SUBROSA: Swans trapped in everlasting Sadness

0
219












Είναι κάτι παραπάνω από ευλογία το να μπορείς να παρακολουθήσεις από κοντά μια μπάντα που βρίσκεται στα ντουζένια της. Αν κάτι όμως κάνει τους SUBROSA τόσο ξεχωριστούς, δεν είναι μονάχα το γεγονός ότι βρίσκονται σε περίοδο ακμής και δαιμονισμένης φόρμας, αλλά κυρίως ότι έχουν καταφέρει να βάλουν την ανανεωτική τους σφραγίδα σε ένα είδος που πολλάκις έχει κατηγορηθεί για την μονολιθικότητα του. Η αρτιστική αύρα που εκπέμπουν, άλλωστε, υπερβατικοί δίσκοι σαν τα “No Help for the Mighty Ones” και “More Constant than the Gods”, αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για κάθε μπάντα που θέλει να ξεφύγει από τα παραδοσιακά στεγανά του doom ήχου. Επί τη ευκαιρία, λοιπόν, της πρώτης τους εμφάνισης στη χώρα μας, το παρόν αφιέρωμα κάνει αναδρομή στους δισκογραφικούς σταθμούς της μέχρι τώρα πορείας τους, δίνοντας έμφαση στα στοιχεία που συνέβαλλαν στην γιγάντωση της μουσικής προσωπικότητας τους.

Strega” (2008)

Με την αδράνεια να σκεπάζει τις προσπάθειες των μεγάλων ονομάτων της παραδοσιακής doom metal σκηνής στα μέσα στης δεκαετίας του ’00, η έλευση μιας νέας γενιάς συγκροτημάτων λειτούργησε αναμφίβολα ως μια ευεργετική σανίδα σωτηρίας. Οι SUBROSA, ειδικά, ήταν εκείνοι που κλήθηκαν να βάλουν το ιδίωμα ξανά στον μουσικό χάρτη του ανατολικού κομματιού των ΗΠΑ. Αν κάτι όμως έκανε το (τότε) κουαρτέτο από το Salt Lake να ξεχωρίσει ήδη από το ντεμπούτο του με τίτλο “Strega” που πρωτοείδε το φώς της δημοσιότητας το 2008, αυτό δεν ήταν φυσικά μόνο τα φωνητικά της τραγουδίστριας/κιθαρίστριας Rebecca Vernon, τα οποία στο ξεκίνημα τους είχαν μια έντονη PJ Harvey-ική χροιά, αλλά κυρίως η προσπάθεια απεγκλωβισμού από τα μονολιθικά doom στερεότυπα.

Η παραγωγή του άλμπουμ δεν ήταν ομολογουμένως και η καλύτερη δυνατή, ωστόσο αυτό κάθε άλλο παρά εμπόδισε το συγκρότημα από το να κάνει ολοφάνερους τους μουσικούς του συσχετισμούς, οι οποίοι αποσκοπούσαν στην ισόποση εκμετάλλευση της τραχύτητας στις κιθάρες όσο και στην θεμελίωση μιας μελωδικής ατμόσφαιρας που έκλινε διακριτικά προς το avant-garde. Η συγκεκριμένη λογική, άλλωστε, αντιπροσωπεύθηκε επάξια από συνθέσεις σαν τα “Crucible”, “Strega” και “Self-Rule” με τα riffs και τις μπασογραμμές να μην διστάζουν να φανερώσουν την επιρροή των KYLESA, SWANS και των KYUSS πάνω τους, ενώ από την άλλη τα “Isaac”, “The Hours I Keep” δίνουν έναν πιο μελαγχολικό τόνο στο άλμπουμ με τις βιολιστικές παρεμβάσεις της Sarah Pendleton να έχουν μεν διακριτικό ρόλο αλλά να αφήνουν υποσχέσεις για τα επόμενα άλμπουμ. Σε γενικές γραμμές, ακόμα και σήμερα το “Strega” δεν αποτελεί έναν δίσκο που θέλγει στον απόλυτο βαθμό, παρόλα αυτά βάζει τις βάσεις για τα λαμπρά επιτεύγματα που επρόκειτο να ακολουθήσουν.

