Marc Anthony H. Bertone aka Somnus Mortem. Ένας καλλιτέχνης, με καταγωγή από τις Φιλιππίνες, μετοίκησε στις ΗΠΑ και προσπάθησε να κάνει πράξη το όνειρό του ή και να ενσαρκώσει το ίδιο το Αμερικάνικο όνειρο. Αν μη τι άλλο όμως κάθε όνειρο για να γίνει πράξη, χρειάζεται ικανότητες και στο μουσικό πεδίο, αυτές οι ικανότητες μεταφράζονται σε έμπνευση, ποιότητα, πρωτοτυπία. Ο Marc, δεν είναι άγνωστος στο μεταλλικό κοινό, είχε περάσει από τους GORGOROTH για ένα μικρό διάστημα, από τους ICONOCLAST και είναι ενεργό μέλος των CYANIDE SOLUTION. Με το προσωπικό του project όμως, τους SAVIORSKIN, θέλει να δημιουργήσει κάτι εντελώς δικό του, όπως αυτός το έχει οραματιστεί. Τα καταφέρνει;
Δημιούργησε το συγκρότημά του το 2019, κυκλοφορόντας το ντεμπούτο τους με την ονομασία “Remnants of broken idols”. Αποδεικνυόμενο ιδιαίτερα παραγωγικό, το σχήμα βρίσκεται ήδη στην τρίτη ολοκληρωμένη του δουλειά, με το φετινό “Invicta mori / Doomfather”. Όπως το όνομα του μαρτυρά, η βάση είναι το doom, οι προεκτάσεις όμως είναι αρκετές. Doom/death, με ξεκάθαρες επιρροές από MY DYING BRIDE (κυρίως) όμως και μία δική τους πρωτοτυπία. Επηρεάζονται, αλλά δεν αντιγράφουν.
Μία νοσταλγία ξεχειλίζει μέσα από καθεμία από τις δώδεκα αυθεντικές συνθέσεις του άλμπουμ. Δεκατρία τα τραγούδια του, αλλά το δέκατο τρίτο, είναι μια live εκτέλεση – αφιέρωμα στους MOTORHEAD, με τους SAVIORSKIN να διασκευάζουν το κλασσικό “Orgasmatron”, με τον δικό τους τρόπο. Γενικά, θα χαρακτηρίζαμε τον Somnus Mortem αιρετικό ως καλλιτέχνη. Προτιμά την εποχή που η μουσική κυκλοφορούσε μεταξύ των fans σε κασέτες, όταν τα πράγματα ήταν πιο απλά, πιο αγνά, λιγότερο εμπορικά. Αναγκαστικά, για να προωθήσει του μουσική του, μπήκε στις διαδρομές που χρειάζεται να ακολουθήσει κανείς στην σύγχρονη εποχή, όμως μέσα από τα τραγούδια του, όλη αυτή η αγάπη του για το παρελθόν, γίνεται εμφανής, μιας και η μουσική του είναι μεν αλά παλαιά, με μία δική της φρεσκάδα όμως. Αν μπορεί να χαρακτηριστεί με μία λέξη, η λέξη αυτή θα ήταν ιδιότροπη.
Ανάλογης ιδιοτροπίας και αιρετικότητας, είναι και οι στίχοι, με κράχτη το ίδιο το εξώφυλλο. Τα κακώς κείμενα στην κοινωνία, τα κακώς κείμενα στην Εκκλησία, στη μουσική βιομηχανία, ότι ο Marc θεωρεί ότι πηγαίνει λάθος σε αυτόν τον κόσμο, είναι αυτό το οποίο προσπαθεί να τονίσει, να χτυπήσει μέσα από την δουλειά του.
Η απογοήτευση και η οργή, φαίνονται ξεκάθαρα και ξεχειλίζουν μέσα από την μουσική που εκεί που είναι ήρεμη, ξαφνικά γίνεται επιθετική, τα φωνητικά, εναλλάσσονται από καθαρά σε βαριά και αντίστροφα, ανάλογα με την ένταση που θέλει να περάσει ο καλλιτέχνης στον ακροατή. Αυτές οι εναλλαγές εκφράζουν όλο το συναίσθημα του δίσκου με τρόπο ιδανικό. Τα τύμπανα του άλμπουμ, ανάλογα με την οπτική που θα τα δει κανείς, είναι στα θετικά ή στα αρνητικά του δίσκου. Δεν είναι φυσικά, είναι drum program, τα οποία ναι μεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του Bertone, όπως αυτός θα ήθελε να είναι τα τύμπανα στον δίσκο του, αλλά κάπου ξενίζουν.
Συνολικά, μία πραγματικά καλή δουλειά, ίσως η καλύτερη κυκλοφορία των SAVIORSKIN, τους οποίους (ή τον οποίον καλύτερα, μιας και όλα εξαρτώνται από τον Bertone) μπορείτε να γνωρίσετε ακόμα πιο καλά, μέσα από την συνέντευξη που παραχώρησε στο ROCK HARD και τον Σάκη Φράγκο:
8 / 10
Φανούρης Εξηνταβελόνης