MANOWAR, ROTTING CHRIST, RHAPSODY OF FIRE, MEDEN AGAN (Release Festival, Πλατεία Νερού, 22 Ιουνίου 2022)

0
303

(πριν ξεκινήσουμε με τα του report, να ζητήσουμε προκαταβολικά συγνώμη για την απουσία φωτογραφιών από τους MANOWAR, οι οποίες θα συμπληρωθούν μόλις τις λάβουμε από το συγκρότημα. Δυστυχώς, δεν επιτρεπόταν να φωτογραφήσει κάποιος άλλος πλην του επίσημου φωτογράφου τους, κάποιο τεχνικό πρόβλημα όμως, που δεν οφείλεται στη διοργάνωση του φεστιβάλ, τους έκανε να καθυστερήσουν την αποστολή των φωτογραφιών. Οπότε, για να μην φτάσουμε να δημοσιεύουμε “περσινά, ξινά σταφύλια”, βάζουμε τις υπόλοιπες φωτογραφίες, μαζί με ό,τι ανέβασε το συγκρότημα στα δικά του social media και αμέσως μόλις έχουμε στα χέρια μας επίσημο υλικό, θα εμπλουτιστεί το κείμενο. Ζητούμε και πάλι συγνώμη. Σάκης Φράγκος)

… ή αλλιώς, «ο Eric και όλοι οι άλλοι».

Νομίζω πως η προηγούμενη εμφάνιση των MANOWAR ήταν πετυχημένη πέραν των όποιων προσδοκιών, κάτι που φάνηκε τόσο την ώρα της συναυλίας, όσο και μετά, από τα «απόνερα» που αυτή άφησε. Διόλου τυχαία λοιπόν, εκεί που συνήθως τους βλέπαμε με κάποια (αρκετά) χρόνια απόσταση, από το 1994 και μετά, που μας επισκέπτονται ξανά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ο γνώριμος χώρος, τα παραπάνω από θετικά συναισθήματα και μια αισιοδοξία πως θα δούμε ακόμη καλύτερα πράγματα, να υπάρχει διάχυτη στην ατμόσφαιρα, ήταν στοιχεία που δημιουργούσαν και καλλιεργούσαν ένα πολύ όμορφο κλίμα. Αλλά για να προχωρήσουμε στο παρασύνθημα, ώστε να δούμε αν εκπληρώθηκαν οι προσδοκίες μας…

Πρώτοι στην σκηνή ανέβηκαν οι MEDEN AGAN, το ένα από τα δύο ελληνικά συγκροτήματα του billing, δυστυχώς μπροστά σε λίγο κόσμο και με τον ήλιο να έχει κάνει την Πλατεία Νερού, τηγάνι πραγματικό. Για όσους δε γνωρίζουν, η πεντάδα υπηρετεί και εκπροσωπεί τον χώρο του μελωδικού, συμφωνικού (power) metal, όπως αυτό καθιερώθηκε από τους NIGHTWISH, κατά βάση. Βεβαίως, οι επιρροές των Αθηναίων δεν οριοθετούνται στα πλαίσια της μουσικής των Φινλανδών ηγητόρων αλλά προεκτείνονται, μπαίνοντας στα «χωράφια» συγκροτημάτων όπως οι EPICA, WITHIN TEMPTATION και AFTER FOREVER. Με τέσσερεις δίσκους από το 2007 ως σήμερα (“Illusions”, “Erevos aenaon”, “Lacrima Dei” και “Catharsis”), στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, οι MEDEN AGAN έχουν καταθέσει τα διαπιστευτήριά τους όσον αφορά τη συνεχή ανοδική τους πορεία, η οποία είναι προϊόν σωστής και συνεχούς δουλειάς, εντός και εκτός studio. Το «εκτός studio» πήγαινε στο πόσο καλοί είναι σε επίπεδο συναυλιακό και ναι, όσες φορές τους έχω δει, έχουν παραπάνω από μια απλά αξιόλογη παρουσία στο «σανίδι». Ήθελα όμως να τους δω και υπό συνθήκες σαν αυτές του Release, σε μεγάλη σκηνή και με όσο γίνεται πιο «ξένο» κοινό από κάτω, για να βγάλω μερικά ακόμη συμπεράσματα.

