Πρωτομηνιά Δεκεμβρίου του σωτήριου έτους 1973 και οι BLACK SABBATH κυκλοφορούν το πέμπτο και, ίσως, τελευταίο μεγάλο άλμπουμ τους με την κλασική σύνθεση των Ozzy Osbourne, Tony Iommi, Geezer Butler και Bill Ward, με τίτλο “Sabbath bloody Sabbath”. Ένα ακόμη αριστούργημα από τους πατέρες του metal, που κρύβει, όπως και όλα τα άλμπουμ τους, πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες από πίσω, τις οποίες θα χαρώ να μοιραστώ μαζί σας.
- Ολοκληρώνοντας μία ακόμη εξαντλητική περιοδεία για το τέταρτο άλμπουμ τους “Vol. 4”, οι SABBATH είχαν φτάσει στα όρια των αντοχών τους. Τα πάρτι και τα ναρκωτικά τους είχαν στερήσει την συγκέντρωση, ενώ 4 χρόνια ασταμάτητων περιοδειών τους είχαν λιανίσει. Ο ντράμερ Bill Ward είχε εθιστεί στην χρήση ναρκωτικών, ενώ ο μπασίστας Geezer Butler το διασκέδαζε ακόμα. Χαρακτηριστική, δε, ήταν η στιγμή που ο Iommi κατέρρευσε, λιποθυμώντας λίγο πριν το τέλος της συναυλίας τους στο Hollywood Bowl τον Σεπτέμβρη του 1972, ενώ το δεύτερο σκέλος της αμερικάνικης περιοδείας από τον Απρίλιο του 1973 κι έπειτα, ακυρώθηκε. Στις αρχές της χρονιάς είχαν βάλει στο πρόγραμμα κάποιες ημερομηνίες στην Νέα Ζηλανδία, παρέα με τους folk rockers FAIRPORT CONVENTION, ενώ μαζί τους εμφανίστηκε το τοπικό συγκρότημα των SPLIT ENZ, των οποίων οι Neil και Tim Finn θα επανεμφανίζονταν στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 με τους CROWDED HOUSE.
- Παρά τα σκληρά μαθήματα που (θα έπρεπε να) είχαν πάρει από την σωματική και πνευματική ταλαιπωρία τους, εξαιτίας της κούρασης και των σκληρών καταχρήσεων, οι SABBATH αποφάσισαν ότι ήθελαν να ξαναδημιουργήσουν την ατμόσφαιρα των ηχογραφήσεων του “Vol. 4”. Έτσι, με περισσή χαρά, το καλοκαίρι του 1973, επέστρεψαν στο Los Angeles και στο Bel Air, προκειμένου να είναι κοντά στο στούντιο Record Plant και να γράψουν νέα τραγούδια για το άλμπουμ που είχαν στα σκαριά. Δυστυχώς, η δημιουργικότητά τους παρεμποδίστηκε από διάφορους παράγοντες, αλκοολικής ή/και ναρκωτικής φύσεως, που οδήγησαν σε αναταραχή το συγκρότημα. Αν ληφθεί υπόψη ότι ήταν εντελώς εξαντλημένοι μετά την περιοδεία του “Vol. 4”, δεν ήταν να απορεί κάποιος που τα προηγούμενα χρόνια είχαν αφήσει τα σημάδια τους επάνω στους τέσσερεις SABBATH, ειδικότερα στον frontman τους Ozzy Osbourne. Ένας μήνας είχε περάσει χωρίς να έχουν κάνει απολύτως τίποτα. Και αυτό συνέβαινε κυρίως επειδή η δημιουργική ατμομηχανή του συγκροτήματος, ο κιθαρίστας Tony Iommi, είχε μπλοκάρει ολοκληρωτικά, μη μπορώντας να σκαρφιστεί riffs για τα νέα τραγούδια. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν του ερχόταν καμία απολύτως ιδέα. Οι υπόλοιποι περίμεναν κάποια ιδέα από τον Iommi, μπας και ξεκινήσουν, χωρίς επίσης να κάνουν κάτι. Ο κιθαρίστας ήταν σε πανικό, καθώς ό,τι και να έπαιζε απλά δεν του καθόταν καλά, ενώ τα ενοίκια στο στούντιο και στο σπίτι έτρεχαν ανελέητα. O δε Butler πίστεψε για μία φάση ότι είχαν τελειώσει σαν συγκρότημα. Τόσο άσχημα ήταν τα πράγματα.
- Απογοητευμένοι με την καλλιτεχνική δυστοκία τους, οι SABBATH ακύρωσαν τα πάντα, εγκατέλειψαν το ηλιόλουστο Los Angeles και επέστρεψαν στην Αγγλία, όπου φόρτισαν τις μπαταρίες τους, παίρνοντας κάποιες εβδομάδες άδεια. Το 1973, γενικά, ήταν η πρώτη χρονιά που το συγκρότημα παρέμεινε άπραγο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Μόλις επανασυνδέθηκαν, θέλοντας να κάνουν μία ακόμη απόπειρα για νέο άλμπουμ και έχοντας κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό τους, αναζήτησαν έμπνευση στο περίφημο Clearwell Castle, μία γοτθικού τύπου εξοχική έπαυλη του 18ου αιώνα, στο Gloucestershire της Νότιας Αγγλίας.
