Η ουσία στους OPETH δεν είναι τελικά στα death growls που τόσο έχουν λείψει από τους οπαδούς του σχήματος, ούτε στην τραχύτητα εν γένει. Ούτε πιστεύω στον αν παίζουν prog, death, ακουστικά ή όχι. Η ουσία τελικά είναι στην ατμόσφαιρα, στο πώς αυτή η μπάντα και κυρίως η μουσική ιδιοφυία που ονομάζεται Mikael Akerfeldt μπορεί να εγείρει πολύ ιδιαίτερα και πολύπλοκα συναισθήματα στον ακροατή. Θα μου πείτε, αυτή είναι η ουσία για όλη τη τέχνη. Ναι, αλλά εφόσον μιλάμε για την heavy metal μουσική, πιστεύω πως το όνομα OPETH είναι ταυτόσημο με την ατμόσφαιρα, την εναλλαγή από το σκοτεινό στο φωτεινό. Είναι μια μορφή ποίησης που δύσκολα αποκρυπτογραφείται. Τη μουσική των OPETH την βιώνεις σαν ένα κύμα συναισθημάτων που σε εισβάλλουν ανεξήγητα.
Αυτή είναι η ουσία για μένα σχετικά με τη μπάντα του Akerfeldt ακόμα και όταν το line-up άλλαξε ριζικά, ακόμα και όταν έγιναν αναπάντεχες και απότομες αλλαγές στην μουσική τους ταυτότητα. Το “Heritage” λοιπόν, που κυκλοφόρησε σαν σήμερα πριν από δεκατρία χρόνια, δίχασε και αποξένωσε οπαδούς που μιλούσαν για “oldpeth” και “newpeth”, για την εποχή που υπήρχαν death growls και όταν εξαφανίστηκαν.
Το “Heritage” ήταν το επιστέγασμα της συνεργασίας του Akerfeldt με τον Steven Wilson, μέσα από την οποία προέκυψε το ambient project των STORM CORROSSION, μια σχέση για την οποία έχω γράψει πολλάκις εδώ. Το δέκατο άλμπουμ των Σουηδών ήταν και το πρώτο με έναν σαφώς vintage ήχο και στυλ που μας πήγαινε μακριά από το πιο τραχύ παρελθόν και περισσότερο προς τις πιο σκοτεινές και απόκρυφες γωνίες του βρετανικού prog rock με σαφέστατες αναφορές σε μπάντες όπως τους COMUS, τραγουδοποιούς όπως τον Nick Drake, τους Ιταλούς GOBLIN και τους Γάλλους MAGMA. Ναι, πολλά μα πολλά άλλαξαν με αυτό το δίσκο σταυροδρόμι και ορόσημο μιας νέας εποχής. Δίχασε και διχάζει, κάτι που μάλλον ποτέ δεν ενδιέφερε τον Akerfeldt που έκανε και κάνει αυτό που τον εκφράζει στη δεδομένη χρονική συγκυρία.
Ο δίσκος αυτός είναι τίγκα στη κλασσική κιθάρα, στο mellotron που στοιχειώνει, παιγμένο με μαεστρία από τον τεράστιο Per Wiberg, στα ambient μέρη και διανθισμένος με μπόλικο πειραματισμό. Δεν έχει συνοχή ούτε κάποιο concept. Και αυτό ουδέποτε με ενόχλησε αφού στη τελική μιλάμε για ένα παράτολμο πείραμα. Αλλά ένα πράγμα παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο και εχέγγυο του ονόματος OPETH: η μοναδική, σκοτεινή, νοσηρή, μειλίχια και μελαγχολική ατμόσφαιρα που δεν βρίσκει πουθενά αλλού αντίκρισμα.
The “Heritage” countdown:
- “Heritage” (2.04)
Ο δίσκος ανοίγει με ένα υπέροχο μελαγχολικό, απαλό αλλά τυπικά για τα δεδομένα των OPETH νοσηρό intro. Υπέροχο πιάνο και μια μελωδία που σκάβει μέσα στη ψυχή σου, λίγο πριν σε καλωσορίσει στο παρτέρι του διαβόλου.