Δυστυχώς, οι MEDEN AGAN στάθηκαν παραπάνω από άτυχοι. Γιατί; Γιατί θέτουν σοβαρή υποψηφιότητα για τον κάτοχο του τίτλου «Χειρότερος ήχος σε ανοικτό φεστιβάλ» όλων των εποχών. Στα πρώτα δύο τραγούδια, δεν ακουγόταν παρά ένας απίστευτος θόρυβος. ΘΟΡΥΒΟΣ. ΣΚΕΤΟΣ. Στη συνέχεια, ακουγόταν ο ίδιος απίστευτος θόρυβος, με μια τραγουδίστρια που προσπαθούσε να δώσει τον καλύτερό της εαυτό και την έβλεπες να παλεύει επί ματαίω. Όπως προσπαθούσαν και πάλευαν και οι υπόλοιποι της μπάντας, αλλά αυτοί δεν κατάφεραν να ακουστούν ποτέ, γι’ αυτό και δεν τους αναφέρω. Όπως προσπαθούσα κι εγώ να «πιάσω» κάτι, αλλάζοντας συνεχώς θέσεις. Κρίμα, μεγάλο κρίμα. Γενικά το festival είχε πολλά θέματα στον ήχο, αλλά αυτό το χάλι, δεν το περίμενα. Δε θα σταθώ στο αν η μπάντα μπορεί να δίνει συναυλίες σε τόσο μεγάλες σκηνές. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Θα μπορούσα να το πω, αν ήταν οι συνθήκες οι αρμόζουσες. Τώρα, ό,τι και να πω για τα παιδιά, θα είναι άδικο. «Πως σου φάνηκαν οι MEDEN AGAN;», με ρώτησε ένας φίλος. «Μου φάνηκαν ωραίοι», του απάντησα, «αλλά δεν τους άκουσα ποτέ». Νομίζω πως αυτό, τα λέει όλα. Για την ιστορία, το συγκρότημα έπαιξε τα παρακάτω κομμάτια:

SETLIST:
Intro/The purge
Embrace the sorrow
No escape
Lustful desires
Moth” (νέο κομμάτι από το επερχόμενό τους album)

Δημήτρης Τσέλλος

 

 

Όντας από πολύ νωρίς στο χώρο καθώς ήθελα να δω τους MEDEN AGAN για τους δικούς μου λόγους (Παρεμπιπτόντως αν δεν είχαν τέτοιο θέμα με τον ήχο, θα ήταν ένα άψογο show), περίμενα την εμφάνιση των RHAPSODY OF FIRE στη σκιά, με συνοδεία μπύρας και όμορφων υπάρξεων! Το χρονοδιάγραμμα δεν παρέκκλινε ούτε λεπτό και οι Ιταλοί βρέθηκαν στη σκηνή του Release Athens!

Σαν έφηβος ήμουν αρκετά φανατικός οπαδός των RHAPSODY (OF FIRE) όπως φαντάζομαι σχεδόν όλοι οι μεταλλάδες εκείνο τον καιρό. Οπότε ένα κομμάτι μέσα μου παραμένει σε εφηβικό στάδιο κάθε φορά που βλέπω τους Ιταλούς. Οι RHAPSODY OF FIRE δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που γνώρισα. Μόνο ο Staropolli βρίσκεται εκεί για να θυμίζει εκείνα τα χρόνια. Βέβαια αυτό δε σημαίνει απολύτως τίποτα. Οι RHAPSODY OF FIRE από το ξεκίνημα του σετ φάνηκαν ότι ήρθαν να το διασκεδάσουν. Και το έκαναν! Μία μπάντα πάρα πολύ δεμένη, προβαρισμένη, μετέδωσε το κέφι της παρότι την χτυπούσαν περίπου 38 βαθμοί Κελσίου και ο ήλιος στο κεφάλι (Σημείωση: O Νικήτας Μάντολας – ΜEDEN AGAN ήταν στα όρια της λιποθυμίας μετά το τέλος του σετ). Με χαμόγελα, με εξαιρετική διάθεση, η σχεδόν μία ώρα που είχαν πέρασε νεράκι! Ο κόσμος ανταποκρίθηκε στο έπακρο και έκανε το συγκρότημα να νιώσει ακόμα πιο άνετα πάνω στη σκηνή. Κάποια μικροπροβλήματα ξεπεράστηκαν εν ριπή οφθαλμού και γενικά οι RHAPSODY OF FIRE μας χάρισαν μία πολύ «δροσερή» εμφάνιση.

