Over The Wall Festival – Αφιέρωμα σε CORONER και DIAMOND HEAD

0
244












Το 2016, ξεκίνησε από μια παρέα παιδιών στη πρωτεύουσα της Κρήτης ένα νέο festival, όσον αφορά τα metal δρώμενα της χώρας μας. Αρχικά ήταν μονοήμερο και περιείχε μόνο ελληνικά σχήματα, την επόμενη όμως χρονιά φιλοξένησε μπάντες όπως οι URIAH HEEP, WOLF και MEMORY GARDEN. Φέτος, το τρίτο κατά σειρά OVER THE WALL (ΙΙΙ) γίνεται μεγαλύτερο και απλώνει ακόμη περισσότερο τα φτερά του, έχοντας στις τάξεις του δύο θρυλικά ονόματα ως headliners: τους Ελβετούς CORONER και τους Βρετανούς DIAMOND HEAD. Ακολουθεί αφιερωματικό κείμενο – παρουσίαση των πεπραγμένων τους, για όσους θέλουν να φρεσκάρουν μνήμη, γνώσεις και για όσους θέλουν να μάθουν τους λόγους για τους οποίους είναι τόσο σημαντικές αυτές οι δύο μπάντες.

Ημέρα πρώτη, 4 Αυγούστου: CORONER

Οι «πυλώνες» του προοδευτικού/τεχνικού thrash, εισέρχονται στο παιχνίδι επίσημα το 1987 με το “R.I.P” (10/10). Όπως καταλαβαίνετε από τον βαθμό, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα όλων των εποχών, όλων των ιδιωμάτων. Η τριάδα των Marquis Marky (Markus Edelmann – τύμπανα), Ron Royce (Ronald Broder – μπάσο/φωνή) και Tommy T. Baron (Thomas Vetterli – κιθάρα) καταθέτει τη δική της άποψη για το πώς πρέπει να παίζεται το thrash metal με έναν τεχνοκρατικό δίσκο ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο τέλειος συγκερασμός του “σατανικού” speed-thrash των πρώιμων SLAYER, του ατμοσφαιρικού avant garde thrash των CELTIC FROST (οι τρεις τους άλλωστε είχαν εργαστεί ως τεχνικοί τους) και του progressive thrash των WATCHTOWER, οι οποίοι είχαν ήδη «μιλήσει» το 1985 με το “Energetic Disassembly” και είχαν ανοίξει νέους δρόμους όσον αφορά το (μέχρι τότε) σκληρότερο παρακλάδι του «μεταλλικού δέντρου». Δεκατρία, μαζί με intros και outros, κομμάτια, από τα οποία με το πιστόλι στο κρόταφο θα μπορούσα να ξεχωρίσω τα “Reborn Through Hate”, “When Angels Die” (speed metal riff που ξυρίζει κόντρα με αλατόνερο…”Show No Mercy” κανείς;) και “Spiral Dream”. Ο δρόμος προς τη δόξα, έχει ήδη ανοίξει για το τρίο από τη Ζυρίχη…

… και το 1988 κυκλοφορεί το “Punishment for Decadence” (10/10). Οι συνθέσεις συνεχίζουν από εκεί που σταμάτησε το “R.I.P”, αλλά δεν είναι ένα “no2” που θα έδινε βάση και πάτημα στους αμφισβητίες να μιλήσουν για στασιμότητα (υπάρχουν και αυτοί βλέπετε που για να φανούν «ελιτιστές» και «προοδευτικοί», φαίνονται στο τέλος βλάκες). Τα τραγούδια έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα (κυριολεκτώ), είναι πλέον καθαρά thrash και οι speed metal καταβολές έχουν γίνει αλλαγή, για να περάσει στη θέση τους η progressive άποψη. Ο Vetterli διανθίζει τον τεχνικό τους ήχο ακόμη και με neoclassical στοιχεία (μεγάλη μαγκιά αν με ρωτάτε), μπάσο και τύμπανα είναι τόσο καλά «δεμένα» μεταξύ τους που θυμίζουν τον Γόρδιο Δεσμό, τα φωνητικά πιο «σκληρά» και η παραγωγή πολύ έξυπνα και επιτηδευμένα «ωμή». Καλύτερες στιγμές τα “Masked Jackal” (κλασσικό), “Skeleton On Your Shoulder” και “Shadow Of A Lost Dream” (προσωπική αδυναμία). Η διασκευή στο “Purple Haze” του Jimi Hendrix δείχνει πολλά για το πόσο ανοιχτόμυαλη μπάντα ήταν και είναι οι CORONER, ενώ να σημειωθεί πως ο δίσκος κυκλοφόρησε με δύο εξώφυλλα, με το ένα να παριστάνει τον Χάρο να παίζει βιολί (από το έργο “Der Tod als Würger” του Γερμανού ζωγράφου Alfred Rethel) και το άλλο ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα αγαλμάτων.