- Κατά την δεκαετία του ‘70, το Clearwell Castle χρησιμοποιούνταν από την αφρόκρεμα των βρετανικών συγκροτημάτων για πρόβες και ηχογραφήσεις. Συγκροτήματα όπως οι BADFINGER, οι MOTT THE HOOPLE και οι BAD COMPANY ξεκίνησαν να ηχογραφούν εκεί, με τους τελευταίους μάλιστα να προσφέρουν 30.000 λίρες (περίπου σημερινά €000) για να αγοράσουν τον χώρο. Οι DEEP PURPLE έκαναν εκεί τα δημόσια αποκαλυπτήρια του διάσημου Mark III, με έναν νεαρό David Coverdale (φωνητικά) και τον ταλαντούχο Glenn Hughes (μπάσο/φωνητικά) στην θέση των Ιan Gillan και Roger Glover, αντίστοιχα. Παράλληλα, ηχογράφησαν μερικώς το “Burn” (1973, μετά από τους BLACK SABBATH), ενώ επέστρεψαν και την επόμενη χρονιά για το “Stormbringer”. O Coverdale θα επέστρεφε εκεί με τους WHITESNAKE για τα “Lovehunter” (1979) και “Saints & sinners” (1982). Οι LED ZEPPELIN έκαναν επίσης ένα πέρασμα από το Clearwell, για το άλμπουμ τους “In through the out door” (1978), σε μία αντίξοη εποχή για το συγκρότημα, αφού λίγο καιρό πριν είχε πεθάνει ο πεντάχρονος γιος του Robert Plant και είχε ακυρωθεί η αμερικάνικη περιοδεία τους, με τον ίδιο τον Plant να σκέφτεται σοβαρά να παρατήσει την μουσική για να γίνει … εκπαιδευτικός. Σημειώνεται ότι το Clearwell Castle έχει γίνει χώρος για γαμήλιες τελετές και παρεμφερείς εκδηλώσεις.
- Κατά την δεκαετία του ‘70, το Clearwell Castle χρησιμοποιούνταν από την αφρόκρεμα των βρετανικών συγκροτημάτων για πρόβες και ηχογραφήσεις. Συγκροτήματα όπως οι BADFINGER, οι MOTT THE HOOPLE και οι BAD COMPANY ξεκίνησαν να ηχογραφούν εκεί, με τους τελευταίους μάλιστα να προσφέρουν 30.000 λίρες (περίπου σημερινά €000) για να αγοράσουν τον χώρο. Οι DEEP PURPLE έκαναν εκεί τα δημόσια αποκαλυπτήρια του διάσημου Mark III, με έναν νεαρό David Coverdale (φωνητικά) και τον ταλαντούχο Glenn Hughes (μπάσο/φωνητικά) στην θέση των Ιan Gillan και Roger Glover, αντίστοιχα. Παράλληλα, ηχογράφησαν μερικώς το “Burn” (1973, μετά από τους BLACK SABBATH), ενώ επέστρεψαν και την επόμενη χρονιά για το “Stormbringer”. O Coverdale θα επέστρεφε εκεί με τους WHITESNAKE για τα “Lovehunter” (1979) και “Saints & sinners” (1982). Οι LED ZEPPELIN έκαναν επίσης ένα πέρασμα από το Clearwell, για το άλμπουμ τους “In through the out door” (1978), σε μία αντίξοη εποχή για το συγκρότημα, αφού λίγο καιρό πριν είχε πεθάνει ο πεντάχρονος γιος του Robert Plant και είχε ακυρωθεί η αμερικάνικη περιοδεία τους, με τον ίδιο τον Plant να σκέφτεται σοβαρά να παρατήσει την μουσική για να γίνει … εκπαιδευτικός. Σημειώνεται ότι το Clearwell Castle έχει γίνει χώρος για γαμήλιες τελετές και παρεμφερείς εκδηλώσεις.
- Στο Clearwell Castle, ως δια μαγείας, λύθηκε το πρόβλημα του δημιουργικού τέλματος στο οποίο είχαν περιέλθει οι SABBATH. Λίγο η ξεκούραση, λίγο η εγκατάσταση τους στην ατμοσφαιρική, γοτθική έπαυλη, φαίνεται πως λειτούργησαν, αφού με το που εγκατέστησαν τον εξοπλισμό τους στα υπόγεια του κτιρίου, ο Iommi επινόησε το πρώτο riff του άλμπουμ, που θα πήγαινε στην αρχή του δίσκου και θα του χάριζε και τον τίτλο του, το φοβερό “Sabbath bloody Sabbath”. Από εκεί ξεκίνησαν και δεν ξανακοίταξαν πίσω.
