Ας ξεκινήσω κάπως… απρόσμενα. Αρχικά λοιπόν, να αναφέρω πως ΔΕΝ είμαι από εκείνους που θεωρούν το “Angel of Retribution” ως ένα album το οποίο αξίζει να έχει το status που έχει (πιθανό σχόλιο Σάκη Φράγκου: «Τι λέει αυτός, θα μου το κλείσει το μαγαζί!» σ. Σάκη Φράγκου: σμπαρεκουάκ). Έχει φτάσει να χαρακτηριστεί μέχρι και ό,τι καλύτερο έχουν γράψει, με εξαίρεση το “Painkiller”, από το 1984 μέχρι την εμφάνιση του “Firepower”. Εντάξει, στο αίμα μας κυλάει Priest-ικό ατσάλι, αλλά να ξεχωρίζουμε και δύο γαϊδάρων άχυρα, έτσι αγαπητοί συνάδελφοι; Το “Demolition” είναι εννοείται συνταρακτικό γεώμηλο (aka πατάτα), για τα “Nostradamus” και “Redeemer of souls” να το συζητήσω, βεβαίως, αλλά τα υπόλοιπα; Ούτε το “Turbo” πιάνει, ούτε το “Ram it down” και το “Jugulator” μπορεί να είναι το αντιδάνειο των PANTERA προς την ίδια τη μπάντα που ευθύνεται, μαζί με κάποιες άλλες, για τη δημιουργία τους, μπορεί να είχε ultra μοντέρνο ήχο αλλά, διάολε, είναι πολύ καλό album. Γιατί λοιπόν θεοποιήθηκε το “Angel of Retribution”;
Μα γιατί την εποχή εκείνη, οι οπαδοί των JUDAS PRIEST ζητούσαν επίμονα ένα πράγμα και τους το έδωσε. Ήταν ο δίσκος της επανένταξης του Rob Halford στις τάξεις του Ιερέα. Δικαίως ή αδίκως δε θα το εξετάσουμε αυτό τώρα, αν και ξέρουμε πολύ καλά πως ο Tim Owens φωνητικά επί σκηνής έκανε θαύματα σε κάθε Priest live, τιμώντας τα τραγούδια με τη φωνή του, χωρίς να είναι κλώνος. Ο Metal God είχε επιστρέψει στο metal με δύο δίσκους που είχαν κάνει ιδιαίτερη αίσθηση, με τον έναν εξ αυτών να θεωρείται ένα «Priest album που απλά δεν το έβγαλαν οι ίδιοι οι JUDAS PRIEST» (“Resurrection”), ο έτερος άσωτος υιός είχε ήδη ξεκινήσει να ηγείται της αντεπίθεσης των πάλαι ποτέ παρηκμασμένων IRON MAIDEN, ο Smallwood και ο Roy Z βρίσκονταν κάτω από όποια πέτρα και να σήκωνες, ο Udo είχε ξαναφορέσει την στολή εκστρατείας για να ανέβει στο τεθωρακισμένο των ACCEPT (άσχετα αν η επιχείρηση απέτυχε)… τα άστρα έδειχναν ευθυγραμμισμένα!
Όταν λοιπόν ο Rob άρπαξε ξανά το τιμόνι της Harley, έστειλε στον έβδομο ουρανό τόσο τους οπαδούς όσο και τη μουσική βιομηχανία, που ήδη έτριβε τα χέρια της. Άλλη μια τιτάνια μπάντα επανερχόταν με την κλασσική της σύνθεση, οπότε αυτό σήμαινε πολλά για όλους όσους εμπλέκονταν με τον α’ ή β’ τρόπο στην υπόθεση “heavy metal” (μεγάλη συζήτηση, δεν είναι της παρούσης). Στα πλαίσια λοιπόν του διαφαινόμενου πανζουρλισμού, το “Angel of Retribution” αποθεώθηκε περισσότερο απ’ όσο του έπρεπε. Δεν είναι κακό ή μέτριο, προς Θεού, αλλά ούτε και αριστούργημα. Είναι μια πολύ καλή επάνοδος… όχι, ούτε επάνοδος είναι, η μπάντα ήταν ενεργότατη (μη γελάς)! Τέλος πάντων είναι ένα πολύ καλό album (είπα, μη γελάς), με τελικό πρόσημο υπέρ το δέον θετικό, με μερικές σπουδαίες συνθέσεις αλλά και κάποιες άλλες που υστερούσαν, σχετικά. Ας αφήσουμε όμως τις εγκυκλοπαιδικές κουβέντες, αυτές είναι για άλλη στιγμή και πάμε να δούμε τις συνθέσεις αυτές, ξανακούγοντας τον δίσκο και να τις αξιολογήσουμε, στο…
The “Angel of Retribution” countdown
10) Eulogy (02:54)
“And so now it comes to pass by the even tide of mass…”
Ένα κομμάτι που δεν είναι αρκετά ποικίλο ή πλούσιο, ώστε να στέκει σαν μεμονωμένο τραγούδι αλλά δεν έχει και την κατάλληλη διάρκεια, ώστε να παίξει τον ρόλο εισαγωγής του album ή κάποιου άλλου τραγουδιού, έστω. Πλήκτρα, κιθάρα και η αισθαντική φωνή του Rob, αρκούν να του προσδώσουν κάτι το ιδιαίτερο; Όχι. Οπότε, μοιραία, χωρίς να είναι κακό, καταλαμβάνει την τελευταία θέση. Τουλάχιστον, δεν πατάς “skip” κατά την ακρόαση. Οι στίχοι περιέχουν αναφορά στα “Stained Class” και “The Sentinel”, από τα άλμπουμ “Stained Class” και “Defenders of the Faith”, αντίστοιχα.
