LAMB OF GOD αφιέρωμα

0
220

“God’s gift!”

LAMB OF GOD ξανά στην Ελλάδα λοιπόν, ύστερα από 9 και κάτι χρόνια, ύστερα από μία ενδιάμεση ακύρωση που ξενέρωσε τον κόσμο και ύστερα από πάρα πολλά που μεσολάβησαν ενδιάμεσα και τους κατέστησαν όχι απλά ως τεράστια αξία αλλά ως μία ζοφερή για πολλούς πραγματικότητα που θρυμματίζει την εικονική τους ουτοπία. Θεώρησα υποχρέωση να γράψω μερικά πράγματα για την πορεία τους όπως την έζησα σαν ακροατής μέσα στα χρόνια και να κάνουμε μία μικρή αναδρομή στις ημέρες και έργα τους, ώστε να καταλάβει και ο τελευταίος γιατί είναι ότι καλύτερο έχει εμφανιστεί την τελευταία 20ετία στο μεταλλικό χώρο. Παρένθεση: ξέρετε πόσο πολύ γελάμε σαν κοράκια όταν ακούμε το πόσο “false” μπάντα είναι, το πόσο «ψευτομοντέρνοι» και «αντιγραφείς» άλλων μπαντών έχουν υπάρξει και πως οι διθύραμβοι που λάβανε παγκοσμίως σε κάθε δυνατή ευκαιρία, ήταν αποτέλεσμα καλού μάρκετινγκ και κρυφο-φασαίϊκης λογικής. Θα προσπαθήσω να μην ασχοληθώ με τους haters, στην τελική μπορώ κι εγώ να το παίξω 10 χρονών όπως αυτοί και να αρχίσω τα «πονάς και φταίει ο μπαμπάς», όπου μπαμπάς, οποιοδήποτε από τα 5 ισότιμα μέλη τους. Ας δούμε σιγά-σιγά πως ξεκίνησε η σπίθα που άναψε τη φωτιά, η οποία στη συνέχεια έγινε πύρινη λαίλαπα που έκαψε τα πάντα στο διάβα της και άφησε μόνο στάχτες.

Το στόρυ ξεκινάει το σωτήριον έτος 1994 κάπου στο Richmond της Virginia. Στο κολλέγιο Virginia Commonwealth University, οι κιθαρίστες Mark Morton και Matt Conner, ο μπασίστας John Campbell και ο ντράμερ Chris Adler σχηματίζουν ένα συγκρότημα με το όνομα BURN THE PRIEST. Σύντομα αρκετά, ο Morton και ο Conner αφήνουν το συγκρότημα ώστε να πάρουν το master στις σπουδές τους και να δουλέψουν παράλληλα με άλλες μπάντες. Οι Adler/Campbell χωρίς να χάσουν ιδιαίτερο χρόνο, τους αντικαθιστούν με τον κιθαρίστα Abe Spear. Την επόμενη χρονιά (1995) θα ηχογραφήσουν και θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τους  ομότιτλο demo, μετά το οποίο ηχογράφησαν δύο split EP με τους AGENTS OF SATAN και ZED αντίστοιχα. Ύστερα από τις κυκλοφορίες αυτές, στο δυναμικό της μπάντας εντάσσεται ο τραγουδιστής Randy Blythe. To 1997 o Morton θα επιστρέψει στο συγκρότημα και ύστερα από εξαντλητικές πρόβες και συνθέσεις κομματιών, έρχεται η ώρα που το 1999 –συγκεκριμένα στις 4 Απριλίου- θα κυκλοφορήσει το πρώτο και μέχρι στιγμής μοναδικό (ομότιτλο) άλμπουμ των BURN THE PRIEST μέσω της Legion Records. To άλμπουμ ηχογραφήθηκε με μπάτζετ 2.500 δολαρίων που είχε εξοικονομήσει ο Mikey Brosnan της Legion Records, ενώ ήταν και ο άνθρωπος που τους βοήθησε να κάνουν αρκετές συναυλίες για την προώθησή του.


Το καταστροφικό αποτέλεσμα του δίσκου επιμελήθηκε στην κονσόλα της παραγωγής ο κιθαρίστας και τραγουδιστής των TODAY IS THE DAY, Steve Austin. Οι BURN THE PRIEST ακούγονταν σαν λυσσασμένα σκυλιά που τους πατούσες το λαιμό και ούρλιαζαν από θυμό, έτοιμα να σε κατασπαράξουν μόλις μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να σε μακελέψουν σε τέτοιο βαθμό που το πτώμα σου να μην αναγνωρίζεται όσες εξετάσεις DNA και να διεξαγόντουσαν και όσοι έμπειροι ιατροδικαστές και να επιστρατευόντουσαν για την περίσταση. Αυτό το απίστευτο ΝΕΥΡΟ που βγαίνει στα 40’ του δίσκου και στα 14 κομμάτια του, δεν είχε αντίπαλο και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αποτελεί άλμπουμ-είδος από μόνο του. Όσο βαρύς και βρώμικος μπορεί να είναι ένας ήχος, όσο ενοχλητικά και τσιτωμένα μπορεί να είναι τα φωνητικά ενός ανθρώπου (;) και όσο αντισυμβατικό μπορεί να είναι ένα τελικό αποτέλεσμα, όλα μαζί ενσωματώθηκαν στον υπερθετικό βαθμό στο “Burn the priest”. Ήδη από το ξεκίνημα με το “Bloodletting” ο ακροατής μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα τείχος που έρχεται προς το μέρος του με περίσσεια ταχύτητα και χωρίς να υπάρχει διέξοδος διαφυγής. Στο να πολτοποιηθούν τα μούτρα του συμβάλλουν τα μέγιστα φυσικά και άλλα κρυμμένα διαμαντάκια του συγκεκριμένου ντεμπούτου.

