RIOT UNDERRATED GEMS

0
469












 

Το πρώτο «Underrated Gems” για το 2019, φιλοξενεί μια από τις πλέον αγαπημένες μου μπάντες. Τη πρώτη, χρονικά, 100% heavy metal μπάντα των Η.Π.Α. Τους δημιουργούς του “Fire down under”, του “Thundersteel”, του “Inishmore” και μιας ακόμη σειράς αξιόλογων ως και αριστουργηματικών δίσκων. Μιας από τις ελάχιστες μπάντες, η οποία μπορεί να υπερηφανεύεται πως με οποιοδήποτε line – up και με οποιονδήποτε ήχο, δεν έβγαλε ποτέ κακό δίσκο. RIOT ή RIOT V δεν έχει καμία μα καμία σημασία, είναι το ίδιο συγκρότημα. Και αυτά, κυρίες και κύριοι, είναι 20+1 υποτιμημένα αριστουργήματα της τεράστιας κληρονομιάς του.

Angel (“Rock city” – 1977)
1977. Νέα Υόρκη. Το πρώτο heavy metal album των Η.Π.Α είναι γεγονός, γιατί οι RIOT ήταν όντως η πρώτη heavy metal μπάντα των Η.Π.Α, όπως γράφτηκε και στον πρόλογο του άρθρου. Όταν το 1977 ο αρχηγός Mark Reale και η παρέα του (στην οποία άνηκε τότε και ο συμπατριώτης μας Lou A. Kouvaris ως δεύτερος κιθαριστικός πόλος) κυκλοφόρησαν το “Rock city” και κομμάτια σαν το “Warrior”, οι υπόλοιποι ασχολούνταν ακόμη με το rock και το hard rock. Ακούγοντας το “Desperation” για παράδειγμα (άλλο διαμάντι αυτό), σίγουρα θα σου έρθει στο μυαλό το μισό N.W.O.B.H.M καθώς και ο ήχος του “Sin after sin” των JUDAS PRIEST, αλλά με σαφείς επιρροές και από αρκετές μπάντες των early 70s. Από έναν δίσκο λοιπόν γεμάτο υποτιμημένα κομμάτια, διαλέγω το ταχύ και παιχνιδιάρικο “Angel”, το οποίο είναι o ιδανικός επιμεταλλωμένος συνδυασμός του κέλτικου hard rock των THIN LIZZY, του αλήτικου rock των AEROSMITH και του ήχου που καλλιτέχνες σαν τον Chuck Berry καθιέρωσαν 60 χρόνια πριν. Εδώ μας συστήνεται και ο αδικοχαμένος Guy Speranza ο οποίος «λάμπει» στο μικρόφωνο για αυτόν και για τους επόμενους δύο δίσκους του group, το “Narita” και το “Fire down under”. Υπέροχο πραγματικά δείγμα 70’s heavy metal.

Hot for love (“Narita” – 1979)
Α ρε Mark… πόση έμπνευση είχες. Πόσο αριστοτεχνικά περνούσες τις επιρροές σου από το δικό σου, προσωπικό φίλτρο. Tούτο δω το κλασσικότροπο κομμάτι, σχεδόν «φωνάζει» SCORPIONS και από την ημερομηνία του, καταλαβαίνεις πως μιλάμε για τους «Σκορπιούς» της Uli Jon Roth περιόδου. Δεν θα είμαι υπερβολικός λοιπόν, αν πω το εξής: Έστω πως αυτές τις κιθάρες τις είχαν παίξει οι Roth/Schenker και έστω πως τραγουδούσε αντί του Speranza ο Meine. Το αποτέλεσμα; Θα είχαμε ένα ακόμη all time classic της πρώτης περιόδου, το οποίο θα είχε περίοπτη θέση σε δίσκους σαν το “In trance” και “Taken by force”. Ειδικά το τελευταίο του μέρος, με το εντελώς Roth solo και τους αναστεναγμούς του Speranza, αποτελεί το πιο τρανταχτό επιχείρημα. Νομίζω πως με αυτή τη περιγραφή, δεν χρειάζεται να συμπληρώσω κάτι άλλο. Κατάλαβες ακριβώς τί γίνεται εδώ. Σωστά;