- Επειδή μιλάμε για τους SABBATH και ανεξάρτητα από τον τρόπο που το Clearwell Castle αναζωογόνησε την έμπνευσή τους, εννοείται πως δεν έλειψαν τα απρόοπτα και οι συναντήσεις με το … μεταφυσικό. Υπήρχαν ήδη φήμες ότι το μέρος ήταν στοιχειωμένο, αλλά ο Iommi είχε την ευκαιρία να το βιώσει «ιδίοις όμμασι». Όπως είπε και ο ίδιος, περπατούσε στα υπόγεια μια μέρα, με τον Butler ή τον Ward, σε έναν μακρύ διάδρομο. Ξαφνικά είδαν μία φιγούρα να έρχεται προς το μέρος τους, ώσπου έστριψε και μπήκε σε ένα δωμάτιο, που ήταν το οπλοστάσιο της έπαυλης. Πήραν στο κατόπι τον μυστηριώδη τύπο και μπήκαν στο οπλοστάσιο, μόνο για να ανακαλύψουν ότι … δεν ήταν κανείς εκεί. Και δεν υπήρχε άλλη πόρτα ή άλλη έξοδος. Παραξενεμένοι, το ανέφεραν στους ιδιοκτήτες της έπαυλης, οι οποίοι, με πολύ φυσικό τρόπο τους διαβεβαίωσαν ότι πρόκειται απλώς για το … φάντασμα του κάστρου, αποκαλώντας τον και με κάποιο όνομα, και καθησυχάζοντας τους, λέγοντας ότι δεν πρέπει να ανησυχούν γι’ αυτόν! Περιττό να αναφέρουμε ότι δεν ήταν μεμονωμένο το περιστατικό και οι «σατανικοί» SABBATH τα «χρειάστηκαν» σε κάποιες φάσεις (όπως όλοι θα τα κάναμε λίγο πάνω μας θεωρώ).
- Ένα βράδυ ο Ozzy, με το συγκρότημα των NECROMANDUS, που τους είχαν συνοδεύσει στις τελευταίες ημερομηνίες της περιοδείας του “Vol. 4”, βγήκαν παγανιά στο χωριό του Clearwell, καταλήγοντας στην γραφική pub Wyndham Arms (πλέον “The Wyndham Arms Hotel”). Αφού συνέτριψαν την τοπική ομάδα που έπαιζε βελάκια στην pub και με τον κίνδυνο να ξεκινήσει φασαρία, πήραν μηλίτη (cider) για το σπίτι. Όταν επέστρεψαν στην έπαυλη, έκατσαν όλοι στο καθιστικό, πίνοντας ακατάσχετα και συζητώντας, καθώς ο Ozzy άναβε το τζάκι. Φυσικό ήταν να πέσουν όλοι ξεροί σύντομα, μόνο που ξύπνησαν κατά τις 03:00 τη νύχτα από την μυρωδιά καμένου. To χαλί στο οποίο είχε αποκοιμηθεί ο Ozzy είχε αρπάξει φωτιά και όλοι πετάχτηκαν πάνω, σβήνοντας την φωτιά στο παντελόνι του Ozzy και στο χαλί με ότι μηλίτη είχε απομείνει. Φυσικά κάλυψαν την σκανταλιά τους, γυρνώντας το χαλί ανάποδα και βάζοντας το καμένο κομμάτι κάτω από ένα κομοδίνο!
- Γενικά τους άρεσε πολύ να κάνουν φάρσες μεταξύ τους. Το πιο συχνό θύμα ήταν ο ντράμερ Bill Ward, ο οποίος άρχισε να τσιτώνει τόσο πολύ από το περιβάλλον του Clearwell Castle, από τις συνεχείς φάρσες σε βάρος του και από τις καταχρήσεις, που το βράδυ έπεφτε για ύπνο κρατώντας ένα μαχαίρι.
- Για να ολοκληρώσουν την ηχογράφηση του πέμπτου άλμπουμ τους, που τόσο τους είχε βασανίσει (όπως όλοι στο συγκρότημα παραδέχονται) έφυγαν από τα μπουντρούμια του Clearwell Castle και μπήκαν στα Morgan Studios του Λονδίνου, όπου με την βοήθεια του παραγωγού Tom Allom (ο μελλοντικός παραγωγός των JUDAS PRIEST, μεταξύ άλλων) και του μηχανικού ήχου Mike Butcher, προσπάθησαν να βάλουν σε μία σειρά όλη τους την δουλειά, ενσωματώνοντας synthesizer και ενορχηστρώσεις έγχορδα σε μία κλίμακα που δεν είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν. Τελικά, η παραγωγή πιστώθηκε στους ίδιους τους SABBATH με την διακριτική συνδρομή του Tom Allom. Παρόλα αυτά, ο manager τους Patrick Meehan πήρε κάποιο credit συμπαραγωγού (όπως αναφέρεται, “Direction: Patrick Meehan”), χωρίς να έχει καμία προηγούμενη ανάμιξη στην διεκπεραίωση του άλμπουμ.
