Αν τρελαίνεσαι για συγκροτήματα του καιρού μας που καταθέτουν την αγάπη, το πάθος και το μεράκι τους για το rock της δεκαετίας του ’70, τότε σίγουρα λατρεύεις τους LUCIFER, χάνεις τη μιλιά σου μπροστά στο αριστουργηματικό εκείνο πρώτο τους album (“I”) και εκτιμάς με τον δέοντα τρόπο την συνέχεια αυτού, τα “II”, “III” και “IV”. Όχι άδικα, αφού εδώ γίνεται λόγος για ένα από τα καλύτερα rocking acts της εποχής μας, με πάνω από δυο εκατοντάδες συναυλιών σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία, στις μεγαλύτερες σκηνές με χιλιάδες κόσμου από κάτω αλλά και στα μικρά clubs, εκεί που «μετρούν» οι αληθινά ικανοί. Εκεί που μεταξύ κοινού και μπάντας, μεσολαβεί μισό μέτρο και το παραμικρό λάθος, φαίνεται τεράστιο.
Τη διαφορά βέβαια, που «εκτόξευσε» αμέσως το συγκρότημα, δεν την έκαναν μόνο τα ομολογουμένως εξαιρετικά τραγούδια των παραπάνω δίσκων, ούτε οι ικανότατοι παίκτες που έχουν κατά καιρούς παρελάσει από τις τάξεις του. Σημαντικότατο μερίδιο σε αυτό έχει η ξανθομάλλα ιέρεια Johanna Claudia Sadonis, με την ιδανική για το ύφος φωνή και την καθηλωτική παρουσία. H, για πολλούς, διάδοχος του ζωντανού θρύλου που ονομάζεται Jinx Dawson. Μια πραγματικά ταλαντούχα frontwoman, μια αξιέπαινη καλλιτέχνιδα, όχι μόνο για τις φωνητικές και επικοινωνιακές της αρετές, μα και γιατί δεν πουλά την εξωτερική της εμφάνιση για να κερδίσει τις εντυπώσεις, όπως κάνουν τόσες και τόσες στη θέση της.
Θα θυμάσαι πως ξεκίνησαν οι LUCIFER. Ως ένα doom rock/proto metal σχήμα, που είχε στο αρχικό του line-up τον «πολύ» Garry Jennings των θεών CATHEDRAL (τον καταλάβαινες από την κιθάρα, δίχως να διαβάσεις όνομα στα credits) και τον drummer Andrew Prestidge των cult doomsters WARNING, υπεύθυνο επίσης για τα τύμπανα του “As above, so below” των ANGEL WITCH. Όταν ο Jennings με τον Prestidge αποχώρησαν, άφησαν τη μπάντα σε σίγουρα χέρια. Ο επίσης «πολύς» Nicke Andersson (ENTOMBED, THE HELLACOPTERS και μετέπειτα σύζυγος της Johanna) ήταν σπουδαία και κομβική μεταγραφή. Ήρθε, άλλαξε όλο το group, εμπλούτισε τον ήχο και σάλπαρε με τους LUCIFER για νέες θάλασσες.
