OBSCURA – “A valediction” (Nuclear Blast)

0
195












Με την πάροδο 15 πλέον ετών από την πρώτη δισκογραφική δουλειά των σπουδαίων OBSCURA, δηλαδή το ντεμπούτο τους “Retribution” και με βάση τα πεπραγμένα από τότε μέχρι σήμερα και την κορυφαία τους απόδοση κι εν γένει αποτύπωση προσπάθειας σε κάθε τους άλμπουμ, μπορώ άφοβα και βάσει όχι μόνο ενδείξεων αλλά συνεχών αποδείξεων, να αναφέρω ότι έχουμε να κάνουμε με –κάτω τα χέρια- το κορυφαίο συγκρότημα που εμφανίστηκε σε αυτό το χρονικό διάστημα. Δεν ήταν οι μόνοι σε αυτή την άτυπη λίστα μου αλλά οι υπόλοιποι –δεν χρειάζεται να τους αναφέρω -έχασαν το τρένο της έμπνευσης και έτσι οι Βαυαροί σαν άλλη Μπάγερν Μονάχου, παίζουν μπάλα ολομόναχοι στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και όχι απλά φιλοδωρούν με πολλά γκολ τους αντιπάλους τους και σηκώνουν όλα τα τρόπαια, αλλά δεν δείχνουν και διάθεση να λυπηθούν κανέναν και στο εγγύς μέλλον έτσι όπως ακούγονται στο 6ο τους πλέον –και κορυφαίο της καριέρας τους ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ- άλμπουμ, ονόματι “A valediction”. Ξέρω ότι δυσκολεύεστε να πιστέψετε ότι ισχύει κάτι τέτοιο με βάση το όμορφα βεβαρημένο παρελθόν τους κι όμως αυτή είναι η μια και μοναδική αλήθεια, η οποία μάλιστα προσφέρεται απλόχερα από τις πρώτες ακόμα νότες του εναρκτήριου “Forsaken”, που είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου.

Ο ηχητικός πλούτος και η πέραν του δέοντος άπταιστη παικτική κλάση του συγκροτήματος εδώ απλώνονται όσο ποτέ και με τη μεγαλύτερη δυνατή ουσία και αμεσότητα, χωρίς ωστόσο να μπορεί κάποιος να αναφέρει ότι ο ήχος έχει μαλακώσει ή έχει γίνει πιο εμπορικός. Αντίθετα, το “A valediction” αποτελεί το πιο extreme OBSCURA άλμπουμ απ’ όλες τις απόψεις, από άποψη ταχύτητας, από άποψη δομών, αλλαγών σε αυτές, εκτέλεσης (εν ψυχρώ για τυχόν αντιπάλους) κάθε απαιτητικής νότας και φυσικά στο τέλος όλα αυτά μαζί έχουν δέσει με τέτοιο τρόπο που όσο κι αν νόμιζες ότι αγαπάς, θαυμάζεις και εκτιμάς γενικά αυτό το συγκρότημα κι ότι μπορεί να έχουν προσφέρει μέχρι σήμερα, η αγάπη/θαυμασμός/εκτίμηση γίνεται πλέον σχέση ζωής και απόλυτης παραδοχής του μεγαλείου τους. Διότι για μεγαλείο και τίποτα μεγαλύτερο μιλάμε εδώ μέσα σε 51 και κάτι λεπτά που αποτυπώνονται στα 11 θαυμάσια κομμάτια του δίσκου. Κομμάτια που αυτόνομα το καθένα θα μπορούσε να αποτελέσει απάτητη κορυφή, αλλά όχι μόνο δένουν άψογα σαν σύνολο, αλλά δείχνουν και τον δρόμο που μπορούν και πρέπει άλλες μπάντες να ακολουθήσουν για να ακουστούν το ίδιο ηγετικές. Οι OBSCURA πλέον όσο ποτέ και με εμπειρία μιάμισης και βάλε δεκαετίας, παίζουν σαν ηγέτες μιας παλιάς μουσικής τάσης.

