποτε standards που οφείλει να έχει μία επαγγελματική προσέγγιση στον τομέα αυτόν. Ευκρίνεια, καθαρότητα, διάκριση όλων των οργάνων σε ισόποσες δόσεις, όλα καλά… αλλά «πλακώστε» τον ήχο λίγο στα «αναβολικά» να «πάρει μάζα»! Πέραν τούτου όμως, είμαι σίγουρος πως κατάλαβες πως πρόκειται για ένα δίσκο που τιμά τα «πρώτα» και θα αποτελέσει σοβαρό επιχείρημα για τους HITTMAN, όταν αυτοί ερωτηθούν «ρε μάγκες, έχετε τίποτα καλό να μας δείξετε εν έτει 2020 ή είστε και σεις τίποτα ‘γέροι’ που θέλετε να κολλήσετε τα τελευταία ένσημα πριν την συνταξιοδότηση;».
Εξαιρετικό για το είδος του άλμπουμ το “Destroy all humans”. Μπράβο στους Αμερικανούς. Με την πεποίθηση πως ο βαθμός θα μεγαλώσει και δεν θα μικρύνει, προϊόντος του χρόνου…
8/10
Δημήτρης Τσέλλος