- Κατά την εργασία τους στα Morgan Studios, οι BLACK SABBATH είχαν και κάποιους εκλεκτούς προσκεκλημένους. Ο τεράστιος Rick Wakeman, υπεύθυνος για τα πλήκτρα στους διάσημους progressive rockers YES από το 1971, με τους οποίους οι SABBATH είχαν περιοδεύσει παρέα το 1972, ήταν ένας εξ αυτών, παίζοντας πλήκτρα στο τραγούδι “Sabbra Cadabra”. Ήταν στο διπλανό studio με τους YES και οι SABBATH χρειάζονταν κάποιον να παίξει synthesizer Mini Moog στο κομμάτι, οπότε τους υποσχέθηκε να περάσει μόλις θα τελείωνε με την δική του ηχογράφηση. Όταν μπήκε μέσα τους βρήκε όλους λιώμα, ζήτησε από έναν νεαρό τεχνικό να παίξει το “Sabbra Cadabra” και ταινία για να ηχογραφήσει και μετά από λίγη ώρα είχε έτοιμο το τελικό κομμάτι του στο τραγούδι, με τον Ozzy, σε μία στιγμή αφύπνισης να πετάγεται και να του λέει “’f*cking great”, πριν ξαναξεραθεί ακαριαία.
- O Wakeman κολλούσε σαν άτομο περισσότερο με τα party animal των SABBATH παρά με τους πιο χαλαρούς YES, σε σημείο που στην κοινή τους περιοδεία, ταξίδευαν μαζί στο δικό τους αεροπλάνο. Και επειδή τα πήγαιναν τόσο καλά, καθώς και λόγω του ότι επιθυμούσαν να επεκτείνουν τον ήχο τους, οι SABBATH σκέφτονταν σοβαρά να του ζητήσουν να μονιμοποιηθεί στο συγκρότημα ως το πέμπτο μέλος τους. Το μόνο που τους κρατούσε πίσω, κυρίως τον Ozzy, με τον οποίο ο Wakeman παραμένει ακόμα και σήμερα πολύ καλός φίλος, ήταν η γνώμη που μπορεί να σχημάτιζαν οι μεταλλάδες fans των SABBATH αν έβλεπαν έναν πληκτρά να παίζει σε ένα heavy metal συγκρότημα. Τότε, βλέπετε, κάτι τέτοιο θεωρούνταν αιρετικό, ακόμα και αν υπήρχαν στην hard rock σκηνή συγκροτήματα με πλήκτρα, όπως π.χ. οι DEEP PURPLE και οι URIAH HEEP. Αν και δεν ευοδώθηκε η ιδέα της προσθήκης του Wakeman στους SABBATH, ο υπέρ-ταλαντούχος μουσικός συνεργάστηκε με τον Ozzy στο άλμπουμ “Ozzmosis” (1995), ενώ ο τραγουδιστής συμμετείχε στο “Return to the Centre of the Earth” (1999) του Wakeman. Παραδόξως, ο γιος του Rick Wakeman, Adam, συνοδεύει τόσο τον Ozzy (από το 2004) ως δεύτερος κιθαρίστας και πληκτράς όσο και τους SABBATH στα πλήκτρα, ως μουσικός περιοδείας.
- Κατά την ηχογράφηση του “Sabbra Cadabra” πέρασαν από τα Morgan Studios και οι απόλυτοι superstars της εποχής, LED ZEPPELIN. O θρυλικός ντράμερ τους, John Bonham, ζήτησε να παίξει drums στο τραγούδι, αλλά το συγκρότημα δεν δέχτηκε με την δικαιολογία ότι το ιδιαίτερο στυλ του θα ακουγόταν παράταιρο σε ένα τραγούδι των SABBATH (!). Τελικά, κατέληξαν όλοι μαζί να παίζουν ένα jam, το οποίο δεν είναι σίγουρο εάν ηχογραφήθηκε ή όχι. Σίγουρα, πάντως, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να το ακούσουμε!
