
Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου στο Floyd, οι THE RASMUS ανέβηκαν στη σκηνή με την αυτοπεποίθηση μιας μπάντας που ξέρει ακριβώς τι θέλει να προσφέρει. Από την πρώτη νότα του “Rest in Pieces”, ο χώρος γέμισε σκοτεινή, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα· τα φώτα κινήθηκαν σε ψυχρούς τόνους, ενώ ο Lauri Ylönen, σταθερός και συγκεντρωμένος, κράτησε το βλέμμα του κοινού με ένα μίγμα έντασης και μυστηρίου. Κάθε του φράση είχε βαρύτητα, κάθε παύση στιγμάτιζε τη στιγμή και η φωνή του μετακινήθηκε άψογα ανάμεσα στην ευθραυστότητα του “Guilty” και την αποφασιστικότητα του “No Fear”. Το rhythm section, με τον Eero Heinonen στο μπάσο και ο Aki Hakala στα τύμπανα έδιναν σταθερό ρυθμικό υπόβαθρο, γεμίζοντας τον χώρο με συνοχή και δύναμη, ενώ η κιθάρα της Emppu Suhonen προσέθετε μελωδικά στρώματα που ενίσχυαν τον ήχο χωρίς να αποσπούν την προσοχή από τον frontman.

Καθώς η συναυλία προχωρούσε με τα “Time to Burn”, “Justify” και “Bullet”, φάνηκε η ικανότητα της μπάντας να χτίζει ένταση σταδιακά: τα riffs έκοβαν την ανάσα, τα τύμπανα και το μπάσο κρατούσαν τον χώρο ζωντανό και οι στίχοι του Ylönen κυλούσαν σαν αφήγηση. Οι κινήσεις του ήταν υπολογισμένες αλλά εκφραστικές και το βλέμμα του προς το κοινό κάλυπτε κάθε γωνία του χώρου. Στα «Still Standing» και «Shot», η σκηνική αλληλεπίδραση έγινε πιο έντονη: η μπάντα κινήθηκε σαν ενιαίο σώμα, κάθε μέλος προσέχοντας να συνυπάρχει αρμονικά με τα υπόλοιπα, χωρίς να επιδιώκει την υπερβολή.

Μια ξεχωριστή και ευαίσθητη στιγμή της βραδιάς ήρθε με το «October & April»: τα φώτα χαμήλωσαν, η ένταση υποχώρησε για να αφήσει χώρο στο συναίσθημα, και η Emilia “Emppu” Suhonen ανέλαβε διακριτικά να μοιραστεί τα φωνητικά, προσθέτοντας τρυφερότητα και αρμονία στην εκτέλεση χωρίς να αφαιρεί τίποτα από την κεντρική παρουσία του Ylönen, αντικαθιστώντας τρόπον τινά την Anette Olzon που έκανε τα φωνητικά στη στούντιο εκτέλεση. Ακολούθησαν τα «First Day of My Life», «Jezebel», «Creatures of Chaos», όπου για πολλοστή φορά έγινε αναφορά από τον Ylönen για το νησί της Φολεγάνδρου όπου γράφτηκε το κομμάτι αυτό, καθώς και το μισό άλμπουμ… Για την συνέχεια «Not Like the Other Girls», «Falling», «Banksy», κομμάτια που εναλλάσσονταν σε δυναμικές κορυφώσεις και μελωδικά περάσματα, κρατώντας το κοινό συνεχώς σε εγρήγορση. Στο «Livin’ in a World Without You» η ένταση κορυφώθηκε, ενώ τα φώτα άλλαζαν ρυθμικά με το tempo, δημιουργώντας ένα σχεδόν κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Οι THE RASMUS έδειχναν απόλυτα δεμένοι, σαν να είχαν ξαναβρεί τον εσωτερικό ρυθμό που τους είχε αναδείξει στις αρχές των 2000s, μα αυτή τη φορά με ωριμότητα και αυτοπεποίθηση. Κάθε κομμάτι είχε τη δική του ενέργεια: οι κιθάρες έδιναν ενέργεια και υφή στις συνθέσεις, το rhythm section μετέδιδε σταθερό παλμό και ο Ylönen κυριαρχούσε με την φωνή του, ερμηνεύοντας το κάθε συναίσθημα με ακρίβεια.

Το φινάλε πριν το encore, με τα «In the Shadows» και «Weirdo», άφησε τον χώρο να σείεται από τις φωνές των θεατών που τραγουδούσαν μαζί. Το encore ξεκίνησε με το «Sail Away», ένα πιο ήρεμο αλλά γεμάτο συναίσθημα κομμάτι εκτελεσμένο από τον Ylönen με την ακουστική του κιθάρα, που προετοίμασε το κοινό για το τελευταίο χτύπημα, το «Love Is a Bitch», όπου η μπάντα απέδειξε ξανά την σκηνική της αρτιότητα: δυναμικά riffs, ακριβής ρυθμός και η συνολική ενέργεια του συγκροτήματος πλημμύρισαν για μια τελευταία φορά τον χώρο. Το κοινό, συμμετέχοντας ενεργά, έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασης.

Η εμφάνιση στο Floyd απέδειξε ότι οι THE RASMUS παραμένουν μια μπάντα που συνδυάζει συναίσθημα, ένταση και ακριβή σκηνική παρουσία. Ο Lauri Ylönen παραμένει η καρδιά και η ψυχή της μπάντας, με την Emilia “Emppu” Suhonen και τα υπόλοιπα μέλη να υποστηρίζουν και να εμπλουτίζουν τον ήχο, δημιουργώντας ένα live που δεν είναι απλώς αναδρομικό, αλλά ζωντανά εξελισσόμενο.

Όταν έσβησαν τα φώτα, ο ήχος των χειροκροτημάτων συνέχισε να γεμίζει τον χώρο. Οι THE RASMUS έδειξαν γιατί παραμένουν ζωντανή δύναμη πάνω στη σκηνή: γιατί έχουν καταφέρει να μετατρέψουν τη μελαγχολία τους σε ενέργεια και τη σιωπή τους σε ένταση. Οι THE RASMUS παραμένουν μια μπάντα που συνδυάζει συναίσθημα, ένταση και δυναμική σκηνική παρουσία, και απέδειξαν πως μερικές μπάντες ουσιαστικά δεν φεύγουν ποτέ από τη μνήμη μας.
Κείμενο, φωτογραφίες: Πέτρος Καραλής
