Run for your life (“Fire down under” – 1981)

Πιο πάνω, σας είπα για τη σχέση των RIOT με το NWOBHM. Οι κοινές επιρροές των RIOT και των πρώτων συγκροτημάτων που άνοιξαν τον δρόμο στο εν λόγω κίνημα και οδήγησαν τις εξελίξεις στη Γηραιά Αλβιώνα, είναι παραπάνω από οφθαλμοφανείς. Εδώ, παραθέτω αυτό το εξαιρετικό κομμάτι, για να σας φέρω στο μυαλό έπη σαν το “20,000 Ft” των SAXON. Κάντε και εσείς τον παραλληλισμό και θα δείτε πως κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Οι βρετανικές επιρροές του αρχηγού δεν κρύβονται ούτε με στρατιωτικό camouflage, τις «βροντοφωνάζει» και σε αυτό το manifesto ακολουθούν πρόθυμα και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας. Τώρα, αν αυτό το «τρέξιμο» είναι καλύτερο, ή το ομώνυμό του από το “Thundersteel”, θα σας γελάσω, δεν ξέρω… Για τους πιο «παραδοσιακούς» και κλασσικούς μεταλλάδες, μάλλον τούτο εδώ. Να σε ρωτήσω… εσύ ακούς τις ρίζες του speed metal σε αυτό το κομμάτι, ή μόνον εγώ;

Don’t hold back (“Fire down under” – 1981)
Ήταν μεγάλη τόσο η έκπληξή μου όσο και η χαρά μου, όταν το άκουσα στη τελευταία τους εμφάνιση στη χώρα μας, στα πλαίσια του Into battle festival τον Δεκέμβριο του 2017. Ανέκαθεν στα αγαπημένα μου τραγούδια από το ανυπέρβλητο αριστούργημα που ονομάζεται “Fire down under”, το συγκεκριμένο κομμάτι είχε να αποδοθεί ζωντανά από το 1981! Εντάξει, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς για ποιον λόγο το “Don’t hold back” είναι έπος. Κράτησε αυτή τη μουσική, βγάλε τον Speranza (που είναι για μια ακόμη φορά καταπληκτικός), βάλε στη θέση του τον Rob Halford (ναι) και τοποθέτησέ το στο track list του “Sin after Sin” ή του “Killing machine”. Ισάξιο των μεγάλων JUDAS PRIEST στιγμών, δεν αποτελεί απλά και μόνον έναν φόρο τιμής στον βρετανικό κολοσσό. Οι κιθάρες των Mark Reale και Rick Ventura, με αυτά τα αιχμηρότατα riffs, έχουν επίσης «πολύ» από Ted Nugent μέσα τους, ενώ το rhythm section των Kip Leming και Sandy Slavin προσκυνά αυτό των Glover/Paice. Φωτιά στα τάστα, φωτιά παντού!

Restless breed (“Riot Live EP”/” Restless breed” – 1982)
1982 και ήδη ο Rhett Forester έχει πάρει τη θέση του Guy Speranza. Ο Rhett είχε μια θεσπέσια φωνή, που πήγαζε από τα blues, περνούσε στο rock και έφτανε στο metal με εκνευριστική άνεση. Αυτή η φωνή, ενέμπνευσε τον αρχηγό Mark να γράψει ορισμένα από τα ωραιότερα τραγούδια της καριέρας του. Το διατυμπανίζει με τις πρώτες του κιόλας λέξεις σε τούτο το θεϊκό έπος. Αυτή η βραχνάδα, αυτός ο τόνος… Μη το ακούσετε μόνο. Δείτε το live video. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε διάλεξα την εκτέλεση πρωτίστως από το ep και ύστερα από το ομότιτλο άλμπουμ. Δύο Les Paul στα άκρα της σκηνής, ένας ξανθομάλλης Άδωνις στη μέση να μοιάζει με λιοντάρι με τη ξανθιά του χαίτη και ένα συμπαγές rhythm section, στην απόλυτη hard ‘n’ heavy ονείρωξη. Η live εισαγωγή και τα πρώτα ακόρντα να σε βάζουν σιγά σιγά στο κλίμα, κάποιες τελευταίες ρουφηξιές από το τσιγάρο, ένα φτύσιμο μπροστά και… “come on boys!”. Οι THIN LIZZY θα ήθελαν πολύ να κάνουν ένα jamming με τούτα δω τα παιδιά, πάνω σε αυτό το αριστούργημα hard rock αισθητικής και street κουλτούρας.

