Πρώτο σόλο άλμπουμ σε σύνθεση, παραγωγή, μίξη και κυκλοφορία αποκλειστικά από τον Mike Mangini περίπου έναν μήνα μετά την είδηση μεγατόνων πως, ύστερα από σχεδόν δεκατρία χρόνια υπηρεσίας στους DREAM THEATER, φεύγει για να επιστρέψει στον θρόνο του ο Mike Portnoy. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως θα αντιδράσει ο κόσμος στην πρώτη σόλο κυκλοφορία αυτού του τεράστιου μουσικού, ειδικά όσοι γαλουχήθηκαν με τους THEATER επί Mangini. Αρκετοί μπορεί να ενδιαφερθούν επιπλέον και επειδή συμμετέχουν αρκετοί σπουδαίοι καλεσμένοι: Gus G και Ivan Keller (DINO JELUSICK) στις κιθάρες, Tony Dickinson (TRANS-SIBERIAN ORCHESTRA) στο μπάσο και η Jen Majura (κιθάρα και φωνητικά στους EVANESCENCE) στα φωνητικά. Και κάπου εδώ να πω εν συντομία πως δεν τίθεται καν θέμα για την αξία του Mangini. Ο άνθρωπος είναι ένας απίστευτα πειθαρχημένος μουσικός με αξιοζήλευτο βιογραφικό και τεχνική κατάρτιση που σπάνια συναντάμε. Στους DREAM THEATER έχει επιδείξει απίστευτες ικανότητες και εντυπωσίασε πολλούς, ειδικά στα τελευταία δύο άλμπουμ τους. Ναι, το στυλ του είναι αυστηρό, ακριβές και κλινικό αλλά και αυτή η προσέγγιση έχει την αξία και τη θέση του. Το ζήτημα όμως εδώ και τώρα είναι η πρώτη αποκλειστική σόλο δουλειά του Mangini και όχι μόνο η δουλειά του ως ντράμερ για όλες τις μπάντες και τους καλλιτέχνες που έχει υπηρετήσει.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως θα πρέπει ίσως να παραγκωνίσω τις όποιες προσδοκίες και την προκατάληψή μου καθώς αρχικά σκέφτηκα πως θα ακούσω ένα υπέρ τεχνικό άλμπουμ με μεγάλες διάρκειες, «παράξενα» μέτρα και εναλλαγές – κοινώς κάτι αμιγώς progressive. Αμέσως όμως έπρεπε να αναθεωρήσω και να αποδεχτώ ότι ο άνθρωπος θα παίξει αυτό που προσωπικά γουστάρει και του βγαίνει. Έτσι λοιπόν ήρθα αντιμέτωπος με το εξής άλμπουμ: δώδεκα τραγούδια που δεν ξεπερνάνε τα τρία λεπτά (δύο από αυτά διαρκούν λιγότερο), όλα στο ύφος ενός μοντέρνου αμερικάνικου hard rock που με πήγε από τους VELVET REVOLVER στους THE PRETTY RECKLESS και λιγότερο στο heavy groovy rock/metal των BLACK STONE CHERRY και Ozzy Osbourne εποχής Zack Wylde. Δεν το περιμένατε αυτό, έτσι; Πώς λοιπόν ηχεί ο Mike Mangini σ’ αυτό το μουσικό πλαίσιο; Δυστυχώς (και το εννοώ αυτό), από το εναρκτήριο “Freak of nature” μέχρι και το τέλος, μιλάμε για ένα εντελώς τυποποιημένο άλμπουμ χωρίς προσωπικότητα και κάτι πέραν από τα βασικά χαρακτηριστικά ενός τυποποιημένου, εργοστασιακού άλμπουμ που μόλις βγήκε από τον ιμάντα παραγωγής. Αν εξαιρέσω τα εκπληκτικά σόλο του Gus G, που μας δείχνει γιατί είναι δικαίως ένας σύγχρονος guitar hero, καθώς και την τίγκα-στο-γρέζο φωνή της Majura, το άλμπουμ αυτό ακούγεται γρήγορα και ξεχνιέται σχεδόν αμέσως. Ένας λόγος γι’ αυτό, πέραν από το ότι είναι τόσο απλό και κοινότοπο, είναι η δομή όλων των δώδεκα συνθέσεων: ξεκίνημα με μια παραλλαγή στο ίδιο groovy/heavy κιθαριστικό riff (μα ούτε ένα riff στα τύμπανα;), lead κιθάρα με πολύ κοινότοπο κουπλέ που μας πάει γρήγορα στο πιασάρικο και ΠΑΛΙ κοινότοπο ρεφραίν στο οποίο δίνεται βάση στη φωνητική μελωδία. Ύστερα, επανάληψη του βασικού θέματος, κουπλέ, ρεφραίν, εκρηκτικό σόλο, ρεφραίν και ένα γρήγορο, σχεδόν αμήχανο κλείσιμο (αυτό ειδικά να το προσέξετε). Κοινώς, hard rock για την Eurovision – όχι απαραίτητα κακό και χωρίς το δικό του κοινό, αλλά hard rock εργοστασιακών ρυθμίσεων.
Και κάπου εδώ σκέφτηκα πως όντως ο Mangini θα γράψει ότι μουσική γουστάρει και όχι απαραίτητα prog. Αλλά διάολε, μιλάμε για τον ντράμερ που έγραψε το ξεσηκωτικό, δυναμικό riff για το πρώτο τραγούδι των DREAM THEATER που κέρδισε βραβείο Grammy και τα ντραμς που παίζει στο δικό του hard rock σόλο δίσκο δεν έχουν ούτε groove ούτε κάτι το ξεσηκωτικό. Απεναντίας, παίζει πάνω σε hard rock φόρμες με το γνωστό του κλινικό και ακριβές στυλ που, όσο και αν είναι τεχνικά αξιοζήλευτο, δεν κολλάει καθόλου. Που είναι η προσωπικότητα του μουσικού και η χαρά να παίζεις μια «ανεβαστική» μουσική με αυτούς τους καλεσμένους; Έτσι λοιπόν, έδωσα περισσότερη προσοχή στη φωνή της Majura και, κυρίως, τα σόλο του Gus G. Όλο το υπόλοιπο είναι τόσο μα τόσο κοινότοπο. Λυπάμαι που επαναλαμβάνομαι, αλλά από τον Mike Mangini περίμενα κάτι που να με εντυπωσιάσει και ξεσηκώσει. Μια μουσική που να με κάνει να αναφωνήσω «μα πως το παίζει αυτό;». Συνθέσεις καλογραμμένες, με μπόλικο περιεχόμενο και, αν όχι πώρωση και αγριάδα (είπαμε, εντυπωσιακό «ζώο» ο Mangini, αλλά ήμερο), τότε προσεγμένο και έξυπνο hard rock. Με τίποτα όμως τόσο απλοϊκό και, για άλλη μια φορά, κοινότοπο, εργοστασίου.
5,5 / 10
Φίλιππος Φίλης