Δεν μπορούν να παραβλεφθούν κομμάτια τύπου “Ressurection #9”, “Goatfish”, “Chronic auditory hallucination” ενώ ακόμα και το κρυμμένο κομμάτι “Ruiner” δίνει ισχυρή δόση αδρεναλίνης στον ανυποψίαστο οπαδό. Ο δίσκος το 2005 επανακυκλοφόρησε από την Epic Records, με νέα μίξη από τον περίφημο Colin Richardson και με νέο mastering από τον Mark Wilder. Περιέχει σημειώσεις από τον παραγωγό Steve Austin, ενώ το εξώφυλλο της επανέκδοσης άλλαξε με το γνωστό μαύρο πλαίσιο με το λογότυπο για να είναι πιο φιλικό στο μάτι και για τα καταστήματα, ωστόσο το κανονικό εξώφυλλο υπάρχει κανονικά μέσα στο βιβλιαράκι. Μέσα στην θήκη αναγράφεται η Γερμανική φράση “Der Teufel nennt mich Bruder” που σημαίνει «Ο Διάβολος με αποκαλεί αδερφό». Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο κιθαρίστας Abe Spear άφησε το συγκρότημα, στη θέση του οποίου ήρθε ο νεότερος αδερφός του Chris Adler, Willie, με τη σύνθεση να παραμένει ίδια μέχρι σήμερα από τότε. Παράλληλα, η επιτυχία του δίσκου τους έδωσε συμβόλαιο με την Prosthetic Records, ενώ άλλαξαν και το όνομα τους πλέον στο ιερό LAMB OF GOD. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων η μπάντα τόνιζε ότι το όνομα δεν άλλαξε λόγω ότι τους απαγόρευσαν να παίξουν σε συγκεκριμένα κλαμπ, αλλά γιατί δεν ήθελαν την παραμικρή σύνδεση με το γεγονός ότι επρόκειτο για σατανική μπάντα, συν ότι υπήρχε νέα σύνθεση στο συγκρότημα.


Νέο όνομα, νέα εταιρεία, νέο άλμπουμ συν τοις άλλοις, το πρώτο τους ως LAMB OF GOD, αλλά πέραν της προσθήκης του Willie Adler, ελάχιστα άλλαξαν, ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, έτσι ο Steve Austin αναλαμβάνει ξανά την παραγωγή, οι LAMB OF GOD αφήνουν όσο πρέπει στην άκρη τα BURN THE PRIEST κατάλοιπα και αναγεννιούνται εξ αρχής σε έναν ήχο που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη στο ακροατήριο. Ελάχιστα πιο καθαροί σε απόδοση (όσο πατάει ο δεινόσαυρος ένα πράγμα), οι πέντε δολοφόνοι εξαπολύουν στις 26 Σεπτεμβρίου του 2000 το “New American gospel”, ένα πραγματικό Ευαγγέλιο λιωμένου Αμερικάνικου μοντέρνου μεταλλικού ήχου που σόκαρε τον κόσμο και που ήταν η νέα αρχή που έβαλε τις σωστές βάσεις για να ξεκινήσει η κυριαρχία τους. Το μπάσιμο του “Black label” με το οποίο συνηθίζουν να κλείνουν τις συναυλίες τους εδώ και χρόνια, ήταν αρκετό για να ξεκινήσουν οι συγκρίσεις με τους PANTERA, κυρίως λόγω του κιθαριστικού ήχου που η αλήθεια να λέγεται, έζεχνε Dimebag Darrell από το χιλιόμετρο. Η δεδομένη γκρούβα όμως συνδυαζόταν κι από καταστροφική ταχύτητα σε πολλά σημεία, εκεί λοιπόν μπήκαν στην εξίσωση ως επιρροή οι πατέρες όλων των άκρων SLAYER και πλέον για πολλούς ίσχυε το δόγμα LAMB OF GOD = PANTERA + SLAYER.

Ο Randy Blythe αν και ελάχιστα καθαρότερος από το “Burn the priest”, συνεχίζει να φτύνει τη σπλήνα του και να αφήνει τα πνευμόνια του πάνω στο μικρόφωνο, οι κιθάρες των Morton/Adler ακούγονται σαν λεπίδες και έχουν τον κύριο πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ η ρυθμική βάση των Campbell/Adler (ο έτερος) σηκώνει το αποτέλεσμα σε δυσθεώρητα επίπεδα. Ειδικά το παίξιμο του Chris Adler με τις ομοβροντίες και ποδοβολητά πάνω στις κιθάρες και τα φωνητικά του Blythe, προκάλεσε παγκόσμια αποδοχή και όλοι δίκαια μιλούσαν για το νέο μεγάλο ντράμερ του ήχου μας. Το “New American gospel” πρόσφερε ύμνους όπως τα “Terror and hubris in the house of Frank Pollard”, “The subtle arts of murder and persuasion”, “Pariah” και το προσωπικό αγαπημένο “In the absence of the sacred”, με το αντίστροφο παίξιμο κιθαρών και τυμπάνων σε κάποια σημεία να οδηγούν σε επικίνδυνη για τη μέση σπονδυλική στήλη πώρωση, ειδικά το σημείο στο break riff που μπαίνει το σημείο τυμπάνων του Adler που ακούγεται σαν πυροβολισμός (στο 1:09 του κομματιού), και στο οποίο στις συναυλίες ο Blythe παρίστανε ότι είχε ένα αυτόματο στα χέρια του «σκοτώνοντας τους οπαδούς», θέλει πολλά κιλά εγκέφαλο για να το σκεφτείς και να το αποδώσεις έτσι.