Φτάνουμε στο 1989. Το (κακώς λεγόμενο έτσι, αφού είναι απλά hard ‘n’ heavy) glam metal βρίσκεται στα πάνω του. Οι τεράστιοι CELTIC FROST έχουν ήδη κυκλοφορήσει το “Cold Lake” και έχουν πέσει στη λούμπα. Μια στάμπα που θα τη κουβαλούν για καιρό. Εδώ όμως, δεν θα συμβεί το ίδιο. “No More Color” (10/10) κύριοι. Η μπάντα θυμίζει πια τρένο που απλά κρατιέται στις ράγες για να μην εκτροχιαστεί. Η ατμόσφαιρα «πνιγηρή», σχεδόν «ασφυχτική»… Ο Vetterli είναι ένας νέος guitar hero, σίγουρα ότι καλύτερο είχε περάσει από το thrash ως τότε, μόνο ο Jeff Waters με τον Alex Skolnick τον κοντράρουν. Οι συνεχείς εναλλαγές δείχνουν μια ηχητική προσέγγιση που θα μπορούσε πια να χαρακτηριστεί λιτά και περιεκτικά “progressive”. ΣΚΕΤΟ. Το “No More Color” είναι η απάντηση στην ερώτηση «πως μπορεί το τέλειο να ισοφαριστεί ή και να ξεπεραστεί;». Όπου τέλειο, βάλτε εσείς τα δύο προηγούμενα άλμπουμ. Και όπου «καλύτερο κομμάτι του δίσκου», αναμφισβήτητα το εκπληκτικό “Read My Scars”. Πρώτο μεταξύ ίσων μεν, αλλά πρώτο. Extra πόντοι και για το εξαιρετικό εξώφυλλο.

Το “Mental Vortex” (10/10) του 1991, θα μπορούσε να είναι το “No More Color” νο2. Γι’ αυτό και μας αρέσει εξίσου. Ξεκινά τρομερά, με τα “Divine Step (Conspectu Mortis)” και “Son Of Lilith” (αμφότερα ύμνοι παντοτινοί) και συνεχίζει ιδανικά, σε ταχύτητες όμως ένα «κλικ» πιο κάτω από τους προκατόχους του (“Metamorphosis” το λένε και όλα τα παιδάκια κλαίνε) και με καλύτερη παραγωγή. Η μαύρη όμως ατμόσφαιρα, παραμένει… ίδια και απαράλλαχτη. Η «κουφή» διασκευή αυτή τη φορά (μη ξεχνάμε πως έχουμε 1991 και τέτοιες κινήσεις δεν συνηθίζονταν) είναι το “I Want You” των …ΒΕATLES. 4/4 δεκάρια, ατόφια και καλογυαλισμένα, και κανείς δεν ξέρει πού θα σταματήσει αυτή η μπάντα. Στα πλαίσια εκείνης της περιοδείας, οι Ελβετοί ήρθαν για πρώτη φορά στη χώρα μας ως support των RAGE, στο ΡΟΔΟΝ. Περιττό να πω πως η συναυλία εκείνη θεωρείται ακόμη και σήμερα μέσα στις πέντε (5) καλύτερες συναυλίες που έγιναν ποτέ στη χώρα μας, σε κλειστό χώρο.