- O Σεπτέμβριος πέρασε και οκτώ τραγούδια κατέληξαν στο τελικό mix του πέμπτου άλμπουμ των BLACK SABBATH, που ονομάστηκε “Sabbath bloody Sabbath” από το πρώτο τραγούδι του οποίου το riff ξεμπλόκαρε τον Ιommi στο Clearwell Castle. To άλμπουμ ανοίγει με αυτό το τραγούδι. Ο τίτλος του πάρθηκε από μία αναφορά της μουσικής εφημερίδας Melody Maker, σε παραλληλισμό με την Ματωμένη Κυριακή (ήτοι “Sunday bloody Sunday”) της 30.1.1972, όπου ο βρετανικός στρατός άνοιξε πυρ κατά Ιρλανδών Καθολικών διαδηλωτών στο Derry της Β. Ιρλανδίας. Το περιεχόμενο του “Sabbath bloody Sabbath” ουδεμία σχέση έχει με την ιστορία της Ματωμένης Κυριακής, παρά με τα πάνω και τα κάτω της πορείας του συγκροτήματος μέχρι τότε, όλες τις καλές και κακές εμπειρίες με τον μουσικό Τύπο, την μουσική βιομηχανία, και όλο τον στρατό από manager, λογιστές και δικηγόρους που την συνοδεύει. Ένα μεγάλο ξέσπασμα εναντίον όλων αυτών, λοιπόν, που αποτυπώνεται εμφατικά σε στίχους όπως “Bog blast all of you” και πολύ παραπάνω στην κραυγή του Ozzy πριν το σόλο του Iommi (“ You bastards!”). Αγαπημένο τραγούδι του άλμπουμ όχι μόνο του Iommi αλλά και του Slash (Guns ‘N’ Roses) και του Brent Hinds (Mastodon), οι οποίοι κάνουν ιδιαίτερη μνεία στο τελευταίο μέρος του τραγουδιού. Ο δε Joe Elliot (DEF LEPPARD) δήλωσε πως είναι το αγαπημένο του SABBATH τραγούδι (με δεύτερο το “Supernaut” από το “Vol. 4”). Το “Sabbath bloody Sabbath” ήταν το μοναδικό single του άλμπουμ (με B-side το “Changes” από το “Vol. 4”), χωρίς, ωστόσο να κάνει ιδιαίτερη επιτυχία στην κυκλοφορία του. Ήταν όμως το πρώτο τραγούδι των BLACK SABBATH για το οποίο το συγκρότημα γύρισε ένα promo video clip, που περνάει ως λίγο κωμικό μιας και δεν κάνουν καν τον κόπο να τραγουδήσουν σε play back ούτε να πιάσουν τα μουσικά τους όργανα! Είναι γυρισμένο στον κήπο του Geezer Butler, σύμφωνα με τον Iommi, σε αντίθεση με τον περιβάλλοντα χώρο του Clearwell Castle που αναφέρεται από κάποιους ως ο χώρος του γυρίσματος. Το τραγούδι έχει διασκευαστεί από τους Anthrax (στο ΕP “I’m The Man” του 1987) και από τους … Σουηδούς pop rockers Cardigans (στο ντεμπούτο τους “Emmerdale” του 1994)!
- Το “A national acrobat” γράφτηκε από τον Butler, με τον Iommi να προσθέτει κάποιες πινελιές εδώ κι εκεί. Στιχουργικά, αφορά την γέννηση του ανθρώπου, καθώς ο Butler ξεκίνησε σκεπτόμενος ποια διαδικασία (ή ποιος;) καθορίζει ποιο σπερματοζωάριο γονιμοποιεί το ωάριο!
- Σε συνέχεια του ακουστικού κομματιού “Laguna sunrise” στο “Vol. 4”, εδώ υπάρχει το ορχηστρικό “Fluff”. Ο DJ του BBC Alan “Fluff” Freeman στήριζε τους SABBATH από την αρχή, σε αντίθεση με την μεγάλη μερίδα του μουσικού τύπου και των μέσων που τους επιτίθονταν ή αγνοούσαν, σε σημείο, μάλιστα, που διάλεξε το “Laguna sunrise” ως μουσική τίτλων για την εκπομπή του. Ως ανταπόδοση, ο Iommi συνέθεσε αυτό το σύντομο ορχηστρικό κομμάτι προς τιμήν του, ονομάζοντας το “Fluff”. Το ίδιο κομμάτι επέλεξε ο κιθαρίστας να παίξει και στον πρώτο του γάμο, που ήταν εκείνη την χρονιά (1973), με κουμπάρο τον John Bonham, μόνο που η κασέτα μασήθηκε εκείνη την μέρα και ο γάμος … δεν τράβηξε (ο Iommi πήρε διαζύγιο μόλις 3 χρόνια αργότερα, το 1976).
- Στο “Sabbra Cadabra”, που κλείνει την πρώτη πλευρά του άλμπουμ, όπως είπαμε παραπάνω, συμμετείχε ο Rick Wakeman, που δεν δέχτηκε πληρωμή, καθώς λέγεται ότι οι SABBATH κατέβαλλαν ένα τίμημα δύο pint μπύρας. Κάποιοι διάλογοι από πορνό που επαναλάμβανε ο Ozzy για πλάκα φάνηκαν τόσο αστείοι στον Butler, που εμπνεύστηκε και έγραψε τους στίχους για την τότε σύντροφο του. To τραγούδι έχουν διασκευάσει οι METALLICA στο “Garage Inc.” (1998).
- Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει επίσης δυναμικά, με το “Killing yourself to live”, αγαπημένο SABBATH τραγούδι του Kirk Hammett (METALLICA). Ο Butler το έγραψε όντας νοσηλευόμενος με πρόβλημα στα νεφρά του, λόγω των υπερβολικών ποσοτήτων αλκοόλ που κατέβαζε. Σε παρόμοιο επίπεδο ήταν και ο Bill Ward, και το “Killing yourself to live” αναφέρεται σε αυτόν ακριβώς τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής τους, σε έναν κόσμο πόνου και μιζέριας. Κάπου στην μέση του τραγουδιού ο Ozzy λέει “‘Smoke it! Get high!”, δηλώνοντας χρόνια αργότερα πως το «βοτάνι» που κάπνιζαν στα Morgan Studios ήταν «φοβερό».