9) Wheels of fire (03:41)
“Born on the other side, wild as a hurricane, living in overdrive…”
Κλασσικό μηχανόβιο, street metal κομμάτι, από αυτά που τα «σκάρωναν» οι Tipton/Downing/Halford την ώρα που έπαιρναν το πρωινό τους. Τόσο εύκολο, τόσο απλό, τόσο «κολλητικό», μα στο τέλος τίποτα το ιδιαίτερο. Περνά τη βάση; Σαφώς. Στοχεύει παραπάνω; Αν ο ακροατής είναι 15 ετών, ναι, ίσως. Όταν όμως κυκλοφόρησε το “Angel of Retribution”, κάποιοι είχαμε ολοκληρώσει και την στρατιωτική μας θητεία.
8) Lochness (13:28)
“This legend lives through centuries…”
Αυτογκόλ (το): η περίπτωση κατά την οποία παίκτης προωθεί την μπάλα στην εστία (αλλιώς τέρμα) της δικής του ομάδας. Αποτελεί, σχεδόν πάντα, ατυχές συμβάν και προκαλείται από την αποτυχημένη προσπάθεια του αμυνόμενου να αποκρούσει ή να μεταβιβάσει τη μπάλα. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάθε ενέργεια κάποιου που προκαλεί ζημιά στον εαυτό του ή στον κύκλο του (οικογένεια, επιχείρηση κλπ). Αν το “Lochness” είχε τη μισή διάρκεια και «χτιζόταν» γύρω από το refrain του, θα μιλούσαμε για ένα doom metal έπος. Δεν έγινε όμως έτσι και οι JUDAS PRIEST πυροβόλησαν τα πόδια τους. Αλλά, ακόμη κι έτσι, παραμένει καλύτερο από τουλάχιστον δύο κομμάτια του δίσκου (μπορεί και περισσότερα, σύμφωνα με τα δικά σου γούστα, δεν το γνωρίζω αυτό) και γενικά, είναι ένα αξιόλογο κομμάτι. Επουδενί για πέταμα, όπως λένε κάποιοι. Οι στίχοι δε χρειάζονται επεξήγηση.
7) Demonizer (04:35)
“Hellions the steed, blood‘s on the wing”
Πέραν της ευθείας αναφοράς στο “The Hellion” και στο ομώνυμο κομμάτι του “Screaming for vengeance”, όσο και στο ομώνυμο και στο “Leather rebel” από το “Painkiller”, το “Demonizer” μικρή ως μηδαμινή σχέση έχει με τους JUDAS PRIEST. Προσωπικά, μοιάζει σαν να βγήκε από το “Crucible”, σημάδι πως η μπάντα εξακολουθεί να έχει τη νοοτροπία του να ακουστεί μοντέρνα, παρακολουθεί αλλά και ηγείται των εξελίξεων, αλλά προσέχει περισσότερο τις κινήσεις της και δεν επαναλαμβάνει το ρίσκο του “Jugulator”. Καλό, καλό!
6) “Worth fighting for” (04:17)
“Desert heat can wear you down but still I’m rolling through…”
Το sequel ή το prequel του “Desert plains” από το “Point of Entry”. Ταξιδιάρικο κι αυτό, αλλά πιο «σκοτεινό», μινιμαλιστικό, υποβλητικό και ίσως πεσιμιστικό, με περισσότερο μοντέρνα οπτική. Άλλο ένα κομμάτι που θυμίζει πολύ τα προσωπικά του Rob, ως HALFORD, κάτι που μόνο ως θετικό μπορώ να το εκλάβω, αφού ως εκείνη την εποχή ο Metal God είχε διαπρέψει με το solo project του.