Δεν ήταν και δεν θέλουν και οι ίδιοι να είναι μυστικό ότι η δημιουργία τους είναι προϊόν της αγάπης τους για το ιερό τρίπτυχο DEATH/ATHEIST/CYNIC που μεγαλούργησε σε εποχές 30 ετών πριν, όπως δεν είναι μυστικό ότι και η άλλη θαυμάσια μπάντα του κιθαρίστα/τραγουδιστή/αρχηγού Steffen Kummerer, οι μαγευτικοί THULCANDRA που βγάλανε δισκάρα φέτος για την οποία θα διαβάσετε προσεχώς, είναι τιμητές των DISSECTION αντίστοιχα. Αυτό όμως που πρέπει να δώσουμε ως μέγιστο credit στον Steffen είναι η ικανότητά του όχι απλά να μην αφήνει το πλοίο ακυβέρνητο μετά την εκδίωξη όλου του line-up αφού ολοκληρώθηκε η περιοδεία για το “Diluvium”, αλλά σε αντίθεση με προβλέψεις και Κασσάνδρες που προέβλεψαν ζοφερό μέλλον για τη μπάντα του, επέδειξε φοβερά αντανακλαστικά και έκανε κίνηση-ματ που εκτοξεύει πλέον την καριέρα των OBSCURA σε άλλο επίπεδο. Έτσι επαναφέρει στο συγκρότημα τον κιθαρίστα-θαύμα Christian Muenzner και τον μπασίστα-χταπόδι Jeroen Paul Thesseling που μεγαλούργησαν δίπλα του στις μέρες των “Cosmogenesis”/”Omnivium” και ακούγονται αμφότεροι όχι απλά σαν να μην έλειψαν ποτέ, αλλά να έχουν βελτιωθεί ακόμα περισσότερο (ΕΝΩ ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ) σαν παίκτες και να το καταθέτουν στις συνθέσεις του δίσκου. Κι αν για τον Jeroen τα δείγματα τα είδαμε και με τους PESTILENCE, o Christian λάμπει σαν χρυσάφι.

O άνθρωπος που έχει διαγνωσθεί με εστιακή δυστονία με την πάθηση να λαμβάνει χώρο ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο δάκτυλο του χεριού του και να μην του επιτρέπει να παίξει κιθάρα όπως ακριβώς ήθελε, αναγκάστηκε να αφήσει το συγκρότημα το 2014 για τον λόγο αυτό. Ωστόσο δεν το έβαλε κάτω και όχι απλά έχει καταφέρει να το ελέγχει, αλλά παικτικά ακούγεται σαν 18χρονος που έχει βγει στη γύρα και θέλει να κατακτήσει τον κόσμο. Εξάλλου οι ενδιάμεσες δουλειές του με τους SPAWN OF POSSESSION, ALKALOID, ETERNITY’S END και το συγκλονιστικό τελευταίο άλμπουμ των PARADOX αποδεικνύουν την κλάση τους και για μένα προσωπικά, είναι ο καλλιτέχνης της χρονιάς με τρεις δισκάρες στην πλάτη του για το ’21 (OBSCURA, PARADOX, ETERNITY’S END). Δίπλα στον Kummerer, o Muenzner «κεντάει» υπερτεχνικές ριφφάρες και σολάρες από το υπερπέραν, ενώ για να μην ξεχαστούμε, η «μεταγραφή» που πέρασε κάπως πιο στα ψιλά, αποδεικνύεται και η κινητήριος δύναμη αυτού του δίσκου Ο ντράμερ –μόλις 30 ετών- ονόματι David Diepold, όχι απλά είναι ικανότατος να κάθεται στην ηλεκτρική καρέκλα που αποτελεί το σκαμνάκι στους OBSCURA, αλλά παίζει κάτι ρυθμούς που πάνω στα περίφημα ριφφ και σόλο κατεβάζουν σαγόνια κάτω και αναγκάζουν έστω και με τη βία το απόλυτο χειροκρότημα.

Χειροκροτάς πραγματικά όταν βλέπεις σαν πρώτο δείγμα του δίσκου το βίντεο για το “Solaris”, σφίγγεις γροθιές βέβαιος για το αποτέλεσμα στο δεύτερο βίντεο για το “A valediction”, ανάβεις πυρσούς στο “When stars collide” (σωστά, το τρίτο βίντεο) όπου συναντάς και σε συμμετοχή-έκπληξη τον Bjorn “Speed” Strid των SOILWORK/THE NIGHT FLIGHT ORCHESTRA (SOILWORK/OBSCURA ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ Χ-Θ-Ε-Σ) και στη θέα του τέταρτου βίντεο “Devoured usurper”, το δέος σε περιβάλλει, καθώς έχουν πάρει την τίγκα MORBID ANGEL αισθητική 10 χρόνια πριν στο “Ocean gateways” από το “Omniivium” και την έχουν κάνει κάτι ακόμα ανώτερο και αξιοθαύμαστο, δεν το συζητάμε ότι οι MORBID ANGEL πλέον δε θα μπορούσαν να παίξουν έτσι ούτε για να σώσουν τη ζωή τους και το αφήνουμε εδώ για να μην εκθέσουμε περισσότερο τους αγαπημένους μας Αμερικάνους γίγαντες. Τα κομμάτια «φυσάνε» όλα από την αρχή ως το τέλος, το ενδιαφέρον μένει αμείωτο μέχρι το τέλος, ο ακροατής αναζητά περισσότερες επαναλήψεις του δίσκου για να πιστέψει αν αυτό που νομίζει –γιατί τόσο απίστευτο του φαίνεται- ότι άκουσε ισχύει όντως, κι όταν στη δεύτερη, τρίτη, εκατοστή ακρόαση, συνειδητοποιεί ότι ΟΝΤΩΣ οι τύποι παίζουν αυτά που παίζουν που δεν παίζονται, διακατέχεται από μια αίσθηση ανωτερότητας λες και ο ίδιος έχει συμβάλλει σε αυτό και νιώθει πληρότητα υπεράνω περιγραφής.