Ο δίσκος επανεκδόθηκε το 2006 από την Metal Blade με τέσσερα επιπλέον κομμάτια, με μία σημείωση που περιγράφει ότι ο ήχος του δίσκου είναι λιγότερο καλογυαλισμένος, αποτέλεσμα της τότε έλλειψης χρόνου και φυσικά των πολλαπλών αλκοολούχων καταχρήσεων. Ένα άλμπουμ που έχει πουλήσει πάνω από 100.000 αντίτυπα μέχρι στιγμής, έλαβε χαρακτηρισμούς ότι είναι ένα άλμπουμ που «σε μεταφέρει πίσω στις μέρες που οι SLAYER βασίλευαν με ταχύτατα riff και μηδενισμό», με τον ήχο να περιγράφεται ως θηριώδης και με το Kerrang! τότε να αναφέρει ότι είναι «η πιο βίαια επιθετική μπάντα από την εποχή των PANTERA», ενώ άλλοι τους συνέκριναν με τους MESHUGGAH και ύμνησαν τον ήχο του snare στον δίσκο (ή ότι άφησε από αυτό ο Adler) και γενικά περιγράφηκε ως ένα «λεπτομερέστατα ευχάριστο άκουσμα και ένα καινοτόμο, αληθινό, βαρύ και τρομακτικό άλμπουμ». Ο δε Chris Adler περιέγραψε κάποτε: «Είναι κλασικός δίσκος, είχαμε όλα τα στοιχεία μαζί να κάνουμε ένα από τα βαρύτερα και μεταδοτικότερα άλμπουμ της καριέρας μας. Ήταν δύσκολο να συγκρατηθούμε, δεν είχαμε καν καταλάβει εκείνη την εποχή τι είχαμε δημιουργήσει». Ο κόσμος όμως το είχε καταλάβει εξ αρχής και οι LAMB OF GOD πλέον είχαν γίνει η νέα ελπίδα όλου του μεταλλικού ήχου και ιδιαίτερα του New Wave Of American Heavy Metal.


Στη συνέχεια και για τα επόμενα δύο χρόνια, το συγκρότημα περιόδευσε εκτεταμένα πριν μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το νέο του άλμπουμ με τίτλο “As the palaces burn”. To άλμπουμ που θα τους άλλαζε την ζωή και θα τους έκανε από νέα ελπίδα μία φονική δύναμη, κυκλοφόρησε στις 6 Μαΐου
2003 και αυτή τη φορά υπεύθυνος πίσω από την κονσόλα ήταν ο «πολύς» Devin Townsend των STRAPPING YOUNG LAD (ναι οκ έχει παίξει κι αλλού, έχει κάνει πολλά και υπέροχα πράγματα, αλλά Devin = SYL). Με το μαγικό χέρι του Καναδού ημίτρελου, οι Αμερικάνοι εκτοξεύονται σαν αξία και το άλμπουμ είναι σίγουρα ότι καλύτερο έχουν παρουσιάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο ήχος καθαρίζει όσο πρέπει για να είναι πιο προσβάσιμος (αλλά όχι εμπορικός), οι κιθάρες πλέον έχουν χώρο να δημιουργήσουν γλυκούς πονοκεφάλους, ενώ η τεράστια αλλαγή είναι της φωνής του Randy Blythe, ο οποίος χωρίς να κάνει εκπτώσεις τσίτας, ακούγεται πλέον πιο εύκολος στην κατανόηση και η άρθρωση του γίνεται πωρωτική και μορφή τιμωρίας για όποιους τους είχαν αμφισβητήσει. Λίγο πριν βγει ο δίσκος και συγκεκριμένα το Μάρτιο, έκανε την εμφάνιση του το single “Ruin” που άνοιγε τον δίσκο και γυρίστηκε σε βίντεο.

Το συγκεκριμένο βίντεο (δεύτερο για τον δίσκο) έχει γυριστεί μέσα σε μία εκκλησία, με τον Μεξικάνο ιερέα να τους παρουσιάζει με το περίφημο “Sinhoras y sinhores, Corderos de dios”, δηλαδή «Κυρίες και κύριοι, οι LAMB OF GOD». Ήταν πλέον ευδιάκριτη η αλλαγή επιπέδου της μπάντας, ο ήχος είχε γίνει λίγο πιο thrash-αριστός και η απόδοση τους είχε πιάσει κορυφή. Στα πλαίσια της κορυφής αυτής, γράψανε και το καλύτερο κομμάτι της καριέρας τους μέχρι σήμερα, το φονικό “11th hour”, το οποίο ήταν το δεύτερο single αλλά το πρώτο βίντεο για τον δίσκο. Τρίτο single (και βίντεο) ήταν για το ομότιτλο “As the palaces burn” στις αρχές του 2004, ενώ σε single (χωρίς βίντεο) κυκλοφόρησε και το “Vigil” που έκλεινε τον δίσκο. Τα τέσσερα προαναφερθέντα κομμάτια σαφώς και είναι οι πολιορκητικοί κριοί του δίσκου, ενώ στο “Purified” ακούμε σόλο από τον Chris Poland (ο Μark Morton είναι Ο οπαδός MEGADETH εκεί έξω), στο “A devil in God’s country” παίζει κιθάρα ο Devin Townsend, ενώ στο “11th hour” συμμετέχει ο πρώην παραγωγός τους Steve Austin. To Nοέμβριο του 2013, το άλμπουμ επανακυκλοφόρησε για την 10η επέτειο του με έξτρα κομμάτια, νέα μίξη και mastering και υπερπολυτελές πακέτο, ενώ συνολικά μέχρι σήμερα έχει πουλήσει πάνω από 270.000 αντίτυπα.