5) Revolution (04:42)
“Time to hit the power, feel adrenaline…”
Το πρώτο single μετά το “Night crawler” που μπήκε στα charts των Ηνωμένων Πολιτειών, φτάνοντας στο νούμερο 23 του Mainstream Rock Tracks. Σοβαρό heavy rock, όπως μόνο τιτάνες σαν τους JUDAS PRIEST μπορούν να παίξουν κι ας μην είχαν παίξει ποτέ, ως τότε. Έχει γραφτεί πως το riff του θυμίζει αυτό του “Mountain song” των JANE’S ADDICTION. Ναι, αλλά εγώ θα πω πως αφενός θυμίζουν και τα δύο αυτό του “Stormbringer” των DEEP PURPLE, αφετέρου η εισαγωγή του μπάσου προέρχεται από μια κασέτα που ηχογράφησε το συγκρότημα τη δεκαετία του ’70 και ήταν αυτή που αποτέλεσε τη βάση για να χτιστεί το κομμάτι. Οπότε, ποιοι JANE’S ADDICTION στα 70s και τρίχες κατσαρές;
4) Hellrider (06:23)
“Time to ram it down, judgement for the tyrant…”
Εκτός της παραπομπής στο ομώνυμο κομμάτι του “Ram it down” και στο “Tyrant” από το “Sad wings of Destiny”, πάντα είχα την περιέργεια να μάθω αν όντως υπάρχει και αναφορά στο ΘΕΟ Megatron, τον ηγέτη των Decepticons από την σειρά “Transformers”. Με riff – καταπέλτη, τη δίκαση να παίρνει φωτιά και άκρως συναυλιακή υφή, το “Hellrider” είναι ένα πολύ δυναμικό κομμάτι και ανήκει σίγουρα στις top στιγμές του album. Επίσης έχει ένα απλούστατο, αλλά Oscar-ικό τελευταίο, τρίτο μέρος, που σε κάνει να πατάς συνεχώς repeat.
3) Deal with the devil (03:54)
“Done a deal with the devil, from a heart made of steel…”
Το “Deal with the devil” μπορεί να θεωρηθεί ως μια μελοποιημένη mini αυτοβιογραφία των JUDAS PRIEST. Καταρχάς, κάνει λόγο για την περιοχή Black Country των West Midlands (θυμήσου και τον ταύρο επί σκηνής στις πρόσφατες συναυλίες τους) και μας πάει πίσω στις πρώτες μέρες τους, όταν ήταν μια pub/club touring band, έδιναν συναυλίες σε ολόκληρη την αγγλική επικράτεια και έκαναν πρόβες στην εκκλησία του Holy Joseph στο Walsall. Έπειτα, γίνεται αναφορά είτε στιχουργικά είτε έμμεσα, με κάποια περάσματα/αποσπάσματα/κοινά σημεία, σε παλαιότερες συνθέσεις της μπάντας, όπως το “Blood red skies”, το “Take on the world”, το “The Sentinel”. Μουσικά, δεν έχουμε κάτι το ιδιαίτερο, απλά ένα κλασσικό, άμεσο Priest-άδικο κομμάτι, με «του-πα-τουτου-πα» ρυθμό στα τύμπανα, κιθάρες betón armé και χαρακτηριστική Halford-ική ερμηνεία στα φωνητικά. Άρα… σπέρνει. Έχει βάλει και ο Roy Z την υπογραφή του εδώ, πέραν του κλασσικού trio Tipton/Halford/Downing.
2) Angel (04:23)
“Angel, put sad wings around me now, protect me from this world of sin…”
“Sad wings”, “world of sin” (after sin), όμορφα πράγματα, συγκινητικά. Όπως είναι αισθαντικό τούτο το κομμάτι, στην ολότητά του. Το rhythm section απουσιάζει εντελώς μέχρι το τελευταίο ένα και κάτι λεπτό και όλο το παιχνίδι το κάνουν οι κιθάρες, τα πλήκτρα και φυσικά ο Ροβέρτος, που βγάζει όλο το «μέλι» του κόσμου στην ερμηνεία του. Σύνθεση που αγαπήθηκε αμέσως, παίχτηκε από τα ραδιόφωνα ακόμη και από τους σταθμούς που έπαιζαν και παίζουν «φυστικορόκ κονσέρβες» και που έκτοτε ποτέ δεν έχασε το ομολογουμένως δίκαια κερδισμένο status της.
1) Judas rising (04:15)
“White bolts of lightning came out of nowhere…”
INSTANT CLASSIC. Αν το “Deal with the devil” μπορεί να θεωρηθεί ως μια μελοποιημένη mini αυτοβιογραφία των JUDAS PRIEST, τότε το “Judas rising” είναι το σύγχρονο manifesto τους. Σύμφωνα με τον Rob μιλά για τον άγγελο του “Sad wings of Destiny”, που από ένας πολύ απελπισμένος, καταθλιπτικός τύπος, ξαφνικά επιστρέφει σε όλο του το μεγαλείο και τη δόξα, έχοντας ξεπεράσει τις αντιξοότητες, γεμάτος αισιοδοξία και ενέργεια (δες εξώφυλλο). Τραγούδι που εκπέμπει 80-ίλα από χιλιόμετρα, πράγμα λογικό, αφού οι ρίζες του υπήρχαν ήδη από τη δεκαετία του ’80. Να αναφέρω πως το riff του είναι πανομοιότυπο με αυτό του “Teeth of the Hydra” των OMEN; Να το αναφέρω. Επικό, εκθαμβωτικό, λυτρωτικό heavy metal, από τους ηγέτες του είδους.
Δημήτρης Τσέλλος