Στο σημείο που καθόμουν αρκετός κόσμος ζητούσε τραγούδια από τα δύο πρώτα αριστουργήματα του συγκροτήματος. Λογικό. Ακούστηκαν μόνο τα “Emerald sword” και “Land of immortals” που πραγματικά ξεσήκωσαν το κοινό. Τη μερίδα του λέοντος είχαν τα “Glory for salvation” και “The eighth mountain” όπου ακούστηκαν συνολικά έξι τραγούδια, τρία από το καθένα, ενώ ακούστηκε το ομώνυμο τραγούδι από το “Dawn of victory”  και το “The march of the swordmaster” από το “Power of the dragonflame”.

Εγώ κρατάω μία πάρα πολύ καλή εμφάνιση με τις όποιες δυσκολίες είχε (καιρός-ήχος κλπ). Και το πιο σημαντικό; Κρατάω τα χαμόγελα γύρω! Η καλύτερη εικόνα ολάκερης της ημέρας!

Ντίνος Γανίτης

Η εμφάνιση των ROTTING CHRIST έδειξε σε μεγάλο βαθμό τη δίψα που είχαν για να εμφανιστούν στη σκηνή μετά την παύση λόγω της πανδημίας. Μόνο να έβλεπε κανείς την ενέργεια και το πάθος που έβγαζαν αρκούσε για να αντιληφθεί και ο πλέον ανυποψίαστος ότι χάρηκαν κάθε δευτερόλεπτο από τα, περίπου, 60 λεπτά που είχαν στη διάθεση τους. Η θέση τους στο festival είναι ενδεικτική της απήχησης που έχουν πλέον στη χώρα μας, κάτι που πριν από 20 και πλέον χρόνια ήταν ζητούμενο. Και το κατάφεραν με μια σειρά 5 δίσκων που καθιερώθηκαν στις συνειδήσεις ακόμα και του – εντελώς διαφορετικού – κοινού που ακολούθησε τη μελωδία του highlight “King of a stellar war” με τρόπο εκκωφαντικό, υπερκαλύπτοντας τον Σάκη Τόλη. Ήταν η στιγμή που η εμφάνιση τους ξεσήκωσε τον κόσμο μετά το πρώτο 30λεπτο, στο οποίο παρουσίασαν κομμάτια της ύστερης εποχής τους. Σε εκείνο το σημείο έπαιξαν δυο ακόμα κομμάτια από τη μυθική τους πορεία στα 90s. To “Fgmenth, thy gift” θα ξεδιψά για πάντα όλους τους παλιούς οπαδούς τους που θα θέλουν έστω ένα κομμάτι από το magnum opus τους, “Thy mighty contract”.

Όμως ο χαμός έγινε όταν ακολούθησε το “Societas satanas” των THOU ART LORD, στο οποίο και πάλι ο Σάκης έδωσε το σύνθημα να γίνει mosh pit. Η αντίδραση του κόσμου μπροστά ήταν ακαριαία και έγινε κυριολεκτικά ο χαμός και με τα καπνογόνα. Η συνέχεια με το “In yumen/Xibalba” ήταν ανάλογη και ήταν πλέον δεδομένο ότι ξαναζούσαμε μετά από αρκετό καιρό τι σημαίνει να είσαι παρών σε μια εμφάνιση τους. Καθόλου τυχαία επιλογή μετά να παίξουν το “Grandis spiritus diavolos” που είναι απόλυτο συναυλιακό τραγούδι – βοηθάει που είναι ξαδερφάκι του “The Forest of n’Gai”! Το κλείσιμο με το “Non serviam” όσο αναμενόμενο κι αν είναι προκαλεί συγκίνηση ακόμα και σε εκείνους που ανυπομονούσαν να δουν τους MANOWAR.