Loanshark (“Restless breed” – 1982)
Το “Restless breed” είναι όντως το πιο «αδύναμο» album της πρώτης περιόδου των RIOT (1977-1987), αλλά εννοείται πως έχει και αυτό τις πολύ μεγάλες του στιγμές. Άλλωστε όταν μιλάμε για αδύναμο RIOT, μιλάμε για απάτητη κορυφή για πολλούς εκεί έξω. «Μια αληθινή ιστορία, για έναν τύπο που αν έχεις οικονομικές δυσχέρειες, δεν θες να μπλέξεις μαζί του» προλογίζει στο live ep o Rhett, για να μπει ένα ΚΑΤΑΙΓΙΣΤΙΚΟ drumming από τον Sandy Slavin, ο οποίος σαν drummer με jazz καταβολές (αυτό φαίνεται αμέσως από τον παραδοσιακό ή αλλιώς, τον ορθόδοξο τρόπο που κρατά τις μπαγκέτες) δημιουργεί έναν ασύλληπτο ρυθμό στα χέρια (πρωτίστως) και στα πόδια. Φανταστείτε το επιθετικό groove του “Sacrifice” των MOTORHEAD από τον Mickey Dee, αλλά ακόμη πιο ακραίο! Πολύ επιθετική σύνθεση, είμαι σίγουρος πως με το υπάρχον line up και τον τωρινό ήχο, θα αποκτούσε μια τρομερή δυναμική! Tο live ep που αναφέραμε πιο πάνω, υπάρχει και ενσωματωμένο σε πρόσφατη σχετικά επανέκδοση του “Restless breed”. Αξίζει να αποκτήσετε την έκδοση αυτή, αν θέλετε να έρθετε αντιμέτωποι με την ωμή δύναμη αυτής της μπάντας! “I’m a loanshark, does your mother know I’m after you?”

You burn in me (“Born in America” – 1983)
Και κάπου εδώ, το παιχνίδι χάνεται από τα αποδυτήρια, όταν ακούς την ωραιότερη ίσως κιθαριστική μελωδία που ακούστηκε σε δίσκο των Νεοϋορκέζων. “And you burn, in me, just like fire on the ragging sea, like a storm, from inside, like thunder from a friendly sky…” τραγουδά ο Rhett με τη γνώριμη, ανυπέρβλητη χροιά του, σε ένα τραγούδι που, με βάση τους στίχους και τη κεντρική του μελωδία, αν δεν είχε αυτόν τον mid tempo ρυθμό θα μιλούσαμε για μια εξαίσια ερωτική μπαλάντα που θα έριχνε στα πατώματα κάθε ευαίσθητη ύπαρξη. Προφανώς και όταν η κουβέντα φτάνει στο “You burn in me” δεν αναφερόμαστε μόνο σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του group, αλλά σε ένα από τα ομορφότερα hard ‘n’ heavy τραγούδια που ακούστηκαν ποτέ. Παίξτε το επιτέλους ζωντανά, να κλαίνε μέχρι και τα σίδερα…

