Ένα demo που κυκλοφόρησε το 1986 ήταν αρκετό για να υπογράψουν οι SANCTUARY συμβόλαιο με την Epic records και μια γνωριμία του κιθαρίστα Lenny Rutledge με τον Dave Mustaine μετά από μια συναυλία ήταν αρκετή για να κυκλοφορήσει το “Refuge Denied” το 1988. Σε μια εποχή που το US metal βγάζει αλλεπάλληλα διαμάντια, με μπάντες όπως οι QUEENSRYCHE, SAVATAGE, METAL CHURCH, FATES WARNING, CRIMSON GLORY, JAG PANZER, FIFTH ANGEL και τόσοι άπειροι άλλοι, οι SANCTUARY με το “Refuge Denied” βάζουν ένα μικρό αλλά πολύ σημαντικό λιθαράκι στο οικοδόμημα.
Seattle, heavy thrash κιθάρες και riffs, δερμάτινα, μακριά μαλλιά, σκουλαρίκια στ’ αυτιά και ένας τραγουδιστής που με το που ξεκινάει να παίζει ο δίσκος, καταλαβαίνεις ότι είναι εκεί έξω για να κάνει πολλά και μεγάλα πράγματα.
Κι αν το πρώτο χτύπημα θεωρήθηκε “μετριοκαλό” (γελώ, γελώ πολύ όμως), θες επειδή απειρία, θες επειδή ο Mustaine εκείνης της περιόδου δεν ήταν και πολύ στα καλά του (εντάξει, αυτό σίγουρα έπαιξε ρόλο, τι τα θες τα παραγωγιλίκια Μεγκαντεθιάρης άνθρωπος…), με τον επόμενο δίσκο όλοι προσκύνησαν. Τώρα, πόσο στέκει λογικά να χαρακτηρίσεις ένα δίσκο απλώς μετριοκαλό, όταν σου δίνει κομμάτια ΟΡΙΣΜΟ του US METAL, όπως το “Battle Angels” ή το “Die for my sins”, ειδικά αυτό είναι ο ορισμός του ορισμού!
Διαχωρίζοντας την ιστορία των SANCTUARY σε δύο μέρη κι αφήνοντας λίγο στην άκρη την επανένωση αρκετά χρόνια μετά την πρώτη παύση, που μας έδωσε μουσική αλλά δεν ήταν “το ίδιο με την παλιά μπάντα”, το συγκρότημα κατάφερε να χτίσει έναν μύθο με μόλις 2 δίσκους και μια ηρωική διάλυση τότε.
“Refuge Denied” το ’88, “Into The Mirror Black” το ’90, ανερχόμενη grunge σκηνή Seattle, πίεση για κατεύθυνση της μπάντας προς εκείνο το εμπορικό μονοπάτι, κατούρημα σε εταιρίες και παραγωγούς και καληνύχτα σας. Η συνέχεια με NEVERMORE γνωστή…
Έχει γίνει παρόμοιο άρθρο και για το “Into The Mirror Black”, πάμε να κάνουμε το καθιερωμένο ανακάτεμα και για το “Refuge Denied”, να το στείλω στον Φράγκο να ηρεμήσει η ψυχούλα του και να πάω να φτιάξω με την ησυχία μου τσουρέκι μανταρίνι.
The “Refuge denied” countdown:
- “Ascension to destiny” (4.57)
Τελικά ήταν πιο δύσκολο από όσο νόμιζα το worst to best… Τις τελευταίες θέσεις εννοώ, γιατί οι πρώτες είναι ξεκάθαρες. Κάπως πρέπει να ξεκινήσει όμως, οπότε αναγκαστικά αρχίζουμε από εδώ. Κλασικό δείγμα αμερικανικού heavy metal, τόσο σε δομή, μουσικά, όσο και σε στιχουργικό επίπεδο. Και αυτό ισχύει για όλο το δίσκο. Ο πολεμιστής με τη σιδερένια θέληση και δύναμη θα φέρει την αλλαγή στην κατάσταση της εξουσίας. Ακούγεται κλισέ και παιδιάστικο, μιλάμε όμως για την Αμερική και το 1987-88. Ένας Dane που στα νιάτα του τραγουδούσε συνέχεια με τσιρίδες στα κόκκινα και φυσικά έκλεψε την παράσταση όχι επειδή υστερούν οι υπόλοιποι δίπλα του, αλλά απλώς και μόνο γιατί είναι ημίθεος. Περισσότερα γι’ αυτό στη συνέχεια.