Δεν πέρασαν παρά 15 μόλις μήνες από τον θρίαμβο του “As the palaces burn” και οι Αμερικάνοι επέστρεψαν δριμύτεροι και με τον δίσκο που τους κατέστησε παγκόσμια υπερδύναμη και που τους έμαθε και ο τελευταίος αντιρρησίας συνείδησης. Το “Ashes of the wake” ήταν το πρώτο τους άλμπουμ για την πολυεθνική Epic Records που είδε χρυσάφι στρωμένο στα πόδια της και έσπευσε να τους υπογράψει με συνοπτικές διαδικασίες. Παραγωγός αυτή τη φορά ο Machine, ο ήχος πιο καθαρός και ακόμα πιο αιχμηρός, τα κομμάτια όλα προγραμματισμένα να γίνουν χιτάρες, με το “Laid to rest” που ανοίγει το δίσκο να είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι τους, το “Now you’ve got something to die for” να είναι αναπόσπαστο μέρος των συναυλιών τους, όπως και το “Omerta” με τον περήφανο παραφρασμένο λόγο του στην αρχή περί κώδικα σιωπής των μαφιόζων (sic) και φυσικά τα εξίσου καθηλωτικά “Hourglass”, “The faded line” και το ομότιτλο κομμάτι στο οποίο συμμετέχουν με σολάρες πάλι ο Chris Poland και αυτή τη φορά και ο Alex Skolnick (θεόθεος και βάλε, οι συστάσεις περιττές θεωρώ). Ο δίσκος χαρακτηρίστηκε 49ος κιθαριστικός δίσκος όλων των εποχών (!) και πούλησε 35.000 αντίτυπα την πρώτη του εβδομάδα, σκαρφαλώνοντας στο νούμερο 27 του Billboard 200, ενώ μέχρι το 2010 είχε πουλήσει 398.000 αντίτυπα μόνο στην Αμερική.

Παραμένει ο δίσκος τους με τις περισσότερες πωλήσεις και έγινε χρυσός τον Φεβρουάριο του 2016. Οι πρώτες κόπιες του δίσκου είχαν συνοδευτικό το μπόνους δισκάκι “Pure American metal”, το οποίο περιείχε 5 κομμάτια από όλη τους την καριέρα, επίσης κυκλοφόρησε και σαν dual disc έκδοση στην Αμερική με την πλευρά του DVD να περιέχει τον δίσκο σε 5.1 Dolby Surround ποιότητα, όπως και διάφορα βίντεο κλιπ. Φυσικά το συγκρότημα ανακηρύχθηκε συγκρότημα της χρονιάς στην συντριπτική πλειοψηφία του μεταλλικού τύπου και το μέλλον τους φαινόταν υπέρλαμπρο. Σαν κερασάκι στην τούρτα, στις 13 Δεκεμβρίου του 2005, κυκλοφόρησε το DVD/live CD “Killadelphia” που ηχογραφήθηκε στη Philadelphia τον Οκτώβρη του 2004 και βρίσκει τη μπάντα και το κοινό της σε φρενήρη κατάσταση, ενώ και το επίσημο βίντεο του δίσκου για το “Now you’ve got something to die for” έχει στιγμιότυπα από την εν λόγω εκτέλεση. Όλος ο κόσμος ήταν κι επίσημα αντιμέτωπος με την καταστροφική τους συναυλιακή δύναμη και η επιθυμία να τους δουν όλοι σε όλα τα μέρη του κόσμου ολοένα και μεγάλωνε, σίγουρα στην πιο μεστή περίοδο του συγκροτήματος. Γινόταν καλύτερα; Κι όμως γινόταν απ’ ότι φαίνεται! Με τον Machine και πάλι στην κονσόλα της παραγωγής, και πάλι μήνα Αύγουστο, χτύπησαν στο ψαχνό εκεί που δεν το περίμενε κανείς.