Gunfighter (“Born in America” – 1983)
Ποια είναι η πεμπτουσία ενός κομματιού στο rock; Το riff και το refrain. Ε λοιπόν, τούτος εδώ o pistolero (η ισπανική απόδοση του όρου “gunfighter”) τα έχει και τα δύο περασμένα στη ζώνη του, σαν Colt Buntline Special, δεξιά και αριστερά, έτοιμα να «κελαηδήσουν». Άκου πως ξεκινά… γίνεται να μη σε πιάσει από το λαιμό; Όχι. Γίνεται να μη θες να αρπάξεις την air guitar σου και να «χαθείς» σε μια ιδεατή, φανταστική συναυλία; Πάλι όχι. Γίνεται να μη προσπαθήσεις να «πιάσεις» το ασύλληπτο γρέζι στη φωνή του Rhett, τραγουδώντας με τη σειρά σου τους στίχους του; Τα ίδια και εδώ. Σε μια off the record συζήτηση που είχα με τον Todd Michael Hall, η φωνή των RIOT V παραδέχτηκε αβίαστα πως τον θεωρεί έναν μεγάλο τραγουδιστή, με πολύ δύσκολες, για όποιον θέλει να τις αποδώσει, ερμηνείες. Και όταν τα λέει αυτό ένας frontman σαν τον Hall, ο οποίος ερμηνεύει αβίαστα το “Thundersteel” για παράδειγμα, καταλαβαίνετε. Το “Gunfighter” μπορεί να είναι υποτιμημένο όσον αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις του group, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως ανήκει στις αντικειμενικά ΜΕΓΑΛΕΣ συνθέσεις του. Και μεταξύ δευτέρου και τρίτου λεπτού, απογειώνεται προς αστρικά επίπεδα.

Running from the law (“Born in America” – 1983)
Είπαμε ακριβώς πιο πάνω, πως κύριο χαρακτηριστικό ενός metal τραγουδιού είναι το riff του. Είναι αυτό που θα σε κερδίσει ή αντιθέτως, θα σε απογοητεύσει και θα σε απομακρύνει, αν είναι αδύναμο ή ανέμπνευστο. O Mark, μέγιστος riff-ολόγος, ήξερε πολύ καλά πώς να κερδίσει το παιχνίδι των εντυπώσεων. Αλλά το καταπληκτικά απλό και πωρωτικό riffing του “Running…” δεν είναι μόνο του. Έχει ισάξιο ανταγωνιστή στο παιχνίδι αυτό τα εξίσου καταπληκτικά couple του, τραγουδισμένα με έναν τρόπο που μόνον ο Rhett θα μπορούσε να αποδώσει, μιλώντας για τον παράνομο ο οποίος βρίσκεται σε μία διαρκή καταδίωξη. Το αρχέγονο σε στυλ και νοοτροπία solo οδηγεί σε ένα καταπληκτικό «κόψιμο», με τον Rhett να βρυχάται σαν θηρίο κορυφώνοντας ένα πραγματικό neckbreaker σημείο. Σύνθεση με εντελώς live χαρακτήρα, η οποία πρέπει να ενταχθεί επειγόντως στο setlist της μπάντας. Τελικά, για να παίξεις σωστά heavy metal, αρκούν λίγα πράγματα. Λίγα, απλά, και κατανοητά.


Maryanne (“The privilege of power” – 1990)

Hard rock; Glam metal; Ναι, δεν συμβαδίζει με το πνεύμα του υπόλοιπου δίσκου. Ναι, δεν έχει αυτόν τον τρομερό power metal χαρακτήρα. Πού είναι το λάθος; Πουθενά. Γιατί πρόκειται για μια υπέροχη σύνθεση, την οποία αν είχαν γράψει οι DOKKEN, o Bon Jovi ή κάποιο άλλο συγκρότημα της hard ‘n’ heavy (μισώ τον όρο “glam”) σκηνής των Η.Π.Α στα τέλη των 80’s, θα είχε κάνει μεγάλη επιτυχία. Τα χαρακτηριστικά του; Μελωδία, μελωδία, μελωδία… και ο Moore σε «ανθρώπινες» οκτάβες. “Oh another night, another day, you sent my love someone else’s way, you rocked and rolled while I walked the floor what kind of fool do you take me for…”. Μήνυμα προς πολλαπλούς αποδέκτες; Μπορεί. Η όμορφη εισαγωγή έχει έντονο το συναίσθημα του “I’d love to change the world” των TEN YEARS AFTER και του “More Than A Feeling” των BOSTON, γεγονός που δηλώνει αν μη τι άλλο και κάποια ακόμη από τα ακούσματα του Mark Reale.