Κι εγένετο το μέγα θαύμα; Το 5/5; Όχι… ή μπορεί και ναι. Το προσωρινό όπως απεδείχθη κύκνειο άσμα “Grin” (9/10) είναι το πιο πειραματικό και προοδευτικό άλμπουμ των Ελβετών. Σαν αυτόνομη μονάδα, θα πάρει ευκολότατα 10, αλλά εδώ δυστυχώς ο πρότερος βίος του γκρουπ και κυρίως το προσωπικό γούστο του γράφοντος (το οποίο μάλλον επιβάλλεται να παραβλέψετε στη περίπτωση αυτή) δικαιολογεί τη μείωση κατά έναν πόντο. Η ατμόσφαιρα είναι πιο «σκοτεινή», πιο «πεσιμιστική», πιο «βιομηχανική» ίσως, οι ταχύτητες έχουν μειωθεί ακόμη περισσότερο και έχει κερδίσει έδαφος ο παράγων “groove”. Κομματάρες υπάρχουν, αυτό έλειπε άλλωστε (“Grin”, “Serpent Moves”), αλλά θεωρώ ότι το πώς θα δεχτείς αυτόν τον δίσκο είναι καθαρά θέμα προσωπικών ακουσμάτων. Οι οπαδοί του παραδοσιακού thrash θα δυσκολευτούν περισσότερο. Όπως θα δυσκολευτούν οι οπαδοί του prog/crossover να ακούσουν τα πρώτα άλμπουμ. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως με αυτόν εδώ τον δίσκο, οι Ελβετοί βρίσκουν τη «χρυσή τομή» που θα ενώσει δύο κόσμους. Και αυτό δείχνει κάποια πράγματα για την αξία ενός όχι μόνο σημαντικότατου δίσκου, αλλά γενικότερα για το γκρουπ.

Δεύτερη μέρα, 5 Αυγούστου: DIAMOND HEAD

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.  Ένας από τους πλέον υποτιμημένους κιθαρίστες στο χώρο (Brian Tatler), ενώνει τις δυνάμεις του με ένα εξαίρετο rhythm section (Colin Kimberley – μπάσο, Duncan Scott – τύμπανα) και έναν «αέρινο» τραγουδιστή (Sean Harris) για να δημιουργηθεί ένα από τα καλύτερα line ups όλων των εποχών, τουλάχιστον στο χώρο του κλασσικού heavy metal. 3/10/1980. Μια ημερομηνία – ορόσημο για το κλασσικό heavy, για το NWOBHM, για τη Βρετανική σκηνή γενικά. Κυκλοφορεί το “Lightning To The Nations” (10/10), ένας δίσκος ο οποίος πέραν των όσων έχουν ακουστεί για τη τεράστια αξία του, είναι και αυτός τον οποίο «ξεσήκωσαν» οι METALLICA για να γίνουν… οι METALLICA. Δεν το λέω εγώ, ο ίδιος ο Lars Ulrich με τον James Hetfield το λένε. Το ομώνυμο κομμάτι, το “Prince” και το “Helpless” τσιτώνουν τα γκάζια, το “Sweet And Innocent” αναλαμβάνει το ρόλο του straight rocker και φυσικά το κορυφαίο δίδυμο των “Am I Evil” και “Sucking My Love” εκτοξεύει τον δίσκο σε θεόρατα ύψη. Το πρώτο είναι ένας αιώνιος ύμνος, τον οποίο ευτυχώς διασκεύασαν επιτυχώς οι METALLICA και τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό, το δεύτερο δε, με τα 9 του λεπτά διάρκεια, είναι κομμάτι ανάλογο ενός “Whole Lotta Love” και δεν είμαι καθόλου μα καθόλου υπερβολικός σε αυτό.

Δύο χρόνια μετά, βγαίνει στην αγορά το ep “Four Cuts” που εκτός από προπομπός του επερχόμενου δεύτερου άλμπουμ τους, αξίζει να μνημονευτεί για το τρομερό “Dead Reckoning”, κομμάτι που θα μπορούσε με λίγο πιο τραχιά παραγωγή, να βρίσκεται στο “Kill ‘Em All”! Η συνέχεια όμως άνηκε στο εξίσου μνημειώδες “Living On…Borrowed Time” (10/10), το οποίο δεν αφήνει τις αντιδράσεις ενθουσιασμού να καταλαγιάσουν. Μετά το πιο ακατέργαστο θα έλεγε κανείς “Lightning To The Nations”, οι DIAMOND HEAD αλλάζουν σχετικά τον ήχο τους, τον κάνουν πιο…ραφιναρισμένο ίσως, σίγουρα πιο εμπορικό (χωρίς όμως να ακούγονται εκτός προτέρων ορίων), με εμφανώς καλύτερη παραγωγή και με πιο 80’s metal essence και μεγαλουργούν ξανά. Οι επανεκτελέσεις των “Lightning To The Nations” και “Am I Evil” (πόσο ύμνος ρε φίλε…) είναι ανώτερες των πρωτοτύπων, το “Call Me” θα μπορούσε να έχει γραφτεί από τους KISS των 70’s (δεν ισχύει ο χαρακτηρισμός pop που έχει κατά καιρούς αποδοθεί), “To Heaven From Hell” και “Borrowed Time” (εμφανέστατες στο δεύτερο και οι 70’s prog rock επιρροές από group όπως οι KING CRIMSON) αντιπροσωπεύουν το NWOBHM, το συναισθηματικό, σχεδόν σπαραξικάρδιο “Don’t You Ever Leave Me” έχει μια bluesy αισθητική που μαγεύει, αλλά τι να λέμε τώρα… το “In The Heat Of The Night” κερδίζει άνετα από τα αποδυτήρια το τίτλο της καλύτερης σύνθεσης του άλμπουμ. Ένας παντοτινός ύμνος, μια μίξη heavy και A.O.R, με μια ατμόσφαιρα που δεν περνά απαρατήρητη. Ως μονάδες, οι τέσσερεις Diamonds μεγαλουργούν. Ο Harris διαθέτει ένα «κρυστάλλινο» λαρύγγι, καταθέτει πραγματικά ψυχή (δώστε βάση στο “Don’t You Ever…”) πάνω στις ονειρικές νότες του Tatley, ο οποίος δεν κρύβει τη λατρεία του για τους BLACK SABBATH, RUSH και LED ZEPPELIN. Μια λατρεία για τους τελευταίους δείχνουν και οι Kimberley και Scott, οι οποίοι ξεκάθαρα βαδίζουν στα χνάρια των Jones και Bonham. Μεγάλες στιγμές για τη μπάντα από το Stourbridge…