Οι OBSCURA που δεν διστάζουν σε αυτό το δίσκο να έχουν και το δεύτερο μέρος του “Orbital elements”, instrumental ογκόλιθος που υπήρχε στο breakthrough άλμπουμ τους “Cosmogenesis” το 2009, δείχνοντας ότι ακόμα και χωρίς στίχους, η μουσική τους είναι κάτι το ανώτερο που είμαστε όλοι μας πραγματικά τυχεροί που έχουμε ανάμεσα μας. Για την τελική τριάδα του δίσκου “The neuromancer”/”In adversity”/”Heritage” τι να πω πραγματικά, όσο σημαντικό είναι ένας δίσκος να ανοίγει ιδανικά, άλλο τόσο κι ακόμα περισσότερο σημαντικό είναι να κλείνει και να σε αφήνει με την αίσθηση ότι αυτό που άκουσες θα το ακούσεις, θα το ξανακούσεις και δε θα σταματάς να το ακούς από την αρχή ως το τέλος. Το “A valediction” δεν είναι ο δίσκος που θα βάλεις τυχαία ένα κομμάτι να παίξει μια στο τόσο ακόμα κι αν κάποιο από τα προαναφερθέντα 11 κομμάτια σου κάνει κλικ λίγο παραπάνω. Όχι, θα το βάλεις πάλι και πάλι και ξανά πάλι ολόκληρο για να γευτείς την ολότητα του, την κορύφωση μιας πορείας που πέρασε από αργά και σταθερά βήματα και έχει πλέον φτάσει την απόλυτη εδραίωση και τον θαυμασμό που θα προκληθεί παγκοσμίως με την κορυφαία δουλειά ενός κορυφαίου συγκροτήματος.

Το “A valediction” είναι διπλά κρίσιμος δίσκος και ενισχύεται ακόμα περισσότερο η ποιότητα του, από το γεγονός ότι είναι το άλμπουμ που ξεκινάει επίσημα ένα νέο κεφάλαιο στο συγκρότημα, καθώς η σπουδαία τετράδα “Cosmogenesis”/”Omnivium”/”Akroasis”/”Diluvium” ήταν μια θεματική ενότητα που πλέον έχει ολοκληρωθεί, έτσι εδώ οι OBSCURA, ίσως απαλλαγμένοι από τις απαιτήσεις του στιχουργικού concept και της προσαρμογής της μουσικής τους σε αυτό, κάνουν το ακατόρθωτο κι επιτέλους δίνουν απάντηση και στον εαυτό τους αλλά και σε κάθε οπαδό τους. Κάθε μα κάθε οπαδός τους ακούγοντας ένα δίσκο τους, έλεγε μέσα του «πω πω αυτό είναι το καλύτερο άλμπουμ τους, μάλλον», θεωρώντας ότι κάθε φορά ξεπερνούν τον εαυτό τους. Ε, εδώ ξεπερνούν και τις όποιες αμφιβολίες όλων των οπαδών τους, θα προκαλέσουν θεωρώ το σεβασμό των –πολλών και δεν ξέρω γιατί- εχθρών τους, θα κερδίσουν δίκαια ακόμα περισσότερους οπαδούς, θα ωθήσουν κόσμο να πάει να μάθει μουσική μπας και κάνει το 1% από όσα κάνουν εδώ μέσα και με το “A valediction” θα οδηγήσουν συνολικά το μεταλλικό ήχο σε μια λαμπρή –όπως προμηνύεται βάσει υλικού- δεκαετία, όπου το metal κι ότι έχουμε αγαπήσει σε αυτό συνολικά θα τους χρωστάει πάμπολλα στη συνολική του εξέλιξη και μεταμόρφωση. Μουσικό θαύμα υπεράνω κάθε πιθανής και απίθανης προσδοκίας.

Να ζούσε ο Chuck να σας καμάρωνε, ακόμα κι αυτός είναι αμφίβολο αν θα τα κατάφερνε τόσο καλά!

10(0) / 10 επειδή δε μπορώ να βάλω παραπάνω!

Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here