Storming the gates of hell (“The privilege of power” – 1990)
Η σάλπιγγα διατάζει επίθεση και επιστροφή στο θεάρεστο US power metal με τις υψηλές ταχύτητες, το καταιγιστικό drumming και τα sky high φωνητικά του Tony Moore. Παίχτηκε δύο (2) φορές το 1989, μία (1) φορά το 1990 και έξι (6) φορές το 2009, κατά την επανασύνδεση του “Thundersteel” line up. Συμπληρώνει ιδανικά το καρέ των γρήγορων, υμνικών τραγουδιών του “The privilege of power” μαζί με τα έπη “Black leather and glittering steel” και “On your knees” και το επίσης υποτιμημένο “Dance of death”, με τo solo του να είναι η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή του. Ένας φόρος τιμής στον τεράστιο Elmer Bernstein και το πέραν του μύθου μουσικό έργο το οποίο συνέθεσε για τις ανάγκες του έπους των επών το οποίο ονομάζεται “The Ten Commandments”. Έτσι, περιγραφή στον υπερθετικό βαθμό, χωρίς ίχνος υπερβολής σε όλους τους χαρακτηρισμούς.

Magic Maker (“Nightbreaker” – 1994)
Αν πρέπει να φτιάξω μια λίστα με τις δέκα μεγαλύτερες παραλείψεις στην ιστορία του heavy metal σε επίπεδο συναυλιών, μπορεί η απουσία του “Magic Maker” από ΟΛΑ τα shows της μπάντας από το 1994 που κυκλοφόρησε ως σήμερα, να ήταν στο νούμερο 1. Αν πρέπει να διαλέξω το πιο υποτιμημένο τραγούδι από καταβολής «σκληρού ήχου», επίσης μπορεί να ήταν στην ίδια θέση. Συγγνώμη, αλλά εδώ μιλάμε για ένα από τα καλύτερα RIOT τραγούδια όλων των εποχών, που μπαίνει ακόμη και σε κασέτα με top-10! Ρυθμικό, στακάτο, πιο «κολλητικό» και από sellotape σε χαρτί, με γέφυρα και refrain για διδαχή σε πανεπιστήμιο, ερμηνεία από τον νεοεισελθόντα DiMeo που σε «αναγκάζει» να την ακολουθήσεις (αυτό το “oh yeaaaah” δεν υπάρχει!) και τρομερές «μονομαχίες» στις κιθάρες. Το τέλος του δε, αληθινό “ear candy”, καθώς το συγκρότημα μας σερβίρει τη βασική μελωδία του “You burn in me” μέσα από ένα δίλεπτο καταιγιστικό crescendo όπου η μπάντα περίπου οδηγείται σε ένα αυθόρμητο jamming, με τους Reale και Flyntz να σολάρουν απανωτά και ο Pete Perez από πίσω σε σημεία δένει το μπάσο ναυτικό κόμπο. “I’m crying out for a miracle cure, I know that you’re the one for sure… take me home magic maker!”. ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΚΟΜΜΑΤΙ. ΤΕΛΟΣ.

I’m on the run (“Nightbreaker” EU Rising Sun Prod. bonus track – 1994)
Δεν ξέρω πόσοι φίλοι των RIOT ξέρουν το παραπάνω κομμάτι, το οποίο αποτέλεσε bonus track στην ευρωπαϊκή έκδοση του άλμπουμ, από την Rising Sun. Από τα πιο χαμηλοκουρδισμένα τραγούδια των Αμερικανών, πρώτης ποιότητας και πρώτης κλάσεως hard rock, καθαρόαιμο, ανόθευτο, με μια έντονη mid 80’s – early 90’s DEEP PURPLE αισθητική, απόδοση στα φωνητικά όπου ο Di Meo βγάζει στην επιφάνεια ολόκληρο τον “Coverdale meets J.L. Turner” εαυτό του. Τα «παιχνιδίσματα» με τη δίκαση του Jarzombek και ο τρόπος με τον οποίο ο Perez ακολουθεί τις αλλαγές στον ρυθμό ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας τη ταστιέρα, είναι επίσης χαρακτηριστικά στοιχεία όχι μόνο του “I’m on the run”, αλλά και της νοοτροπίας που είχε εκείνη την περίοδο η μπάντα. Το κομμάτι κλείνει απρόσμενα και συγκινητικά, με λίγους, τελευταίους στίχους και ένα τελευταίο trademark ουρλιαχτό από τον Rhett Forester…