- Το “Who are you?” είναι το μοναδικό χαμηλό σημείο του άλμπουμ, κατά την γνώμη μου και το πρώτο τραγούδι που ο Ozzy έγραψε ολομόναχος για τους BLACK SABBATH. Είχε μόλις αγοράσει ένα Moog synthesizer και βάλθηκε να παίζει με αυτό, παρόλο που δεν είχε ιδέα. Αφού ολοκλήρωσε την σύνθεσή του, την παρέλαβε ο Iommi, που προσπάθησε να προσθέσει sitar και γκάϊντα αλλά καθώς δεν του άρεσαν τα απέρριψε. Το “Looking for today” με το πιο ελεύθερο πνεύμα του και τα άφθονα ορχηστρικά του μέρη ευτυχώς επαναφέρει το επίπεδο.
- Το “Spiral architect” που κλείνει το άλμπουμ είναι από τα αναμφισβήτητα highlights του “Sabbath bloody Sabbath”. Ο Butler, που λέει ότι είναι οι αγαπημένοι του στίχοι από το άλμπουμ, ισχυρίστηκε πως αυτά που γράφει εδώ τα εμπνεύστηκε από ένα όνειρο που είδε και μόλις ξύπνησε τα κατέγραψε. Μιλάει για το πως οι εμπειρίες της ζωής μας αλληλεπιδρούν με το γενετικό μας background (που απεικονίζεται στο DNA μας, δηλαδή στον “Spiral architect“) για να προκύψει ένας μοναδικός άνθρωπος, μία μοναδική προσωπικότητα. Ο Iommi, προσπάθησε εδώ να παίξει γκάιντα, απλά πηγαίνοντας σε ένα κατάστημα, αγοράζοντας μία και φέρνοντάς την πίσω στο στούντιο. Το πείραμα δεν στέφθηκε με επιτυχία: αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να γεμίσει τον ασκό του οργάνου με αέρα, χρησιμοποίησε μια ηλεκτρική σκούπα για να την φουσκώσει. Καμία τύχη. Δεν ήταν γραφτό φαίνεται να γίνεται παίκτης γκάϊντας σε μία μέρα όπως σχεδίαζε και αφού έχασε πολύτιμο χρόνο στο στούντιο, παράτησε την ιδέα. Η ενορχήστρωση των εγχόρδων είναι του παραγωγού και μαέστρου των Morgan Studios, Wil Malone, ο οποίος έκτοτε συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως οι Iron Maiden, ο Todd Rundgren, οι Verve και οι Massive Attack (στις τεράστιες επιτυχίες τους “Bitter sweet symphony” και “Unfinished sympathy”, αντίστοιχα), οι Depeche Mode και οι OPETH (για το “Sorceress” του 2016). Το συγκρότημα κάλεσε μια ορχήστρα να παίξει στο “Spiral Architect” αλλά δεν μπόρεσε να χωρέσει όλους τους μουσικούς και τα όργανά τους στα Morgan Studios. Έτσι, κατέφυγαν στο κοντινό στούντιο Pye, με τον Ozzy να προσπαθεί να εξηγήσει στην ορχήστρα τι ήθελε να παίξει, κουνώντας τα χέρια του όπως οι μαέστροι, χωρίς να έχει ιδέα τι κάνει και χωρίς να έχει παρτιτούρες να τους δώσει. Απλώς άρχισε να μουρμουρίζει τα διάφορα μέρη, με τους βιολιστές και τους τσελίστες να το πιάνουν στην πορεία!
- Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του “Sabbath bloody Sabbath” είναι το εκπληκτικό εξώφυλλο του, ένα από τα καλύτερα όχι μόνο των ίδιων αλλά και όλης της metal δισκογραφίας. Ήταν δημιουργία του εξαιρετικού εικονογράφου Drew Struzan για λογαριασμό της “Pacific Eye & Ear”. Ο Struzan δεν συνάντησε ποτέ τους SABBATH, παρά μόνο έλαβε εντολή να ζωγραφίσει κάτι με θέμα έναν ετοιμοθάνατο άνθρωπο. Στο μπροστινό μέρος, με κοκκινωπούς τόνους, απεικονίζεται κάποιος άντρας που βασανίζεται από δαίμονες και τρωκτικά. Σύμφωνα με τον Ozzy, το μπροστινό εξώφυλλο αναπαριστά έναν άνδρα που πεθαίνει στο νεκροκρέβατό του. Υπάρχουν όλες αυτές οι παραμορφωμένες φιγούρες που σκύβουν από πάνω του και χαμογελούν καθώς ξαπλώνει εκεί. Αυτές οι φιγούρες είναι στην πραγματικότητα αυτός σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Είναι ένας άνθρωπος άπληστος, που ήθελε τα πάντα σε όλη του τη ζωή και δεν δίστασε να κάνει τα πάντα για να το πετύχει, διάγοντας έναν βίο κακίας. Και τώρα το πληρώνει, με τον θάνατο του να είναι βασανιστικός.