Οι επιλογές των 12 κομματιών δεν ήταν τυχαίες. Θαρρώ πως ο Σάκης έδειξε σαν μικρή αποτίμηση των πιο σημαντικών δίσκων στην 34χρονη πορεία τους. Τη μερίδα του λέοντος είχε το “Κατά τον δαίμονα εαυτού” με 4 κομμάτια (“666”,”P’unchaw kachun- Tuta kachun”, “In yumen-Xibalba”, “Grandis spiritus diavolos”), γεγονός που δείχνει ότι το θεωρεί ως το πιο αντιπροσωπευτικό album της ολικής τους επαναφοράς από το 2007. Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο δεν έπαιξαν ούτε νότα από τα «αγαπημένα» του ελληνικού κοινού, “Theogonia” και “Aealo”. Από το αμφιλεγόμενο “Rituals” διάλεξε τα “Ελθε Κύριε” και “’Άπαγε Σατανά”, στο οποίο έγινε το οξύμωρο να προβληθεί στην οθόνη η φιγούρα του Ιούδα Ισκαριώτη, όπως ήταν στο “Satanas tedeum” demo. Μάλλον άτυχη επιλογή να παίξουν το “Dies Irae” από το τελευταίο τους album, “Heretics”, που θα περίμενε κανείς να έχει τη μερίδα του λέοντος στο setlist τους επειδή είναι το πιο πρόσφατο album τους. Όμως επειδή παίζουν εντός έδρας διαφοροποίησαν καίρια το setlist τους και καθόλου τυχαία έπαιξαν και το “Αθάνατοι εστέ”.

Ο ήχος όπως τον αντιλήφθηκα δεν ήταν καθαρός κυρίως στις κιθάρες, χωρίς αυτό να μειώνει την γενική τους εικόνα. Ο Κώστας Χελιώτης στο μπάσο ζούσε ένα ακόμα όνειρο με τους ROTTING CHRIST επί σκηνής, αποδίδοντας άψογα τα μέρη του, ακολουθώντας το, τρομερό σε ένταση, παίξιμο του Θέμη Τόλη στα τύμπανα. Αντίστοιχα ο Κώστας Φουκαράκης ήταν άψογος στα κιθαριστικά μέρη που ανέλαβε, έχοντας μια σκηνική παρουσία αντίστοιχη του προκατόχου του, Γιώργου Εμμανουήλ.  Όπως είναι στημένοι οι ROTTING CHRIST του 2022 ικανοποιούν και τον πιο απαιτητικό οπαδό τους, τόσο με την απόδοση τους, την σκηνική τους παρουσία και την λιτή αλλά, πανέμορφο αισθητικά, στήσιμο στο stage με τους σταυρούς εκατέρωθεν και τα γράμματα X Ξ Σ μπροστά από τα τρία μικρόφωνα τους.

Οφείλουμε όλοι ένα μεγάλο μπράβο στον Σάκη Τόλη που συνεχίζει ακάθεκτος μαζί με τον αδερφό του Θέμη για την αφοσίωση και την χαρά που έδωσαν σε όλους όσους ήταν εκεί και τους είδαν να δείχνουν τι μπορούν να κάνουν ακόμα και όταν η βραδιά δεν τους ανήκει. Προσωπικά το μόνο που θα κρατήσω σαν ανάμνηση από αυτή τη μέρα του Release festival είναι η αίσθηση ευγνωμοσύνης που μπορούμε και βλέπουμε καταιγιστικά live από τους ROTTING CHRIST! Όλα πλέον ήταν έτοιμα για την απόβαση των βασιλιάδων του metal, οι οποίοι δεν δίστασαν στο merchandise τους να πουλάνε μέχρι και την ελληνική σημαία!