Rain (“The brethren of the Long House” – 1996)
Γνώριμη αυτή η μελωδία στην εισαγωγή του τραγουδιού… “When evening falls, she’ll run to me, like whispered dreams your eyes can’t see …”, ακούσαμε κάποτε από τα χείλη του Μεγάλου Κοντού, και τούτο δω το λυρικό κομμάτι θα μπορούσε να είναι η RIOT εκδοχή του. Εκεί προς το μεσαίο του σημείο όμως, να που σου έρχεται στο μυαλό το “Mistreated”… «Κοίτα που πάλι σε Blackmore ύμνο καταλήξαμε», σκέφτεσαι, αλλά δεν σε πειράζει καθόλου αυτό. Μεγάλη η αγάπη του αρχηγού άλλωστε για τον Βρετανό μαέστρο. Η αισθαντική ερμηνεία του DiMeo ο οποίος αφηγείται τον πόνο και τη θλίψη ενός Ινδιάνου που αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γη του λόγω των Λευκών εισβολέων, είναι ατού από μόνη της. Η βροχή μοιάζει με δάκρυα, καθώς και η Φύση η ίδια λυπάται και συμπάσχει με την υπερήφανη αυτή φυλή, η οποία στο πέρασμα των αιώνων τη σεβάστηκε όσο λίγες… Υπέροχο τραγούδι.


Should I run (“Inishmore” – 1998)

Το 1998 οι RIOT για τον γράφοντα κυκλοφόρησαν έναν από τους καλύτερους δίσκους της καριέρας τους, και τον καλύτερο δίσκο τότε της χρονιάς. Έναν δίσκο που ακούγεται χωρίς διακοπή και χωρίς skip, από το πρώτο ως τα τελευταίο κομμάτι. Έβγαλε υπερ-hit (“Angel eyes”), έβγαλε επιτυχίες (“Liberty”, “Kings are falling”, “Cry for the dying”), μας έδωσε όμως και κάποια συγκλονιστικά διαμάντια στις εφεδρείες του. Κάπου μεταξύ του “Out in the fields” και του “Spotlight kid” ή του “Fire dance”, γρήγορο, με υπερ-τεχνικό rhythm section (βάλτε ακουστικά και ακούστε τι παίζουν από πίσω οι Perez/Jarzombek, οι άνθρωποι παραδίδουν μαθήματα), το “Should I run” αποτελεί χαρακτηριστικότατο δείγμα της προσέγγισης που έδινε στη μπάντα του ο αρχηγός Mark Reale στα 90’s. Ο DiMeo από τη πλευρά του, ενώνει ως συνήθως τον κόσμο του Coverdale με αυτόν του J.L. Turner με θαυμαστά αποτελέσματα, σε μια ερμηνεία εξαίσια, η οποία και αποδεικνύει το πόσο μεγάλος τραγουδιστής είναι. Στη θέση του “Should I run”, να ξέρετε, θα μπορούσε να βρίσκεται άνετα το “Turning the hands of time”. Σας το λέω για να τα έχω καλά με τη συνείδησή μου πρωτίστως.