- Παρατηρώντας την αντίθεση, ο ακροατής αναποδογυρίζει το άλμπουμ και βλέπει στο πίσω μέρος την καλή πλευρά της ζωής, με γαλαζωπούς τόνους. Έναν άνθρωπο στο κρεβάτι που ήταν ενάρετος και καλός με τους ανθρώπους. Έχει τα αγαπημένα του πρόσωπα να κλαίνε από πάνω του καθώς πεθαίνει. Στο κάτω μέρος του κρεβατιού, έχει δύο ήμερα λιοντάρια να τον φυλάνε. Συνολικά, σύμφωνα με τον τραγουδιστή, αυτό αντιπροσωπεύει το καλό και το κακό των πάντων. Άλλα στοιχεία που τραβάνε την προσοχή είναι εμπνεύσεις του ίδιου του Struzan. Υπάρχει ένας άντρας με τα χέρια απλωμένα να αιωρείται πάνω από τον καλό άνθρωπο. Αντιπροσωπεύει την αγάπη αφού η ανθρωπότητα υποτίθεται ότι είναι σαν τον Δημιουργό της και η αγάπη πρέπει να είναι ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας. Έπειτα υπάρχει ο ταύρος που συμβολίζει την εξουσία. Ο αετός αντιπροσωπεύει τη σοφία, τη διορατικότητα του Θεού. Και μετά υπάρχει το λιοντάρι που αντιπροσωπεύει τη θαρραλέα δικαιοσύνη η οποία μας δίνει ειρήνη. Σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, αν έχουμε κάνει σωστά, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από τον Θεό.
- Κατά κάποιο τρόπο, επανέρχεται εδώ η δαιμονική εικόνα των SABBATH, που προσπαθούσαν να αποβάλλουν τα προηγούμενα χρόνια, παρόλο που εξυπηρετεί την ατμόσφαιρα του άλμπουμ. Παράλληλα, ο τυπογράφος Geoff Halpin είναι υπεύθυνος για το ότι προσέδωσε σε όλο αυτό το artwork στους SABBATH, και συνεπώς στο heavy metal γενικά, μια τευτονική (ακόμη και νεοναζιστική, για κάποιους) εικόνα, μέσω της χρήσης γοτθικών γραμμάτων, σε συνδυασμό με το αμαρτωλό κεφαλαίο “S” που χρησιμοποιείται για τον τίτλο. Τέλος, εσωτερικά, υπάρχει μία φωτογραφία του συγκροτήματος, γυμνοί από την μέση και πάνω, με φόντο κάποιο δωμάτιο του Clearwell Castle και τον Iommi χωρίς το μουστάκι (σοκ!).
- O Struzan θα συνέχιζε να σχεδιάζει εξώφυλλα, όπως αυτό του ALICE COOPER στο “Welcome to my nightmare” (1975), ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stone. Παράλληλα συνεργάστηκε με τον George Lucas για τα πόστερ των prequel των “Star Wars”, ανέλαβε τα πόστερ για την σειρά ταινιών του “Indiana Jones”, για τον “E.T.” και το “Goonies”, για το “Back to the future”, το “Blade Runner”, την «Μεγάλη των μπάτσων Σχολή», τον “Harry Potter”, το “The Shawshank Redemption” και πολλές, πολλές άλλες. Ουσιαστικά, όλα τα πόστερ από τις αγαπημένες μας ταινίες!
- Πριν κυκλοφορήσει το “Sabbath bloody Sabbath”, σαν σήμερα πριν ακριβώς 48 χρόνια, το συγκρότημα άρχισε για πρώτη φορά να παίρνει θετικές κριτικές από τις προακροάσεις του νέου άλμπουμ. Απεναντίας, οι fans θα έπρεπε να αισθάνονται λίγο άβολα με όλη την «παραφιλολογία» για την χρήση (Θεός φυλάξει) πλήκτρων και εγχόρδων σε άλμπουμ των BLACK SABBATH. Ευτυχώς, με τις πρώτες νότες του ομώνυμου τραγουδιού, οι καρδιές επέστρεψαν στις θέσεις τους. Αρχικά κυκλοφόρησε στην νέα εταιρεία του manager τους Patrick Meehan, την World Wide Artists και την διανομή έκανε η Vertigo. Σύντομα μετά την κυκλοφορία του, το “Sabbath bloody Sabbath” έγινε χρυσό με την πάροδο περίπου τριών μηνών στις ΗΠΑ, πουλώντας πάνω από 500.000 αντίτυπα (και πλατινένιο – πέμπτο συνεχόμενο – μετά από 13 ολόκληρα χρόνια, ξεπερνώντας το φράγμα του 1 εκατ. δίσκων σε πωλήσεις), φτάνοντας μέχρι το νο. 11 του Billboard, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο έφτασε στο νο. 4 όπου έγινε επίσης χρυσό. Στον Καναδά μπήκε στο top-20 έγινε χρυσό και εκεί, ενώ τα πήγε καλά και σε άλλες χώρες όπως η Νορβηγία, η Σουηδία, η Γερμανία και η Αυστραλία.