Λευτέρης Τσουρέας

 

Η νύχτα είχε ρίξει για τα καλά το πέπλο της και ο Στρατός των Αθανάτων συντασσόταν έτοιμος για μιαν ακόμη μεγάλη μάχη, συνοδευόμενος από τη γνώριμη φωνή του Orson Welles… “Ladies and gentlemen, from the United States of America, all hail… MANOWAR!” και η αρχή δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική: “We met, on English ground, in a backstage room we heard the sound!”. Οι προπάτορες του επικού heavy metal πατούν την πελώρια σκηνή του Release, πίσω από ένα εξίσου πελώριο ηχητικό τείχος, που όμοιό του δε ξέρω αν έχουμε ξανακούσει. Δεν μπήκαν όπως και οι ίδιοι θα περίμεναν η αλήθεια είναι, αφού ακούστηκε και στον πλέον άσχετο το πόσο λάθος ξεκίνησε το “Manowar”, ωστόσο γρήγορα όλα έδειχναν να ξεπερνιούνται και το “Kings of metal”, ιδανικό στο να πάρει την σκυτάλη, μας «έλυσε» μια και καλή για την συνέχεια.

Μια συνέχεια η οποία βγήκε, για τα επόμενα τρία κομμάτια, από τα ομορφότερά μας όνειρα: To “Dark avenger”, σκοτεινό και επιθετικό από τη φύση του, μας μετέφερε πίσω στις πρώιμες, βάρβαρες μέρες του group, αυτές που του έδωσαν το status το οποίο και απολαμβάνει μέχρι σήμερα. Tο θρυλικό πια “Defender”, η μεγαλύτερη ίσως έκπληξη του set, να παίζεται ιανόμορφα, με τον Adams να μένει πιστός στην αρχική εκτέλεση του 1983 (στο τελείωμα δεν πιστεύω να υπήρξε κάποιος που να μη ρίγησε) και τους υπόλοιπους να προτιμούν αυτήν του 1987 και ένα λυρικότατο “Gates of Valhalla”, με τον Eric να ακούγεται άφθαρτος από τον χρόνο και τη μπάντα να ορίζει εκ νέου τον όρο «επικό heavy metal». Ανατριχιάσαμε, αφήσαμε το θαύμα μας, καταλάβαμε ξανά ποιες ήταν οι πραγματικές δυνατότητες του group και για ποιους λόγους το αγαπήσαμε.

Αντιθέτως, η συνέχεια, δημιούργησε δυστυχώς «κοιλιά». Όχι, το “Sword of the Highlands” δεν είναι κάτι περισσότερο παρά ένα τραγούδι της σειράς, δεν προσφέρει κάτι και δεν το σώζει ούτε η ερμηνεία του Adams, ούτε η εμφάνιση του σπουδαίου καρατερίστα James Cosmo (“Highlander”, “Braveheart”, “Troy”, “Game Οf Thrones”) σε ρόλο Σκότου πολέμαρχου. Θα μπορούσε να λείπει. Όπως για μένα ήταν αχρείαστη και η παρουσίαση του νέου τους τραγουδιού, “The revenge of Odysseus”. Δίνεις μια συναυλία μπροστά σε ένα κοινό, που αποτελείται από τους Manowarriors οι οποίοι ξέρουν μέχρι και τον ρυθμό με τον οποίο αναπνέεις, αλλά και από metalheads που απλά σε ακούνε, στα πλαίσια του «ακούω heavy metal». Τί τη θες μια καινούργια, μεγάλη σε διάρκεια σύνθεση, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν απελπιστικά μέτρια;

