Δισκοκριτική – ορισμός του μότο «τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα». Ας το πάρουμε λίγο από την αρχή το θεματάκι γιατί πολλοί θα απορούν γιατί ξεκινάω με τον τρόπο αυτό. Ήταν κάποτε μία ΥΠΕΡΜΠΑΝΤΑΡΑ με το όνομα INCUBUS (όχι αυτά τα βδελύγματα της μουσικής που έδρασαν στα 00’s) που ιθύνοντες ήταν δύο αδέρφια εκ Βραζιλίας ορμώμενα, οι Francis και Moyses M. Howard (φωνή/κιθάρα και τύμπανα αντίστοιχα). Οι INCUBUS –αν και σιχαίνομαι τον όρο- ήταν πράγματι ο ορισμός αυτού που κάποιοι ονόμασαν death/thrash. Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι τόσο κοντά στον ήχο των πρώιμων (προ 90’s) SEPULTURA όσο αυτοί. Οι SEPULTURA μάλιστα ήταν και ο λόγος που τους ανακάλυψα, καθώς ήταν σε περίοπτη θέση στα thanks list του “Beneath the remains”, όπως και ότι καλό κινούταν εντός κι εκτός Βραζιλίας (αιώνιες ευχαριστίες σ’ αυτή τη λίστα από την οποία ανακάλυψα τη μισή και βάλε Λατινική Αμερική και πολλές άλλες αρχιμπαντάρες). Το 1990 λοιπόν κι αφού 2 χρόνια πριν οι INCUBUS είχαν κυκλοφορήσει το “Serpent temptation”, είχε έρθει η ώρα του κορυφαίου τους πονήματος –και εκ των κορυφαίων μεταλλικών δίσκων όλων των εποχών-, ονόματι “Beyond the unknown”, το οποίο άθελα μου έγινε και το πρώτο άλμπουμ που άκουσα ποτέ από τη Nuclear Blast και με έκανε να ψάξω περαιτέρω τις μπάντες της.
Η συνέχεια τα έφερε διαφορετικά απ’ ότι προοριζόταν τα πράγματα, καθώς έμειναν ανενεργοί μέχρι και το 2000 και πραγματικά εγκλημάτησαν κατά του μέλλοντός τους (όποιο κι αν μπορούσε να ήταν αυτό). Ήταν τέτοια η ορμή τους σαν μπάντα, που πραγματικά ήταν αξιοθαύμαστοι, είχαν όλο το πακέτο να γίνουν μία από τις κορυφαίες ακραίες μπάντες και τελικά έμειναν στην αφάνεια. Βέβαια από την άλλη μέχρι και σήμερα ο κόσμος εξαίρει και με το παραπάνω τις δύο δουλειές τους ως δείγματα ατόφιου, πρωτόλειου και αψεγάδιαστου επιθετικότατου καφρο-thrash και ότι και να γίνει θα παραμένουν πολύ ψηλά σε λίστες ποιότητας όσον αφορά το είδος. Και ξαφνικά κάπου το 2000 επιστρέφουν από τη ναφθαλίνη ως OPPROBRIUM πλέον και κυκλοφορούν ένα φοβερό άλμπουμ ονόματι “Discerning forces”. Φοβερό come-back, όχι τόσο σούπερ όσο τα δύο INCUBUS προφανώς, αλλά ανέλπιστα υπέροχο, που έδειχνε ότι το είχαν ακόμα μέσα τους. Και ξαφνικά ξανά σιωπή για 8 χρόνια μέχρι να επιστρέψουν το 2008 με το “Mandatory evac”, ένα καλό μεν άλμπουμ, το οποίο δε θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στον προκάτοχο του. Το momentum είχε χαθεί –και πάλι- για τα καλά και μοιραία τα ίχνη τους αγνοήθηκαν. Μέχρι φέτος που όταν είδα ότι βγάζουν δίσκο πάλι νόμιζα ότι με τρολλάρουν.