- Τον Γενάρη του 1974, τον συγκρότημα ξεκίνησε, στο Newcastle της Αγγλίας, την περιοδεία για το “Sabbath bloody Sabbath”, που είχε ως αποκορύφωμα την εμφάνιση τους στο περιβόητο φεστιβάλ California Jam, στο Ontario της Καλιφόρνια. Ναι, στο γνωστό California Jam με την μνημειώδη εμφάνιση των DEEP PURPLE (Mark III) και τους έτερους headliners EMERSON, LAKE & PALMER, καθώς και τους ανερχόμενους EAGLES και τους BLACK OAK ARKANSAS που οι SABBATH θα είχαν μαζί στην αμερικάνικη περιοδεία στην συνέχεια. Οι προτάσεις που είχαν γίνει στα μεγαλύτερα συγκροτήματα της εποχής στις ΗΠΑ, όπως οι ROLLING STONES, οι LED ZEPPELIN και οι BAND έπεσαν έξω, μιας και ζήτησαν εξωπραγματικά ποσά για να εμφανιστούν εκεί. Αρχικά οι SABBATH θέλησαν να αποσύρουν την συμμετοχή τους, επειδή δεν αισθάνονταν αρκετά έτοιμοι για μία τόσο μεγάλη συναυλία (το αρχικό πλήθος ήταν κοντά 200.000 άτομα για να φτάσουν να ξεπεράσουν τις 400.000 μέχρι το βράδυ) αλλά όταν οι διοργανωτές τους απειλούσαν με μήνυση που θα οδηγούσε σε αποζημίωση του μεγάλου για την εποχή ποσού των 100.000 δολαρίων (περίπου σημερινά 550.000 ευρώ) άλλαξαν γνώμη και βγήκαν για πρώτη φορά μπροστά σε ένα τόσο μεγάλο κοινό και στο ευρύτερο αμερικάνικο τηλεοπτικό κοινό (μέσω του ABC), υπό το φως του ηλίου, εμφάνιση η οποία τελικά πήγε πολύ καλύτερα απ’ ότι φαντάζονταν. Και αυτό μετά από ολονύχτιο ξενύχτι με τον Glenn Hughes, ρουφώντας σοβαρές ποσότητες κόκας. Παρεμπιπτόντως, το California Jam του 1974 κατείχε δύο πρωτιές: το δυνατότερο ηχοσύστημα που χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε σκηνή και την μεγαλύτερη προσέλευση κοινού επί πληρωμή.
- Αφού πήραν και την επιπλέον έκθεση με το California Jam, που παίχτηκε και στην τηλεόραση μέσω του δικτύου ABC τον επόμενο μήνα, συνέχισαν την περιοδεία τους στις ΗΠΑ. Εκείνη την περίοδο του 1974 άλλαξαν και management, φεύγοντας από την εποπτεία του Patrick Meehan και μπαίνοντας κάτω από τις (όχι και τόσο) λευκές φτερούγες του διαβόητου manager/νονού του λονδρέζικου υπόκοσμου, Don Arden. Η αλλαγή αυτή τους έφερε σε ρήξη με το προηγούμενο management και ενώ βρισκόταν στη σκηνή στις ΗΠΑ, ο έλαβαν κλήτευση που οδήγησε σε δικαστική διαμάχη δύο ετών, ώσπου αναγκάστηκαν να πληρώσουν τον Meehan προκειμένου να ξεφύγουν από τις παγίδες των συμβολαίων του. O Don Arden είχε παλιότερα στην δούλεψή του τους προηγούμενους manager των SABBATH, αλλά το κυριότερο, για τον Ozzy τουλάχιστον, ήταν ότι στην ρεσεψιόν των γραφείων της εταιρείας του δούλευε η κόρη του, Sharon Arden, με την οποία ο τραγουδιστής θα γινόταν πολύ φίλος, με την γνωστή κατάληξη.
Για τον ίδιο τον Ozzy, το “Sabbath bloody Sabbath” ήταν η επιτομή της παραδοσιακής βαρύτητας τους και της νέας προοδευτικότητας τους. Μέχρι και σήμερα, παραμένει ένας κλασικός και, φυσικά, επιδραστικός δίσκος (ειδικά στις ΗΠΑ), όπως μπορεί εδώ και δεκαετίες να επιβεβαιώσει όλη η stoner/desert rock σκηνή. Για την πλειονότητα των fans, ωστόσο το πέμπτο άλμπουμ των BLACK SABBATH είναι η τελευταία μεγάλη στιγμή της πρώτης, κλασικής σύνθεσης του συγκροτήματος. Παρόλο που η συνέχεια φαινόταν πολλά υποσχόμενη, και όπως έδειξε η ιστορία, η συνεχώς αυξανόμενη χρήση ουσιών και η συνεχιζόμενη εκμετάλλευση από δισκογραφικές εταιρείες και managers θα εξαντλούσε τις καλλιτεχνικές δυνάμεις των SABBATH και θα υπονόμευε την ποιότητα των επόμενων (τριών, τελικά) άλμπουμ, πριν ο Ozzy Osbourne αποχωρήσει κακήν-κακώς από το συγκρότημα.
Κώστας Τσιρανίδης