Inishmore suite (Forsaken heart/Inishmore/Danny boy) (“Inishmore” – 1998)
Ένα λυρικό αριστούργημα, το οποίο μιλά για τον μεγάλο λιμό του 1845-1849 (“Gorta Mór” στα Γαέλικα) και την μετανάστευση ενός εκατομμυρίου Ιρλανδών, κυρίως στις Η.Π.Α. Πανέμορφο… υπέροχο… μαγευτικό. Όποιο επίθετο και να του δώσεις, δεν θα μπορείς να αποδώσεις το μεγαλείο του με λέξεις. Μια άκρως συναισθηματική τριλογία που κλείνει το “Inishmore” με τον καλύτερο τρόπο. Ο ήχος των κυμάτων, τα θαλασσοπούλια, η «ζεστή», bluesy ερμηνεία του DiMeo που τραγουδά για την αγάπη του που φεύγει καθώς βλέπει το πλοίο να χάνεται στον ορίζοντα στις ακτές, το μαντολίνο, οι ακουστικές κιθάρες, το hammond, το rhythm section που ζωγραφίζει σαν τον Bob Ross και πάνω απ’ όλα, το δίδυμο Reale – Flyntz στις διπλές αρμονίες και δισολίες… όλα συντελούν στη δημιουργία ενός ονειρικού τραγουδιού. “They say she’s gone, gone forever, far away from the emerald shores… I always thought, she’d leave me never, forsaken heart of Inishmore. In the hills of galway, i’ll wait forever more…” Ειλικρινά, σας το λέω και βουρκώνω, αν έλεγα πως είναι το σύγχρονο αντίστοιχο του “Black Rose” των THIN LIZZY, είμαι σίγουρος πως από κει ψηλά ο Μαύρος Πάνθηρας θα μου έγνεφε καταφατικά. “Well said, Jimmy boy…”.

On the wings of life (“Sons of society” – 1999)
Οι RIOT σαν μπάντα δεν έχουν ελαττώματα. Είναι αψεγάδιαστοι. Αλλά για τους κακεντρεχείς, βρήκα εγώ ένα. Αντιγράφουν. Ναι, αντιγράφουν. Τους εαυτούς τους. Ξέρω και άλλη μια μπάντα που το κάνει αυτό, πολύ συχνά. Τους IRON MAIDEN. Το λάβατε το μήνυμα; Ωραία. Έτσι λοιπόν, στον πλέον υποτιμημένο δίσκο τους συνολικά (θα μπορούσα να τον βάλω εδώ ολόκληρο και να κάλυπτα έντεκα από τις είκοσι και μία θέσεις, για να σας τονίσω τη σημασία του), «αναπλάθουν» με τη γνωστή τους μαεστρία ιδέες που σε σας που τους ακολουθείτε, θα σας φανούν γνώριμες. Ό,τι διαβάσατε για το “Should I run”, ισχύει μέχρι κεραίας για το “On the wings of life”, όσον αφορά τα τεχνικά του χαρακτηριστικά. Μόνο που το δεύτερο είναι πεντακάθαρα προσανατολισμένο προς μια THIN LIZZY και Gary Moore κατεύθυνση. Ακούγοντάς το κάθε φορά, πείθομαι και περισσότερο πως κάπως έτσι θα ακουγόταν η παρέα του Lynott μετά το “Thunder and lightning”, ή ο Moore, αν δεν είχε αλλάξει ρότα προς τα blues.

Twist of fate (“Sons of society” – 1999)
Τι τραγούδι Θεέ μου! Riff που θα το ζήλευε και ο Jake Lee στην Ozzy εποχή, μελωδία πάνω του που είναι ένα τραγούδι από μόνη της, ρεσιτάλ έμπνευσης και ερμηνείας στο αριστουργηματικό pre – chorus και στο chorus… τι άλλο να ζητήσει κανείς; Το solo του είναι από τα καλύτερα που ακούστηκαν ποτέ σε RIOT κομμάτι και οι διάσπαρτες, σήμα κατατεθέν της μπάντας, «φράσεις», οι οποίες στολίζουν το βασικό riff ως το τελικό «σβήσιμο», πραγματική μαγεία. Είναι επιτακτική ανάγκη να τονίσω εδώ πως οι Reale/Flyntz ήταν ένα από τα καλύτερα δίδυμα στην ηλεκτρική κιθάρα στον rock και metal χώρο. Για τον άνθρωπο που αν δεν είχαν σκοπό οι managers και οι εταιρείες να φέρουν ξανά τον Ian Gillan στους DEEP PURPLE θα τραγουδούσε ως ο εκλεκτός του Blackmore στο “The battle rages on”, δεν χρειάζεται να πούμε και εδώ πως καταθέτει εκτός από τη φωνή, και τη ψυχή του. Αγαπημένο τραγούδι του αρχισυντάκτη Σάκη Φράγκου, προκρίθηκε απευθείας στη τελική φάση, καθώς αποτέλεσε βέτο για να δημοσιευθεί το άρθρο. Καμία αντίρρηση!