Αργοκαρούτες τα δύο αδέρφια μεν, αλλά όταν έρχεται η ώρα να βγάλουν κάτι (έστω και μετά από 11 χρόνια στην περίπτωση αυτή), θα το κάνουν αν μη τι άλλο σωστά και η ποσότητα της ποιότητας εξαρτάται καθαρά από το αυτί του ακροατή. Δε θα μπορούσα ποτέ να σκεφτώ ότι θα βγάλουν κάτι κακό, γιατί απλά είναι παλιές καραβάνες και υπηρετούν πιστά έναν σχεδόν χαμένο ήχο, αλλά έχουν την εμπειρία και τεχνογνωσία να βγάλουν την απαραίτητη λύσσα και ακρότητα που πρέπει, σε συνδυασμό με το να κάνουν το αποτέλεσμα να είναι τόσο τεχνικό όσο χρειάζεται για να μη χαρακτηριστούν τσουρουκάδες. Το αντίθετο, παίζουν σωστή μπαλίτσα (Βραζιλιάνοι γαρ), απέριττη χωρίς τσούκου-τσούκου μπολ, με τα γρήγορα riff τους, τα δυνατά τύμπανα τα οποία έχουν κάποια φοβερά ξεσπάσματα, ενώ θα θυμίσουν σε πολύ κόσμο SEPULTURA, DEATH, OBITUARY, DEMOLITION HAMMER, MORBID SAINT και γενικώς επιφανείς και μη κάφρους της ιστορίας που άφησαν το όνομα τους ανεξίτηλο. Το “The fallen entities” από την πρώτη ακρόαση είναι ξεκάθαρα καλύτερο από το προηγούμενο άλμπουμ “Mandatory evac”, ενώ κυλάει και εύστοχα γρήγορα, όντας ουσιώδες χωρίς πολλές αχρείαστες επαναλήψεις σημείων που απλά θα πιάνανε χώρο στο δίσκο, χωρίς από την άλλη να ανακαλύπτουν τον τροχό εκ νέου.
Η ταχύτητα και τραχύτητα είναι αυτά που ξεχωρίζουν από την αρχή. Ο δίσκος είναι γρήγορος αλλά και με αρκετή εστίαση σε σημεία mid-tempo που αφήνουν το Χ κεντρικό riff ενός κομματιού να κατεβαίνει ακατάπαυστα και να δίνει όγκο και έξτρα πινελιές για headbanging στον οπαδό. H χαρακτηριστική χροιά της φωνής του Francis M. Howard –αυτό το κάτι σαν βραχνιασμένος Cavalera που είχε πάντα- είναι ακόμα εδώ, όχι με τόση πώρωση ίσως όπως επί INCUBUS ημερών, αλλά με τον απαραίτητο τσαμπουκά που χρειάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Το “Dark days, dark times” που ανοίγει το δίσκο θα πείσει άνετα και γρήγορα για τις προθέσεις τους. Σίγουρα δεν πρόκειται για άλμπουμ αναβίωσης μίας χαμένης δόξας αλλά για δίσκο που αποσκοπεί σε συγκεκριμένη λογική και τιμάει μία εποχή που όλα κινούνταν γύρω από thrash/death λογική. Έχουν και πολύ ωραίους στίχους που δίνουν τροφή για σκέψη γενικότερα, αν και ο τρόπος με τον οποίο τραγουδάει ο Francis θέλει λίγη παραπάνω ώρα για να αφομοιωθεί καθώς δεν ακολουθεί συγκεκριμένες φωνητικές φόρμες. Αυτό που κυρίως γουστάρω είναι τα ξεσπάσματα του δίσκου τα οποία είτε θα είναι πολύ γρήγορα ενώ παίζουν σε mid-tempo ύφος, είτε αντίστροφα έρχεται μία αλλαγή που ρίχνει λίγο ταχύτητα πριν το επόμενο ξέσπασμα κάποια στιγμή μέσα στο κομμάτι.
H παραγωγή που έχει γίνει τονίζει την καθαρότητα του υλικού, όντας αρκετά οργανική για να βγάζει αυτό το αναμφισβήτητο old-school συναίσθημα, ούτε γυαλίσματα, ούτε τίποτα που μπορεί να σπιλώσει τα όσα έχουν προσφέρει τα δύο αδέρφια εδώ και τρείς πλήρεις δεκαετίες. Βασικό επίσης ατού ότι είναι τόσο-όσο για να επιτελέσει το έργο του, μόλις 8 κομμάτια (παράδοση που έγινε λατρεία) και σχεδόν 42’ διάρκεια. Γενικώς κομμάτια ριφφ-οδηγούμενα από την αρχή ως το τέλος, καταπληκτικά τύμπανα (σε σημεία βαράνε τόσο γρήγορα που ακούγονται λίγο ξύλινα αλλά δεν ενοχλούν καθόλου, πιστέψτε με) και συνολικά ένα άλμπουμ που τιμάει την κυκλοφορία του και δεν βγήκε απλά για να βγει. Έχω εκπλαγεί ευχάριστα και ελπίζω να μην επιβεβαιωθεί ο κανόνας που φέρνει αργές ενδιάμεσες κυκλοφορίες και έχουμε νέα τους πάλι το 2028 (και αν). Οι φίλοι του ακραίου ήχου που τους έχει λείψει το συναίσθημα τελών 80’s/αρχών 90’s θα ενθουσιαστούν ενδεχομένως. Αν και το άκουσα με μεγάλη επιφύλαξη, τείνω να τους βγάλω το καπέλο, με το βαθμό που ακολουθεί να αφορά και τη σύγκριση με το παρελθόν, αν είστε νέοι στο συγκρότημα ή τον ήχο αυτό γενικότερα, θα προσθέσετε σίγουρα από μόνοι σας από μισό ως ένα βαθμό έξτρα.
7,5 / 10
Άγγελος Κατσούρας