Το “Sacrament” κυκλοφόρησε στις 22 Αυγούστου 2006, σχεδόν 2 χρόνια μετά τον προκάτοχό του και κατάφερε σχεδόν άμεσα να γίνει ακόμα πιο αγαπητό και σε ένα άτυπο δημοψήφισμα μεταξύ των οπαδών (αλλά και των εχθρών τους) θα λάμβανε έστω και δύσκολα την 1η θέση στη δισκογραφία τους. Φανταστείτε ένα ακόμα πιο ώριμο “Ashes of the wake” με πιο συγκεντρωμένο και εσωτερικό ήχο, ενώ και η παραγωγή είναι πιο ζεστή και αναδεικνύει τα κομμάτια. Κομμάτια όπως το εναρκτήριο “Walk with me in hell”, τα τσιτωμένα “Again we rise” και “Pathetic”,τα ωριμότερα ως τότε κομμάτια τους “Descending” και “Blacken the cursed son” και φυσικά το highlight “Redneck”, για το οποίο οι λατρευτικές εκδηλώσεις οδήγησαν σε τίτλους όπως «το καλύτερο κομμάτι της τελευταίας 15ετίας» ή το «καλύτερο κομμάτι που δεν γράψανε οι PANTERA» και διάφορα άλλα παρόμοια. Το άλμπουμ πάλι βγήκε δίσκος της χρονιάς, ακόμα και από το Revolver που το 2004 είχε δώσει στο “Ashes of the wake” τη 2η θέση πίσω από το “Leviathan” των MASTODON (ΟΚ, όλα καλά, όλα άγια, αλλά απλά…ΟΧΙ)! Το κομμάτι προτάθηκε μάλιστα και για τα Grammy της επόμενης χρονιάς στην κατηγορία best metal performance αλλά έχασε από το “Eyes of the insane” των SLAYER. Το άλμπουμ ως το 2010 είχε πουλήσει 331.000 κόπιες.


Εμφανίστηκαν ως μέρος της Unholy Alliance tour δίπλα σε SLAYER, MASTODON, CHILDREN OF BODOM και THINE EYES BLEED, ενώ ήταν μέρος της Gigantour με headliners τους MEGADETH, παίξανε στην κύρια σκηνή του Ozzfest, στο Download Festival και φυσικά στην co-headline περιοδεία με τους KILLSWITCH ENGAGE, SOILWORK  και DEVILDRIVER, όπου ο headliner μεταξύ LOG/KSE άλλαζε καθημερινά. Το 2007 ο δίσκος κυκλοφόρησε σαν deluxe producer edition με το δεύτερο δισκάκι να είναι cd-rom περιλαμβάνοντας τα κομμάτια σε 192 kbit MP3 και μπορούσε ο αγοραστής να φτιάξει τα κομμάτια όπως ήθελε. Ο Blythe μάλιστα τόνιζε ότι ήταν ένας τρόπος να δώσουν κίνητρο στους οπαδούς να αγοράσουν κάτι ενισχυμένο από το να το κατεβάσουν απλώς. Η μπάντα παρότι ευχαριστημένη από την Epic στην Αμερική, διαπραγματεύτηκε το συμβόλαιο της για διανομή εκτός χώρας και βρισκόταν σε έξαρση για να φτιάξει το επόμενο άλμπουμ της. Παρά την γενική αποδοχή, στις τάξεις της μπάντας υπήρχε ένταση, που κορυφώθηκε μετά από μία sold-out συναυλία στη Γλασκώβη στη Σκωτία, όπου μετά από πολλές διενέξεις, ο Randy Blythe αφού πρώτα επιτέθηκε φραστικά στους Chris Adler/Mark Morton, ο τελευταίος τον έσυρε έξω από το λεωφορείο και τον γρονθοκόπησε επανειλημμένα στο πεζοδρόμιο, σε περιστατικό που αποτυπώνεται και στο DVD “Walk with me in hell” που κυκλοφόρησε μετά. Μετά από δύο βράδια και μία ακόμα συναυλία και πολλά ποτά ενδιάμεσα, το τσεκούρι του πολέμου θάφτηκε.

Στα τέλη του 2008, η μπάντα αφού είχε ανακοινώσει ως παραγωγό τον Josh Wilbur για τον επερχόμενο δίσκο που θα έβγαινε τον Φεβρουάριο του 2009, περιόδευσε με τους METALLICA ξεκινώντας το Δεκέμβριο του 2008. Το “Wrath” κυκλοφόρησε τελικά στις 23 Φεβρουαρίου του 2009 με διανομή παγκοσμίως από την Roadrunner, σηματοδοτώντας ένα νέο κεφάλαιο, με έναν Randy Blythe διαφορετικότερο από ποτέ στα φωνητικά να κάνει τη διαφορά στο δίσκο, ενώ με τον χαρακτηριστικό ήχο του snare του Chris Adler να διαλύει αυτιά, είχαμε και πάλι ένα δίσκο που αγκαλιάστηκε άμεσα. Νούμερο 2 στο Billboard 200, με 68.000 πωλήσεις την πρώτη του εβδομάδα στην Αμερική, στην οποία έχει ήδη ξεπεράσει τις 200.000 πωλήσεις συνολικά προ πολλού. Τα μέλη της μπάντας εξήραν το αποτέλεσμα πριν την κυκλοφορία του, τονίζοντας την ανάγκη κάθε φορά να ακούγονται διαφορετικοί κι ότι αυτή τη φορά κάνανε πραγματικά ότι ήθελαν και τους βγήκε όπως το είχαν κατά νου χωρίς να βιαστούν. Το άλμπουμ πάλι δολοφόνησε αυτιά, με το αρχικό single “Set to fail” να προσφέρει ένα από τα καλύτερα βίντεο των τελευταίων ετών, με το χέρι του Blythe να κρατάει το μικρόφωνο στην αρχή και με το που κατεβαίνει να αρχίζει η ομοβροντία και γύρω τους οπαδοί να διαλύουν το μέρος (και τους ίδιους ακόμα).