- “Slither” (3.59)
Ναι, και όμως, οι OPETH παίζουν με vintage Fender telecaster κιθάρες, fuzz πετάλια χωρίς πολλές εντάσεις και με μια ευθύτητα και απλότητα που δεν μας είχαν συνηθίσει μέχρι το 2011. Άμεσο, στακάτο, σκοτεινό αλλά και μελωδικό και με ένα υπέροχο break στη μέση που φέρνει σε RAINBOW, πράγμα διόλου τυχαίο μιας και το κομμάτι γράφτηκε στη μνήμη του Ronnie James Dio που έφυγε απ’ τη ζωή έναν χρόνο νωρίτερα.
- “Marrow of the earth” (4.18)
Το “Heritage” κλείνει με ένα τετράλεπτο instrumental που θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται και στο “Damnation” με την μελαγχολική και υποχθόνια μελωδία στην κλασσική κιθάρα. Αν ακούσετε προσεχτικά, θα συνειδητοποιήσετε πως οι «παλιοί» OPETH δεν εξαφανίστηκαν εξ ολοκλήρου. Αυτό που κάνει το κομμάτι και ξεχωρίζει, όπως πολλά μέρη του δίσκου είναι η folk διάθεση που ταιριάζει πολύ όμορφα στο σύνολο.
- “Haxprocess” (6.57)
Το πιο πειραματικό, απαλό και παράξενο κομμάτι όλου του δίσκου, χωρίς κάποιο σταθερό ρεφραίν ή κουπλέ, απαιτεί πολλές ακροάσεις που θα σας ανταμείψουν αφού μιλάμε για το επιστέγασμα της ατμόσφαιρας για την οποία έγραφα νωρίτερα. Το μπλουζ σόλο στη μέση θα σας επαναφέρει στις χρυσές εποχές όπου ζωγράφιζε ομοίως στη κιθάρα ο Peter Lindgren. Το mellotron και η κλασσική κιθάρα, που πρωταγωνιστούν στο “Heritage”, λειτουργούν αρμονικά μαζί ενώ ο Martin Axenrot παραδίδει ρεσιτάλ τζαζ drumming.
- “I feel the dark” (6.37)
Ο τίτλος εδώ τα λέει όλα. Μπορεί πάλι να πρωταγωνιστεί στο μισό κομμάτι η κλασσική κιθάρα, αλλά η σύνθεση αυτή είναι τόσο σκοτεινή όσο και ένα “Master’s apprentice” ή “Grand conjuration”. Ποιος θα το περίμενα πως μια κλασσική κιθάρα και το mellotron, όπως στους KING CRIMSON circa 1969, θα ακουγόντουσαν τόσο τρομακτικά. Και στο πνεύμα του prog rock έχουμε ένα αναπάντεχο ξέσπασμα στη μέση που μας επαναφέρει στη τάξη. Άλλο ένα απολύτως prog κομμάτι με τη στάμπα των OPETH, μια εντελώς καινούργια μα και αναγνωρίσιμη στάμπα.
- “Nepenthe” (5.37)
Άλλο ένα πειραματικό κομμάτι, κάτι που διαφαίνεται από την εισαγωγή με πάνω από ένα λεπτό ησυχίας και σταδιακής εισαγωγής ενός αρπίσματος, όπως συνήθιζαν κάποτε οι PINK FLOYD. Το πρώτο κουπλέ μπορεί να σας θυμίσει εκείνο του “Face of Melinda” έως ότου ξαφνικά τη σιωπή και το τζαζ feeling διακόψει ένα heavy πέρασμα όπου η κιθάρα και τα πλήκτρα του Per Wiberg πλέξουν ένα τρομερό ριφ σε ντιμινουίτες. Η εξέλιξη του είναι απρόβλεπτη και απαιτητική στον ακροατή μιας και για πολλή ώρα δεν συμβαίνει κάτι το συνταρακτικό, όπως και σε καλλιτεχνικές ταινίες του Ευρωπαϊκού σινεμά. Με λίγη υπομονή και με ένα προσεχτικό αυτί όμως, θα ανακαλύψετε πολλές ομορφιές και πραγματική ποίηση σε ηχοχρώματα.