- “Soldiers of steel” (5.30)
Πολύ άδικη θέση για το συγκεκριμένο, γιατί είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι που τα έχει όλα σωστά. Ωραία riffs, έξυπνες αλλαγές στη δομή, καθαρά μέρη, τεχνικά μέρη, δυνατό τίτλο και θεματολογία. Οπότε τι του λείπει; Τίποτα θα πω εγώ, δεν έχει καν νόημα η σειρά.
- “Termination force” (3.39)
Αυτό έχει την άβολη θέση να βρίσκεται ανάμεσα στα δύο “καλύτερα” κομμάτια του δίσκου (spoiler…) κι όμως στέκεται εκεί ακριβώς περήφανα. Ξεκινάει σε ήρεμο τόνο, σχεδόν ψυχεδελικό, αλλά μετά μπαίνει αυτό το διαολεμένο riff εκεί στη μέση, πατάει γκάζι η μπάντα και τους παίρνει όλους παραμάζωμα. Επίσης, ήδη έχουν αρχίσει να φαίνονται και δείγματα της προσωπικότητας του Warrel εδώ, όσον αφορά τις εναλλαγές στον τρόπο που τραγουδάει και ερμηνεύει.
- “Sanctuary” (3.57)
Το ομώνυμο κομμάτι της μπάντας. Κι αυτό ξεκινάει ήρεμα, στη συνέχεια όμως δίνει ένα πολύ πορωτικό main riff με το αντίστοιχο rhythm section να είναι ιδανικό για headbanging. Θα σταθώ λίγο σε ένα σημείο, που μεταξύ άλλων ο Warrel έχει γράψει
“and so I leave this world, never to return, my candle has been burnt, for deliverance I yearn,
Time cannot erase the mark I leave on time and space…”, με το προσωπικό σχόλιο πως σίγουρα τότε δεν το έγραφε για τον εαυτό του, τώρα όμως μπορώ να πω με σιγουριά ότι είναι πλήρως αυτοβιογραφικό, γιατί ο χρόνος δεν θα σβήσει ποτέ το σημάδι που άφησε στον κόσμο μας. Και αν πολλοί δεν το ξέρουν πόσο σημαντικό είναι αυτό που άφησε, ή ακόμα και αν διαφωνούν μαζί μου, ξέρω ότι το άφησε σίγουρα επάνω μου, στον δικό μου κόσμο. Και αυτό είναι αρκετό.
- “The third war” (3.52)
Και τι είναι το “The third war”; Ένα συνεχόμενο ασταμάτητο κλασικό αμερικάνικο heavy metal κοπάνημα. Αυτό ακριβώς είναι. Χωρίς πολλά λόγια μπαίνει εδώ, και είναι η γέφυρα που μας στέλνει στο final 4.
- “Veil of disguise” (5.54)
Όποιος με ξέρει, δεν θα το θεωρήσει έκπληξη αυτό.
Κάποιοι στη λίστα φίλων μου θα το έβαζαν κορυφή, θα τους περιμένω στα σχόλια στο facebook να εμφανιστούν.