Μοναδική αναλαμπή σε αυτήν την ενότητα, η απόδοση του υπέροχου “Where eagles fly”, με την Chiara Tricarico (τραγουδίστρια των MOONLIGHT HAZE και TEMPERANCE) στα φωνητικά, στη θέση της μεγάλης Sarah Brightman, ντυμένη ως αρχαία Ελληνίδα. Προσωπικά μου άρεσε πολύ, έτσι κι αλλιώς το θεωρώ πολύ όμορφο τραγούδι το συγκεκριμένο, γύρω μου όμως έβλεπα να κυριαρχούν τα χασμουρητά. Αν σου πω πως είχε περισσότερο ενδιαφέρον το solo μπάσο του DeMaio, από το υπόλοιπο “The revenge of Odysseus”, θα με πιστέψεις; Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα σε κάτι ωραίο, με μουσικότητα, «βουτηγμένο» στα blues (!) και τη ψυχεδέλεια (!!). Μάλιστα, έχω την εντύπωση πως συμπεριέλαβε και μέρος του “Little wing” του Jimi Hendrix, αλλά δεν παίρνω κι όρκο για αυτό. Για την παρουσία του κατά τ’ άλλα συμπαθέστατου Κωνσταντίνου Καζάκου, σε συνδυασμό με όσα έδειχναν οι οθόνες, δε θα ήθελα να κάνω κάποιο σχόλιο. Με συγχωρείς…

Πίσω στην κανονική ροή του live, όπου το “Warriors of the world united” είναι πια και με τη βούλα ένα κλασσικό τους τραγούδι, που δε βγαίνει από το set ούτε με λοβοτομή. Αυτό για όσους πιστεύουν πως μετά το 1992 δεν υπάρχουν κλασσικές στιγμές στη MANOWAR δισκογραφία. Υπάρχουν, και έρχονται όλες, όλως τυχαίως, από το “Warriors of the world”. Το “Sign of the Hammer” το ακούσαμε σε μια super εκδοχή, με έναν απίστευτο Adams και σχεδόν σε medley με το “Hail and kill”, του οποίου η εισαγωγή «πήγε περίπατο» (γιατί;). Ίσως αποτέλεσαν έκπληξη τα “The dawn of battle”, “Holy war”, “Fight until we die” και “The glory of Achilles”, όπου σε όλα, πλην του “Holy war”, οι μη φανατικοί απλά παρατηρούσαν, ενώ καμία έκπληξη δεν αποτέλεσαν τα “Battle hymn” (αιώνιος παιάνας) και “Black wind, fire and steel”, με τον τιτάνιο frontman να αφήνει τα πνευμόνια του επί σκηνής.

Πάμε τώρα στο «ζουμί», φεύγοντας από την παρουσίαση, περνώντας στην κριτική και ξεκινώντας εννοείται από τον άνθρωπο που βαστούσε το μικρόφωνο. Ο Eric Adams είναι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής στην ιστορία του heavy metal. Ο συνδυασμός «φωνητικές ικανότητες/διάρκεια στον χρόνο» είναι αυτός που χαρίζει την πρωτιά αυτή και στην περίπτωση του «Ερρίκου» δεν αφήνει περιθώρια δεύτερου ονόματος στο τραπέζι. Δεν εξετάζω αν είναι ο αγαπημένος σου, ούτε αν έχεις αγαπημένη μπάντα κάποια άλλη της οποίας ο τραγουδιστής είναι εξίσου μεγάλη περσόνα, εδώ μιλάμε για έναν άνθρωπο εβδομήντα (70) ετών, σε σώμα πενηντάρη, με φωνή σαραντάρη. Έχει αλλάξει σε κάποιες περιπτώσεις την ερμηνεία του; Σαφώς. Όπως και έπρεπε να κάνει, ΑΚΡΙΒΩΣ για να έχει ΑΥΤΗΝ την απόδοση, σε ΤΕΤΟΙΑ ηλικία. Αλλά ακόμη κι έτσι, στις κραυγές του και στις κορώνες του, δεν τον συναντά κανείς. Στα μελωδικά, λυρικά του σημεία, όπως στην εισαγωγή του “Gates of Valhalla” για παράδειγμα, απλά έκλεινες τα μάτια και αφηνόσουν. Χρονομηχανή και ταξίδι στο 1983, το κάνει άλλος αυτό;!; Ζήσαμε και ζούμε αυτόν τον καλλιτέχνη σε όλη του την πορεία και αυτό ισούται με δώρο του Πολιτισμού προς εμάς, αυτό έχω να πω εγώ. Τίποτα λιγότερο.