- “Folklore” (8.17)
Όπως προστάζει και ο τίτλος του, το δεύτερο μεγαλύτερο κομμάτι σε διάρκεια του δίσκου, έχει μια ιδιαιτέρως folk βάση με απίθανη μελωδία και ρυθμό που παραπέμπουν σε μεσαιωνικό χορό. Παράλληλα πρωταγωνιστεί, ειδικά στο ρεφραίν, μια παραλλαγή του εναρκτήριου ριφ του “The devil’s orchard” με το γνωστό «τριμιτόνιο του διαβόλου». Καθώς προχωράει και εξελίσσεται, καταλήγει σε μια prog rock πανδαισία. Σίγουρα ένα από τα πιο κρυφά διαμάντια στη δισκογραφία των OPETH.
- “The lines in my hand” (3.48)
Αν σας εκπλήσσει η θέση του κομματιού στην κατάταξη, δεν είστε μόνοι μιας και ούτε εγώ το περίμενα. Είχα ξεχάσει όμως πόσο πολύ με είχε εντυπωσιάσει την πρώτη φορά ο συνδυασμός της κλασσικής κιθάρας με το γρήγορο και δυναμικό rhythm section. Και όσον αφορά αυτό, τι να πω… ο Axenrot είναι καταιγιστικός. Το κομμάτι εξελίσσεται επίσης άψογα από ένα σχετικά ήρεμο κάπως folk/fusion στυλ σε ένα απολύτως heavy και δριμύτατο τραγούδι με τον Akerfeldt να δίνει ένα ακόμα ρεσιτάλ στο μικρόφωνο καθώς ανεβάζει την ένταση. Απολύτως prog και metal έστω και αν ηχεί σαν να βγήκε από το 1975.
- “Famine” (8.31)
Το “Famine” κατ’ εμέ θα έπρεπε να βρίσκεται σταθερά στο setlist των OPETH. Είναι τέρμα σκοτεινό, τραχύ και, προς έκπληξη μας, doomy με εκείνο το ρεφραίν όπου η κιθάρα και το rhythm section ακούγονται λες και σέρνουν ένα βαρύ κάρο με φορτίο από νεκρούς. Αν νομίζατε πως ο Akerfeldt είχε ξεχάσει εντελώς πως κάποτε μας παρέπεμπε στους MORBID ANGEL, ακούστε το “Famine”. Έχει αυτή την μοχθηρή ατμόσφαιρα και δίνει την αίσθηση πως ανοίγουν οι πύλες της κολάσεως. Υπάρχει βέβαια και το υπέροχο φλάουτο που δίνει μια folk νότα (μαζί με το τουμπερλέκι στην εισαγωγή), με το νου μας να πηγαίνει αναπόφευκτα στους JETHRO TULL.
- “The devil’s orchard” (6.39)
Το μυαλό μου λέει πως το νούμερο δύο μου θα έπρεπε να είναι εδώ αλλά η καρδιά μου λέει αλλιώς. Δεν θέλει και πολλή σκέψη. Μιλάμε για ένα κομμάτι που πλέον θεωρείται κλασσικό, fan favorite που βρισκόταν για πάνω από μια δεκαετία σταθερά στο setlist των OPETH. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να βρίσκεται σε προηγούμενους δίσκους ή όχι αλλά αυτό που ξέρω είναι πως το “The devil’s orchard” είναι όσο νοσηρό, τραχύ αλλά και μελωδικό και prog όσο ένα “The moor” ή “Blackwater park” ασχέτως που έχει μια πιο 70s νοοτροπία. Λες και οι KING CRIMSON, GOBLIN και VAN DER GRAAF GENERATOR δεν έγραφαν σκοτεινή και βαριά μουσική στην εποχή τους. Το σύντομο ρεφραίν με τον στίχο “God is dead” προκαλεί ανατριχίλα, ειδικά όταν ακούγεται ζωντανά. Ο Akerfeldt είναι συγκλονιστικός στην ερμηνεία, το κιθαριστικό ριφ είναι για σεμινάριο και όλη η μπάντα ακούγεται δεμένη και έτοιμη να κατακτήσει μια νέα μουσική Βαλχάλα.
Φίλιππος Φίλης