Το φινάλε του δίσκου είναι ένα έπος. Τρομερή ατμόσφαιρα στην αρχή, απίθανη ερμηνεία από τον Warrel, το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου (σχεδόν 6 λεπτά), σε καμία περίπτωση κουραστικό ή βαρετό. Θα μπορούσε να είναι 3 διαφορετικά τραγούδια, γιατί στο τέλος αλλάζει μορφή, βαραίνει και πάλι το πόδι στο γκάζι και όλη η μπάντα τελειώνει τον δίσκο όπως ακριβώς πρέπει : ταχύτητα, solo κιθάρες και τσιρίδα στο θεό. Εε. Ναι. Μόνο έτσι έπρεπε να κλείσει αυτό.
- “White rabbit” (3.10)
Κλασικός Μίμης Καναβι στην τριάδα, εννοείται ότι θα έμπαινε η διασκευή. Και τι διασκευή… Οι SANCTUARY διασκευάζουν JEFFERSON AIRPLANE! Και όταν λέω οι SANCTUARY, εννοώ τον ίδιο τον Warrel, γιατί είμαι σίγουρος ήταν δικιά του ιδέα. Τα λάτρευε αυτά τα ψυχεδελικά 60s-70s ο Dane, ό,τι διασκευή έκανε στην πορεία της καριέρας του ήταν από εκείνη την εποχή. Και φυσικά, μιλάμε για κανονική διασκευή, στα δικά του μέτρα και όπως θα την ήθελε ο ίδιος. Άνω κάτω το κομμάτι, τρομερή ατμόσφαιρα, άξια βρίσκεται εδώ σε αυτή τη θέση.
- “Battle angels” (4.51)
Το ξεκίνημα του δίσκου είναι με αυτό το έπος. Ένα έπος που θεωρείται πλέον “κλασικό”. Το main riff, το ρεφρέν, δεν περιγράφονται με λόγια αυτά τα πράγματα. Δεν γίνεται κάποιος να λέει ότι “ακούω heavy metal”, ή πιο συγκεκριμένα να δηλώνει οπαδός US power metal, και να μην πέφτει στα γόνατα για προσκύνημα όταν σκάει το “Battle angels”.
Απλά, λιτά και απέριττα.
- “Die for my sins” (3.41)
Τώρα που άκουσα όλο το δίσκο ξανά 2 φορές συνεχόμενα, σκέφτομαι πως όταν ξεκίνησαν οι SANCTUARY να τον γράφουν, αυτό πρέπει να ήταν το πρώτο κομμάτι που ολοκληρώθηκε. Θεωρώ πως είναι ΌΛΗ Η ΟΥΣΙΑ του αμερικανικού heavy power metal συμπυκνωμένη σε αυτό το αριστούργημα. Κάτι δηλαδή σαν τον ορισμό. Έχει άπειρα διαμάντια η συγκεκριμένη σκηνή, τεράστιες μπάντες που αγαπώ ιδιαιτέρως, αλλά προσωπική άποψη του γράφοντας, το “Die for my sins” θα είναι για πάντα το αγαπημένο μου. Κορυφαία στιγμή του δίσκου δίχως αμφιβολία, δικαίως παίρνει την άτυπη πρώτη θέση σε αυτό το ανακάτεμα.
Λένε ότι η μουσική είναι συναισθήματα. Το δύσκολο είναι να περιγράφεις αυτά τα συναισθήματα με λέξεις. Συνήθως τα καταφέρνω, αλλά καμιά φορά, όπως τώρα ας πούμε, δυσκολεύομαι. Πως να περιγράψει κανείς ΤΗΝ ΠΟΡΩΣΗ που σου προσφέρει αυτό το κομμάτι όταν το ακούς;;
Διάολε, θα ήθελα να είμαι σε μια μεριά να δω τη φάτσα του Mustaine, όταν χτύπησε την πόρτα στο καμαρίνι του με θράσος ο κιθαρίστας Lenny Rutledge τότε, με μια κασέτα το demo στο χέρι, “υποχρεώνοντας” τον MegaDave να το ακούσει… Ευτυχώς το έκανε, ευτυχώς τον πέτυχε στις καλές του, τα υπόλοιπα είναι ιστορία…
Μίμης Καναβιτσάδος