Φέτος έχουμε νέες αλλαγές. Δεν θα κρύψω την αρχική μου ανησυχία, όταν έμαθα πως οι LUCIFER υπέγραψαν στη Nuclear Blast. Τεράστια εταιρεία, κολοσσός, αλλά δεν θα ήθελα να ακούσω τη μπάντα με «γυαλισμένη», digital παραγωγή. Η vintage προσέγγιση απαιτεί και τον αντίστοιχο, αναλογικό, «παλιακό» ήχο, προερχόμενο από εξίσου vintage εξοπλισμό. Ευτυχώς, αυτό που φοβόμουν δεν συνέβη και οι LUCIFER εξακολουθούν να έχουν μια καταπληκτική, retro παραγωγή, που τονίζει όλα τους τα δυνατά σημεία, χαρίζει απίστευτη λεπτομέρεια και ταιριάζει «γάντι» με τα καινούργια τραγούδια, μέσω των οποίων γίνεται μια ουσιαστική αναδρομή σε όλη την περίοδο που έζησε ο «σκληρός ήχος», από το τέλος των ‘60s ως τα πρώτα χρόνια των ‘80s. Ας δούμε τι συμβαίνει…
To “Fallen angel” κάνει ένα καταπληκτικό μπάσιμο στο album, με έναν πρωτόλειο, συνθετικά, heavy metal (ναι!) τρόπο, κάπου μεταξύ πρώιμων IRON MAIDEN, DEMON, ANGEL WITCH και DIAMOND HEAD. Ποιος το περίμενε; Χμ… σίγουρα αυτοί που θυμούνται πως πριν τους LUCIFER υπήρξαν οι THE OATH και η διασκευή στο “Night of the demon”. Στα “At the mortuary”, “Slow dance in a crypt” και “Nothing left to lose but my life” αποθεώνεται το heavy rock/proto metal του Iommi και των BLUE OYSTER CULT, αλλά οι LUCIFER δεν πέφτουν στην παγίδα του «πισωγυρίσματος» στο “I”. Απολύτως επιτυχημένα, με μαεστρία, το «μπολιάζουν» με πολλά blues στοιχεία, θυμίζοντας κάποιες φορές τους LED ZEPPELIN, LYNYRD SKYNYRD (άκου προσεκτικά το riff του “Slow dance…” στο refrain), ακόμη και τον Joe Bonamassa!
Το “A coffin has no silver lining”, διανθισμένο με την occult μυσταγωγία των BLUE OYSTER CULT και το “Strange sister” που χρωστά πολλά στο αμερικανικό hard rock a la HEART και KISS, είναι δυο τρανταχτές περιπτώσεις όπου οι Η.Π.Α μπαίνουν για τα καλά στο παιχνίδι. Όπως rock-άρουν όμορφα το “Riding reaper” και το περίπου hippie “Maculate heart”, μόνο που εδώ η επίδραση των JEFFERSON AIRPLANE δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για παραπάνω σχολιασμούς και συνδέσεις με άλλους καλλιτέχνες ή συγκροτήματα. Τέλος, το “The dead don’t speak”, με το εντελώς GHOST σημείο προς το τέλος του, κάλλιστα θα μπορούσε να βρίσκεται στο “Come n’ get it” των WHITESNAKE. Και πίστεψέ με, δεν θα αναπολήσεις τον Coverdale σε καμιά των περιπτώσεων, σε αυτήν την blues μυσταγωγία… η Johanna είναι καταπληκτική!
Καταπληκτικά τραγούδια, υπέροχη η ροή τους, η Johanna καταθέτει τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της, οι στίχοι είναι απολαυστικοί, η χρονική διάρκεια ιδανική… Το πόσο «δεμένο» και «δουλεμένο» είναι το συγκρότημα, προκαλεί τον θαυμασμό! Σε μένα όμως, υπάρχει και κάτι ακόμη που τον προκαλεί: Μπορεί οι LUCIFER να άφησαν τον κόσμο άναυδο με το ντεμπούτο του 2015, μπορεί να ακολούθησαν επίσης πολύ καλοί δίσκοι σε 70s πλαίσια, οι ίδιοι όμως ήξεραν ότι αν συνέχιζαν στο ίδιο μοτίβο, θα αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο του να «βαλτώσουν», να χάσουν αυτήν τους την «σπίθα». Και αυτό εδώ το album, με τις νέες ηχητικές «προσθήκες», δείχνει πως οι LUCIFER έχουν μπροστά τους ένα νέο πεδίο δόξης, εξίσου λαμπρό, όπου και πάλι είναι ικανοί να καταπλήξουν!
Τουλάχιστον ισάξιο του “I”, το “V” είναι καλύτερο από όλα τα υπόλοιπα LUCIFER albums, χωρίς δεύτερη σκέψη και συζήτηση, κάτι που το κατατάσσει αυτομάτως ανάμεσα στις σπουδαίες κυκλοφορίες του vintage/retro κινήματος. Αλλά έχει ένα πολύ μεγάλο avantage, έναντι των προκατόχων του: Δεν χρειάζεται να είσαι 70s freak για να το λατρέψεις! Όπως καταλαβαίνεις, τοποθετείται από τώρα και στα ψηλά πατώματα της λίστας με τα καλύτερα της χρονιάς, κι ας έχουμε ακόμη Ιανουάριο… Πραγματικά, υπέροχο!
9,5 / 10
Δημήτρης Τσέλλος