“No Help for the Mighty Ones” (2011)

Σοκ, έκπληξη, δέος. Με όποια σειρά κι αν τις χρησιμοποιήσεις, αυτές είναι οι πρώτες λέξεις που σου σφηνώνονται κατευθείαν στο μυαλό κάθε φορά που προσπαθείς να αποκρυπτογραφήσεις τι ακριβώς κρύβεται πίσω από το “No Help for the Mighty Ones”. Με την προσθήκη της  Kim Pack στο βιολί και τα δεύτερα φωνητικά, το κουιντέτο των SUBROSA μεταμορφώνεται κυριολεκτικά από «ασχημόπαπο» σε κύκνο στο δεύτερο του άλμπουμ. Το μεγαλοπρεπές μπάσιμο του δίσκου με το υποβλητικό τέμπο των “Borrowed Time, Borrowed Eyes”, “Beneath the Crown” και “Stonecarver” δεν σε πιάνει μονάχα από το λαιμό αλλά αναδεικνύει με το καλημέρα το πραγματικό μέγεθος της μεταμόρφωσης. Η προσήλωση παραμένει φυσικά doom, με τα riffs να διατρανώνουν με ακόμα πιο ηχηρό τρόπο την δύναμη τους, αποπνέοντας συγχρόνως ένα μυστικιστικό έρεβος που στο βάθος θυμίζει τους NEUROSIS των “Through Silver in Blood” και “Times of Grace”. Παράλληλα όμως, γίνεται φανερό πως το μουσικό όραμα του συγκροτήματος αποκτά μεγαλύτερες αρτιστικές προεκτάσεις καθώς στην εξίσωση εισέρχεται ακόμα πιο δυναμικά η ambient/folk λυρικότητα.

Η συνδρομή του διδύμου Pendleton-Pack σε αυτό το σκέλος, ειδικά, είναι κάτι παραπάνω από καίρια και καθοριστική. Όχι μόνο δεν περιορίζονται σε ρόλο κομπάρσου αλλά είναι εκείνες που ενισχύουν το πνευματικό υπόβαθρο του άλμπουμ μέσα από τα δεύτερα φωνητικά και τις βιολιστικές παρεμβάσεις τους, οι οποίες δεν διστάζουν να βγουν μπροστά υποκαθιστώντας ουσιαστικά τον ρόλο που θα μπορούσε να έχει ένας lead κιθαρίστας. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την μετάβαση της φωνής της Rebecca Vernon σε occult επίπεδα αλλά και την κατακόρυφη άνοδο του rhythm section των κυρίων Hatsis και Jones, συνθέτουν μια ηχητική παράκρουση που βρίσκει ιδανική έκφραση σε στοιχειωτικά έπη σαν τα “Attack on Golden Mountain” και “Whippoorwill”. Ασυζητητί δίσκος-ορόσημο για την καριέρα των SUBROSA αλλά και για την εξέλιξη του doom ιδιώματος. Βέβαια, η τελειοποίηση της προσωπικότητας του αμερικανικού συγκροτήματος θα ολοκληρωθεί πανηγυρικά με το εξίσου γιγάντιο “More Constant than the Gods” που ακολούθησε μετά.

“More Constant than the Gods” (2013)

Με αυτόν τον τίτλο οδοστρωτήρα το συγκρότημα έφερε στον κόσμο το φως της γνώσης. Με την απλή, πλην όμως μεστή, συνθετική του γραφή έκλεισε τα στόματα που γάβγιζαν ότι «στον χώρο του doom τα πράγματα έχουν βαλτώσει». Διότι αυτό ακριβώς βάλθηκαν να αποδείξουν οι SUBROSA σε αυτόν τον δίσκο, ότι η επιμονή στη λεπτομέρεια αναδεικνύει κάθε προσπάθεια που περιέχει μέσα της την σωστή αισθητική, τα βαθειά συναισθήματα και της τάση προς την διαφορετικότητα.

Η ιέρεια της μπάντας Rebecca Vernon, ένιωσε ότι είχε πια φθάσει η ώρα όπου το heavy και το μελωδικό στοιχείο οφείλουν να ισορροπήσουν μέσα στο νέο δίσκο. Για να το πετύχει δεν αφαίρεσε τίποτα από την συνταγή δημιουργίας του “No Help for the Mighty Ones”, αλλά βάλθηκε να προσθέτει μουσικά μέτρα παράλληλα κι όχι διαδοχικά. Έτσι λοιπόν, πάνω από τις γνωστές doom/heavy κιθάρες, κυλάνε ορμητικές μελωδίες που καταλήγουν βαθειά μέσα στην ψυχή μας. Σε αυτό φυσικά βοηθάει η αναβάθμιση των φωνητικών ικανοτήτων της Rebecca, η οποία είναι παρούσα σε όλη την διάρκεια του δίσκου, είτε σαν μια αιθέρια occult παρουσία, είτε σαν μαινόμενη τιμωρός. Από την άλλη, το βιολί κερδίζει με την σειρά του αρκετό χώρο μέσα στις συνθέσεις, επαναφέροντας έτσι μια MY DYING BRIDE αίσθηση που έλειπε εδώ και καιρό από μουσικό γίγνεσθαι. Συμφωνώ ότι η σύγκριση είναι αδόκιμη, αλλά να μην ξεχνάμε ότι οι Βρετανοί ήταν αυτοί που ενσωμάτωσαν με τον καλύτερο τρόπο, τον ήχο του βιολιού στο metal.