Turn the tables (“Through the storm” – 2002)
To “Through the storm” είναι ο, κατά γενική ομολογία, πιο αδύναμος δίσκος του group. Πιο αδύναμος συγκρινόμενος βέβαια με την υπόλοιπη RIOT δισκογραφία, γιατί γενικά, σαν αυτόνομη μονάδα, κάθε άλλο παρά αδύναμος είναι. To “Turn the tables” ως εναρκτήριο τραγούδι, πετυχαίνει απόλυτα τον σκοπό του. Ωραίο, «κελαριστό» riff, top notch solo, ανάλογης κοπής, «μονολιθικό» drumming από τον Bobby Rondinelli (BLACK SABBATH, RAINBOW, BLUE OYSTER CULT κλπ) και ταιριαστά δεύτερα φωνητικά από τον Tony Harnell (TNT), o οποίος συμμετείχε με αυτό το ρόλο στη μπάντα από το 1997 ως το 2006. Οι πρώτοι στίχοι κάθε στροφής, επίσης, είναι από τους πιο καθηλωτικούς στην δισκογραφία τους. Ακούστε πως τραγουδά ο Di Meo το “Nothing left for me to see but my sense it follows me, I feel I`m lost under the sun, I live in fear but I won`t run” και θα το διαπιστώσετε και σεις.

Army of one (“Army of one” – 2006)
Κάπου μεταξύ του “Thundersteel” και του “Angel eyes”, με neoclassical «φορεσιά», το “Army of one” είναι ένα από τα καλύτερα openers της δισκογραφίας του group, και όμως, στέκει παραγκωνισμένο. Ταχύτατο, ορμητικό, με κιθάρες – ξυράφια, rhythm section από τους Perez και Gilchrist απίστευτα δεμένο και τον DiMeo να φέρνει μια κλασσική, hard rock/bluesy ερμηνεία στα λημέρια του βέρου power metal, δίνοντας μια επιπλέον μονάδα στο αξίωμα που θέλει κάθε καλό hard rock τραγουδιστή, να ταιριάζει «γάντι» σε μια power metal μπάντα. Είμαι βέβαιος πως ο Todd Michael Hall θα το τραγουδούσε εξίσου καταπληκτικά.

Riot (“Immortal” – 2011)
Υπερηχητικό, επιθετικό, βέρο power metal που μπορεί να βαδίζει σε γνώριμες “Thundersteel” οδούς με σιγουριά (το riff του είναι σχεδόν ίδιο) στερώντας έτσι το χαρακτηριστικό της έκπληξης, αλλά η υμνική του μελωδία και η απόδοση των Moore – Jarzombek δεν αφήνουν περιθώρια για κακεντρεχή σχόλια. Σε κάποιους ίσως να θυμίσει και συγκροτήματα όπως οι CAGE (αν ακούσετε τον τραγουδιστή των τελευταίων Sean Peck στην audition του για τη θέση του τραγουδιστή, αυτό είχε διαλέξει και όχι τυχαία), αλλά μιλάμε για αντεστραμμένο δάνειο – επιρροή σε τελική ανάλυση. Live θα «έκοβε κώλους» εύκολα.

Εδώ φτάσαμε στο τέλος. Σκόπιμα αγνοήθηκαν οι δύο τελευταίοι δίσκοι της παρούσας σύνθεσης (“Unleash the fire” και “Armor of light”), καθώς θεωρήθηκε πως είναι αρκετά «φρέσκοι» και δεν έχουν κάνει ακόμη τον κύκλο τους. Το άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του εκλιπόντος αρχηγού Mark Reale, και σε όλους εσάς που συμμερίζεστε μαζί μου την ίδια τρέλα για αυτόν τον θρύλο της μουσικής μας. Shine on, Warriors!

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here