1983. Αλλαγές μελών, το βασικό δίδυμο Tatley – Harris όμως εκεί. Αλλαγές και σε μουσικό επίπεδο. Το “Canterbury” (8,5/10) είναι λιγότερο metal και πολύ περισσότερο hard rock, με κάποια κομμάτια που είναι μεν καλά, αλλά δεν αποτελούν κάτι το ιδιαίτερο. Έχει όμως και μια art – progressive rock «αρχοντιά», που του χαρίζει extra πόντους. “The Kingmaker”, “To The Devil His Due” (η μπάντα χαιρετά τους RUSH), “Knight Of The Swords” (επικότατο άσμα που θυμίζει έντονα το πρόσφατο παρελθόν) “Ishmael” (oriental κόσμημα) και “Canterbury” (η μπάντα τη φορά αυτή χαιρετά τους ELOY) αποτελούν τις αναμφισβήτητα καλύτερες συνθέσεις ενός δίσκου ο οποίος βρισκόμενος ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες (το heavy παρελθόν του γκρουπ από τη μία και το speed-thrash που ξεπεταγόταν την εποχή εκείνη), έμελλε να μην κάνει “γκελ” στο κόσμο και μοιραία να οδηγήσει τους DIAMOND HEAD σε διάλυση. Το 1993 μετά από παρότρυνση των METALLICA, οι Βρετανοί δραστηριοποιήθηκαν για να κυκλοφορήσουν το “Death and Progress” (7/10), με συμμετοχές των Dave Mustaine και Tony Iommi. Καλός δίσκος, σε καθαρά hard rock τοπία, αλλά απέτυχε εμπορικά… Όπως απέτυχαν και τα αδύναμα “What’s In Your Head?” και “All Will Be Revealed” (2005-2007 αντίστοιχα). Να όμως που το 2016 έδειξε πως υπάρχει τελικά ζωή για τους άλλοτε ήρωες του NWOBHM. O Rasmus Bom Andersen έρχεται να αναλάβει το μικρόφωνο και να αποτελέσει έμπνευση για τον Brian Tatler, ώστε να συνθέσει ο τελευταίος έναν δίσκο που θα έπρεπε να είναι ο διάδοχος του “Canterbury”. Το “Diamond Head” (8/10) είναι η μεγάλη επιστροφή, η οποία μπορεί να συντελέστηκε στα… «κουφά», αλλά έδειξε πως η μπάντα είναι ακόμη ακμαία, έστω αν και από την αρχική σύνθεση υπάρχει μόνο ο Tatler. Ελπίζουμε βάσιμα λοιπόν, πως στη σκηνή οι DIAMOND HEAD θα είναι ακμαίοι και θα δώσουν ένα show άξιο του ονόματος που «κουβαλούν» στις πλάτες τους.

Ακολουθεί και μια δεκαπεντάδα ενδεικτικών κομματιών από τις δύο μπάντες, για να ολοκληρωθεί η εικόνα.

CORONER και DIAMOND HEAD λοιπόν, στο φετινό OVER THE WALL Festival.
Θα μπορούσες να το πεις και ΕΠΟΣ. Τι, δεν είναι;

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here