Συνοψίζοντας. δεν θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω με την καίρια επισήμανση του φίλτατου Νίκου Χασούρα, στο κείμενό του για τον εν λόγω δίσκο, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «πολλές μπάντες στο metal πεδίο τείνουν να ξεχνούν το πιο απλό αλλά βασικό πράγμα, το πώς μια απλή, λιτή και ειλικρινής ακολουθία/μελωδία μπορεί να χτυπά κατευθείαν στο συναίσθημα».

“For this We Fought the Battle of Ages” (2016)

Θα ξεκινήσω όπως ξεκίνησα το κείμενό μου πριν από μερικούς μήνες. “Ω θεοί, σε τι έχουν μεταμορφωθεί αυτοί οι SUBROSA”;

Είναι ο πρώτος τους δίσκος όπου στο επίκεντρο δεν είναι οι κιθάρες, αλλά το τρομερό βιολιστικό δίδυμο των Sarah Pendleton και Kim Pack. Αυτό που επιτυγχάνεται εδώ είναι αξιομνημόνευτο, καθώς είναι πολλές οι φορές που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν οι μελωδικές γραμμές προέρχονται από την lead κιθάρα ή από τα βιολιά. Για την ακρίβεια τα δύο βιολιά αντικαθιστούν πια πλήρως την lead κιθάρα, αφήνοντας τις εξάχορδες στον δεύτερο, υποστηρικτικό, ρόλο του να γεμίζουν τον ηχητικό χώρο με reverb συγχορδίες. Πρόκειται ένα φαινόμενο που διέπει όλον τον δίσκο, που σε συνδυασμό με το low tempo και την απουσία της aggressive αισθητικής, μετατρέπουν το “For this We Fought the Battle of Ages” σε ένα βαθειά εσωστρεφή και ατμοσφαιρικό δίσκο.

Αξίζει πραγματικά όμως να μείνουμε λίγο στην περίπτωση “Troubled Cells”. Το εν λόγω τραγούδι είναι ένα από τα καλύτερα, όχι μόνο του δίσκου, αλλά γενικότερα της δισκογραφίας τους. Μέσα σε εφτάμιση λεπτά ξεδιπλώνεται όλη η φιλοσοφία του συγκροτήματος, τον έντονο ερωτισμό που εκπέμπει η μουσική τους, τη λυρική φωνή της Rebecca που δεν διστάζει να ξεσπά και να διοχετεύει όλο τον πόνο και την απόγνωση που εσωκλείει. Αν μπορούσαμε να πούμε ότι αναδείχθηκε κάτι σε αυτόν τον δίσκο σε σχέση με τους προηγούμενους, είναι η ψυχεδελική occult πλευρά της μπάντας, όπου αναμενόμενα αναδύθηκε μέσα από τους αργούς ρυθμούς των κομματιών. Οι μελωδίες που παλιότερα έδιναν μια άγρια ομορφιά στο heavy στοιχείο, τώρα γίνονται πιο αφαιρετικές και λειτουργούν με έναν πιο “ταξιδιάρικο” τρόπο.

Αυτοί είναι οι SUBROSA μέσα από το πέρασμα των χρόνων. Πρόκειται ίσως για ένα πιο υποτιμημένα (ανεξαρτήτου είδους) συγκροτήματα που κυκλοφορούν εκεί έξω και που παρά το άσημο της δημοφιλίας τους θα τους χαρακτήριζα ως ένας από τους βασικότερους ανανεωτικούς παράγοντες της doom σκηνής. Χωρίς πολλές φιοριτούρες και τσαρλατανιές, το συγκρότημα καταγράφει μια απίστευτα τίμια και ανοδική πορεία από την γέννησή του, γεγονός που συναντάται δύσκολα. Όποιος θέλει να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι αυτό το φαινόμενο να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά του, δεν έχει παρά να κατηφορίσει στο An την προσεχή Πέμπτη.

Επιμέλεια αφιερώματος: Πάνος Δρόλιας – Νίκος Ζέρης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here