Απίστευτο σύνολο κομματιών με το εναρκτήριο “In your words”, το ούγκανο “Contractor” (ΓΙΟΥ-ΧΟΥ), το δίδυμο της όμορφης συμφοράς “Fake messiah”/”Grace”, το “Reclamation” που τελειώνει με slide κιθάρα το δίσκο και ακόμα και τα μπόνους “We die alone”/”Shoulder of your god” να απορεί κανείς γιατί δεν μπήκαν στο δίσκο. Η μπάντα βγήκε σε παγκόσμια περιοδεία με τους CHILDREN OF BODOM και AS I LAY DYING με συμμετοχές σε κάποιες ημερομηνίες και των GOD FORBID και MUNICIPAL WASTE, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς παίξανε μαζί με τους MASTODON στην World Magnetic Tour των METALLICA, τους οποίους συνόδευσαν και αργότερα μέσα στη χρονιά, ενώ τέλειωσαν τη χρονιά με εμφανίσεις σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία μαζί με τους SHADOWS FALL  και τους DEVILDRIVER. Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν και στη χώρα μας την 1η Ιουνίου του 2010 στο Fuzz Club, με περίπου 1700 άτομα να δημιουργούν το αδιαχώρητο και γενικά να μιλάμε για μία από τις καλύτερες συναυλίες όλων των εποχών στη χώρα μας (μία μέρα μετά τους BOLT THROWER παρακαλώ). Εμφάνιση που δεν έχει ξεχαστεί και που ελπίζουμε προσεχώς να δούμε έστω και τη μισή τελειότητα αυτής, στο Gazi Music Hall καθώς όλοι όσοι βρεθήκαμε εκεί, αποκλείουμε πανηγυρικά να είναι καλύτεροι (κι αν μας κάτσει;)…

Το 2010 κι αφού κυκλοφόρησε ένα χορταστικότατο πακέτο συλλογή ονόματι “Hourglass”, η μπάντα μεταξύ άλλων έπαιξε για πρώτη φορά στις Φιλιππίνες με τους TESTAMENT και μάλιστα επέστρεψε και το 2012 στη χώρα. Επίσης παίξανε στην Ινδία, την Τουρκία και πολλά άλλα μέρη που δεν είχαν επισκεφτεί. Παίξανε στο Mayhem Festival  πλάι στους KORN, ROB ZOMBIE, FIVE FINGER DEATH PUNCH, ενώ τον Ιούνιο παίξανε για τρίτη φορά στο Download Festival. Βγάλανε το καταπληκτικό “Hit the wall” στο βιντεοπαιχνίδι Iron Man 2 (αν είναι δυνατόν να μην υπάρχει σε δίσκο αυτό το κομμάτι) το οποίο μέσα στο 2011 έγινε διαθέσιμο για ψηφιακό κατέβασμα.  Για άλλη μία φορά μέσα στη χρονιά συνόδευσαν τους METALLICA, μαζί με τους BARONESS αυτή τη φορά. Το 2010 και το 2011 διαδοχικά πάλι προτάθηκαν για Grammy, αλλά χάσανε από το “Dissident Aggressor” των JUDAS PRIEST και το… “El Dorado” των IRON MAIDEN αντίστοιχα (ουδέν σχόλιον τουλάχιστον για τη δεύτερη ήττα). Ο Chris Adler δήλωνε ότι μέσα στο 2011 θα άρχιζε δουλειά για το έβδομο άλμπουμ και ότι παραγωγός θα ήταν και πάλι ο Josh Wilbur. Toν Οκτώβρη δόθηκε στη δημοσιότητα ο τίτλος του δίσκου που θα ήταν “Resolution”το οποίο και θα κυκλοφορούσε τελικά στις 24 Ιανουαρίου του 2012. 

Πρώτο δείγμα του δίσκου ήταν το εκπληκτικό “Ghost walking” με τα πολύ όμορφο animation video και με την αναμονή να χτυπάει κόκκινο. Ο δίσκος ανοίγει με έναν sludge δίλεπτο εφιάλτη ονόματι “Straight for the sun” για να μπει στη συνέχεια το “Desolation” να πάρει κεφάλια και να αφήσει και πάλι με το σαγόνι πεσμένο όσους περίμεναν στη γωνία. Σαφώς επιθετικότερο και πιο κοντά στον πρώιμο ήχο τους από τον προκάτοχο του “Wrath”, αποτελεί και το μεγαλύτερο σε διάρκεια άλμπουμ τους με 14 κομμάτια και 56’ διάρκεια. Μάλιστα στην Ιαπωνική του έκδοση περιέχει τον κόμματο “Bury me under the sun” και στην iTunes έκδοση το “Digital sands” και μία ζωντανή εκτέλεση του “Vigil”. Οι πρώτες του κόπιες βγήκαν σαν διπλό δισκάκι με το δεύτερο δισκάκι να είναι ολόκληρη συναυλία ονόματι “Wrath – Tour 2009/2010”. Έκανε ντεμπούτο στο νούμερο 3 του Billboard 200 και στο νούμερο 1 του Rock Chart πουλώντας 52.000 την πρώτη του εβδομάδα, ενώ μέχρι τον Ιούνη του 2015 είχε πουλήσει πάνω από 161.000 κόπιες στην Αμερική. Το “Resolution” αποτέλεσε άλλο ένα θανατηφόρο βέλος στην φαρέτρα τους διατηρώντας το εκπληκτικό σερί των φοβερών τους δίσκων και όλοι περίμεναν να δουν αν και τι υπάρχει που να μπορεί να τους σταματήσει.