Επίσης, αυτός εδώ ήταν ο πιο σοβαρός, μετρημένος και προσγειωμένος DeMaio που έχω δει. Λιγομίλητος, ουσιαστικός, ευγενέστατος, χωρίς ακρότητες και γραφικές αηδίες, με κέρδισε. Ακόμη κι όταν αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους ακυρώθηκε η εμφάνισή τους στη Βαρκελώνη, δεν ξέφυγε. Όσον αφορά τα τραγούδια, μπράβο για την επιλογή των “Dark avenger”, “Defender”, “Gates of Valhalla” όπου φάνηκε και η χαώδης διαφορά κλάσης. Τέλος, τα σκηνικά ήταν επιβλητικά και ταίριαζαν σε μια μπάντα τέτοιου επιπέδου, σε συνδυασμό με τα πυροτεχνήματα, τα pyros και γενικά τα διάφορα effects.

Τα αρνητικά… Όπως αναφέραμε πιο πάνω, ήταν εντελώς άστοχη η επιλογή του νέου τραγουδιού, καθώς και του “Sword of the highlands”, αλλά άντε,αυτό το τελευταίο πάει κι έρχεται. Που δεν «πάει», ούτε «έρχεται», αλλά τέλος πάντων. Θα μου πεις πως μπορούν να παίζουν ό,τι θέλουν, ωραία. Θα σου πω ως αντεπιχείρημα, πως σ’ αυτά τα (πολλά) λεπτά των “Sword of the highlands” και “The revenge of Odysseus”, θα μπορούσαμε να ακούσουμε την πρώτη τριάδα του “Hail to England” και με τον Adams σε τέτοια διαβολεμένη κατάσταση, να βγάζουμε αφρούς από το στόμα. Γιατί, κομμάτια ειδικά από τον δίσκο εκείνο έλειψαν και έλειψαν πολύ. Αλλά έστω, δε θες κάτι τέτοιο; Παίξε κάποια από τα εμπορικά σου hits, να μπει σε party mood ο κόσμος. Επιλογές υπάρχουν.

Δεύτερον… είσαι οι MANOWAR. Μια μεγάλη, πασίγνωστη, αμερικανική μπάντα. Και στις Η.Π.Α, υπάρχουν πολλοί, μα ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΙ, μουσικοί, που θα μπορούσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Δεν σου λέω με το ζόρι να έχεις τον Ross ή κάποιον από τους Rhino ή Hamzik, όχι. Αλλά ειλικρινά, έχω απορία. Με ποιο σκεπτικό «στρατολογείς» συνεργάτες; Ένας Martel ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ, άνευρος, άχρωμος, άγευστος (και είμαι ακόμη στο «Α») με μια κιθάρα «ευνουχισμένη» της οποίας ψάχναμε το distortion όπως ψάχνει η Νικολούλη όσους χάνονται, που σε κάθε ΜΑ ΚΑΘΕ lead, «άδειαζε» και «κρεμούσε» τα κομμάτια. Την προηγούμενη φορά τον «καπέλωσε» ο τραγικός Anders Johansson, ο οποίος για να πετύχει σωστό χτύπημα, κάναμε τάμα στη Μεγαλόχαρη και θες για αυτό, θες που ήταν η πρώτη φορά και είχε προηγηθεί και η ιστορία με τον Logan, το κοινό δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα μαζί του. Την έβγαλε «λάδι». Τούτη τη φορά όμως, ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος και αυτό δεν το καταλάβαινε μονάχα ένα παιδάκι, που τώρα ξεκινά να ακούει τη μουσική αυτή και του φαίνονται όλα «θεϊκά» και «έπη».