Αυτό που πήγε να τους βάλει μεγάλο φρένο έλαβε χώρο το 2010 στην Πράγα της Τσεχίας σε μία υπόθεση που επανεξετάστηκε με την σύλληψη του Randy Blythe όταν η μπάντα επέστρεψε στη χώρα στις 27 Ιουνίου του 2012. Ο τραγουδιστής ενεπλάκη σε υπόθεση που κατά τη διάρκεια παλιότερης συναυλίας του συγκροτήματος το 2010, απώθησε τον 19χρονο οπαδό Daniel Nosek που ανέβηκε στη σκηνή και κατά την πτώση του το παιδί χτύπησε στο κεφάλι άσχημα και στη συνέχεια πέθανε υποκύπτοντας στο τραύμα του. To συγκρότημα ακύρωσε την επερχόμενη περιοδεία του, ο Blythe αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση αρχικά, ενώ έδειξε μεταμέλεια μη γνωρίζοντας για τον θάνατο του παιδιού. Ο ίδιος τόνιζε σε κάθε δοθείσα ευκαιρία ότι δεν θα προσπαθήσει να δραπετεύσει και αν χρειαζόταν να κληθεί στο δικαστήριο ξανά, θα το έκανε πριν φύγει από την Τσεχία στις 3 Αυγούστου του 2012. Η δίκη τελικά έγινε από τις 4 ως τις 7 Φεβρουαρίου για να συνεχιστεί στις 4 και 5 Μαρτίου του 2013. Η απόφαση που πάρθηκε ήταν ότι ο Blythe παρότι ηθικός αυτουργός, δεν είχε εγκληματική πρόθεση και αφέθηκε τελικά ελεύθερος. Ζητήθηκε η επιστροφή της εγγύησης που πληρώθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης έπεσε στους διοργανωτές και τους υπεύθυνους ασφαλείας.

Τη στάση του να μην αποφύγει την περιοδική του φυλάκιση εξήραν πολλοί οπαδοί αλλά και εχθροί της μπάντας, ενώ πολλοί καλλιτέχνες όπως ο Tom Araya, o David Draiman, οι GWAR και άλλοι στάθηκαν ανοιχτά στο πλευρό του τονίζοντας το ποιόν του σαν άνθρωπο κι ότι δεν έπρεπε να φυλακιστεί εξ αρχής. Επίσης η οικογένεια του Nosek δεν του επιτέθηκε ποτέ ανοιχτά, ενώ ο ίδιος τους συνάντησε ιδιαιτέρως μετά τη δίκη και τους υποσχέθηκε ότι θα κάνει ότι μπορεί για να μην επαναληφθεί παρόμοιο περιστατικό μελλοντικά. Επίσης από την αρχή τέθηκε υπέρ της ιδέας να φυλακιστεί μόνιμα αν θεωρούταν αυτό σωστό, αλλά δεν δήλωσε ένοχος γιατί θα το έκανε εξ αρχής αν ένιωθε έτσι, ενώ δήλωσε συντετριμμένος ότι «πέθανε ένας οπαδός του συγκροτήματος μου, πως θα μπορούσα να νιώθω κάτι λιγότερο από συντετριμμένος γι’ αυτό»… Εκεί ξεκίνησε μία περίοδος που το συγκρότημα μπήκε στον πάγο με το μέλλον τους αμφίβολο, με πρώτο τον ίδιο τον Blythe να δηλώνει ότι θέλει χρόνο να ξεκουραστεί, ενώ το συγκρότημα γενικότερα δεν υπήρξε ενεργό παρά κάποιες σποραδικές καλοκαιρινές εμφανίσεις το 2014. Ο Blythe δήλωσε ότι θα κυκλοφορούσε το βιβλίο του στις αρχές του 2015 μαζί με τον νέο δίσκο των LAMB OF GOD, για τον οποίο θα χρησιμοποιούσε στίχους που έγραψε ενώ εξέτιε την ποινή του.


Το νέο άλμπουμ θα κυκλοφορούσε μέσα στο 2015 και μάλιστα περιγραφόταν αρχικά ως LAMB OF GOD VII, με το 7 να αναφέρεται στους καθαρούς δικούς τους δίσκους χωρίς τον πρώτο ομότιτλο BURN THE PRIEST δίσκο. Ο τίτλος του φανερώθηκε και ήταν  “VII: Sturm und drang” (δηλαδή “Storm and stress”) το οποίο κυκλοφόρησε στις 24 Ιουλίου του 2015. Σηματοδοτεί τον πιο ώριμο και πειραματικό δίσκο της καριέρας τους, με χρήση καθαρών φωνητικών, mid-tempo στιγμών και επιρροών μέχρι κι από… ALICE IN CHAINS  στο εκ των single “Overlord”. Το πρώτο κομμάτι που έγινε διαθέσιμο ήταν το “Still echoes” ενώ το πρώτο βίντεο ήταν για το κομμάτι “512” το οποίο ήταν το νούμερο του κελιού του Blythe στην Τσεχία και η στιχουργική του έμπνευση περιγράφει τα συναισθήματα του τραγουδιστή. Τόνισε ότι τον είχαν σε ένα υπόγειο μπουντρούμι όπου έλεγχαν με κάμερα τις αντιδράσεις του για πιθανή κατάθλιψη. «Απλά σε βάζουν στο σκοτεινότερο μέρος της φυλακής, δε μπορούσα καν να δω τον ήλιο για να ξεχωρίσω ποιο σημείο της μέρας ήταν, απλά ένιωθα σταδιακά λιγότερα επίπεδα φωτισμού». Ο δίσκος περιέχει σημαντικές συμμετοχές όπως αυτή του Chino Moreno (DEFTONES) που λάμπει στο “Embers” και του Greg Puciato (ΤΗΕ DILLINGER ESCAPE PLAN) ΠΟΥ συμμετέχει στο “Torches”.

O δίσκος πάλι έφτασε στο νούμερο 3  του Billboard 200 και έλαβε και πάλι τον τίτλο του καλύτερου δίσκου της χρονιάς σε πολλά περιοδικά, ενώ έχει πουλήσει πάνω από 100.000 αντίτυπα στην Αμερική μέχρι σήμερα, έχοντας την καλύτερη διανομή και πωλήσεις δίσκου τους, διανομή που αυτή τη φορά εκτός Αμερικής ανέλαβε η Nuclear Blast. Παραγωγός για τρίτη συνεχόμενη φορά ο Josh Wilbur, ενώ γενικά πρόκειται για το πιο αποδεκτό άλμπουμ της μπάντας ακόμα κι από όσους τις είχαν γυρίσει την πλάτη, με χιλιάδες νέους οπαδούς (και πρώην haters) να έρχονται να μεγαλώνουν την αναρίθμητη παγκόσμια στρατιά τους (στο χωρίο μου το λέμε κωλοτούμπα και επιλεκτική μνήμη αυτό, αλλά για πάρτη τους, χαλάλι). Μέσα στο 2017 και μετά την παγκόσμια περιοδεία του δίσκου, ο Blythe τόνιζε «αυτή τη φορά πρέπει όντως  να κάνουμε διάλειμμα». Το μοναδικό μέχρι στιγμής δείγμα τους μετέπειτα είναι σαν… BURN THE PRIEST στο άλμπουμ διασκευών “Legion: XX” όπως αναφέραμε, ενώ μετέπειτα ο Chris Adler δήλωσε ότι η μπάντα σκοπεύει να έχει κυκλοφορήσει το επόμενο άλμπουμ της ως τον Δεκέμβριο του 2019. Ο Adler μάλιστα αποκάλυψε ότι είχε εκτενή συζήτηση με τον Lars Ulrich στο πως είναι να δουλεύει κανείς με τον Dave Mustaine, προφανώς αναφερόμενος στον καιρό που αποτέλεσε μέλος των MEGADETH.


Όπως είναι πολύ εύκολο να γίνει αντιληπτό, η πορεία των LAMB OF GOD μόνο στρωμένη με ροδοπέταλα δεν υπήρξε μέσα στα χρόνια. Είχαν τα κάτω τους και τα πολύ πάνω τους, πέρασαν από Σκύλα και Χάρυβδη για να τα καταφέρουν, είδαν τα όνειρα τους να γίνονται πραγματικότητα και να γκρεμίζονται σε μία στιγμή, βρήκαν το κουράγιο να σηκώσουν κεφάλι όταν τα χαρτιά γύρισαν εναντίον τους, να κερδίσουν ξανά πρώτα τον δικό τους εσωτερικό σεβασμό και στη συνέχεια να αποδείξουν ότι παρότι τα χρόνια περνάνε, οι ίδιοι δεν γερνούν αλλά ωριμάζουν σαν το παλιό καλό κρασί. Είναι μία από τις ελαχιστότατες περιπτώσεις που όχι απλά δεν έχουν μέτρια δουλειά, αλλά κάθε νέα τους δουλειά έχει κάτι το φοβερό να προσφέρει. Ίσως όχι τόσο φοβερό όσο την περίοδο 2003-2006 όπου οι δίσκοι τους άλλαξαν το παιχνίδι του ακραίου ήχου γενικότερα, αλλά η μεστή μουσική τους εξέλιξη και η συμπεριφορά τους εντός κι εκτός σκηνής ήταν ικανή να τους προσδώσει πολλούς πόντους και να αναγνωρίζονται ως πραγματικά τεράστιο συγκρότημα ακόμα και από όχι ιδιαίτερους οπαδούς τους. Συνεχίζω να πιστεύω ακράδαντα ότι δεν έχουμε συναντήσει καλύτερο, συνεπέστερο και ποιοτικότερο συγκρότημα την τελευταία 20ετία. Φρένο στις ορέξεις τους έχουν βάλει μόνο οι ίδιοι, με συχνότερες κυκλοφορίες θα μιλούσαμε σε άλλη βάση, αλλά αυτό που μετράει είναι ότι τους έχουμε ανάμεσα μας και ότι παίρνουν τον χρόνο του για να είναι πάντα σοβαροί και χωρίς την παραμικρή έκπτωση τελειότητας.

Στις 3 Ιουλίου θα προστεθεί άλλος ένας λόγος για το Ελληνικό κοινό να τους λατρέψει, όσοι ήταν εκεί το 2010 περιμένουν τη στιγμή εδώ και 9 χρόνια ανυπόμονα, όσοι έχουν ακούσει ιστορίες για εκείνο το καταστροφικό βράδυ, θα χρειαστεί να κάνουν λίγη υπομονή ακόμα. Στη συνέχεια θα είναι αυτοί που θα διηγούνται στις επόμενες γενιές τι έζησαν, όπως κάναμε εμείς με τους μικρότερους σε ηλικία από εμάς εδώ και τόσα χρόνια.

Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here