Όσο για τον Dave Chedrick, το γεγονός πως ήταν καλύτερος από τον Johansson, δε σημαίνει πως ήταν καλός. Μετριότης, μετριοτήτων, τα πάντα μετριότης. Τα όποια λάθη του, μικρά ή μεγάλα, τα ακούσαμε.Αυτή η αλλαγή στο στυλ παιξίματος των κομματιών, πόθεν προέκυψε; Πειραματισμοί στους MANOWAR, που έγιναν τεράστιοι, ως επί το πλείστον, με το μονολιθικό παίξιμο του Columbus; Απορώ για την προϋπηρεσία σε μπάντες όπως οι RAVEN, HIRAX, NEW EDEN και HERETIC… Πέραν της κάτω των αναμενομένων απόδοσης των νεοφερμένων, δεν ήταν καλός κι ο ήχος. Γενικά παρατήρησα μεγάλο πρόβλημα σε όλες τις μπάντες, αλλά στους MANOWAR είχαμε να αντιμετωπίσουμε και το ότι ήταν απελπιστικά δυνατός, παραμορφωμένος σε φάσεις και απαιτούσε τη χρήση ωτασπίδων. Όχι μόνο για την προστασία των τυμπάνων μας, αλλά και για να βελτιώνεται το ίδιο το ηχητικό αποτέλεσμα.

Τι κρατώ από όσα είδα; Τον αειθαλή Adams και μια χούφτα ύμνους, που όμως έφταναν και περίσσευαν, για να σωθεί η βραδιά. «Αυτό ήταν, αποζημιωθήκαμε, πάμε να φύγουμε!» ήταν τα λόγια ενός φίλου δίπλα μου, στο τέλος του “Gates of Valhalla” και μα την αλήθεια, το ίδιο ένιωσα κι εγώ! Αν ήταν καλύτερα τώρα, από το 2019; Αν τα βάλουμε στη ζυγαριά, για μένα γέρνει λίγο προς το 2022. Για κάποιον άλλον, προς το 2019. Μιας και το ανέφερα, να πω και τούτο: Διαβάζω για την «καταπληκτική» συναυλία του 2019, δω και κει… Αν αυτή ήταν «καταπληκτική», οι αντίστοιχες του 2007 και 2011 τι ήταν; Όπως και να ’χει όμως, ας αναλογιστούμε λίγο περισσότερο κάποια πράγματα και ας χαρούμε το γεγονός πως έχουμε ακόμη κοντά μας τέτοια μεγαθήρια. Γιατί όταν έρθει η ώρα, το κενό θα είναι μεγάλο και δυσαναπλήρωτο, όσο καλοί και να είναι οι «διάδοχοι» που ακολουθούν. Τροφή για σκέψη τα παραπάνω…

«Ρε συ Δημήτρη, σου άρεσε τελικά;»

Ναι φίλε, ωραία πέρασα. Μακάρι την επόμενη φορά, ακόμη καλύτερα!

SETLIST:
1. March of the heroes into Valhalla (intro)
2. Manowar
3. Kings of metal
4. Dark avenger
5. Defender
6. Gates of Valhalla
7. Sword of the highlands
8. Bass solo
9. The revenge of Odysseus:
Ι. Athena’s theme
ΙΙ. Telemachus
ΙΙΙ. Where eagles fly
IV. Odysseus and Calypso – The island of Ogygia
V. Immortal
10. Warriors of the world united
11. Sign of the hammer
12. Hail and kill
13. The dawn of battle
14. Holy war
15. Fight until we die
16. Battle hymn
17. Achilles, agony and ecstacy: The glory of Achilles
18. Black wind, fire and steel
19. Army of the Dead, part II (outro)

ΥΓ: Μπράβο στη διοργανώτρια εταιρεία για την όλη οργάνωση. Μακάρι να έχουμε πάντα και μόνο τέτοιες συνθήκες, σε κάθε πτυχή ενός festival, κάτω από την σκηνή. Από το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι στην είσοδο, μέχρι τα «περίπτερα» και τις συνθήκες υγιεινής. Τώρα τα του ήχου, βελτιώνονται και πιστεύω πως ήδη οι άνθρωποι του Release το έχουν προσέξει αυτό.

Δημήτρης Τσέλλος

Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here